«Οθέλος» του Τζουζέπε Βέρντι, λιμπρέτο (Ουίλιαμ Σέξπιρ) Αρίγκο Μπόιτο / Μουσική διεύθυνση: Στάθης Σούλης. Σκηνοθεσία: Ρόμπερτ Γουίλσον, συσκηνοθέτρια Νίκολα Πάντσερ.
Ο Ιάγος μισεί τον Οθέλο. Ο Οθέλος, Μαυριτανός, που, έχοντας προσφέρει εξαιρετικές υπηρεσίες στην Γαληνοτάτη Δημοκρατία της Βενετίας, έχει αναδειχθεί σε στρατηγό της, νεόκοπος σύζυγος, παρά την άρνηση του ευγενή πατέρα της, της νεαρής, αγνής Βενετσιάνας Δισδεμόνας με την οποία ερωτεύτηκαν και κλέφτηκαν, φτάνει στην Κύπρο, κτήση, τότε -15ος αιώνας-, της Βενετίας, μετά από ναυμαχία στην οποία συνέτριψε το στόλο των Οθομανών που εποφθαλμιούσαν το νησί, εντεταλμένος να αναλάβει κυβερνήτης της. Έχουν προηγηθεί η αγαπημένη του Δισδεμόνα που τον περιμένει, ο
έμπιστός του σημαιοφόρος Ιάγος και ο λοχαγός Κάσιος τον οποίο ο Οθέλος προήγαγε παρακάμπτοντας τον Ιάγο, εξ ου και το μίσος του προς και τους δύο, που έχει γεννήσει το εμμονικό πάθος του για εκδίκηση. Με ανύποπτα όργανά του τη γυναίκα του Εμιλία, ακόλουθο της Δισδεμόνας, και τον εύπορο, αφελή Ροδερίκο, ερωτευμένο με την Δισδεμόνα η οποία τον έχει απορρίψει αλλά την έχει ακολουθήσει στην Κύπρο, δολοπλοκεί καταστρώνοντας ένα σατανικό σχέδιο: γεννάει και
τρέφει τις υποψίες του Οθέλου ότι η γυναίκα του τον απατά με τον Κάσιο. Ώσπου ο ευάλωτος στη ζήλια στρατηγός χάνει τον έλεγχο, παραλογίζεται, δαιμονίζεται, της φέρεται σκαιά και, στο τέλος, τη στραγγαλίζει, αφού βάζει να δολοφονήσουν τον Κάσιο ο οποίος, όμως, γλυτώνει. Όταν η Εμιλία συνειδητοποιεί τις τερατωδίες που έχει διαπράξει ο Ιάγος της και τον αποκαλύπτει, ο Οθέλος, ο οποίος έχει ανακληθεί, λόγω της συμπεριφοράς του, και πρόκειται να τον αντικαταστήσει, ως Κυβερνήτης της Κύπρου, ο Κάσιος, αυτοκτονεί. Ο Ουίλιαμ Σέξπιρ πιθανολογείται ότι έγραψε το έργο του «Η τραγωδία
του Οθέλου, του Μαυριτανού της Βενετίας», ένα από τα κορυφαία αριστουργήματά του, το 1603. Στο έργο αυτό βασίστηκε ο ιταλός ποιητής, μυθιστοριογράφος, δημοσιογράφος, λιμπρετίστας και συνθέτης Αρίγκο Μπόιτο ο οποίος, συμπτύσσοντάς το και κάνοντας κάποιες προσθαφαιρέσεις, συνέθεσε ένα έξοχο λιμπρέτο, πολύ πάνω
από το μέσο επίπεδο των προηγούμενων έργων του Τζουζέπε Βέρντι, ακουμπώντας στο οποίο ο ιταλός μάστορας της όπερας, έγραψε, σε προχωρημένη ηλικία, τον «Οθέλο του (1887). Και αν το αρτεσιανό φρέαρ από το οποίο ανάβλυζαν οι μελωδίες του έχει, κάπως, στεγνώσει πια, η ωριμότητά του τον έχει οδηγήσει σε μία μουσική δραματουργία συμπαγή, αποτελεσματική, μεγαλειώδη -ένα μουσικό δράμα που φλέγεται από πάθος. Ο διεθνής Αμερικανός Ρόμπερτ Γουίλσον που ανέλαβε τη σκηνοθεσία με συσκηνοθέτρια την Γερμανίδα Νίκολα Πάντσερ και δραματουργό τον επίσης Γερμανό Κόνραντ Κουν (η πρεμιέρα δόθηκε το 2019 στην Γερμανία, στο Πασχαλινό Φεστιβάλ του Μπάντεν-Μπάντεν και
η σκηνοθεσία προσαρμόστηκε για την Λυρική Σκηνή μας) έχει επαναπαυθεί στη γνώριμη μανιέρα του. Εικαστικός, πρωταρχικά, καλλιτέχνης, έχοντας αναλάβει, όπως πάντα, και τα σκηνικά -με συνεργάτη σκηνογράφο τον Ελβετό Σερζ φον Αρξ- και τους φωτισμούς -με συνεργάτη φωτιστή τον Ιταλό Μαρτσέλο Λουμάκα-, έχει φέρει, σε συνδυασμό με τα κοστούμια των Ιταλών Ζακ Ρενό και Ντάβιντε Μπόνι -όλα μαύρα, με πάλλευκο μόνο της Δισδεμόνας-, με την επιμέλεια των κομμώσεων και του μακιγιάζ της Γερμανίδας Μανουέλα
Χάλιγκαν και με τις βιντεοπροβολές του Πολονού Τόμας Γιζόρσκι, ένα γενικό παραστασιακό αποτέλεσμα, για άλλη μία φορά, μεθυστικό αισθητικά: η βαμμένη με μπλε και ιώδη χρώματα οθόνη, σωλήνες νέον, τα σύμβολά του -ενίοτε δυσερμήνευτα, όπως ο θνήσκων (;) ελέφαντας της έναρξης-, το κόκκινο φεγγάρι του προσφέρουν στο θεατή μία σειρά ταμπλό βιβάν γοητευτικών έως συναρπαστικών. Με ένσταση στο φωτισμό των ηθοποιών από τη μέση και πάνω που, σε συνδυασμό με τα μαύρα κοστούμια, τους παρουσιάζει σαν κάτι μεταξύ νάνων και εξωγήινων. Αλλά η μανιέρα αυτή, το προσωπικό αυτό στιλ, δεν μπορεί να εφαρμοστεί σε κάθε έργο, σε κάθε παράσταση. Ο «Οθέλος» του Βέρντι είναι, όπως ήδη έγραψα, ένα μουσικό δράμα που φλέγεται από πάθος. Το μίσος του Ιάγου, η ζήλια του Οθέλου, ο άνευ ορίων και όρων έρωτας της Δισδεμόνας που πάλλονται έχουν ισοπεδωθεί. Ο λευκός Οθέλος, διαρκή μετωπικά στησίματα, ακινησία των επί σκηνής ή μικρές κινήσεις κατά μέτωπον ή σε προφίλ, με κεκαμμένους καρπούς, που, αν και αντλημένες από το γιαπονέζικο θέατρο, παραπέμπουν, κάποιες στιγμές, στον δικό μας Καραγκιόζη, κινήσεις που, μαζί με τις επιβεβλημένες από τη σκηνοθεσία μούτες των ηθοποιών, μπορεί και να παράξουν κωμικά αποτελέσματα, ηθοποιοί που απαγορεύεται αυστηρά να αγγιχτούν -έως και ο
στραγγαλισμός της Δισδεμόνας τελείται εξ αποστάσεως-, gesti, σύμβολα, πρόσωπα βαμμένα λευκές μάσκες, ανέκφραστα, καταπνίγουν κάθε συναίσθημα σε ένα έργο πλούσιων συναισθημάτων. Δεν βρήκα τον σκηνοθετικό τρόπο του Ρόμπερτ Γουίλσον αποδοτικό, που κάπου να οδηγεί -να φέρνει από άλλους δρόμους τη συγκίνηση. Αντίθετα τον βρήκα άγονο και ευνουχιστικό. Η παράστασή του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μία σεμί-κοντσερτάντε -ημισυναυλιακή- παρουσίαση του «Οθέλου». Ως προς το μουσικό μέρος, ο
Σταύρος Σούλης διηύθυνε με πυγμή και σθένος αλλά και με εντάσεις που δεν ήταν απαραίτητες -έστω και αν δεν καλύφθηκαν οι φωνές των τραγουδιστών- την ικανοποιητικότατη Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Όπως με επάρκεια απέδωσαν τόσο η Χορωδία της ΕΛΣ υπό τον Αγαθάγγελο Γεωργακάτο όσο και η Παιδική Χορωδία της ΕΛΣ υπό τη διεύθυνση της Κωνσταντίνας Πιτσιάκου. Οι ερμηνευτές, ακυρωμένοι υποκριτικά, δεν είχαν παρά να βασιστούν στις φωνές τους. Ο τενόρος Δημήτρης Πακσόγλου / Κάσιος, ο τενόρος Γιάννης Καλύβας / Ροδερίκος, ο μπάσος Πέτρος Μαγουλάς / Λουδοβίκος, ο βαρύτονος Μαρίνος Ταρνανάς / Μοντάνος, ο μπάσος Παύλος Σαμψάκης / Κήρυκας κάνουν ό,τι μπορούν, όπως και η σοπράνο Βιολέτα Λούστα, άκρως εντυπωσιακή φιγούρα, η οποία μοιάζει να καλύπτει καλύτερα από όλους τη σκηνοθετική γραμμή. Ισχυρή η φωνή του λετονού τενόρου Αλεξάντερς Αντονένκο (Οθέλος) αλλά το μέταλλό του ηχεί με μία οξύτητα καθόλου ελκυστική -δεν ενθουσιάστηκα Η ρουμάνα σοπράνο Τσέλια Κοστέα έχει φωνητικό μέγεθος αλλά στερείται -και φωνητικά- τη φρεσκάδα
και τη νεανικότητα της Δισδεμόνας. Την παράσταση κλέβει ο βαρύτονος Τάσης Χριστογιαννόπουλος: αν και το μεφιστοφελικό μακιγιάζ με το οποίο τον φόρτωσαν οδηγεί στο γκροτέσκο, είναι ένας εξαίρετος Ιάγος. Μία παράσταση εντυπωσιακή αισθητικά αλλά συναισθηματικά αποξηραμένη. (Φωτογραφίες: Lucy Jansch).
(Χορταστικό και υψηλής ποιότητας το δίγλωσσο -ελληνικά και αγγλικά- βιβλίο/πρόγραμμα της παράστασης -Τομέας Δραματολογίας, υπεύθυνος Νίκος Α. Δοντάς-, με πολύ ενδιαφέροντα κείμενα και με μεταφρασμένη συνέντευξη του
Ρόμπερτ Γουίλσον σε γερμανό δημοσιογράφο, πριν από την πρεμιέρα του «Οθέλου» στο Μπάντεν-Μπάντεν, όπου, πολύ αμερικάνικα, συγκρίνει το σκηνοθετικό αποτέλεσμα με ένα «μεγάλο τσίζμπεργκερ»! «Τιμώμενο πρόσωπο» -πολύ καλή η ιδέα που έχει καθιερωθεί να τιμάται στο πρόγραμμα, κάθε φορά, ένας καλλιτέχνης της Λυρικής ο οποίος έχει συνδέσει το όνομά του με τυχόν προηγούμενο ανέβασμα της όπερας από την ΕΛΣ-, ο αρχιμουσικός Ανδρέας Παρίδης που είχε διευθύνει, το 1960, την πρώτη παρουσίαση του «Οθέλου» από την Λυρική. Αλλά επιμένω: πρώτον, θεωρώ παράλογο ένα οκτασέλιδο κείμενο-αφιέρωμα -της Σοφίας Κομποτιάτη, στα όρια της αγιογραφίας, εδώ- να μη συνοδεύεται από φωτογραφία του τιμώμενου. Δεύτερον: όταν παρατίθενται αποσπάσματα κριτικών ή άρθρων δεν επαρκεί η αναφορά του εντύπου στο οποίο έχουν δημοσιευτεί και η ημερομηνία δημοσίευσης. Αυτά τα κείμενα κάποιοι τα έγραψαν -κριτικοί ή δημοσιογράφοι. Δεν είναι δεοντολογικό να αγνοούνται).
Εθνική Λυρική Σκηνή / Αίθουσα «Σταύρος Νιάρχος», Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος», συμπαραγωγή: Εθνική Λυρική Σκηνή-Πασχαλινό Φεστιβάλ του Μπάντεν-Μπάντεν, 11 Μαρτίου 2022.
No comments:
Post a Comment