«Η υπνοβάτις» του Βιντσέντζο Μπελίνι, λιμπρέτο (Εζέν Σκριμπ / Φρανσουά-Βικτόρ-Αρμάν Ντ’ Αρτουά-Ζαν-Ανρί Ντιπέν) Φελίτσε Ρομάνι / Μουσική διεύθυνση: Φιλίπ Ογκέν. Σκηνοθεσία: Μάρκο Αρτούρο Μαρέλι.
Σε ένα χωριό των Ελβετικών Άλπεων, τον παλιό εκείνο τον καιρό, ετοιμάζεται ο γάμος της ορφανής Αμίνα, υιοθετημένης και με αγάπη μεγαλωμένης από την Τερέζα, μυλωνού του χωριού, με τον εισοδηματία Ελβίνο με τον οποίο αγαπιούνται, κάτω από τα ζηλόφθονα βλέμματα της ξενοδόχας Λίζα, με την οποία είχε παλιότερα κάποια σύντομη σχέση ο Ελβίνο και εκείνη περίμενε
-και ακόμα περιμένει...- να την παντρευτεί, γι αυτό και αποκρούει τον Αλέσιο που την αγαπάει. Οι φιλοφρονήσεις προς την Αμίνα του αριστοκράτη ξένου που φτάνει στο χωριό και καταλύει στο πανδοχείο της Λίζα και που δεν τον αναγνωρίζουν αλλά
αποδεικνύεται πως είναι ο Κόμης Ροντόλφο, γιος του άρχοντα του γειτονικού κάστρου, ο οποίος δεν ζει πια, πυροδοτούν τη ζήλια του Ελβίνο. Ο κόμης, όμως, φλερτάρει την Λίζα που κολακεύεται και πάει στο δωμάτιό του... Αλλά εκεί θα βρεθεί, στη συνέχεια, και η Αμίνα. Ως υπνοβάτις που είναι! Ο επιρρεπής στις ακολασίες κόμης θα μπει στον πειρασμό να εκμεταλλευτεί την κατάστασή της αλλά,
τελικά, σέβεται την αγνότητα και την αθωότητά της νέας. Οι χωρικοί, όμως, που έρχονται και τη βρίσκουν στο δωμάτιο του Κόμη, ο οποίος το έχει σκάσει από το παράθυρο, πιστεύουν ότι έχει απατήσει τον Ελβίνο. Το πιστεύει και ο ίδιος που ματαιώνει το γάμο. Ο Κόμης διαβεβαιώνει όλους ότι η Αμίνα είναι αθώα και ότι επρόκειτο περί υπνοβασίας της. Ο Ελβίνο δεν τον πιστεύει και
παίρνει πίσω από το κορίτσι το δαχτυλίδι της μάνας του, που της είχε δώσει. Και, οργισμένος, ανακοινώνει, στο άψε-σβήσε, το γάμο του με την ενθουσιασμένη Λίζα -πρώτη αναπληρωματική. Η Τερέζα, όμως, θα φανερώσει το μαντήλι που είχε πέσει από την Λίζα όταν είχε επισκεφθεί τον Ροντόλφο στο δωμάτιό του και που το έχει βρει. Τα συμπεράσματα ευνόητα... Με αποτέλεσμα ο
Ελβίνο να ακυρώσει και τον δεύτερο επικείμενο γάμο. Ταυτόχρονα εμφανίζεται η Αμίνα, που είχε κουραστεί και είχε πέσει να κοιμηθεί, να υπνοβατεί πάνω στο επικίνδυνο γεφύρι του
νερόμυλου. Με κομμένη την ανάσα την παρακολουθούν να μονολογεί για την αγάπη και την αφοσίωσή της στον Ελβίνο και για τη θλίψη της που εκείνος την εγκατέλειψε. Είναι αθώα! Όταν τα καταφέρει να φτάσει στην άλλη άκρη της γέφυρας και ξυπνάει, την περιμένει η αγκαλιά του Ελβίνο και το δαχτυλίδι που της είχε πάρει πίσω και που της το περνάει πάλι στο δάχτυλο. «Η υπνοβάτις» (1831)
του Βιντσέντζο Μπελίνι, βασισμένη στο αφελές έως απλοϊκό λιμπρέτο του Φελίτσε Ρομάνι -εμπνευσμένο από το μπαλέτο «Η υπνοβάτις ή Η άφιξη ενός νέου άρχοντα» (1827) του Λουί-Ζοζέφ-Φερντινάν Ερόλ, σε υπόθεση του Εζέν Σκριμπ και χορογραφία του Ζαν-Πιέρ Ομέ αλλά και από το θεατρικό «Η υπνοβάτις χωριατοπούλα ή Οι δύο αρραβωνιαστικές» (1827, επίσης) των Φρανσουά-Βικτόρ-
Αρμάν ντ’ Αρτουά και Ζαν-Ανρί Ντουπέν, γαλικά και τα δύο-, απαύγασμα του ρομαντισμού, αποτελεί μία από τις κορυφαίες στιγμές του μπελκάντο, με κάποιες ροσίνιες απηχήσεις και με ένα ρόλο -τον επώνυμο- αξιοζήλευτο αλλά εξαιρετικά απαιτητικό -φωνητικά και υποκριτικά. Ο ελβετός σκηνοθέτης Μάρκο Αρτούρο Μαρέλι -η σκηνοθεσία του χρονολογείται από τη σεζόν 2000/2001
και η παράσταση ήταν συμπαραγωγή της Κρατικής Όπερας της Βιένης και της Βασιλικής Όπερας του Λονδίνου- έχει εισαγάγει στην παράστασή του στοιχεία από τη ζωή του Μπελίνι και της πρώτης Αμίνα, της Τζουντίτα Πάστα -ο Ελβίνο είναι συνθέτης και η Αμίνα γίνεται η μούσα-πριμαντόνα του-, εμπνευσμένος,
παράλληλα, από «Το μαγικό βουνό», το, εκ των κορυφαίων του, μυθιστόρημα (1924) του Τόμας Μαν. Γι αυτό και τοποθετεί, όπως και ο Μαν στο μυθιστόρημα, την όπερα σε κάτι σαν σανατόριο του Μεσοπολέμου, με ένα πιάνο να κυριαρχεί στη σκηνή -ο ίδιος υπογράφει και το έξοχο, καλοζυγιασμένο και καλά φωτισμένο, επίσης από τον ίδιο (προσαρμογή φωτισμών Χριστίνα Θανάσουλα) σκηνικό. Οι απόψεις του αυτές, πάντως, επιβάλλονται διακριτικά και καλαίσθητα, χωρίς ακρότητες και μεταμοντερνιές, με λεπτές πινελιές χιούμορ -το χαμένο μαντήλι της Λίζα, που γίνεται χαμένη
κάλτσα την οποία της βγάζει, στις ερωτικές περιπτύξεις τους, ο Κόμης Ροντόλφο αλλά και χαμένο γοβάκι, το χιόνι που αρχίζει να μπαίνει και να στροβιλίζεται στην αίθουσα του σανατόριου από το ανοιχτό παράθυρο στο φινάλε της δεύτερης σκηνής της πρώτης πράξης, στη δεύτερη πράξη το συσσωρευμένο στην αίθουσα, παγωμένο πια, χιόνι, το ξεχαρβαλωμένο πιάνο που πάνω του (και όχι σε
γεφύρι) ακροβατεί, στη δεύτερη σκηνή της υπνοβασίας της, η Αμίνα, ο θρίαμβός της στο φινάλε της όπερας, με την υπέροχη κόκκινη τουαλέτα της -τα εξαιρετικά κοστούμια, της Γερμανίδας
Ντάγκμαρ Νίφιντ-, στο πάλκο, ως πριμαντόνα ασολούτα -απόλυτη πριμαντόνα-, τα βρήκα ευρήματα καλοδεχούμενα. Και την «εξατομίκευση» των μελών της Χορωδίας, ιδιαίτερα επιτυχημένη. Ο Γάλος Φιλίπ Ογκέν -«φιλοξενούμενος καλλιτέχνης», για την τρέχουσα καλλιτεχνική περίοδο, στην Εθνική Λυρική Σκηνή- διηύθυνε με πυγμή αλλά και με μέτρο, με γνώση του ύφους του μπελκάντο αλλά και με ανάσες,
αποτελεσματικά την πολύ καλά δεμένη Ορχήστρα της ΕΛΣ ενώ και η Χορωδία της (διεύθυνση Αγαθάγγελος Γεωργακάτος), μετά από κάποιες αστοχίες στην αρχή, βρήκε, στη συνέχεια, τον καλύτερο εαυτό της. Η σοπράνο Χριστίνα Πουλίτση μπορεί να μην είναι η Αμίνα-οπτασία που θα επιθυμούσα αλλά, σωστή υποκριτικά, φωνητικά αποδίδει άψογα τον δύσκολο ρόλο. Ο τενόρος Γιάννης Χριστόπουλος, που η φωνή του αλλά και η
υποκριτική του διαρκώς ωριμάζουν, με πολύ καλή, ανάλαφρη κίνηση και σωστός ερμηνευτικά, είναι ένας ικανοποιητικότατος Ελβίνο, παρά κάποια φωνητική κάμψη που παρατήρησα στη δεύτερη πράξη. Ιδανικός Κόμης Ροντόλφο, εμφανισιακά, υποκριτικά και φωνητικά, ο
ώριμος πια μπάσος Τάσος Αποστόλου. Πειστικότατη ως Λίζα-αντιπαθητικός αντίποδας της Αμίνα και εξαιρετική φωνητικά η Μαριλένα Στριφτόμπολα -αν και δεν κατάλαβα γιατί η ενδυματολόγος την έντυσε μοντέρνα. Πολύ καλός και ο Αλέσιο του βαρύτονου Γιώργου Ματθαιακάκη, σωστός Συμβολαιογράφος ο τενόρος Θανάσης Ευαγγέλου. Θέλω, όμως, να σταθώ στην Τερέζα της μέτζο Άννας Αγάθωνος. Φωνητικά άψογη, υποκριτικά δίνει ένα μάθημα: πώς και πόσο ένας ηθοποιός -γιατί η Άννα Αγάθωνος δεν τραγουδάει απλώς, είναι Ηθοποιός με κεφαλαίο το
ήτα-, μπορεί να δώσει στίγμα σε έναν, ελάχιστης έκτασης, ρόλο. Παρούσα, σχεδόν ως βουβό πρόσωπο, στο μεγαλύτερο μέρος της παράστασης, ερμηνεύει -ναι, ερμηνεύει!-, με τα ελάχιστα που της παρέχει ο ρόλος: ξέρει να «φορέσει» το κοστούμι της, έχει δουλέψει το σώμα, τα χέρια της, την κίνησή της, «ακούει»,
συμμετέχει με το βλέμμα της, με τις αντιδράσεις, με τις εκφράσεις της -και είναι εκφραστικότατη- χωρίς ποτέ να υπερβάλει. Και μετασχηματίζει το περίπου τίποτα του ρόλου της σε χαρακτήρα. Δεν ξέρω πόσες ευκαιρίες της πρόσφερε η σκηνοθεσία αλλά, από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε στη σκηνή, η παρουσία της μου έλκυσε το βλέμμα -όχι συνηθισμένο- και την παρακολουθούσα προσεκτικά σε όλη την παράσταση. Δεν ξέρω αν είναι υπερβολή αλλά, για μένα, κλέβει την παράσταση (Φωτογραφίες: Ανδρέας Σιμόπουλος).
(Το δίγλωσσο -ελληνικά και αγγλικά- πρόγραμμα/βιβλίο της παράστασης (Τομέας Δραματολογίας Νίκος Α. Δοντάς, Σοφία Κομποτιάτη, Φοίβη Παπαγιαννίδη), πληρέστατο, ειδικά τα κείμενα
του Νίκου Α. Δοντά. Παρατηρήσεις: 1. Χαιρετίζω την επιστροφή, από τα, κάπως αμήχανα, αφιερώματα σε έναν από τους καλλιτέχνες που διέπρεψαν στην εκάστοτε όπερα, στην ιστορία των ανεβασμάτων της στην Λυρική Σκηνή, με focus σε κάποιoν διακεκριμένο καλλιτέχνη τους -όπως, εδώ, στην Βάσω Παπαντωνίου, πρώτη Αμίνα στην Ε.Λ.Σ.
2. Επισημαίνω την ανάγκη ανασχεδιασμού του εντύπου. Τις «συνειρμικές» φωτογραφίες αλλά και πολλές από τις άλλες λύσεις, προσωπικά, τις θεωρώ ατυχείς. 3. Την 9σέλιδη (!) ψυχαναλυτική ερμηνεία του έργου «Από βοηθός κουζίνας, πριμαντόνα» του σκηνοθέτη ένθερμα σας συνιστώ να αποφύγετε να τη διαβάσετε. Ειδικά πριν από την παράσταση...).
Εθνική Λυρική Σκηνή / Αίθουσα «Σταύρος Νιάρχος», Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος», Κύκλος «Ιταλικής Όπερας», συμπαραγωγή: Κρατική Όπερα Βιένης-Βασιλική Όπερα Λονδίνου, 20 Οκτωβρίου 2019.