October 29, 2019

Στο Φτερό / Βουβός αλλά πιο εύγλωττος δεν γίνεται


«Mute» των Γιώργου Χρυσοστόμου (ιδέα)-Juan Ayala (δραματουργία) / Σκηνοθεσία: Σοφία Πάσχου-Γιώργος Χρυσοστόμου. 


Είναι ένας στη σκηνή. Αλλά είναι και πολλοί. Δεν μιλάει. Αλλά πιο εύγλωττος δεν γίνεται. Στο -όνομα και πράγμα- «Mute» («Βουβό»). Ο Γιώργος Χρυσοστόμου. Τάλαντο αναγνωρισμένο, φυσικό και πηγαίο, θεατρίνος αυθεντικός, με ευρύτατη γκάμα, από την αρχαία τραγωδία έως και τη φάρσα -τον παρακολουθώ από το 2005 που ξεκίνησε, ειδικά με σκηνοθέτη τον Θωμά Μοσχόπουλο έχει διαπρέψει. Αυτή τη φορά θέλησε να υλοποιήσει μία ιδέα που είχε από χρόνια: να ενσαρκώσει πρόσωπα της φαντασίας του -ένας μαέστρος της τζαζ, ένας γυμναστής ναρκισσευόμενος, ένας μουσικός, ένας ροκ σταρ, ένας γέρος, ένας νεκρός -κι ένα κόκκινο τηλέφωνο που χτυπάει αλλά κανείς δεν απαντάει...-, ένας υψοφοβικός, ένας μανιακός του σεξ... Όλοι αυτοί συγκατοικούν σε μία «πολυκατοικία». Θα μπορούσε να είναι μία συρραφή από βουβά σκετσάκια. Δεν είναι. Στο «Mute», ιδέα του Γιώργου Χρυσοστόμου, σε δραματουργία 


του Juan Ayala, τα πρόσωπα αυτά μπλέκονται και ο ηθοποιός περνάει απνευστί, ευέλικτα από το ένα στο άλλο, με μία ιλιγγιώδη ταχύτητα την οποία έχει επιλέξει η εξαιρετική σκηνοθεσία -τη συνυπογράφουν η Σοφία Πάσχου και ο ίδιος. Το σκηνικό της Μαγδαληνής Αυγερινού (που υπογράφει και το απλό, μαύρο κοστούμι-φόρμα) -μία σκαλωσιά, με διαφορετικά, απλά επίσης, επίπεδα-δωμάτια που η ομοιομορφία τους έξυπνα σπάζει με κάποια καλόγουστα σπετσάτα-, καλά φωτισμένο από την Σοφία Αλεξιάδου- αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα για την ευελιξία του σκηνικού αποτελέσματος. Και οι εξαιρετικές μουσικές που έχει επιμεληθεί η Φωτεινή Γαλάνη, ακόμα πιο αποφασιστικό, καθώς αναπληρώνουν τον ελλείποντα λόγο και πάνω τους -ένα ηχητικό χαλί- κινείται η σκηνοθεσία ως χορογραφία. Βέβαια όλα αυτά είναι σημαντικά αλλά, ίσως, και να έχαναν τη σημασία τους αν ο εκτελεστής/περφόρμερ δεν ήταν ο Γιώργος Χρυσοστόμου: σε εξαιρετική σωματική 
φόρμα, αδυνατισμένος, με παρουσία που γράφει, με σωματικότητα ακριβέστατη, με κίνηση αίλουρου (που έχει επιμεληθεί η Ηλιάνα Γαϊτάνη), απίστευτα εκφραστικός -πρόσωπο απίστευτα εύπλαστο, ένας ολοκληρωμένος μίμος-, μεταλλάσσεται από «ρόλο» σε «ρόλο» μέσα σε κλάσματα του δευτερολέπτου, πηδάει από επίπεδο σε επίπεδο της σκαλωσιάς-σκηνικού, μας κοιτάει με βλέμματα «συνωμοτικά», μας λούζει με χιούμορ ευεργετικό, μας δείχνει τον κώλο του, υποκρίνεται ότι δίνει τσιμπούκι στην πλαστική κούκλα-σεξουαλικό βοήθημα ή υποκρίνεται ότι αυνανίζεται χωρίς ούτε μία στιγμή να γίνεται χυδαίος και, στα τελευταία τρία λεπτά, μας επιφυλάσσει μία έκπληξη: ξεσπάει σε μία χειμαρρώδη, ακατάσχετη αυτοσχεδιαστική φλυαρία για τον εαυτό του, για την παράσταση, για τις οθόνες των κινητών μας που άναβαν στη διάρκεια της παράστασης... -σαν μία έκρηξη του λόγου που καταπίεζε μέσα του στη διάρκεια της μιας ώρας της παράστασης, σαν να σπάζει το φράγμα της σιωπής και να τον αφήνει να ξεχυθεί, σαν να προσπαθεί να πει όσα δεν είπε. Το «Mute» είναι απολαυστικά αστείο αλλά και με μία τραγικότητα -την τραγικότητα της μοναξιάς του ηθοποιού- να υποβόσκει. Είναι εκ βαθέων. Και ο 

Γιώργος Χρυσοστόμου, στην παρόδοση του Τσάρλι Τσάπλιν της εποχής του βωβού, του Μεγάλου Μίμου Μαρσέλ Μαρσό, του Θεάτρου της Σιωπής, για πρώτη φορά στη σκηνή τόσο πειθαρχημένος και ακριβής, δίνει μία ερμηνεία -μου θύμισε τον Τζέιμς Τιερέ που είχαμε την τύχη να δούμε στο «Rex»/ Σκηνή «Κοτοπούλη», χάρη στο Φεστιβάλ Αθηνών του Γιώργου Λούκου, το 2010, αλλά και το 2013, στην «Στέγη» του Ιδρύματος Ωνάση- σημαδιακή. Που θα τη θυμάμαι. Πρέπει να τη δείτε! Εγώ ένα σας λέω: θα ξαναπάω (Φωτογραφίες: Δομνίκη Μητροπούλου).

(Πολύ καλόγουστο και περιεκτικό το πτυχωτό έντυπο πρόγραμμα της παράστασης).

Θέατρο του Νέου Κόσμου / Κεντρική Σκηνή, 26 Οκτωβρίου. 2019 και 13 Νοεμβρίου 2019.

October 27, 2019

Στο Φτερό / Όταν ο Σερ Σάιμον Ρατλ παίζει ringtone στο πιάνο


Μαγκνταλένα Κοζενά, σοπράνο: ρεσιτάλ τραγουδιού με τον Σερ Σάιμον Ρατλ στο πιάνο


Ζεστή φωνή. Γλυκιά φωνή. Φωνή μ’ αυτό το ιδιαίτερο σλάβικο, «μουντό» χρώμα. Η τσέχα μέτζο σοπράνο Μαγκνταλένα Κοζενά. Η οποία, λίγους μήνες μετά από την εμφάνισή της, γύρισε στον ίδιο χώρο, αυτή τη φορά για ένα ρεσιτάλ τραγουδιού: λίντερ, σανσόν, τραγούδια... Που η δημιουργία τους, η σύνθεσή τους απλώνεται σε ογδόντα χρόνια -μεγάλη «βεντάλια», από το 1873 έως το 1953. Μαζί της, αυτή τη φορά, στο πιάνο, ο σύντροφός της στη ζωή και στη μουσική και πατέρας των τριών παιδιών τους, κορυφαίος άγγλος αρχιμουσικός Σερ Σάιμον Ρατλ -ένα ζευγάρι, πέραν της υψηλής τέχνης τους, συμπαθέστατο- και ένα μικρό σύνολο έξι εκλεκτών μουσικών. Το πρόγραμμα, με γαλικά, αγγλικά, γερμανικά και τσέχικα τραγούδια αλλά και με έναν άξονα, τον Σέξπιρ, ξεκίνησε με το λυρικό, ερωτικό «Αιώνιο τραγούδι», έργο 37 (1898, πρώτη εκτέλεση 1899) του Γάλου Ερνέστ Σοσόν, πάνω στο ποίημα «Νυχτερινό» του Σαρλ Κρο, στην εκδοχή του για φωνή, κουαρτέτο εγχόρδων και πιάνο -η τελευταία σύνθεση που ο Σοσόν πρόλαβε να ολοκληρώσει. Το άτυπο αφιέρωμα στον Σέξπιρ άνοιξε με τα «Τρία τραγούδια από τον Ουίλιαμ Σέξπιρ» για μέτζο, φλάουτο, κλαρινέτο και πιάνο (1953) του Ρόσου, πολιτογραφημένου Αμερικανού Ίγκορ Στραβίνσκι: «Music to hear, why hear’st thou music sadly?» (Σονέτο 8), «Full fathom five thy father lies» (τραγούδι του Άριελ από την «Τρικυμία») και «Άνοιξη» (το Τραγούδι του Κούκου από  
το «Αγάπης αγώνας άγονος»). Σέξπιρ και στη συνέχεια: «Τρία τραγούδια της Οφιλίας από τον ‘Άμλετ’ του Σέξπιρ», για φωνή και πιάνο, σε μετάφραση Καρλ Γιόζεφ Ζίμροκ, από τα «6 τραγούδια», έργο 67 (1918) του Γερμανού Ρίχαρντ Στράους -«Wie Erkenn’ Ich Mein Treulieb» («How should I your true love know»), «Καλημέρα, είναι η μέρα του Αγίου Βαλεντίνου», «Sie Trugen Ihn Auf Der Bahre Bloss» («They Bore Him Bare-Faced on the Bier»). Με γάλο συνθέτη έκλεισε το πρώτο μέρος, όπως και άνοιξε: Μορίς Ραβέλ «Τραγούδια της Μαδαγασκάρης», για μέτζο ή βαρύτονο, φλάουτο, τσέλο και πιάνο (1925, 1926), από την ομώνυμη ποιητική συλλγή του Εβαρίστ ντε Παρνί: «Ναχαντόβε» (από το «Ναχαντόβε, ω, ωραία Ναχαντόβε»), «Αουά» (από το «Μην εμπιστεύεσαι λευκούς»), και «Είναι γλυκό» (από το «Είναι γλυκό να ξαπλώνεις»). Σέξπιρ και στο δεύτερο μέρος: «Πέντε τραγούδια της Οφιλίας», Wo022, για σοπράνο και πιάνο του Γιοχάνες Μπραμς, σε μετάφραση των στίχων του Σέξπιρ στα γερμανικά από τον Άουγκουστ Βίλxελμ φον Σλέγκελ (γράφτηκαν το 1873, για παράσταση του «Άμλετ» στην Πράγα, εκδόθηκαν το 1935): «Πώς θα ξέρω την αληθινή σου αγάπη;», «Το σάβανό του είναι τόσο λευκό, όσο το χιόνι» «Αύριο είναι η Μέρα του Αγίου Βαλεντίνου», «Sie Trugen Ihn Auf Der Bahre Blos»(«They Bore Him Bare-Faced on the Bier»), «Κι αυτός δεν θα έρθει ξανά;». Με Μπραμς συνέχισε η καλή μέτζο: «Δύο Τραγούδια» για φωνή άλτο, βιόλα και πιάνο, έργο 91 (1884) -«Gestillte Sehnsucht», από πoίημα (1884) του Ματίας Ρίκερτ και «Geistliches Wiegenlied», σε στίχους του Εμάνουελ Γκάιμπελ (1863) από τον Λόπε δε Βέγα. Η Μαγκνταλένα Κοζενά ολοκλήρωσε το ρεσιτάλ στα χωρικά της ύδατα: τσέχοι συνθέτες. Τότε, όμως, παρενεβλήθη το αναπόφευκτο
κινητό... Με το που ήταν έτοιμη, συγκεντρωμένη η μέτζο, στο τσακ, ήχησε το κινητό σαν...εισαγωγή στο τραγούδι. Σε ετοιμότητα και με αγγλικό φλέγμα, χωρίς εκνευρισμούς, ο Σερ Σάιμον Ρατλ επανέλαβε αυτόματα το ringtone στο πιάνο και η αγένεια/αμέλεια κολάστηκε με χιούμορ, γενική θυμηδία και χειροκρότημα. Και, μετά, ήρθαν οι Τσέχοι: Λεός Γιανάτσεκ -ο κύκλος «Παιδικά Τραγούδια» («Řikadla»), JW 5/16, 5/17, μία σειρά σύντομων, εύθυμων τραγουδιών (1924-1926), σε σπάνια ενορχήστρωση για φωνή, κλαρινέτο και πιάνο, που η μέτζο τραγούδησε με μεγάλο κέφι και με τους υπόλοιπους μουσικούς, εξίσου κεφάτα, να εισβάλουν σε δύο-τρία «παίζοντας» τη χορωδία, και Αντονίν Ντβορζάκ -μία επιλογή από τα μελαγχολικά «Τσιγγάνικα τραγούδια» του, έργο 55 (1880), σε στίχους Άντολφ Χέιντουκ και με ενορχήστρωση, ειδικά για την περίσταση, του βρετανού συνθέτη και μαέστρου Ντάνκαν Γουόρντ. Το πρόγραμμα, σοφά δομημένο, με βαθμιαία κλιμάκωση και κορύφωση, καταχειροκροτήθηκε, με την Μαγκνταλένα Κοζενά, τον Σερ Σάιμον Ρατλ και τους υπόλοιπους μουσικούς να μας προσφέρουν δύο σημαδιακά ανκόρ: το ερωτικό, πάνω σε ποίημα του Γερμανοσκοτσέζου Τζον Χένρι Μακέι, «Αύριο», αρ. 4 από τα «Τέσσερα τραγούδια» για φωνή και πιάνο, έργο 27 (1894) του Ρίχαρντ Στράους και το «Καληνύχτα» -η μέτζο μάς το ανάγγειλε στα ελληνικά, με... νόημα-, από τον κύκλο τραγουδιών «Σε παραδοσιακό τόνο», έργο 73 (1886), πάνω σε παραδοσιακά τραγούδια -του Ντβορζάκ επίσης. Λεπταίσθητη, χαρμόσυνη βραδιά (Φωτογραφίες: Ανδρέας Σιμόπουλος).

(Το -δωρεάν- έντυπο πρόγραμμα της συναυλίας, ένα καλόγουστο δίπτυχο με τα απαραίτητα. Έλλειψή του, οι περισσότερες πληροφορίες για τα τραγούδια που θα ακούγαμε και, κυρίως, η μετάφραση των στίχων τους, που δεν υπήρχε ούτε σε ηλεκτρονικούς υποτίτλους. Η απουσία της μας στέρησε τη μισή ευχαρίστηση να καταλαβαίνουμε τι ακούμε, στα σεξπιρικά αγγλικά, στα γερμανικά, στα τσέχικα... και επαφεθήκαμε στην αίσθηση μόνο, που εισπράτταμε μέσα από τη μουσική και την, εκφραστικότατη, πάντως, μέτζο).

Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος» / Αίθουσα «Σταύρος Νιάρχος», 22 Οκτωβρίου 2019.

October 25, 2019

Στο Φτερό / Όπως άξιζε σε έναν Μεγάλο


Αφιέρωμα στον Κώστα Πασχάλη 


Του το όφειλε η Λυρική. Και μπράβο στον καλλιτεχνικό διευθυντή της Γιώργο Κουμεντάκη που το υλοποίησε τιμώντας τον. Το Αφιέρωμα στον Κώστα Πασχάλη. Τον κορυφαίο έλληνα βαρύτονο του 20ου αιώνα, τον Μεγάλο καλλιτέχνη της όπερας -στην περίπτωσή του δεν φοβάμαι τη φθορά της λέξης Μεγάλος...- που  δόξασε  το  όνομα  της  Ελλάδας  διεθνώς,
χωρίς ποτέ να ξεχάσει την πατρίδα του -ωραίος άντρας, σκηνικό παράστημα, επαφή με το σανίδι, κίνηση με πυγμή, υποκριτική μεστή, φωνή ανεπανάληπτη. Ένα Αφιέρωμα με αφορμή τα 90 χρόνια από τη γέννησή του -1 Σεπτεμβρίου 1929, στην Λιβαδειά. Και η σύντροφός του στη ζωή και στην τέχνη, μέχρι το τέλος του -τέλος βιολογικό αλλά όχι και της τέχνης του για την οποία παραμένει αθάνατος-, στις 9 Φεβρουαρίου 2007 -δώδεκα χρόνια πριν- και μάνα των δύο παιδιών του, η, επίσης διεθνής, σοπράνο, Μαρίνα Κρίλοβιτς που είχε την καλλιτεχνική επιμέλεια, 
το οργάνωσε άψογα: τρεις από τους κορυφαίους άντρες μονωδούς της Λυρικής με διεθνή καριέρα -οι βαρύτονοι Δημήτρης Πλατανιάς και Τάσης Χριστογιαννόπουλος και ο τενόρος Δημήτρης Πακσόγλου και ένας συνεργαζόμενος, επίσης κορυφαίος, επίσης με διεθνή καριέρα -ο μπάσος Χριστόφορος Σταμπόγλης-, σε άριες και ντουέτα από ρόλους του Κώστα Πασχάλη ή από άλλους ρόλους αλλά σε όπερες στις οποίες

πρωταγωνίστησε, με σλάιντς από τους αντίστοιχους ρόλους του να πέφτουν πίσω, στην οθόνη του φόντου. Ο Γιώργος Κουμεντάκης, πάντα σεμνός, σεβαστικός και διακριτικός και η Μαρίνα Κρίλοβιτς, η Ρουμανοελληνίδα με το εκρηκτικό ταμπεραμέντο και 
τα σπασμένα ελληνικά, μίλησαν, στην αρχή, χωρίς να μακρηγορήσουν και να γίνουν βαρετοί, για τον Κώστα Πασχάλη που η μνήμη του παραμένει άσβεστη και ακολούθησε το πρόγραμμα -καλά οργανωμένο, καλά προετοιμασμένο και με τους τέσσερις, σαν για να τιμήσουν τον Πασχάλη όπως του έπρεπε, να δίνουν τον καλύτερό τους εαυτό. Αλλά και  η  Μαρίνα  Κρίλοβιτς,  

με μία υπέροχη γκρενά τουαλέτα, τραγούδησε, μετά από πολλά χρόνια, και η ίδια, ανοίγοντας και κλείνοντας τη συναυλία, δύο κομμάτια με σημαδιακούς στίχους: το τραγούδι «Ο αποχαιρετισμός είναι ένας μικρός θάνατος» του Πάολο Τόστι και, στο φινάλε, την άρια της Σαρλότ «Πήγαινε! Άφησε να τρέξουν τα δάκρυά μου!»

από τον «Βέρθερο» του Ζιλ Μασνέ. Ο Δημήτρης Πλατανιάς τραγούδησε «Ριγκολέτο» του Τζουζέπε Βέρντι -την άρια του Ριγκολέτο «Αυλικοί, άθλια, καταραμένη ράτσα...»- και τόλμησε να αναμετρηθεί με τον ίδιο τον Πασχάλη, που ακούσαμε στην αρχή, στο «Συμπόνια, σεβασμός, αγάπη...», άρια του Μακμπέθ από την ομώνυμη όπερα του Βέρντι και να αναδειχθεί ισάξιός του ενώ τραγούδησε, με τον Χριστόφορο Σταμπόγλη, και το ντουέτο 

Μποκανέγκρα-Φιέσκο «Δακρύζω, γιατί στα λόγια σου...» από τον «Σιμόν Μποκανέγκρα» του. Ο Τάσης Χριστογιαννόπουλος ερμήνευσε με χάρη και χιούμορ την καντσονέτα του Ντον Τζοβάνι «Βγες στο παράθυρο, θησαυρέ μου...» από τη φερώνυμη όπερα του Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ και συγκλονιστικά την άρια του Ροντρίγκο, Μαρκίσιου ντι Πόζα «Εγώ είμαι Κάρλο... Για μένα η
μεγάλη μέρα έφτασε...» από τον «Ντον Κάρλο» του Βέρντι αλλά τραγούδησε, με τον Δημήτρη Πακσόγλου, και το ντουέτο Κάρλο-Ροντρίγκο «Θεέ μου, στην ψυχή μας στάλαξε αγάπη και ελπίδα...», επίσης από τον «Ντον Κάρλο». Ο Δημήτρης Πακσόγλου ήταν εξαιρετικά αποτελεσματικός, άψογος Μάριο Καβαραντόσι στις δύο κοσμαγάπητες άριες «Κρυμμένη αρμονία» και «Και τ’ αστέρια έλαμπαν» από την «Τόσκα» του Τζάκομο Πουτσίνι και τραγούδησε το ντουέτο του «Ντον Κάρλο» με τον Τάση Χριστογιαννόπουλο ενώ ο Χριστόφορος Σταμπόγλης, εκτός του ντουέτου από τον «Σιμόν Μποκανέγκρα» με τον Δημήτρη Πλατανιά, τραγούδησε και την άρια του Φιέσκο «Το βασανισμένο πνεύμα...» από την ίδια όπερα, για να θριαμβεύσει με την άρια του Ντον Μπαζίλιο «Η συκοφαντία είναι ένα αεράκι...» από τον «Κουρέα της Σεβίλης» του Τζοακίνο Ροσίνι -σπαρταριστή, απολαυστική ερμηνεία. Ο ένας καλύτερος από τον άλλον! Όσο για την Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, με τον Λουκά Καρυτινό στο πόντιουμ, τους συνόδευσε και τους περιέβαλε ικανοποιητικότατα. Όντως τίμησαν τον Κώστα Πασχάλη! Γι αυτό και, δικαίως, το χειροκρότημα ήταν τόσο ζεστό, με τις δύο μικρούλες εγγονές του και της Μαρίνας Κρίλοβιτς, από την κόρη τους Αλεξάνδρα, την Αλίνα και την Κιάρα, να ανεβαίνουν, 

στο τέλος, στη σκηνή, να προσφέρουν δύο ανθοδέσμες στη γιαγιά τους και εκείνη να τις αγκαλιάζει σφιχτά. Τον Κώστα Πασχάλη τον είδα και τον πρωτάκουσα στο Ηρώδειο, τον Ιούλιο του 1969 -ήταν το πρώτο μου, ουσιαστικά, Φεστιβάλ Αθηνών: ο επώνυμος ρόλος στον «Μακμπέθ» του Βέρντι, με την Λυρική -τον είχε πρωτοτραγουδήσει το ’64, στο εγγλέζικο Φεστιβάλ του Γκλάιντμπορν και αυτή η σημαδιακή ερμηνεία του ήταν η πυροδότηση που τον είχε εκτινάξει διεθνώς. Στο πόντιουμ, ο Λανμπέρτο Γκαρντέλι, σκηνοθέτης ο Τζον Κόπλεϊ και Λέδη Μακμπέθ, η Ίνγκε Μπορκ. Έκτοτε τον είδα αρκετές φορές μέχρι 
το 1996 που αποσύρθηκε από τη σκηνή. Δεν ξεχνώ τον Σιμόν Μποκανέγκρα του, δεν ξεχνώ τον Ντον Τζοβάνι του -τον θυμάμαι να τον τραγουδάει στα εγκαίνια του Δημοτικού Θεάτρου του Βόλου, της πατρίδας μου, το 1988, και, καινούργιος ακόμα συντάκτης, να το καλύπτω για «Τα Νέα», πόση συγκίνηση...-, δεν ξεχνώ τον Ροντρίγκο του στον «Ντον Κάρλο», δεν θα ξεχάσω ποτέ τον Σκάρπια του στην «Τόσκα» -πώς 
εισέβαλλε στη σκηνή καθοριστικά, συντριπτικά, ακριβώς όπως τα είπε η Μαρίνα Κρίλοβιτς που στο ρόλο αυτόν τον πρωτοείδε, στο «Κόβεντ Γκάρντεν»- αλλά εκείνον, τον πρώτο Μακμπέθ του τον κρατώ. Σαν φυλαχτό. Γι αυτό και συγκινήθηκα πολύ, μα πάρα πολύ, όταν τον είδα στην αρχή της βραδιάς -καλύτερη επιλογή για την έναρξη του Αφιερώματος δεν γινόταν-, από ένα καλό βίντεο, μαγνητοσκόπηση του 1972, να τραγουδάει -να ΕΡΜΗΝΕΥΕΙ- το «Pieta, rispetto, amore…» από τον «Μακμπέθ». Εντύπωση ανεξάλειπτη που έδωσε το στίγμα της εξαιρετικής βραδιάς (Φωτογραφίες: 2,3,4,5,6,7,8.10.11.12 Ανδρέας Σιμόπουλος, 9 Valeria Isaeva).

(Εξυπηρετικό το -δωρεάν, όπως και η είσοδος- απλό έντυπο πρόγραμμα για το Αφιέρωμα (Τομέας Δραματολογίας Νίκος Α. Δοντάς, Σοφία Κομποτιάτη, Φοίβη Παπαγιαννίδη). Μία παρατήρηση: βλέπω πια τα αποσπάσματα από κριτικές και κείμενα του παρελθόντος, που αναδημοσιεύονται στα προγράμματα της Λυρικής, να συνοδεύονται από τους τίτλους των εντύπων όπου δημοσιεύτηκαν και τις ημερομηνίες δημοσίευσής τους. Τα κείμενα αυτά, όμως, κάποιοι τα έγραψαν, κάποτε. Δεν θα πρέπει, όταν είναι υπογραμμένα, να αναφέρονται και τα ονόματα των συντακτών; Τιμητικά. Επίσης να συμπληρώσω στο βιογραφικό του Κώστα Πασχάλη ότι η Μαρίνα Κρίλοβιτς ήταν η δεύτερη σύζυγός του, η πρώτη ήταν η, επίσης σοπράνο -της Λυρικής Σκηνής- Άννα Ρεμούνδου).

Εθνική Λυρική Σκηνή / Αίθουσα «Σταύρος Νιάρχος», Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος», 24 Οκτωβρίου 2019.

October 22, 2019

Στο Φτερό / Η Αμίνα ως πριμαντόνα ασολούτα


«Η υπνοβάτις» του Βιντσέντζο Μπελίνι, λιμπρέτο (Εζέν Σκριμπ / Φρανσουά-Βικτόρ-Αρμάν Ντ’ Αρτουά-Ζαν-Ανρί Ντιπέν) Φελίτσε Ρομάνι / Μουσική διεύθυνση: Φιλίπ Ογκέν. Σκηνοθεσία: Μάρκο Αρτούρο Μαρέλι. 



Σε ένα χωριό των Ελβετικών Άλπεων, τον παλιό εκείνο τον καιρό, ετοιμάζεται ο γάμος της ορφανής Αμίνα, υιοθετημένης και με αγάπη μεγαλωμένης από την Τερέζα, μυλωνού του χωριού, με τον εισοδηματία Ελβίνο με τον οποίο αγαπιούνται, κάτω από τα ζηλόφθονα βλέμματα της ξενοδόχας Λίζα, με την οποία είχε παλιότερα κάποια σύντομη σχέση ο Ελβίνο και εκείνη περίμενε 

-και ακόμα περιμένει...- να την παντρευτεί, γι αυτό και αποκρούει τον Αλέσιο που την αγαπάει. Οι φιλοφρονήσεις προς την Αμίνα του αριστοκράτη ξένου που φτάνει στο χωριό και καταλύει στο πανδοχείο της Λίζα και που δεν τον αναγνωρίζουν αλλά
αποδεικνύεται πως είναι ο Κόμης Ροντόλφο, γιος του άρχοντα του γειτονικού κάστρου, ο οποίος δεν ζει πια, πυροδοτούν τη ζήλια του Ελβίνο. Ο κόμης, όμως, φλερτάρει την Λίζα που κολακεύεται και πάει στο δωμάτιό του... Αλλά εκεί θα βρεθεί, στη συνέχεια, και η Αμίνα. Ως υπνοβάτις που είναι! Ο επιρρεπής στις ακολασίες κόμης θα μπει στον πειρασμό να εκμεταλλευτεί την κατάστασή της αλλά, 
τελικά, σέβεται την αγνότητα και την αθωότητά της νέας. Οι χωρικοί, όμως, που έρχονται και τη βρίσκουν στο δωμάτιο του Κόμη, ο οποίος το έχει σκάσει από το παράθυρο, πιστεύουν ότι έχει απατήσει τον Ελβίνο. Το πιστεύει και ο ίδιος που ματαιώνει το γάμο. Ο Κόμης διαβεβαιώνει όλους ότι η Αμίνα είναι αθώα και ότι επρόκειτο περί υπνοβασίας της. Ο Ελβίνο δεν τον πιστεύει και 
παίρνει πίσω από το κορίτσι το δαχτυλίδι της μάνας του, που της είχε δώσει. Και, οργισμένος, ανακοινώνει, στο άψε-σβήσε, το γάμο του με την ενθουσιασμένη Λίζα -πρώτη αναπληρωματική. Η Τερέζα, όμως, θα φανερώσει το μαντήλι που είχε πέσει από την Λίζα όταν είχε επισκεφθεί τον Ροντόλφο στο δωμάτιό του και που το έχει βρει. Τα συμπεράσματα ευνόητα... Με αποτέλεσμα ο 
Ελβίνο να ακυρώσει και τον δεύτερο επικείμενο γάμο. Ταυτόχρονα εμφανίζεται η Αμίνα, που είχε κουραστεί και είχε πέσει να κοιμηθεί, να υπνοβατεί πάνω στο επικίνδυνο γεφύρι του 

νερόμυλου. Με κομμένη την ανάσα την παρακολουθούν να μονολογεί για την αγάπη και την αφοσίωσή της στον Ελβίνο και για τη θλίψη της που εκείνος την εγκατέλειψε. Είναι αθώα! Όταν τα καταφέρει να φτάσει στην άλλη άκρη της γέφυρας και ξυπνάει, την περιμένει η αγκαλιά του Ελβίνο και το δαχτυλίδι που της είχε πάρει πίσω και που της το περνάει πάλι στο δάχτυλο. «Η υπνοβάτις» (1831)  
του Βιντσέντζο Μπελίνι, βασισμένη στο αφελές έως απλοϊκό λιμπρέτο του Φελίτσε Ρομάνι -εμπνευσμένο από το μπαλέτο «Η υπνοβάτις ή Η άφιξη ενός νέου άρχοντα» (1827) του Λουί-Ζοζέφ-Φερντινάν Ερόλ, σε υπόθεση του Εζέν Σκριμπ και χορογραφία του Ζαν-Πιέρ Ομέ αλλά και από το θεατρικό «Η υπνοβάτις χωριατοπούλα ή Οι δύο αρραβωνιαστικές» (1827, επίσης) των Φρανσουά-Βικτόρ-
Αρμάν ντ’ Αρτουά και Ζαν-Ανρί Ντουπέν, γαλικά και τα δύο-, απαύγασμα του ρομαντισμού, αποτελεί μία από τις κορυφαίες στιγμές του μπελκάντο, με κάποιες ροσίνιες απηχήσεις και με ένα ρόλο -τον επώνυμο- αξιοζήλευτο αλλά εξαιρετικά απαιτητικό -φωνητικά και υποκριτικά. Ο ελβετός σκηνοθέτης Μάρκο Αρτούρο Μαρέλι -η σκηνοθεσία του χρονολογείται από τη σεζόν 2000/2001
και η παράσταση ήταν συμπαραγωγή της Κρατικής Όπερας της Βιένης και της Βασιλικής Όπερας του Λονδίνου- έχει εισαγάγει στην παράστασή του στοιχεία από τη ζωή του Μπελίνι και της πρώτης Αμίνα, της Τζουντίτα Πάστα -ο Ελβίνο είναι συνθέτης και η Αμίνα γίνεται η μούσα-πριμαντόνα του-, εμπνευσμένος, 
παράλληλα, από «Το μαγικό βουνό», το, εκ των κορυφαίων του, μυθιστόρημα (1924) του Τόμας Μαν. Γι αυτό  και τοποθετεί, όπως και ο Μαν στο μυθιστόρημα, την όπερα σε κάτι σαν σανατόριο του Μεσοπολέμου, με ένα πιάνο να κυριαρχεί στη σκηνή -ο ίδιος υπογράφει και το έξοχο, καλοζυγιασμένο και καλά φωτισμένο, επίσης από τον ίδιο (προσαρμογή φωτισμών Χριστίνα Θανάσουλα) σκηνικό. Οι απόψεις του αυτές, πάντως, επιβάλλονται διακριτικά και καλαίσθητα, χωρίς ακρότητες και μεταμοντερνιές, με λεπτές πινελιές χιούμορ -το χαμένο μαντήλι της Λίζα, που γίνεται χαμένη 

κάλτσα την οποία της βγάζει, στις ερωτικές περιπτύξεις τους, ο Κόμης Ροντόλφο αλλά και χαμένο γοβάκι, το χιόνι που αρχίζει να μπαίνει και να στροβιλίζεται στην αίθουσα του σανατόριου από το ανοιχτό παράθυρο στο φινάλε της δεύτερης σκηνής της πρώτης πράξης, στη δεύτερη πράξη το συσσωρευμένο στην αίθουσα, παγωμένο πια, χιόνι, το ξεχαρβαλωμένο πιάνο που πάνω του (και όχι σε 

γεφύρι) ακροβατεί, στη δεύτερη σκηνή της υπνοβασίας της, η Αμίνα, ο θρίαμβός της στο φινάλε της όπερας, με την υπέροχη κόκκινη τουαλέτα της -τα εξαιρετικά κοστούμια, της Γερμανίδας

Ντάγκμαρ Νίφιντ-, στο πάλκο, ως πριμαντόνα ασολούτα -απόλυτη πριμαντόνα-, τα βρήκα ευρήματα καλοδεχούμενα. Και την «εξατομίκευση» των μελών της Χορωδίας, ιδιαίτερα επιτυχημένη. Ο Γάλος Φιλίπ Ογκέν -«φιλοξενούμενος καλλιτέχνης», για την τρέχουσα καλλιτεχνική περίοδο, στην Εθνική Λυρική Σκηνή- διηύθυνε με πυγμή αλλά και με μέτρο, με γνώση του ύφους του μπελκάντο αλλά και με ανάσες,
αποτελεσματικά την πολύ καλά δεμένη Ορχήστρα της ΕΛΣ ενώ και η Χορωδία της (διεύθυνση Αγαθάγγελος Γεωργακάτος), μετά από κάποιες αστοχίες στην αρχή, βρήκε, στη συνέχεια, τον καλύτερο εαυτό της. Η σοπράνο Χριστίνα Πουλίτση μπορεί να μην είναι η Αμίνα-οπτασία που θα επιθυμούσα αλλά, σωστή υποκριτικά, φωνητικά αποδίδει άψογα τον δύσκολο ρόλο. Ο τενόρος Γιάννης Χριστόπουλος, που η φωνή του αλλά και η
υποκριτική του διαρκώς ωριμάζουν, με πολύ καλή, ανάλαφρη κίνηση και σωστός ερμηνευτικά, είναι ένας ικανοποιητικότατος Ελβίνο, παρά κάποια φωνητική κάμψη που παρατήρησα στη δεύτερη πράξη. Ιδανικός Κόμης Ροντόλφο, εμφανισιακά, υποκριτικά και φωνητικά, ο
ώριμος πια μπάσος Τάσος Αποστόλου. Πειστικότατη ως Λίζα-αντιπαθητικός αντίποδας της Αμίνα και εξαιρετική φωνητικά η Μαριλένα Στριφτόμπολα -αν και δεν κατάλαβα γιατί η ενδυματολόγος την έντυσε μοντέρνα. Πολύ καλός και ο Αλέσιο του βαρύτονου Γιώργου Ματθαιακάκη, σωστός Συμβολαιογράφος ο τενόρος Θανάσης Ευαγγέλου. Θέλω, όμως, να σταθώ στην Τερέζα της μέτζο Άννας Αγάθωνος. Φωνητικά άψογη, υποκριτικά δίνει ένα μάθημα: πώς και πόσο ένας ηθοποιός -γιατί η Άννα Αγάθωνος δεν τραγουδάει απλώς, είναι Ηθοποιός με κεφαλαίο το 

ήτα-, μπορεί να δώσει στίγμα σε έναν, ελάχιστης έκτασης, ρόλο. Παρούσα, σχεδόν ως βουβό πρόσωπο, στο μεγαλύτερο μέρος της παράστασης, ερμηνεύει -ναι, ερμηνεύει!-, με τα ελάχιστα που της παρέχει ο ρόλος: ξέρει να «φορέσει» το κοστούμι της, έχει δουλέψει το σώμα, τα χέρια της, την κίνησή της, «ακούει»,
συμμετέχει με το βλέμμα της, με τις αντιδράσεις, με τις εκφράσεις της -και είναι εκφραστικότατη- χωρίς ποτέ να υπερβάλει. Και μετασχηματίζει το περίπου τίποτα του ρόλου της σε χαρακτήρα. Δεν ξέρω πόσες ευκαιρίες της πρόσφερε η σκηνοθεσία αλλά, από την πρώτη στιγμή που εμφανίστηκε στη σκηνή, η παρουσία της μου έλκυσε το βλέμμα -όχι συνηθισμένο- και την παρακολουθούσα προσεκτικά σε όλη την παράσταση. Δεν ξέρω αν είναι υπερβολή αλλά, για μένα, κλέβει την παράσταση (Φωτογραφίες: Ανδρέας Σιμόπουλος).

(Το δίγλωσσο -ελληνικά και αγγλικά- πρόγραμμα/βιβλίο της παράστασης (Τομέας Δραματολογίας Νίκος Α. Δοντάς, Σοφία Κομποτιάτη, Φοίβη Παπαγιαννίδη), πληρέστατο, ειδικά τα κείμενα 
του Νίκου Α. Δοντά. Παρατηρήσεις: 1. Χαιρετίζω την επιστροφή, από τα, κάπως αμήχανα, αφιερώματα σε έναν από τους καλλιτέχνες που διέπρεψαν στην εκάστοτε όπερα, στην ιστορία των ανεβασμάτων της στην Λυρική Σκηνή, με focus σε κάποιoν διακεκριμένο καλλιτέχνη τους -όπως, εδώ, στην Βάσω Παπαντωνίου, πρώτη Αμίνα στην Ε.Λ.Σ. 
2. Επισημαίνω την ανάγκη ανασχεδιασμού του εντύπου. Τις «συνειρμικές» φωτογραφίες αλλά και πολλές από τις άλλες λύσεις, προσωπικά, τις θεωρώ ατυχείς. 3. Την 9σέλιδη (!) ψυχαναλυτική ερμηνεία του έργου «Από βοηθός κουζίνας, πριμαντόνα» του σκηνοθέτη ένθερμα σας συνιστώ να αποφύγετε να τη διαβάσετε. Ειδικά πριν από την παράσταση...).

Εθνική Λυρική Σκηνή / Αίθουσα «Σταύρος Νιάρχος», Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος», Κύκλος «Ιταλικής Όπερας», συμπαραγωγή: Κρατική Όπερα Βιένης-Βασιλική Όπερα Λονδίνου, 20 Οκτωβρίου 2019.