Γεννήθηκε σε ένα στετλ -ένα εβραϊκό χωριό- της Ουκρανίας, το 1920, η Ροζάλα. Σήμερα είναι στα 80 -2000, γύρισμα της χιλιετίας, μία Αμερικανοεβρέα σεβάσμια κυρία-, ζει στις ΗΠΑ, στο Μαϊάμι Μπιτς, και τη λένε πια Ρόουζ. Τι της συνέβη, όμως, τι τράβηξε αυτά τα 80 χρόνια; Και τι δεν τράβηξε... Βίωσε ήδη, παιδί ακόμη, μαζί με τους γονείς και τα αδέλφια της, τον Ασέρ και την Ρίφκα, ένα πογκρόμ στο χωριό της, όταν όρμησαν οι Κοζάκοι και τα έκαναν όλα λίμπα, οπότε και έχασε τον ήδη άρρωστο πατέρα της. Όταν ο αδελφός της παντρεύτηκε και έφυγαν με τη γυναίκα του στην Βαρσοβία, την κάλεσαν, μόλις απέκτησαν μωρό, να τους βοηθάει. Θα πάει για να γλυτώσει από τη μιζέρια. Δεκαετία του ’30, εικοσάρα, στην Βαρσοβία θα γνωρίσει και τον άντρα της ζωής
της: ο Γιούσελ είναι κι αυτός Εβρέος, είναι τεράστιος, έχει κόκκινα μαλλιά, έναν μεγάλο κρίκο στο αυτί, ένα γαλάζιο μάτι και ένα...γυάλινο. Θα σμίξουν, θα κάνουν ένα παιδάκι αλλά η ευτυχία δεν θα κρατήσει πολύ: τα στρατεύματα του Τρίτου Ράιχ καταλαμβάνουν την Πολονία, καταλαμβάνουν την Βαρσοβία και ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και το Ολοκαύτωμα είναι πια σε εξέλιξη. Μαντρώνουν όλους τους Εβρέους της Βαρσοβίας, με τείχος, σε γκέτο, όπου, στριμωγμένοι σαν τα ζώα, δεινοπαθούν -πεινούν. Η Ροζάλα είναι από τους «τυχερούς»: ανήκει στις γυναίκες που τις αφήνουν -τις εξαναγκάζουν- να βγουν από το γκέτο για να δουλεύουν καταναγκαστικά σε ένα εργοστάσιο όπου, όμως, εξοικονομεί κάτι ψίχουλα, να τρώνε στην οικογένεια. Το
1943, στην ηρωική εξέγερση του γκέτο, όταν οι ξεσηκωμένοι Εβρέοι σφαγιάστηκαν ή στάλθηκαν σε στρατόπεδα, τυχαία βρίσκεται στο εργοστάσιο -εκτός του τείχους- και γλυτώνει. Όταν γυρίσει θα βρει μόνο γκρεμίδια, τον άντρα της εξαφανισμένο -σκοτωμένο προφανώς-, την οικογένεια του αδελφού της εξοντωμένη και θα μάθει ότι την Έστερ, το κοριτσάκι της, το πυροβόλησε στο μέτωπο και το σκότωσε ένας στρατιώτης, όταν, πεινασμένο, έτρεξε σε ένα πάγκο όπου μοίραζαν σούπα -ένα νεροζούμι. Εκείνη θα επιζήσει: κρύβεται στους υπονόμους μαζί με κάποιους άλλους που γλύτωσαν και με τα τρωκτικά. Και εκεί θα κάνει, όπως-όπως, για τους χαμένους της, σιβά, την εβραϊκή τελετή πένθους -το χωριό της στην Ουκρανία οι Γερμανοί το έχουν κάψει και μαζί τη μάνα και την αδελφή της. Μετά την απελευθέρωση της Βαρσοβίας από τα σοβιετικά στρατεύματα, θα περπατήσει μέχρι την ηττημένη, ερειπωμένη Γερμανία και θα την κλείσουν σε στρατόπεδο προσφύγων. Εκεί, ποτισμένη από τα νάματα των Σιωνιστών που στόχο είχαν την ανεξαρτητοποίηση της -υπό βρετανική «εντολή»- Παλεστίνης, ώστε να αποκτήσουν πια μία πατρίδα οι Εβρέοι της Διασποράς στην πατρογονική τους γη, θα
είναι ανάμεσα στους 4.500 Εβρέους -οι περισσότεροι, επιζήσαντες από τα νατσιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης- που στιβάζονται στο πλοίο με το σημαδιακό όνομα «Έξοδος 1947», με προορισμό την Παλεστίνη -τη βιβλική τους «Γη της Επαγγελίας». Μετά από ένα περιπετειώδες, ιστορικό ταξίδι, με τη συνοδεία βρετανικών αντιτορπιλικών που δεν θα διστάσουν και να τους επιτεθούν, θα φτάσουν στην Χάιφα όπου οι Βρετανοί, αμέσως, θα τους επιβιβάσουν βίαια σε άλλα πλοία και θα τους στείλουν από εκεί που ήρθαν -η Ροζάλα που έχει γίνει Ρόζα θα βρεθεί στο Αμβούργο. Θα έχει, όμως, γνωρίσει στο πλοίο έναν αμερικοεβρέο ναύτη, τον Σόνι Ρόουζ, που θα της ζητήσει να γίνει
γυναίκα του και να φύγουν στις ΗΠΑ, στο Ατλάντικ Σίτι όπου εκείνος ζει. Θα το αποφασίσει και, μετά από πολλά βάσανα και ενώ στην Παλεστίνη ιδρύεται το Ισραήλ, θα πάρει την άδεια μετανάστευσης. Θα παντρευτούν, θα γίνει Ρόουζ Ρόουζ, θα κάνουν ένα γιο, θα ανακατευτεί σε ξενοδοχειακά, θα κάνουν λεφτά αλλά ο Σόνι θα αρρωστήσει και θα πεθάνει. Και ο γιος της, ο Ντάνι, θα μεταναστεύσει με τη γυναίκα και τα παιδιά του στο Ισραήλ, σε ένα κιμπούτς. Μόνη πια η Ρόουζ, στο Μαϊάμι Μπιτς όπου ζει τώρα, θα κάνει και τρίτο γάμο -με τον κύριο Φελστάιν, ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου όπου εργάζεται. Και θα μείνει για τρίτη φορά χήρα -πλούσια και μόνη. Θα κάνει πάντα, για όλους που έχασε, το πατροπαράδοτο -και ξεχασμένο από τους νεότερους- σιβά του πένθους: καθισμένη σε ένα παγκάκι επί επτά μέρες, με τη σκέψη στο νεκρό της και ανάβοντας ένα κεράκι στη μνήμη του. Στο Ισραήλ δεν είναι ευπρόσδεκτη από την οικογένεια του γιου της, κυρίως τη φανατική γυναίκα του -οι καιροί έχουν αλλάξει, εκεί δεν μιλούν αλλά σνομπάρουν, κοροϊδεύουν τα γίντις που η Ρόουζ ξέρει, μιλούν εβραϊκά, και το όραμα για την «Γη της Επαγγελίας» που είχε εκείνη και η γενιά της έχει μεταμορφωθεί, έχει παραμορφωθεί σε
όραμα εξολόθρευσης των Παλεστινίων που διεκδικούν ένα δικό τους κράτος στην Παλεστίνη... Τη χαριστική βολή θα τη δεχτεί, όταν ακούσει στις ειδήσεις, στην τηλεόραση, για ένα κοριτσάκι, Παλεστίνια, που πέταξε πέτρες στους ισραηλινούς στρατιώτες και ένας τους το πυροβόλησε στο μέτωπο και το σκότωσε: το κοριτσάκι το έλεγαν Νόρα και ο νεαρός φονιάς, που τον βλέπει στην τηλεόραση να «εξηγεί», είναι ο αγαπημένος της εγγονός, ο Ντορόν. Το σιβά που κάνει, καθισμένη στο παγκάκι, από την αρχή του έργου, και ανάβοντας πλάι της κεράκια, είναι για την Νόρα, τη χαμένη, όπως η Έστερ της, με μία σφαίρα στο μέτωπο, Παλεστίνια. Ο Μάρτιν Σέρμαν έγραψε (1999) την «Ρόουζ», ένα μονόλογο που, κατά τη γνώμη μου -έστω και αν η προσφορά του μέσα από το συγκλονιστικό «Μπεντ» του, με το οποίο δημοσιοποίησε στο ευρύ κοινό την αποσιωπημένη για πολλά χρόνια εξόντωση στα νατσιστικά στρατόπεδα, ταυτόχρονα με τους Εβρέους, των ομοφυλόφιλων, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί- είναι το καλύτερο έργο του. Ο Σέρμαν, παράλληλα και στενά δεμένη με την ταραχώδη προσωπική ιστορία αυτής της γυναίκας με το τεράστιο κουράγιο, πλέκει την τραγική ιστορία των Εβρέων κατά τον 20ο αιώνα υψώνοντας με την Ρόουζ ένα σύμβολό τους. Αλλά με καθαρό μυαλό, χωρίς παρωπίδες, χωρίς στενή ερμηνεία, χωρίς να αγνοεί την τόσο αντιφατική, την απαράδεκτη, την τραγική κατάληξη που είχε το όνειρό τους για μία πατρίδα -να στερήσουν
την πατρίδα από τους Παλεστίνιους και να διαπράττουν εις βάρος τους ό,τι υπέστησαν οι ίδιοι στο παρελθόν. Και μη ξεχνάμε το σημαντικότερο: ο Μάρτιν Σέρμαν που έγραψε αυτό το έργο, με αυτές τις τολμηρές θέσεις, είναι Εβρέος. Το σιβά που η Ρόουζ κάνει για τη μικρή Παλεστίνια είναι ένα συντριπτικό φινάλε που θα του το χρωστάμε. Επιπλέον, ο μονόλογός του είναι εξαιρετικά γραμμένος, με νήματα που ενώνονται επιδέξια, βαθιά συγκινητικός αλλά και με ευεργετικό χιούμορ. Ο Νίκος Καραγέωργος που υπογράφει τη σκηνοθεσία, πάνω στην παλαιότερη, πολύ καλή μετάφραση της Μιμής Ντενίση -θα ήθελα μόνο να επισημάνω πως οι νεαροί που έρχονται από το Ισραήλ στο Μαϊάμι Μπιτς τα καλοκαίρια δεν είναι «Ισραηλίτες» αλλά Ισραηλινοί-, οδήγησε, με χέρι σταθερό, την Δέσποινα Μπεμπεδέλη σε μία έξοχη ερμηνεία. Μία σκηνοθεσία με μέτρο, με τους σωστούς ρυθμούς, διακριτική, με τη συγκίνηση και το χιούμορ, που τόσο επιδέξια ισορροπούν στο κείμενο, εξίσου σωστά ισορροπημένα. Δεν θα πρέπει να του
ήταν δύσκολο όταν διέθετε αυτή τη σπουδαία ηθοποιό. Η Δέσποινα Μπεμπεδέλη, απόλυτα συγκεντρωμένη, γίνεται πάνω στη σκηνή παιδάκι, γίνεται γυναίκα αισθαντική, γίνεται ερωτική, γίνεται σκληρή, γίνεται τρυφερή, γίνεται σπαρακτική, γλιστράει επιδέξια, ανάλαφρα από τις πιο τραγικές στιγμές στο χιούμορ, στο υπονοούμενο, στο προσωπικό και συγκινεί βαθιά. Τόσα χρόνια που τη βλέπω -από το 1978 και την «Μάνα Κουράγιο» του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου- έχω πάρει το μάθημά μου: δάκρυα δεν έχω δει να τρέχουν από τα μάτια της. Η Δέσποινα Μπεμπεδέλη, με την τεχνική της, «καταπίνει» τη συγκίνησή της, τη στεγνώνει και έτσι τη μεταφέρει στο κοινό της -τα δάκρυα που τρέχουν είναι δικά μας και όχι δικά της. Έτσι και ως Ρόουζ. Η ερμηνεία της είναι μία εμπειρία. Στο λιτό σκηνικό του Δημήτρη Δήμα, με την εκφραστική μουσική του Νίκου Σπηλιώτη, η Δέσποινα Μπεμπεδέλη κάνει τα σιβά της, τραγουδάει, θυμάται, νοσταλγεί, οργίζεται αλλά ποτέ δεν μετατρέπει την τραγωδία σε μελόδραμα. Με μία ερμηνεία αυτού του επιπέδου, με ένα τόσο δυνατό κείμενο, βρήκα φλύαρα και
εντελώς περιττά τα βίντεο (Χρήστος Καρτέρης) με τα οποία ο σκηνοθέτης, από ανασφάλεια, ίσως, «εικονογραφεί» το παραστασιακό αποτέλεσμα, αποπροσανατολίζοντας το μάτι από τον άξονα που είναι η Δέσποινα Μπεμπεδέλη. Η παράσταση έκλεισε τον κύκλο της στην Αθήνα. Πιστεύω ότι δεν εξαντλήθηκε και ότι πρέπει να επαναληφθεί. Αν γίνει αυτό, ΟΦΕΙΛΕΤΕ να τη δείτε! Αυτή η ερμηνεία είναι σταθμός. Από τις 27 Μαρτίου, πάντως, η «Ρόουζ» θα παιχτεί στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης. Οι Θεσσαλονικείς ΓΡΗΓΟΡΕΙΤΕ!
της: ο Γιούσελ είναι κι αυτός Εβρέος, είναι τεράστιος, έχει κόκκινα μαλλιά, έναν μεγάλο κρίκο στο αυτί, ένα γαλάζιο μάτι και ένα...γυάλινο. Θα σμίξουν, θα κάνουν ένα παιδάκι αλλά η ευτυχία δεν θα κρατήσει πολύ: τα στρατεύματα του Τρίτου Ράιχ καταλαμβάνουν την Πολονία, καταλαμβάνουν την Βαρσοβία και ο Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος και το Ολοκαύτωμα είναι πια σε εξέλιξη. Μαντρώνουν όλους τους Εβρέους της Βαρσοβίας, με τείχος, σε γκέτο, όπου, στριμωγμένοι σαν τα ζώα, δεινοπαθούν -πεινούν. Η Ροζάλα είναι από τους «τυχερούς»: ανήκει στις γυναίκες που τις αφήνουν -τις εξαναγκάζουν- να βγουν από το γκέτο για να δουλεύουν καταναγκαστικά σε ένα εργοστάσιο όπου, όμως, εξοικονομεί κάτι ψίχουλα, να τρώνε στην οικογένεια. Το
1943, στην ηρωική εξέγερση του γκέτο, όταν οι ξεσηκωμένοι Εβρέοι σφαγιάστηκαν ή στάλθηκαν σε στρατόπεδα, τυχαία βρίσκεται στο εργοστάσιο -εκτός του τείχους- και γλυτώνει. Όταν γυρίσει θα βρει μόνο γκρεμίδια, τον άντρα της εξαφανισμένο -σκοτωμένο προφανώς-, την οικογένεια του αδελφού της εξοντωμένη και θα μάθει ότι την Έστερ, το κοριτσάκι της, το πυροβόλησε στο μέτωπο και το σκότωσε ένας στρατιώτης, όταν, πεινασμένο, έτρεξε σε ένα πάγκο όπου μοίραζαν σούπα -ένα νεροζούμι. Εκείνη θα επιζήσει: κρύβεται στους υπονόμους μαζί με κάποιους άλλους που γλύτωσαν και με τα τρωκτικά. Και εκεί θα κάνει, όπως-όπως, για τους χαμένους της, σιβά, την εβραϊκή τελετή πένθους -το χωριό της στην Ουκρανία οι Γερμανοί το έχουν κάψει και μαζί τη μάνα και την αδελφή της. Μετά την απελευθέρωση της Βαρσοβίας από τα σοβιετικά στρατεύματα, θα περπατήσει μέχρι την ηττημένη, ερειπωμένη Γερμανία και θα την κλείσουν σε στρατόπεδο προσφύγων. Εκεί, ποτισμένη από τα νάματα των Σιωνιστών που στόχο είχαν την ανεξαρτητοποίηση της -υπό βρετανική «εντολή»- Παλεστίνης, ώστε να αποκτήσουν πια μία πατρίδα οι Εβρέοι της Διασποράς στην πατρογονική τους γη, θα
είναι ανάμεσα στους 4.500 Εβρέους -οι περισσότεροι, επιζήσαντες από τα νατσιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης- που στιβάζονται στο πλοίο με το σημαδιακό όνομα «Έξοδος 1947», με προορισμό την Παλεστίνη -τη βιβλική τους «Γη της Επαγγελίας». Μετά από ένα περιπετειώδες, ιστορικό ταξίδι, με τη συνοδεία βρετανικών αντιτορπιλικών που δεν θα διστάσουν και να τους επιτεθούν, θα φτάσουν στην Χάιφα όπου οι Βρετανοί, αμέσως, θα τους επιβιβάσουν βίαια σε άλλα πλοία και θα τους στείλουν από εκεί που ήρθαν -η Ροζάλα που έχει γίνει Ρόζα θα βρεθεί στο Αμβούργο. Θα έχει, όμως, γνωρίσει στο πλοίο έναν αμερικοεβρέο ναύτη, τον Σόνι Ρόουζ, που θα της ζητήσει να γίνει
γυναίκα του και να φύγουν στις ΗΠΑ, στο Ατλάντικ Σίτι όπου εκείνος ζει. Θα το αποφασίσει και, μετά από πολλά βάσανα και ενώ στην Παλεστίνη ιδρύεται το Ισραήλ, θα πάρει την άδεια μετανάστευσης. Θα παντρευτούν, θα γίνει Ρόουζ Ρόουζ, θα κάνουν ένα γιο, θα ανακατευτεί σε ξενοδοχειακά, θα κάνουν λεφτά αλλά ο Σόνι θα αρρωστήσει και θα πεθάνει. Και ο γιος της, ο Ντάνι, θα μεταναστεύσει με τη γυναίκα και τα παιδιά του στο Ισραήλ, σε ένα κιμπούτς. Μόνη πια η Ρόουζ, στο Μαϊάμι Μπιτς όπου ζει τώρα, θα κάνει και τρίτο γάμο -με τον κύριο Φελστάιν, ιδιοκτήτη του ξενοδοχείου όπου εργάζεται. Και θα μείνει για τρίτη φορά χήρα -πλούσια και μόνη. Θα κάνει πάντα, για όλους που έχασε, το πατροπαράδοτο -και ξεχασμένο από τους νεότερους- σιβά του πένθους: καθισμένη σε ένα παγκάκι επί επτά μέρες, με τη σκέψη στο νεκρό της και ανάβοντας ένα κεράκι στη μνήμη του. Στο Ισραήλ δεν είναι ευπρόσδεκτη από την οικογένεια του γιου της, κυρίως τη φανατική γυναίκα του -οι καιροί έχουν αλλάξει, εκεί δεν μιλούν αλλά σνομπάρουν, κοροϊδεύουν τα γίντις που η Ρόουζ ξέρει, μιλούν εβραϊκά, και το όραμα για την «Γη της Επαγγελίας» που είχε εκείνη και η γενιά της έχει μεταμορφωθεί, έχει παραμορφωθεί σε
όραμα εξολόθρευσης των Παλεστινίων που διεκδικούν ένα δικό τους κράτος στην Παλεστίνη... Τη χαριστική βολή θα τη δεχτεί, όταν ακούσει στις ειδήσεις, στην τηλεόραση, για ένα κοριτσάκι, Παλεστίνια, που πέταξε πέτρες στους ισραηλινούς στρατιώτες και ένας τους το πυροβόλησε στο μέτωπο και το σκότωσε: το κοριτσάκι το έλεγαν Νόρα και ο νεαρός φονιάς, που τον βλέπει στην τηλεόραση να «εξηγεί», είναι ο αγαπημένος της εγγονός, ο Ντορόν. Το σιβά που κάνει, καθισμένη στο παγκάκι, από την αρχή του έργου, και ανάβοντας πλάι της κεράκια, είναι για την Νόρα, τη χαμένη, όπως η Έστερ της, με μία σφαίρα στο μέτωπο, Παλεστίνια. Ο Μάρτιν Σέρμαν έγραψε (1999) την «Ρόουζ», ένα μονόλογο που, κατά τη γνώμη μου -έστω και αν η προσφορά του μέσα από το συγκλονιστικό «Μπεντ» του, με το οποίο δημοσιοποίησε στο ευρύ κοινό την αποσιωπημένη για πολλά χρόνια εξόντωση στα νατσιστικά στρατόπεδα, ταυτόχρονα με τους Εβρέους, των ομοφυλόφιλων, δεν μπορεί να αμφισβητηθεί- είναι το καλύτερο έργο του. Ο Σέρμαν, παράλληλα και στενά δεμένη με την ταραχώδη προσωπική ιστορία αυτής της γυναίκας με το τεράστιο κουράγιο, πλέκει την τραγική ιστορία των Εβρέων κατά τον 20ο αιώνα υψώνοντας με την Ρόουζ ένα σύμβολό τους. Αλλά με καθαρό μυαλό, χωρίς παρωπίδες, χωρίς στενή ερμηνεία, χωρίς να αγνοεί την τόσο αντιφατική, την απαράδεκτη, την τραγική κατάληξη που είχε το όνειρό τους για μία πατρίδα -να στερήσουν
την πατρίδα από τους Παλεστίνιους και να διαπράττουν εις βάρος τους ό,τι υπέστησαν οι ίδιοι στο παρελθόν. Και μη ξεχνάμε το σημαντικότερο: ο Μάρτιν Σέρμαν που έγραψε αυτό το έργο, με αυτές τις τολμηρές θέσεις, είναι Εβρέος. Το σιβά που η Ρόουζ κάνει για τη μικρή Παλεστίνια είναι ένα συντριπτικό φινάλε που θα του το χρωστάμε. Επιπλέον, ο μονόλογός του είναι εξαιρετικά γραμμένος, με νήματα που ενώνονται επιδέξια, βαθιά συγκινητικός αλλά και με ευεργετικό χιούμορ. Ο Νίκος Καραγέωργος που υπογράφει τη σκηνοθεσία, πάνω στην παλαιότερη, πολύ καλή μετάφραση της Μιμής Ντενίση -θα ήθελα μόνο να επισημάνω πως οι νεαροί που έρχονται από το Ισραήλ στο Μαϊάμι Μπιτς τα καλοκαίρια δεν είναι «Ισραηλίτες» αλλά Ισραηλινοί-, οδήγησε, με χέρι σταθερό, την Δέσποινα Μπεμπεδέλη σε μία έξοχη ερμηνεία. Μία σκηνοθεσία με μέτρο, με τους σωστούς ρυθμούς, διακριτική, με τη συγκίνηση και το χιούμορ, που τόσο επιδέξια ισορροπούν στο κείμενο, εξίσου σωστά ισορροπημένα. Δεν θα πρέπει να του
ήταν δύσκολο όταν διέθετε αυτή τη σπουδαία ηθοποιό. Η Δέσποινα Μπεμπεδέλη, απόλυτα συγκεντρωμένη, γίνεται πάνω στη σκηνή παιδάκι, γίνεται γυναίκα αισθαντική, γίνεται ερωτική, γίνεται σκληρή, γίνεται τρυφερή, γίνεται σπαρακτική, γλιστράει επιδέξια, ανάλαφρα από τις πιο τραγικές στιγμές στο χιούμορ, στο υπονοούμενο, στο προσωπικό και συγκινεί βαθιά. Τόσα χρόνια που τη βλέπω -από το 1978 και την «Μάνα Κουράγιο» του Θεατρικού Οργανισμού Κύπρου- έχω πάρει το μάθημά μου: δάκρυα δεν έχω δει να τρέχουν από τα μάτια της. Η Δέσποινα Μπεμπεδέλη, με την τεχνική της, «καταπίνει» τη συγκίνησή της, τη στεγνώνει και έτσι τη μεταφέρει στο κοινό της -τα δάκρυα που τρέχουν είναι δικά μας και όχι δικά της. Έτσι και ως Ρόουζ. Η ερμηνεία της είναι μία εμπειρία. Στο λιτό σκηνικό του Δημήτρη Δήμα, με την εκφραστική μουσική του Νίκου Σπηλιώτη, η Δέσποινα Μπεμπεδέλη κάνει τα σιβά της, τραγουδάει, θυμάται, νοσταλγεί, οργίζεται αλλά ποτέ δεν μετατρέπει την τραγωδία σε μελόδραμα. Με μία ερμηνεία αυτού του επιπέδου, με ένα τόσο δυνατό κείμενο, βρήκα φλύαρα και
εντελώς περιττά τα βίντεο (Χρήστος Καρτέρης) με τα οποία ο σκηνοθέτης, από ανασφάλεια, ίσως, «εικονογραφεί» το παραστασιακό αποτέλεσμα, αποπροσανατολίζοντας το μάτι από τον άξονα που είναι η Δέσποινα Μπεμπεδέλη. Η παράσταση έκλεισε τον κύκλο της στην Αθήνα. Πιστεύω ότι δεν εξαντλήθηκε και ότι πρέπει να επαναληφθεί. Αν γίνει αυτό, ΟΦΕΙΛΕΤΕ να τη δείτε! Αυτή η ερμηνεία είναι σταθμός. Από τις 27 Μαρτίου, πάντως, η «Ρόουζ» θα παιχτεί στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης. Οι Θεσσαλονικείς ΓΡΗΓΟΡΕΙΤΕ!
(Θαυμάσιο -πληρέστατο και διαφωτιστικό-, το έντυπο πρόγραμμα της παράστασης -επιμέλεια Νίκος Καραγέωργος).
«Γυάλινο Μουσικό Θέατρο», 7 Ιανουαρίου 2020.
No comments:
Post a Comment