«Τρεις αδελφές» του Αντόν Τσέχοφ / Σκηνοθεσία: Τσέζαρις Γκραουζίνις
Δεύτερη, μετά τον «Γλάρο» του Γιάννη Παρασκευόπουλου, τσεχοφική απογοήτευση μέσα σε λίγες μέρες: ο Λιθουανός Τσέζαρις Γκραουζίνις, σκηνοθέτης που, επίσης, εκτιμώ έχοντας δει μερικές εξαιρετικές παραστάσεις του, αντιμετώπισε τις «Τρεις αδελφές», το κορυφαίο, ίσως, από τα τέσσερα αριστουργήματα,
του ρόσου κλασικού, σαν ένα ασήμαντο ρεαλιστικό εργάκι αφήνοντας ανεξερεύνητα τα άρρητα, τα κάτω από την επιφάνειά του -όπου κρύβεται ο πραγματικός Τσέχοφ. Μία παράσταση που αρχίζει ποιητικά, ονειρικά, πανέμορφα -με την Όλγα, την Μάσα
και την Ιρίνα, μέσα στην αχλύ, να στρώνουν, σαν να κατεβάζουν ένα σύννεφο, ένα μεγάλο, κατάλευκο τραπεζομάντιλο στο τραπέζι τους για τη γιορτή της μέρας- και, στη συνέχεια, αυτοκαταστρέφεται -η
ποίηση εξανεμίζεται. Ο σκηνοθέτης μοιάζει να έχει μπλεχτεί ανάμεσα στο δράμα και στην «κωμωδία» που ζητάει ο συγγραφέας, ανάμεσα στην «κλασική» και στη «μοντέρνα» σκηνοθεσία την οποία θυμάται από το τέλος της δεύτερης πράξης βάζοντας τους αξιωματικούς του έργου να βαλσάρουν μεταξύ τους, χάνει τους ρυθμούς του -αφόρητα βαρετή η μεγάλη σκηνή Μάσα-Βερσίνιν
στη δεύτερη πράξη-, χάνει τις αποχρώσεις, αντί να γεμίσει, αφήνει κενές, κούφιες τις παύσεις, ουρλιάσματα, διαρκή, άνευ λόγου, αμήχανα οπερατικά μετωπικά στησίματα... Δυστυχώς την παράσταση, κατά τη γνώμη μου, δεν σώζει η υψηλή αισθητική της- τα έξοχα στη λιτότητά τους σκηνικά του Κέννυ ΜακΛέλαν, τα κοστούμια της Κλαιρ Μπρέισγουελ, οι ατμοσφαιρικοί φωτισμοί του Αλέκου Γιάνναρου. Ούτε οι ενδιαφέρουσες μουσικές του επίσης Λιθουανού, Μαρτίνας
Μπιαλομπζέσκις. Αν δεν ανασύρει ο σκηνοθέτης τη μουσική του τσεχοφικού κειμένου, είναι περιττές οι μουσικές, ειδικά αν προσφέρονται σε υπερβολική δόση, όπως εδώ. Ο Τσέζαρις Γκραουζίνις επέλεξε για τους τρεις ρόλους του τίτλου πολύ νέες ηθοποιούς -Χριστίνα Χριστοδούλου, Ιφιγένεια Καραμήτρου, Λένα Νάτση-, κοντά στις ηλικίες των ρόλων. Πολύ θετικό, αν μπορούσε να τις καθοδηγήσει.
ποίηση εξανεμίζεται. Ο σκηνοθέτης μοιάζει να έχει μπλεχτεί ανάμεσα στο δράμα και στην «κωμωδία» που ζητάει ο συγγραφέας, ανάμεσα στην «κλασική» και στη «μοντέρνα» σκηνοθεσία την οποία θυμάται από το τέλος της δεύτερης πράξης βάζοντας τους αξιωματικούς του έργου να βαλσάρουν μεταξύ τους, χάνει τους ρυθμούς του -αφόρητα βαρετή η μεγάλη σκηνή Μάσα-Βερσίνιν
στη δεύτερη πράξη-, χάνει τις αποχρώσεις, αντί να γεμίσει, αφήνει κενές, κούφιες τις παύσεις, ουρλιάσματα, διαρκή, άνευ λόγου, αμήχανα οπερατικά μετωπικά στησίματα... Δυστυχώς την παράσταση, κατά τη γνώμη μου, δεν σώζει η υψηλή αισθητική της- τα έξοχα στη λιτότητά τους σκηνικά του Κέννυ ΜακΛέλαν, τα κοστούμια της Κλαιρ Μπρέισγουελ, οι ατμοσφαιρικοί φωτισμοί του Αλέκου Γιάνναρου. Ούτε οι ενδιαφέρουσες μουσικές του επίσης Λιθουανού, Μαρτίνας
Μπιαλομπζέσκις. Αν δεν ανασύρει ο σκηνοθέτης τη μουσική του τσεχοφικού κειμένου, είναι περιττές οι μουσικές, ειδικά αν προσφέρονται σε υπερβολική δόση, όπως εδώ. Ο Τσέζαρις Γκραουζίνις επέλεξε για τους τρεις ρόλους του τίτλου πολύ νέες ηθοποιούς -Χριστίνα Χριστοδούλου, Ιφιγένεια Καραμήτρου, Λένα Νάτση-, κοντά στις ηλικίες των ρόλων. Πολύ θετικό, αν μπορούσε να τις καθοδηγήσει.
Εδώ τις αφήνει έκθετες στην απειρία τους που τις πνίγει -μου θύμισαν εξετάσεις δραματικής σχολής. Η διανομή, όμως, έχει και εξαιρετικές αστοχίες: ο μακρυμάλλης αντισυνταγματάρης Βερσίνιν
του Γρηγόρη Παπαδόπουλου, ο Τούζενμπαχ του Αλέξανδρου Κουκιά, ο Κουλίγκιν -μαζί με την Νατάλια, οι σημαντικότεροι, για μένα, ρόλοι του έργου- του Απόστολου Πελεκάνου ναυαγούν στα ρηχά. Ο Κουλίγκιν είναι τραγικά γελοίος -μία γελοιότητα που πληγώνει- αλλά δεν παίζεται ως γελοίος. Η Νατάλια είναι ευτελής, είναι καταλύτης
του Γρηγόρη Παπαδόπουλου, ο Τούζενμπαχ του Αλέξανδρου Κουκιά, ο Κουλίγκιν -μαζί με την Νατάλια, οι σημαντικότεροι, για μένα, ρόλοι του έργου- του Απόστολου Πελεκάνου ναυαγούν στα ρηχά. Ο Κουλίγκιν είναι τραγικά γελοίος -μία γελοιότητα που πληγώνει- αλλά δεν παίζεται ως γελοίος. Η Νατάλια είναι ευτελής, είναι καταλύτης
αλλά η Κλειώ-Δανάη Οθωναίου έχει οδηγηθεί να την παίζει με ευτέλεια και ο καλός ηθοποιός Σαμψών Φύτρος τον εντελώς ιδιαίτερο ρόλο του Σαλιόνιι ως ημίτρελο -και οι δύο κραυγάζουν ενώ όλοι οι υπαινιγμοί του Τσέχοφ γίνονται θρύψαλα. Χωρίς έρμα, ο, επίσης, καλός ηθοποιός Κωνσταντίνος Χατζησάββας ως Αντρέι, επίπεδοι ο Γιώργος Σφυρίδης-Φεραπόντ και η Μαρία Καραμήτρη-
Ανφίσα. Κάπως σώζεται, αν και στην τέταρτη πράξη γίνεται μελοδραματικός, ο Μανώλης Μαυροματάκης-Τσεμπουτίκιν. Κρατώ μόνο την επιτυχημένη mise en place στην τέταρτη πράξη, με τους ήρωες να χάνονται στο βάθος ενώ πέφτει χιόνι. Κατά τα άλλα, μία ανερμάτιστη, αμήχανη, αβαθής, βαρετή παράσταση που, πιστεύω, οδηγεί τους «αθώους» θεατές στο τραγικό συμπέρασμα πόσο ασήμαντο έργο είναι οι «Τρεις αδελφές» και πόσο υπερτιμημένος ο συγγραφέας τους... (Φωτογραφίες: Τάσος Θώμογλου).
Θεσσαλονίκη, Θέατρο Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών / Κεντρική Σκηνή, Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, 17 Ιανουαρίου 2020.
No comments:
Post a Comment