Το Τέταρτο Κουδούνι / 6 Οκτωβρίου 2019
«Εγώ αισθάνομαι περήφανος που τους γονείς μου τους λένε Σοφούλα και Γιάννη κι όχι Γιάννη και Γιάννη» είπε ο Σταμάτης Σπανουδάκης -φωτεινό μυαλό...-, μεταξύ πολλών άλλων, αναλόγου επιπέδου, που εκστόμιζε ακαταπαύστως στα «ιντερμέδια» ανάμεσα στις μουσικές και τα τραγούδια του, στην πρόσφατη συναυλία του στο Ηρώδειο, απ’ ό,τι διάβασα.
Στο κοινό του, πρώτος και καλύτερος -εκλεκτικές συγγένειες, όμοιος ομοίω αεί πελάζει...-, ο Μάρκος Σεφερλής με τη σύζυγό του Έλενα Τσαβαλιά. Μήπως του ’χε γράψει τα κείμενα του Σπανουδάκη; Ή, μήπως, πήγε να πάρει έμπνευση για το επόμενο «Δελφινάριο»; (Φωτογραφία από TLife).
Είδα, τυχαία, μια νεαρή ηθοποιό, πανέμορφο κορίτσι, κομψή, πολύ ταλαντούχα -την έχω δει στη σκηνή και το ’χω διαπιστώσει. Αναρωτήθηκα γιατί δεν έχει κάνει την καριέρα που φανταζόμουνα ότι θα μπορούσε να ’χει κάνει. Κοινοί γνωστοί, στους οποίους εξέφρασα την απορία, μου ’παν πως, κάποια στιγμή, ο πολύ γνωστός θιασάρχης, πλάι στον οποίο έπαιζε, της ζήτησε κι άλλα πέραν της υποκριτικής της επίδοσης. Δεν του τα ’δωσε. Ε, η συνέχεια ευνόητη...
Θυμήθηκα, τότε, μια άλλη νεαρή ηθοποιό την οποία γνώριζα κάποτε -και που δε ζει πια. Η οποία, όταν έπαιξε πλάι σ’ άλλον πολύ γνωστό πρωταγωνιστή, εκείνος επίμονα της ζήτησε «διευκολύνσεις», αν και γνώριζε ότι ήταν παντρεμένη -σώζεται μάλιστα και σχετική επιστολή του! Και που, όταν του αρνήθηκε, της έκανε τρομερό μπούλινγκ επί σκηνής. Μου ’χε, τότε, τηλεφωνήσει να με συμβουλευτεί, αν θα ’πρεπε να φύγει απ’ την παράσταση.
Οπότε, καπάκι, τρίτη ηθοποιός βγαίνει, πρόσφατα, και λέει, σε τηλεοπτική εκπομπή, πως κάποτε δέχτηκε επίθεση βιασμού «όταν πήγε να πάρει το σενάριο» από παράγοντα που δεν κατονόμασε ούτε προσδιόρισε την ιδιότητα του κι «ο οποίος δε ζει πια».
Και στο μυαλό μου ήρθε όλη η φημολογία που χρόνια ακούω περί το θέμα -όχι ότι πρόκειται για κάτι καινούργιο, απ’ τον παλιό εκείνο τον (καλό;) καιρό, τον προπολεμικό ακόμα, έχουν φτάσει πολλές τέτοιες ιστορίες...
Μήπως, έστω και καθυστερημένα, όπως πάντα συμβαίνει στην Ελλάδα, επέστη ο χρόνος; Κι άρχισαν κι εδώ τα όργανα; Να παίζουν το εμβατήριο της σεξουαλικής παρενόχλησης; Καθυστερημένα, έστω; Κι ετοιμάζεται καμιά χιονοστιβάδα; Που θ’ αρχίσει να κατρακυλάει επί «δικαίους» και -διότι συμβαίνουν κι αυτά- «αδίκους»;
Είναι απόφοιτη του Τμήματος Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου ΙΙΙ του Παρισιού / Νέα Σορβόνη και διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Θεατρολόγος, έχει μακρά διδασκαλική πείρα ως επίκουρη καθηγήτρια στο Τμήμα Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών, στο Αριστοτέλειο. Κριτικός θεάτρου απ’ το 1988 έως το 1990 στην «Εποχή», απ’ το 1990 έως το 1993 στο «Έθνος», έκτοτε έχει δει κριτικές θεάτρου, επιφυλλίδες, άρθρα, συνεντεύξεις, βιβλιοκρισίες, αφιερώματα και κριτικές αποτιμήσεις της να δημοσιεύονται σε διάφορες άλλες εφημερίδες και περιοδικά αλλά και σε ξενόγλωσσα έντυπα ενώ έχει δημοσιεύσει μελέτες της στην Ελλάδα και στην Γαλία και μεταφράσεις της απ’ τα γαλικά κι έχει επιμεληθεί θεατρολογικές εκδόσεις.
Σύμβουλος καλλιτεχνικού προγραμματισμού στο Ελληνικό Φεστιβάλ απ’ το 2006 ως το 2015, στην ένδοξη εποχή της ανανέωσής του απ’ τον Γιώργο Λούκο, δεξί του χέρι τότε, είναι κι άλλα πολλά. Κι επιπλέον πρόκειται για μια γλυκύτατη, συμπαθέστατη, ευγενέστατη Κυρία, αξιαγάπητη απ’ τους μαθητές της.
Καλύτερη επιλογή του Δημήτρη Λιγνάδη για την διεύθυνση της Δραματικής Σχολής του Εθνικού Θεάτρου -της οποίας ανανεώνεται το διδακτικό προσωπικό, παραμένει, πάντως, διδάσκων, όπως έπρεπε, ο Στάθης Λιβαθινός, στο Τμήμα Σκηνοθεσίας που με τόση επιμονή και μεράκι κατάφερε να ιδρύσει- νομίζω δε θα μπορούσε να γίνει απ’ την Δηώ Καγγελάρη. Η οποία, παράλληλα, θα διδάσκει στη Σχολή Δραματολογία.
Ο Μποστ έχει μείνει για την «Φαύστα» του και για την «Μήδειά» του -μοναδικό το σατιρικό, παρωδιακό χιούμορ του. Η «Μαρία Πενταγιώτισσά» του, αποσπασματική -όπως, βέβαια, και τ’ άλλα έργα του- έχει ψήγματα, έχει στιγμές, έχει σκηνές όπου αυτό το ιδιαίτερο χιούμορ του -που ταυτίζεται με τη γλώσσα την οποία χρησιμοποιεί- ξεπηδάει αλλά δεν ειν’ έργο ισάξιο των άλλων.
Η παράσταση του Μάνου Καρατζογιάννη με την «5η Εποχή/Τέχνης», που ’δα στο «Βεάκειο», παρά τις καθοριστικές επεμβάσεις στο κείμενο και τους εκσυγχρονισμούς του σκηνοθέτη που υπέγραφε και τη δραματουργική επεξεργασία, δεν κατάφερνε να εκτοξευτεί. Ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης στο επώνυμο ρόλο, χωρίς να εκτραπεί σ’ ευκολίες και φτήνιες, είχε έξυπνες στιγμές αλλά έμεινε θαμπός και λίγος. Υπήρχαν, όμως, η Βίκυ Σταυροπούλου που ’χει σκηνικό κέφι, αν και αυτή είναι που εκτρέπεται σ’ ευκολίες, ο Αργύρης Αγγέλου κι ο Δημήτρης Μαυρόπουλος που τον στήριζαν. Η Δανάη Μπάρκα έχει τάλαντο. Αλλά πρέπει να το τιθασεύσει και να το βάλει, με την καλή έννοια, σε καλούπια, αν θέλει να εξελιχτεί. Αβανταρισμένη απ’ τη σκηνοθεσία εδώ, χύμα, έχανε το μέτρο.
Εκείνος που ξεχώρισα είναι ο Μελέτης Ηλίας. Ηθοποιός εξαιρετικός, με μέγεθος, με παρουσία που γράφει, με γκάμα που απλώνεται απ’ την τραγωδία μέχρι την κωμωδία, έδινε εδώ ένα μέτρο, ένα μοντέλο πώς θα ’πρεπε να παίζεται ισορροπημένα η παρωδία: το κέρδος της παράστασης, για μένα (Φωτογραφίες: Ελπίδα Μουμουλίδου).
Όχι, λοιπόν. Δεν ειν’ «η πρώτη φορά», όπως διάβασα, σχετικά με την παράσταση του Θάνου Παπακωνσταντίνου στην «Στέγη» του Ιδρύματος Ωνάση», που η «Αποκάλυψη» του Ιωάννου παρουσιάζεται στη σκηνή. Την έχει ανεβάσει -και μάλιστα στο πρωτότυπο, με τον τίτλο «Αποκάλυψις Ιωάννου» και μάλιστα δυο φορές- ο Περικλής Μουστάκης: στον «Φούρνο», τη Μεγάλη Εβδομάδα και την Εβδομάδα της Διακαινησίμου του 1994 (σεζόν 1993/1994)-την έχω δει την παράσταση- και, σε εντελώς διαφορετική μορφή, ως μονόλογο -ερμήνευε ο ίδιος-, την ίδια περίοδο του 2011 (σεζόν 2010/2011), στο τότε θέατρό του «Άσκηση», στο Κουκάκι.
Φίλοι, όμως, με πληροφόρησαν ότι η «Αποκάλυψη» έχει παρουσιαστεί στη σκηνή, μετά το πρώτο ανέβασμα του 1994, άλλες τρεις φορές: Το 1995/1996, απ’ το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, στο θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, στη μετάφραση του Γιώργου Σεφέρη και σε σκηνοθεσία Δημήτρη Καρέλλη, το 2004/2005, με τον τίτλο «Αποκάλυψη est», στη μετάφραση του Οδυσσέα Ελύτη και σε σκηνοθεσία Γιάννη Μαργαρίτη, απ’ το «Θέατρο της Άνοιξης», στο θέατρό του, ενώ και στο Ίδρυμα «Μιχάλης Κακογιάννης» -στο «Θέατρο»- παρουσιάστηκε σε ποιητική απόδοση στα σύγχρονα ελληνικά και μουσική σύνθεση Νίκου Παπακώστα και σε σκηνοθετική επιμέλεια και με αφήγηση του Γιώργου Καραμίχου, παραμονές Χριστουγέννων του 2011 (2011/2012).
Αυτή, πάλι, η επίμονη -με γρονθοκοπεί- διαφήμιση της Viva στο facebook...: «‘Ωνάσης. Τα θέλω όλα’. Η παράσταση του Σταμάτη Φασουλή ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΗ (τα κεφαλαία του συντάκτη) από ένα θίασο 25 ηθοποιών!». Εγώ, πάλι, δεν τα θέλω όλα. Το μόνο που θέλω είναι μια διατύπωση αποτελούμενη απ’ τη στοιχειωδώς σωστή χρήση της γλώσσας...
Είχε τα καλά της, είχε και τα κακά της η ιδέα του Εθνικού Θεάτρου να παρουσιάσει το καλοκαίρι -που με την πρώτη σταγόνα της βροχής (λέμε τώρα...) σκοτώθηκε-, για την Επίδαυρο, την «Ορέστεια» του Αισχύλου -στη μετάφραση του Κ. Χ. Μύρη, την οποία θεωρώ την καλύτερη που ’χει κάνει στο αρχαίο δράμα-, αναθέτοντας κάθε έργο της Τριλογίας σε διαφορετικό σκηνοθέτη και μάλιστα σε τρεις γυναίκες σκηνοθέτριες και μάλιστα σχετικά καινούργιες στο θέατρο, που πρωτοδοκιμάζονταν στην Επίδαυρο, με διαφορετικούς ηθοποιούς στην κάθε τραγωδία, ακόμα και στους ίδιους ρόλους που διατρέχουν την Τριλογία. Ιδέα ερεθιστική. Αλλά με την αναπόφευκτη συνέπεια κάθε παράσταση και κάθε σκηνοθεσία να συγκρίνεται με τις άλλες. Γεγονός άχαρο και για τις τρεις σκηνοθέτριες και για τους γράφοντες που βρεθήκαμε -εγώ τουλάχιστον- σ’ αμηχανία.
Εν πάση περιπτώσει, την είδα την τριπλή παράσταση -σπαστά, τόσο άντεχα, σε διήμερο, «Αγαμέμνων» την πρώτη μέρα, «Χοηφόροι» κι «Ευμενίδες» τη δεύτερη- στο «Μελίνα Μερκούρη», «Στη Σκιά των Βράχων». Κοινό σκηνικό και για τα τρία έργα, μια καλόγουστη ξύλινη κατασκευή-οίκημα-ανάκτορο του Πάρι Μέξη που υπέγραφε και τ’ άνισα κοστούμια του πρώτου.
Εν πάση περιπτώσει, την είδα την τριπλή παράσταση -σπαστά, τόσο άντεχα, σε διήμερο, «Αγαμέμνων» την πρώτη μέρα, «Χοηφόροι» κι «Ευμενίδες» τη δεύτερη- στο «Μελίνα Μερκούρη», «Στη Σκιά των Βράχων». Κοινό σκηνικό και για τα τρία έργα, μια καλόγουστη ξύλινη κατασκευή-οίκημα-ανάκτορο του Πάρι Μέξη που υπέγραφε και τ’ άνισα κοστούμια του πρώτου.
Ο «Αγαμέμνων» της Ιώς Βουλγαράκη άνοιγε με μια ενδιαφέρουσα Πάροδο αλλά μετά, κατά τη γνώμη μου, η παράσταση εξαντλούνταν πέφτοντας και σε ολισθήματα -η κακόγουστη είσοδος, στο ανάκτορο, του Αγαμέμνονος που ανασηκώνει το κοστούμι του για να πατήσει στο κόκκινο χαλί, η φαλακρή Κλυταιμνήστρα ή ο ορατός τεχνικός που ’τρεχε πίσω απ’ το διαμπερές σκηνικό με σκοπό να τραβήξει το σκοινί για να καταρρεύσει η, προσαρμοσμένη πάνω στο σκηνικό, τεράστια, διαβρωμένη μάσκα του βασιλέα των Μυκηνών, όταν, μέσα στο παλάτι, διαπράττεται ο φόνος του απ’ την Κλυταιμνήστρα, καταστρέφοντας ένα ευφυές εύρημα. Αλλά κι οι
καλοί ηθοποιοί δε βρέθηκαν σε καλή στιγμή τους -τον Αλέξανδρο Λογοθέτη/Αίγισθο μόνον ξεχώρισα -παρά το κοστούμι του... Και τη μουσική του Θοδωρή Αμπαζή, καλά διδαγμένη στους ηθοποιούς απ’ την Μελίνα Παιονίδου.
καλοί ηθοποιοί δε βρέθηκαν σε καλή στιγμή τους -τον Αλέξανδρο Λογοθέτη/Αίγισθο μόνον ξεχώρισα -παρά το κοστούμι του... Και τη μουσική του Θοδωρή Αμπαζή, καλά διδαγμένη στους ηθοποιούς απ’ την Μελίνα Παιονίδου.
Καλύτερα τα πράγματα, στις «Χοηφόρους» που υπέγραφε σκηνοθετικά η Λίλλυ Μελεμέ. Η μουσική του Σταύρου Γασπαράτου κι η χορογραφία/σχεδιασμός κίνησης της Μόνικας Έλενας Κολοκοτρώνη, το κύρος της κι η πείρα της Φιλαρέτης Κομνηνού/Κλυταιμνήστρας, η Μαρία Κίτσου/Ηλέκτρα, μετρημένη και σπαρασσόμενη χωρίς να καταφεύγει σε υπερβολές, όπως τις
τελευταίες φορές που την είχα δει, η Αγορίτσα Οικονόμου/Τροφός, ο Γιώργος Χρυσοστόμου/Αίγισθος βοηθούσαν, ωθούσαν αλλά η παράσταση δεν απογειωνόταν. Κι ο ταλαντούχος Γιάννης Νιάρρος στον Ορέστη του έμενε στα όρια μιας καλής προσπάθειας σε παράσταση δραματικής σχολής.
τελευταίες φορές που την είχα δει, η Αγορίτσα Οικονόμου/Τροφός, ο Γιώργος Χρυσοστόμου/Αίγισθος βοηθούσαν, ωθούσαν αλλά η παράσταση δεν απογειωνόταν. Κι ο ταλαντούχος Γιάννης Νιάρρος στον Ορέστη του έμενε στα όρια μιας καλής προσπάθειας σε παράσταση δραματικής σχολής.
Χρειάστηκε να περιμένω τις «Ευμενίδες» της Γεωργίας Μαυραγάνη -η δυσκολότερη ν’ ανεβεί απ’ τις τρεις τραγωδίες,
ακόμα κι ο Στάιν ή ο Κουν δεν είχαν πετύχει σ’ αυτή, όταν ανέβασαν την «Ορέστεια», έχω δει τις παραστάσεις τους- για να πω ότι κάτι καινούργιο αλλά και κάτι ουσιαστικό κόμισε το νέο αυτό ανέβασμα της Τριλογίας. Η Γεωργία Μαυραγάνη, με σύμβουλο δραματουργίας τον σημαντικό Δημοσθένη Παπαμάρκο, «πείραξε», αλλά δημιουργικά, το κείμενο, έξυπνα επιλέγοντας τη λύση της χορικότητας, με τους ρόλους να ερμηνεύονται «σπασμένοι», μέσα απ’ τον -κυρίαρχο, έτσι κι αλλιώς- Χορό του έργου, ακολουθώντας παράλληλα ένα τελετουργικό που άγγιζε ακολουθία της ορθόδοξης εκκλησίας -μια εξόδιος, μια επιμνημόσυνη ακολουθία που επιστεφόταν με την εμφάνιση όλων των νεκρών Ατρειδών απ’ τις δυο προηγούμενες τραγωδίες. Μια παράσταση απόλυτης μουσικότητας, εξαιρετικής αισθητικής και μ’ έξοχα ευρήματα, με τις μουσικές του Χάρη Νείλα, τα, απολύτως λιτά αλλά, χρωματικά, υπέροχα κοστούμια που υπέγραφε η Άρτεμις Φλέσσα, την επιμέλεια κίνησης της Αλεξίας Νικολάου να δίνουν χέρι αποτελεσματικό, μια παράσταση που μύριζε φρέσκο χώμα και που θα μου μείνει ως η καλύτερη παράσταση των «Ευμενίδων» που ’χω δει -κι έχω δει πολλές. Κι, επιπλέον, μια παράσταση εξαιρετικά δεμένου συνόλου αρίστων ηθοποιών, σύνολο απ’ το οποίο δεν μπόρεσα, όμως, να μην ξεχωρίσω την Αγγελική Παπαθεμελή, την Ευαγγελία Καρακατσάνη, τον Παναγιώτη Παναγόπουλο, τον Μιχάλη Βαλάσογλου -σύντομα έχει αναδειχθεί σε ισχυρή μονάδα -και, κυρίως, τη νεαρή γεωργιανή,
απόφοιτο 2018 της Δραματικής Σχολής του Εθνικού, Μαριάμ Ρουχάτζε, με τη χοντρή, ξανθιά πλεξούδα: με μαγνήτισε (Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας).
ακόμα κι ο Στάιν ή ο Κουν δεν είχαν πετύχει σ’ αυτή, όταν ανέβασαν την «Ορέστεια», έχω δει τις παραστάσεις τους- για να πω ότι κάτι καινούργιο αλλά και κάτι ουσιαστικό κόμισε το νέο αυτό ανέβασμα της Τριλογίας. Η Γεωργία Μαυραγάνη, με σύμβουλο δραματουργίας τον σημαντικό Δημοσθένη Παπαμάρκο, «πείραξε», αλλά δημιουργικά, το κείμενο, έξυπνα επιλέγοντας τη λύση της χορικότητας, με τους ρόλους να ερμηνεύονται «σπασμένοι», μέσα απ’ τον -κυρίαρχο, έτσι κι αλλιώς- Χορό του έργου, ακολουθώντας παράλληλα ένα τελετουργικό που άγγιζε ακολουθία της ορθόδοξης εκκλησίας -μια εξόδιος, μια επιμνημόσυνη ακολουθία που επιστεφόταν με την εμφάνιση όλων των νεκρών Ατρειδών απ’ τις δυο προηγούμενες τραγωδίες. Μια παράσταση απόλυτης μουσικότητας, εξαιρετικής αισθητικής και μ’ έξοχα ευρήματα, με τις μουσικές του Χάρη Νείλα, τα, απολύτως λιτά αλλά, χρωματικά, υπέροχα κοστούμια που υπέγραφε η Άρτεμις Φλέσσα, την επιμέλεια κίνησης της Αλεξίας Νικολάου να δίνουν χέρι αποτελεσματικό, μια παράσταση που μύριζε φρέσκο χώμα και που θα μου μείνει ως η καλύτερη παράσταση των «Ευμενίδων» που ’χω δει -κι έχω δει πολλές. Κι, επιπλέον, μια παράσταση εξαιρετικά δεμένου συνόλου αρίστων ηθοποιών, σύνολο απ’ το οποίο δεν μπόρεσα, όμως, να μην ξεχωρίσω την Αγγελική Παπαθεμελή, την Ευαγγελία Καρακατσάνη, τον Παναγιώτη Παναγόπουλο, τον Μιχάλη Βαλάσογλου -σύντομα έχει αναδειχθεί σε ισχυρή μονάδα -και, κυρίως, τη νεαρή γεωργιανή,
απόφοιτο 2018 της Δραματικής Σχολής του Εθνικού, Μαριάμ Ρουχάτζε, με τη χοντρή, ξανθιά πλεξούδα: με μαγνήτισε (Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας).
Εδώ τελείωσε το θεατρικό καλοκαίρι για μένα -«Στη Σκιά των Βράχων», το Φεστιβάλ των Δήμων Βύρωνα και Δάφνης-Υμηττού, στο θέατρο «Μελίνα Μερκούρη» που συνεχίζει ν’ αποτελεί, παρά τους κουραστικούς σανιδένιους πάγκους και τους «ήχους» απ’ τα γειτονικά γήπεδα, τον καλύτερο χώρο στην Αττική για να δεις, χωρίς μεγάλες εκπτώσεις, τις παραστάσεις που δεν είδες στην Επίδαυρο.
Πριν κλείσω, λοιπόν, δυο λόγια για το πρόγραμμα/βιβλίο του Φεστιβάλ. Κάθε χρόνο, τα τελευταία χρόνια, το αφιερώνουν σ’ έναν ξεχωριστό άνθρωπο του θεάτρου, που δεν υπάρχει πια. Φέτος, το αφιέρωμα, με κείμενα ανθρώπων που συνεργάστηκαν μαζί του και με πλούσιο φωτογραφικό υλικό, ήταν αφιερωμένο στο σκηνοθέτη Γιώργο Μιχαηλίδη, του «Θεάτρου της Νέας Ιωνίας και των δυο «Ανοιχτών Θεάτρων». Το αφιέρωμα είχε επιμεληθεί η Μιχαέλα Αντωνίου, κόρη των ηθοποιών Αντώνη Αντωνίου και Ειρήνης Χατζηκωνσταντή, ηθοποιός, συγγραφέας, σκηνοθέτρια, θεατρολόγος, διδάσκουσα στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Κι ήταν το καλύτερο απ’ όσα έχουν γίνει μέχρι τώρα εκεί.
Επικίνδυνο θέμα, πια, η μετανάστευση κι η προσφυγιά στις τέχνες -στα εικαστικά, στο θέατρο, στη μουσική, στην όπερα... Γιατί, αποτελεί, μεν, θέμα καυτό τα τελευταία χρόνια αλλά γι αυτό κι εύκολα μπορεί να θεωρηθεί ότι έχει κορεστεί. Και μπορεί να ηχήσει, μπορεί να φανεί εξαντλημένο. Εκτός κι αν ο δημιουργός το δει μεσ’ από ένα καινούργιο πρίσμα. Όπως η Ραφίκα Σαουίς (σύλληψη, ιστορία, σκηνοθεσία) η οποία, στην «Europeana» της, που είδα στην «Εναλλακτική Σκηνή» της Λυρικής, ακούμπησε το θέμα της στον «Μικρό Έγιολφ» του Ίψεν -ένα αγοράκι που δε γίνεται αποδεκτό απ’ τους εγωκεντρικούς γονείς του και, τελικά, θα πνιγεί σε μια λίμνη-, άντλησε απ’ το έργο, για ν’ απελευθερωθεί
σύντομα απ’ αυτό και να δείξει εκείνο που ήθελε. Όχι τυχαία. Αλλά μετά από έρευνα ανάμεσα σε ασυνόδευτους ανήλικους πρόσφυγες κατά την οποία συγκέντρωσε συνεντεύξεις τους όπου περιγράφουν πώς φαντάζονται το μέλλον στα όνειρά τους -συνταρακτικό! Και, μ’ αυτές τις βάσεις δημιούργησε ένα σύγχρονο έργο μουσικού θεάτρου, σε συνεργασία με τον διαρκώς εξελισσόμενο -θα δούμε, προβλέπω, πράγματα σημαντικά απ’ το συνθέτη αυτό- Σταύρο Γασπαράτο (μουσική σύνθεση, ενορχήστρωση): ένα παγκάκι σε μια παιδική χαρά, πολλά παιδιά -έφηβοι-, ένα ζευγάρι αστών χωρίς πρόσωπο κι ένας υπερήρωας ο οποίος μπορεί να ’ναι κι ο Θάνατος, που μοιράζει πορτοκαλί
σωσίβια στα παιδιά πριν κυλήσουν στην τσουλήθρα και σωριαστούν σαν άψυχα κορμάκια μπροστά της, που μπορεί, στο τέλος, να μεταβληθεί και στον Αυλητή του Χάμελιν και να τα τραβήξει πίσω του, στο Άγνωστο.
σύντομα απ’ αυτό και να δείξει εκείνο που ήθελε. Όχι τυχαία. Αλλά μετά από έρευνα ανάμεσα σε ασυνόδευτους ανήλικους πρόσφυγες κατά την οποία συγκέντρωσε συνεντεύξεις τους όπου περιγράφουν πώς φαντάζονται το μέλλον στα όνειρά τους -συνταρακτικό! Και, μ’ αυτές τις βάσεις δημιούργησε ένα σύγχρονο έργο μουσικού θεάτρου, σε συνεργασία με τον διαρκώς εξελισσόμενο -θα δούμε, προβλέπω, πράγματα σημαντικά απ’ το συνθέτη αυτό- Σταύρο Γασπαράτο (μουσική σύνθεση, ενορχήστρωση): ένα παγκάκι σε μια παιδική χαρά, πολλά παιδιά -έφηβοι-, ένα ζευγάρι αστών χωρίς πρόσωπο κι ένας υπερήρωας ο οποίος μπορεί να ’ναι κι ο Θάνατος, που μοιράζει πορτοκαλί
σωσίβια στα παιδιά πριν κυλήσουν στην τσουλήθρα και σωριαστούν σαν άψυχα κορμάκια μπροστά της, που μπορεί, στο τέλος, να μεταβληθεί και στον Αυλητή του Χάμελιν και να τα τραβήξει πίσω του, στο Άγνωστο.
Είχε όμως κι άξιους συνεργάτες στο πετυχημένο αποτέλεσμα η Ραφίκα Σαουίς -μια ευτυχής συγκυρία: ανάμεσα σ’ άλλους, τον Μιχάλη Αργυρού για τα σκηνικά και τα κοστούμια, την Γιώτα Αργυροπούλου για τη δραματουργία, την Δάφνη Αντωνιάδου για τη χορογραφία, την Άννα Σμπώκου για τους φωτισμούς -έξοχη δουλειά!- και την πολυπληθή ομάδα των ερμηνευτών -όλους αυτούς τους έφηβους, έλληνες και ξένους, από διάφορες ομάδες και χορωδίες, άρτια συντονισμένους, που ’διναν την ψυχή τους, χωρίς ίχνος ερασιτεχνισμού (Φωτογραφίες: Valeria Isaeva).
No comments:
Post a Comment