«Ένας ελέφαντας στέκεται ακίνητος» / Σκηνοθεσία: Χου Μπο
Σε μία μίζερη, απρόσωπη, γεμάτη σκουπίδια, μουντή, πνιγμένη στην ατμοσφαιρική μόλυνση, επαρχιακή κινέζικη πόλη, με μόνιμα γκρίζο ουρανό, ο Γουέι Μπου, μαθητής λυκείου, που σπρώχνει σε μία σκάλα έναν νταή συμμαθητή του, υπερασπιζόμενος έναν κολλητό του φίλο στον οποίο ο νταής, με την παρέα του, κάνει σκληρό μπούλινγκ, πιστεύοντας, ενώ το παιδί το αρνείται, ότι του έχει κλέψει το κινητό και εκείνος πέφτει, χτυπάει στο κεφάλι
και πεθαίνει στο νοσοκομείο όπου τον έχουν μεταφέρει, το σκάει από το άθλιο, υπό διάλυση σχολείο, από το σπίτι του και τον βίαιο, καταπιεστικό, χυδαίο πατέρα του, αστυνομικό που τον έχουν
απολύσει γιατί χρηματιζόταν, και καταφεύγει στη γιαγιά του την οποία, όμως, βρίσκει, στο σπίτι της, πεθαμένη. Η Χουάν Λιν, συμμαθήτρια του Μπου -μοιάζει ερωτευμένος μαζί της-, η οποία έχει ν’ αντιμετωπίσει τη δημοσιοποίηση της ερωτικής σχέσης της με έναν καθηγητή της, υποδιευθυντή του λυκείου, το σκάει, επίσης, από το σχολείο και την κυνική, αλκοολική μάνα της, αφού χτυπήσει με σιδηρολοστό τη γυναίκα του εραστή της, που έρχεται στο σπίτι τους και κάνει σκηνή. Όπως το σκάει από το σπίτι του και ο συνταξιούχος
Γουόνγκ Τζιν, συγκάτοικος του Μπου στην πολυκατοικία όπου μένει, τον οποίο ο γιος και η νύφη του θέλουν να κλείσουν σε γηροκομείο, με την πρόφαση ότι δεν υπάρχει χώρος στο σπίτι για την κορούλα τους που ο παππούς -ο οποίος έχει συντροφιά ένα σκυλάκι αλλά του το κατασπαράζει ένας άλλος, αδέσποτος σκύλος- αγαπάει και φροντίζει. Αυτά τα τρία αταίριαστα πρόσωπα τα σμίγει η απόγνωσή τους. Και η συμβολική επιθυμία τους να πάνε στο Μαντζόλι -μία Χώρα του Οζ; Μία Neverland; Μία
Μόσχα («Στην Μόσχα! Στην Μόσχα!...») των τσεχοφικών «Τριών αδελφών»;-, πόλη της Εσωτερικής Μογγολίας, αυτόνομης περιοχής της Κίνας, στα βόρεια, στα σύνορα με την Ροσία, για να δουν τον ελέφαντα που λέγεται ότι στέκεται εκεί, στον ζωολογικό κήπο, ακίνητος, χωρίς να τρώει αυτά που του ρίχνουν, χωρίς να αντιδρά στα πηρούνια που του χώνουν στο δέρμα, χωρίς να δίνει σημασία στη γύρω του πραγματικότητα. Ο Γιου Τσαν, αδελφός του
χτυπημένου παιδιού, αρχηγός μικροσυμμορίας, κυνηγάει τον Μπου για να τον τιμωρήσει, πνιγμένος, όμως, και στις τύψεις, καθώς ο πιο στενός του φίλος, όταν πιάνει τον απογοητευμένο από μία ερωτική απόρριψη Γιου Τσαν στο σπίτι του, με τη γυναίκα του με την οποία ξάπλωσε, φουντάρει και αυτοκτονεί. Αλλά, ενώ, όταν
βρει τον Μπου, θα τον αφήσει να φύγει, ο φίλος που ο Μπου είχε υπερασπιστεί -άδικα, καθώς, όπως ο ίδιος του αποκάλυψε, τελικά, αυτός ήταν που είχε κλέψει το κινητό...-, με το περίστροφο που
έχει κλέψει από τον πατέρα του, πυροβολεί και πληγώνει τον Γιου Τσαν, πριν στρέψει το όπλο στο σαγόνι του και αυτοκτονήσει. Οι τρεις φυγάδες -ο γέρος με την εγγονή του που την «κλέβει»- δεν θα φτάσουν ποτέ στο Μαντζόλι -όπως και οι Τρεις αδελφές στην Μόσχα: το δρομολόγιο του βραδινού τρένου, για το οποίο είχαν εισιτήρια, ακυρώνεται. Φεύγουν, όμως, με το λεωφορείο για μία άλλη πόλη, για «να ρίξουν μια ματιά», αν και ο παππούς τούς προειδοποιεί ότι «παντού είναι τα ίδια» -«όλος ο κόσμος ένας σκουπιδότοπος είναι», όπως λέει στον Μπου, στην αρχή της ταινίας, ένας άλλος συμμαθητής του, που υφίσταται, επίσης,
μπούλινγκ. Οι παράλληλες ιστορίες αυτών των απόκληρων, των ταπεινών και καταφρονεμένων αρχίζουν να ξετυλίγονται το πρωινό μίας ατελείωτης γκρίζας μέρας, στην γκρίζα, υγρή, σκεπασμένη
από ομίχλες πόλη τους και τελειώνουν τη νύχτα της ίδιας μέρας -όλα συμβαίνουν μέσα σε ούτε 24 ώρες-, σε μία στάση στο πουθενά του λεωφορείου τους. Έφτασαν; Δεν έφτασαν; Και πού έφτασαν; Ε, και; Τι σημασία έχει; Όλα μένουν ανοιχτά. Όπως και η απόγνωσή τους. Το μακρινό πλάνο των επιβατών που έχουν κατεβεί από το
λεωφορείο και, φωτισμένοι από τους προβολείς του, παίζουν με ένα μπαλάκι, μπορεί και να είναι η άφιξη στον Άδη της βάρκας του Χάροντα, που μόλις έχει διαπλεύσει τον Αχέροντα. Μία σπαρακτική κραυγή ελέφαντα -του «ελέφαντα που στέκεται ακίνητος»;- διατρυπά το τέλος της ταινίας «Ένας ελέφαντας
στέκεται ακίνητος» («大象席地而坐» / «Dà Xiàng Xídì Ér Zuò» / «An Elephant Sitting Still», 2017/2018). Η οποία είναι η πρώτη μεγάλου μήκους αλλά έμελλε να είναι και η τελευταία του νεαρού Κινέζου Χου Μπο. Ο Χου Μπο, σε -κάπως βαρυφορτωμένο αλλά καίριο- σενάριο δικό του, βασισμένο σε ομότιτλο διήγημα από την
εκδομένη συλλογή του «Μία τεράστια ρωγμή», ακολουθεί τους απελπισμένους ήρωές του σ’ αυτό το ταξίδι τους στο ζόφο, στο έρεβος, «στο τέλος της νύχτας», σ’ αυτήν την ες Άδου κάθοδον -από το τέλμα στην άβυσσο-, με τη μηχανή σταθερά στο χέρι, σε μεγάλης διάρκειας αλλά υποδειγματικού εσωτερικού ρυθμού μονοπλάνα και με γκρο πλάνα τους που επικεντρώνονται, σαν σε εσωτερικό μονόλογο, στο πρόσωπο που μιλάει αφήνοντας το άλλο ή τα άλλα πρόσωπα -τους συνομιλητές τους- στο βάθος, φλουταρισμένα. Μοναξιά, αδιαφορία, αδυναμία επικοινωνίας,
απανθρωπιά, βία, λεκτική και σωματική -που ποτέ, όμως, η κάμερα δεν τη δείχνει ευθέως-, διαρκείς διαψεύσεις, διαρκείς απογοητεύσεις, ψέμματα, προδοσίες, θάνατοι, αυτοκτονίες, μίσος παντού, πουθενά αγάπη -κάποια ψήγματα, ίσως, στη σχέση παππού-εγγονής ή στη διαφαινόμενη στοργή του Μπου για την Λιν, καμία επαφή, καμία ελπίδα, οι άλλοι που είναι η κόλαση,
κανένα χαμόγελο δε διαγράφεται στα πρόσωπα των ηρώων του Μπο -μόνο κάποια χαμόγελα πικρά ή κάποια γέλια σαρκαστικά-, σαφείς νύξεις για την κοινωνική κατάσταση στην «κομμουνιστική» Κίνα -μία κοινωνία που ισχυρίζεται ότι δεν είναι ταξική αλλά στην πραγματικότητα είναι... Και ένας ρεαλισμός σκληρός, πνιγηρός,
που απογειώνεται στο φινάλε, μέσα στη νύχτα. Η αποχρωματισμένη φωτογραφία του Φαν Τσάο εξυπηρετεί απόλυτα, υπογραμμίζει, συνταυτίζεται με το σκεπτικό του σκηνοθέτη, οι μουσικές του post rock συγκροτήματος Χουά Λουν δρουν αντιστικτικά ενώ ο σκηνοθέτης υπογράφει και το μοντάζ που, περίτεχνα αλλά χωρίς κολπάκια, πλέκει τις παράλληλες ιστορίες, δένοντάς τες με λεπτά νήματα -η στέκα του Μπου που κουβαλάει
o κ. Γουάνγκ, το σκυλάκι του, ο επιθετικός σκύλος που έχει χαθεί, τα τρένα που περνούν διαρκώς...-οδηγώντας τους ηθοποιούς του σε άμεσες, φυσικές ερμηνείες -αφοπλιστικής γνησιότητας ο Γουέι
Μπου του Παν Γιουτσάν-, με σημαντικότερη, για μένα, του Λεό Τσονγκξί (ο ηλικιωμένος κ. Γουόνγκ Τζιν). Μία σπαρακτική ταινία, διάσπαρτη από σύμβολα, όπου ο Χου Μπο περνάει από τον Τσέχοφ στον Ντοστογιέφσκι -ο περιθωριακός Γιου Τσαν είναι εντελώς
ντοστογιεφσκικός χαρακτήρας-, αφήνοντας μία επίγευση μπεκετικής απελπισίας. Μία ταινία που κραυγάζει ότι είναι το γράμμα που αφήνει ο Χου Μπο πριν αυτοκτονήσει -πράγμα που και έκανε μόλις τελείωσε τα γυρίσματα. Δείτε την ταινία αυτή! Είναι ένα συγκλονιστικό αριστούργημα. Η διάρκειά της και οι ρυθμοί της δεν θα σας κουράσουν -όλα είναι σοφά ζυγισμένα. Την είδα δύο φορές, με καθήλωσε και τις δύο, σαν αγαπημένο κλασικό μυθιστόρημα που το διαβάζω ξανά και ξανά και, κάθε φορά, όλο και κάτι καινούργιο ανακαλύπτω.
Υ.Γ. 1. Ειδική μνεία για τον εξαίρετο, σε άψογα, άμεσα ελληνικά, υποτιτλισμό της ταινίας -ανυπόγραφος αλλά έμαθα ότι οφείλεται στον Βασίλη Κωνσταντόπουλο της «Carousel Films» που διανέμει την ταινία στην Ελλάδα. Στην οποία «Carousel Films», με συνεπέστατη πορεία στο χώρο, γι αυτόν, ακριβώς, άλλωστε, το λόγο -τη διανομή της συγκεκριμένης ταινίας-, χρωστούμε χάρη.
Υ.Γ. 2. Περιμένω και θα περιμένω ένα ρεπορτάζ, μία μελέτη, κάποια μαρτυρία, ένα βιβλίο για τον Χου Μπο. Δεν μου είναι αρκετά τα στοιχεία του στεγνού βιογραφικού του και κάποια μισόλογα. Θα ήθελα να μάθω πώς και πού έζησε αυτό το παιδί, πώς και γιατί αυτοκτόνησε, αν άφησε ένα γραπτό που να εξηγεί τους λόγους ή μόνο την ταινία του αυτή, όσο εύγλωττη και αν είναι, και τις μικρού μήκους του και τα διηγήματά του. Ελπίζω ότι, κάποια στιγμή, κάτι θα μάθουμε από την τόσο δύσκολα διαπερατή Κίνα.
Κινηματογράφος «Ααβόρα», 25 Απριλίου 2019 και 10 Οκτωβρίου 2019.
No comments:
Post a Comment