«Το κορίτσι του συντάγματος» του Γκαετάνο Ντονιτσέτι, λιμπρέτο Ζιλ-Ανρί Βερνουά ντε Σεν-Ζορζ και Ζαν-Φρανσουά Μπαγιάρ / Μουσική διεύθυνση: Ενρίκ Ματσόλα. Παραγωγή: Λοράν Πελί. Σκηνοθεσία μετάδοσης: Γκάρι Χάλβορσον.
1805, περίοδος των Ναπολεοντείων Πολέμων, Ελβετικό Τιρόλο κι η νεαρή Μαρί ειν’ η μασκότ του 21ου συντάγματος του γαλικού στρατού, που στρατοπεδεύει εκεί -την έχουν περιμαζέψει, μωρό, ορφανό υποτίθεται, απ’ το πεδίο της μάχης, την έχουν «υιοθετήσει» ως κόρη τους όλοι οι άντρες του συντάγματος -με τον λοχία Σουλπίς να ’χει αναλάβει την κηδεμονία της-, έχει γίνει το
κορίτσι της καντίνας του συντάγματος κι έχει δώσει υπόσχεση πως, όταν φτάσει σε ηλικία γάμου, θα παντρευτεί μόνον έναν απ’ τους φαντάρους. Στο Τιρόλο, όμως, πεδίο μαχών που μαίνονται μεταξύ
Γάλων κι Αυστριακών -όχι επί σκηνής, περί κωμικής όπερας πρόκειται...-, τρομοκρατημένη εγκλωβίζεται, κοντά στο
στρατόπεδο, η Μαρκισία του Μπέρκενφιλντ που ταξιδεύει με τον έμπιστο υπηρέτη της Xορτενζίους προς τον πύργο της στην Αυστρία. Στο στρατόπεδο φέρνουν τον Τόνιο, έναν Τιρολέζο που τον συνέλαβαν να περιτριγυρίζει ύποπτα, και που προτίθενται να τον εκτελέσουν ως κατάσκοπο. Η Μαρί τους ζητάει να τον αφήσουν ελεύθερο: τον γνωρίζει -την έχει σώσει από ένα γκρεμό όπου παρά λίγο να
’πεφτε. Έτσι και γίνεται. Μεταξύ τους έχει αναπτυχθεί έρωτας σφοδρός, με τον Τόνιο να προσχωρεί στους Γάλλους και να κατατάσσεται στο σύνταγμα. Στο μεταξύ, συζητώντας με τον
Σουλπίς, η Μαρκισία ανακαλύπτει ότι η Μαρί είναι το από παλιά χαμένο κοριτσάκι της οικογένειάς της -η, όπως ισχυρίζεται, ανιψιά της, κόρη της αδελφής της. Κι αποφασίζει να την πάρει μαζί της στον οικογενειακό πύργο, προς απελπισία κι οργή του Τόνιο που θα τη χάσει. Η Μαρί υπακούει. Στον πύργο τους πια, και σε
συνεννόηση με την Δούκισα του Κράκεντορπ, η Μαρκισία κανονίζει το γάμο της Μαρί, που αναγκάζεται και πάλι να υπακούσει κι ας αγαπάει τον Τόνιο, με τον Σκίπιον, ανιψιό της Δούκισας, ενώ, μάταια, προσπαθεί να την ντρεσάρει
στους αριστοκρατικούς τρόπους -έχει συνηθίσει και προτιμάει τους τρόπους τους στρατιωτικούς...-, παρουσία του Σουλπίς τον οποίο έχει βάλει να την πείσει για το γάμο. Το 21ο σύνταγμα, όμως, «εισβάλλει» στον πύργο κι ο Τόνιο, αξιωματικός του πια, ζητάει το χέρι της Μαρί απ’ την Μαρκισία που, βέβαια, του το αρνείται. Αλλά ο Τόνιο έχει κρυμμένα χαρτιά που φανερώνει: γνωρίζει ότι η Μαρκισία ποτέ δεν είχε ανιψιά. Εκείνη, αφού τους διώχνει, αποκαλύπτει στον Σουλπίς ότι, όντως, η Μαρί δεν ειν’ ανιψιά της αλλά κόρη της, εξώγαμη, γεγονός που απέκρυπτε απ’ το φόβο της κοινωνικής κατακραυγής. Η τελετή για την υπογραφή του συμβολαίου του γάμου ειν’ έτοιμη, η Μαρί έχει αποφασίσει να σφίξει την καρδιά της και να υπακούσει στη θέληση της Μαρκισίας
που, απ’ τον Σουλπίς, έχει μάθει ότι είναι η μητέρα της, οι καλεσμένοι κι η Δούκισα φτάνουν αλλά οι άντρες του συντάγματος επανέρχονται, με τον Τόνιο που αποκαλύπτει στους καλεσμένους, οι οποίοι, στην αρχή φρικιούν αλλά κατόπιν γοητεύονται απ’ την ιστορία, πως η Μαρί ήταν το κορίτσι της καντίνας
του συντάγματος. Η Μαρκισία συγκινείται, παραδέχεται δημοσίως ότι ειν’ η κόρη της και την αφήνει ν’ αποφασίσει η ίδια ό,τι της λέει η καρδιά της. Η οποία, βέβαια, στον Τόνιο είναι δοσμένη. Η Δούκισα-θεία του απορριφθέντος γαμπρού αποχωρεί δυσαρεστημένη. Ο δρόμος για την ένωση των δυο ερωτευμένων ειν’ ανοιχτός. Το -άκρως μιλιταριστικό...- «Κορίτσι του συντάγματος» (1840) του Γκαετάνο Ντονιτσέτι, σε γαλικό λιμπρέτο των Ζιλ-Ανρί Βερνουά ντε Σεν-Ζορζ και Ζαν-Φρανσουά
Μπαγιάρ, είναι μια χαριτωμένη δίπρακτη κωμική όπερα, γραμμένη κατά την περίοδο της παραμονής του Ντονιτσέτι στο Παρίσι, με τις συνήθεις απιθανότητες στη φαρσική πλοκή της αλλά και μ’ ελκυστικά μουσικά κομμάτια απ’ τα οποία ξεχωρίζει η άρια του -τενόρου- Τόνιο, στην πρώτη πράξη «Α! Φίλοι μου, τι μέρα γιορτής!», με τα αιτούμενα,
τουλάχιστον, εννιά αλλεπάλληλα ψηλά ντο, επονομαζόμενη «Το Έβερεστ της λυρικής τέχνης», άρια-σήμα κατατεθέν της. Ο -γάλος- σκηνοθέτης Λοράν Πελί, που ανέβασε, αρχικά, την όπερα του Ντονιτσέτι το 2007, στο Λονδίνο, για την Βασιλική Όπερα και, στη συνέχεια, στην ίδια γραμμή, για την Κρατική Όπερα της Βιένης και το 2008 για την Μετροπόλιταν Όπερα της Νέας Ιόρκης, συμπαραγωγούς της παράστασης -τώρα, η σκηνοθεσία του που, κατά το έθιμο της Μετροπόλιταν, αναφερόταν ως «παραγωγή» είχε αναβιώσει απ’ τον Κρίστιαν Ρατ- έχει μεταφέρει τη δράση στη διάρκεια του Μεγάλου (Πρώτου Παγκοσμίου) Πολέμου. Σε μια παράσταση συμβατική που δεν της έλειπε, πάντως, το χιούμορ και που ζωντάνευε στη δεύτερη πράξη -στο φινάλε, τανκ εισβάλλει στο σαλόνι του πύργου της Μαρκισίας.
Τα σκηνικά, της Σαντάλ Τομά, φωτισμένα απ’ τον Ζοέλ Αντάμ, εξυπηρετούσαν, ιδιαίτερα στη δεύτερη πράξη, την παράσταση αλλά τα κοστούμια -που ’χει υπογράψει ο ίδιος ο σκηνοθέτης- δεν τα βρήκα απολύτως καλόγουστα. Συμβατικές κι οι χορογραφίες της Λάουρα Σκότσι. Ευπρεπής, κεφάτη αλλά χωρίς εξάρσεις, η μουσική διεύθυνση του γεννημένου στην Ισπανία Ιταλού Ενρίκ Ματσόλα. Η Ορχήστρα κι, ακόμα περισσότερο, η Χορωδία της
Μετροπόλιταν Όπερα είναι, πάντως, σ’ ένα υψηλό επίπεδο. Ιδανική για το ρόλο της Μαρί, η νοτιοαφρικανή σοπράνο Πρίτι Γιέντε. Λες και γεννήθηκε γι αυτόν: όμορφη, λυγερή, μ’ εξαιρετική κίνηση, αρκούντως «αγορίστικη», καλή ηθοποιός, με μεστή, ώριμη,
υπέροχη κολορατούρα φωνή. Ο μεξικάνος τενόρος Χαβιέρ Καμαρένα, με φιγούρα που, αντίθετα, καμιά σχέση δεν έχει με τον εραστή Τόνιο και με υποκριτική παιδαριώδη -μεσ’ στα χαμόγελα...-, ήταν τόσο συμπαθής που, τελικά, σε κέρδιζε. Κι, επιπλέον, διαθέτει μεγάλο φωνητικό χάρισμα. Δεν έβγαλε, απλώς, πέρα τα εννιά ψηλά ντο του «A! Φίλοι μου..» αλλά και μπιζάρισε την άρια!!! Βέβαια, εδώ δε μιλούμε, πια, περί μουσικής αλλά περί πρωταθλητισμού που παραπέμπει σε παλαιές εποχές της όπερας αλλά, σίγουρα, επρόκειτο για επίτευγμα αξιοθαύμαστο. Εξαιρετική
η Μαρκισία του Μπέρκενφιλντ της αμερικανίδας μέτζο Στέφανι Μπλάιθ. Με φωνητική έκταση κοντράλτο στις χαμηλές νότες, ερμήνευσε το ρόλο μ’ ένα ελαφρώς ειρωνικό χιούμορ και με δεξιοτεχνία καρατερίστας της πρόζας. Απολαυστική! Πολύ καλός
και χαριτωμένος κι ο Σουλπίς του ιταλού μπάσου Μαουρίτσιο Μουράρο, παρά το κρύωμα που δηλώθηκε απ’ την αρχή ότι υπέφερε. Η Κάθλιν Τέρνερ στον κάμεο ομιλούντα ρόλο της Δούκισας του Κράκεντορπ ήταν η «σταρ» της παράστασης αλλά τον έπαιξε με χιούμορ μεν πολύ χοντροκομμένα δε. Και τα γαλικά της θα ’πρεπε να τα μελετήσει -το κείμενο ειν’ ελάχιστο- λιγάκι περισσότερο... Ήταν άθλια. Μια βραδιά ευχάριστη. Ο μόνιμος σκηνοθέτης των μεταδόσεων Γκάρι Χάλβορσον δεν ήταν, στη συγκεκριμένη, σε μεγάλη φόρμα (Φωτογραφίες: 2, 5, 6, 8, 9, 12, 13, 16 MartySohl).
κορίτσι της καντίνας του συντάγματος κι έχει δώσει υπόσχεση πως, όταν φτάσει σε ηλικία γάμου, θα παντρευτεί μόνον έναν απ’ τους φαντάρους. Στο Τιρόλο, όμως, πεδίο μαχών που μαίνονται μεταξύ
Γάλων κι Αυστριακών -όχι επί σκηνής, περί κωμικής όπερας πρόκειται...-, τρομοκρατημένη εγκλωβίζεται, κοντά στο
στρατόπεδο, η Μαρκισία του Μπέρκενφιλντ που ταξιδεύει με τον έμπιστο υπηρέτη της Xορτενζίους προς τον πύργο της στην Αυστρία. Στο στρατόπεδο φέρνουν τον Τόνιο, έναν Τιρολέζο που τον συνέλαβαν να περιτριγυρίζει ύποπτα, και που προτίθενται να τον εκτελέσουν ως κατάσκοπο. Η Μαρί τους ζητάει να τον αφήσουν ελεύθερο: τον γνωρίζει -την έχει σώσει από ένα γκρεμό όπου παρά λίγο να
’πεφτε. Έτσι και γίνεται. Μεταξύ τους έχει αναπτυχθεί έρωτας σφοδρός, με τον Τόνιο να προσχωρεί στους Γάλλους και να κατατάσσεται στο σύνταγμα. Στο μεταξύ, συζητώντας με τον
Σουλπίς, η Μαρκισία ανακαλύπτει ότι η Μαρί είναι το από παλιά χαμένο κοριτσάκι της οικογένειάς της -η, όπως ισχυρίζεται, ανιψιά της, κόρη της αδελφής της. Κι αποφασίζει να την πάρει μαζί της στον οικογενειακό πύργο, προς απελπισία κι οργή του Τόνιο που θα τη χάσει. Η Μαρί υπακούει. Στον πύργο τους πια, και σε
συνεννόηση με την Δούκισα του Κράκεντορπ, η Μαρκισία κανονίζει το γάμο της Μαρί, που αναγκάζεται και πάλι να υπακούσει κι ας αγαπάει τον Τόνιο, με τον Σκίπιον, ανιψιό της Δούκισας, ενώ, μάταια, προσπαθεί να την ντρεσάρει
στους αριστοκρατικούς τρόπους -έχει συνηθίσει και προτιμάει τους τρόπους τους στρατιωτικούς...-, παρουσία του Σουλπίς τον οποίο έχει βάλει να την πείσει για το γάμο. Το 21ο σύνταγμα, όμως, «εισβάλλει» στον πύργο κι ο Τόνιο, αξιωματικός του πια, ζητάει το χέρι της Μαρί απ’ την Μαρκισία που, βέβαια, του το αρνείται. Αλλά ο Τόνιο έχει κρυμμένα χαρτιά που φανερώνει: γνωρίζει ότι η Μαρκισία ποτέ δεν είχε ανιψιά. Εκείνη, αφού τους διώχνει, αποκαλύπτει στον Σουλπίς ότι, όντως, η Μαρί δεν ειν’ ανιψιά της αλλά κόρη της, εξώγαμη, γεγονός που απέκρυπτε απ’ το φόβο της κοινωνικής κατακραυγής. Η τελετή για την υπογραφή του συμβολαίου του γάμου ειν’ έτοιμη, η Μαρί έχει αποφασίσει να σφίξει την καρδιά της και να υπακούσει στη θέληση της Μαρκισίας
που, απ’ τον Σουλπίς, έχει μάθει ότι είναι η μητέρα της, οι καλεσμένοι κι η Δούκισα φτάνουν αλλά οι άντρες του συντάγματος επανέρχονται, με τον Τόνιο που αποκαλύπτει στους καλεσμένους, οι οποίοι, στην αρχή φρικιούν αλλά κατόπιν γοητεύονται απ’ την ιστορία, πως η Μαρί ήταν το κορίτσι της καντίνας
του συντάγματος. Η Μαρκισία συγκινείται, παραδέχεται δημοσίως ότι ειν’ η κόρη της και την αφήνει ν’ αποφασίσει η ίδια ό,τι της λέει η καρδιά της. Η οποία, βέβαια, στον Τόνιο είναι δοσμένη. Η Δούκισα-θεία του απορριφθέντος γαμπρού αποχωρεί δυσαρεστημένη. Ο δρόμος για την ένωση των δυο ερωτευμένων ειν’ ανοιχτός. Το -άκρως μιλιταριστικό...- «Κορίτσι του συντάγματος» (1840) του Γκαετάνο Ντονιτσέτι, σε γαλικό λιμπρέτο των Ζιλ-Ανρί Βερνουά ντε Σεν-Ζορζ και Ζαν-Φρανσουά
Μπαγιάρ, είναι μια χαριτωμένη δίπρακτη κωμική όπερα, γραμμένη κατά την περίοδο της παραμονής του Ντονιτσέτι στο Παρίσι, με τις συνήθεις απιθανότητες στη φαρσική πλοκή της αλλά και μ’ ελκυστικά μουσικά κομμάτια απ’ τα οποία ξεχωρίζει η άρια του -τενόρου- Τόνιο, στην πρώτη πράξη «Α! Φίλοι μου, τι μέρα γιορτής!», με τα αιτούμενα,
τουλάχιστον, εννιά αλλεπάλληλα ψηλά ντο, επονομαζόμενη «Το Έβερεστ της λυρικής τέχνης», άρια-σήμα κατατεθέν της. Ο -γάλος- σκηνοθέτης Λοράν Πελί, που ανέβασε, αρχικά, την όπερα του Ντονιτσέτι το 2007, στο Λονδίνο, για την Βασιλική Όπερα και, στη συνέχεια, στην ίδια γραμμή, για την Κρατική Όπερα της Βιένης και το 2008 για την Μετροπόλιταν Όπερα της Νέας Ιόρκης, συμπαραγωγούς της παράστασης -τώρα, η σκηνοθεσία του που, κατά το έθιμο της Μετροπόλιταν, αναφερόταν ως «παραγωγή» είχε αναβιώσει απ’ τον Κρίστιαν Ρατ- έχει μεταφέρει τη δράση στη διάρκεια του Μεγάλου (Πρώτου Παγκοσμίου) Πολέμου. Σε μια παράσταση συμβατική που δεν της έλειπε, πάντως, το χιούμορ και που ζωντάνευε στη δεύτερη πράξη -στο φινάλε, τανκ εισβάλλει στο σαλόνι του πύργου της Μαρκισίας.
Τα σκηνικά, της Σαντάλ Τομά, φωτισμένα απ’ τον Ζοέλ Αντάμ, εξυπηρετούσαν, ιδιαίτερα στη δεύτερη πράξη, την παράσταση αλλά τα κοστούμια -που ’χει υπογράψει ο ίδιος ο σκηνοθέτης- δεν τα βρήκα απολύτως καλόγουστα. Συμβατικές κι οι χορογραφίες της Λάουρα Σκότσι. Ευπρεπής, κεφάτη αλλά χωρίς εξάρσεις, η μουσική διεύθυνση του γεννημένου στην Ισπανία Ιταλού Ενρίκ Ματσόλα. Η Ορχήστρα κι, ακόμα περισσότερο, η Χορωδία της
Μετροπόλιταν Όπερα είναι, πάντως, σ’ ένα υψηλό επίπεδο. Ιδανική για το ρόλο της Μαρί, η νοτιοαφρικανή σοπράνο Πρίτι Γιέντε. Λες και γεννήθηκε γι αυτόν: όμορφη, λυγερή, μ’ εξαιρετική κίνηση, αρκούντως «αγορίστικη», καλή ηθοποιός, με μεστή, ώριμη,
υπέροχη κολορατούρα φωνή. Ο μεξικάνος τενόρος Χαβιέρ Καμαρένα, με φιγούρα που, αντίθετα, καμιά σχέση δεν έχει με τον εραστή Τόνιο και με υποκριτική παιδαριώδη -μεσ’ στα χαμόγελα...-, ήταν τόσο συμπαθής που, τελικά, σε κέρδιζε. Κι, επιπλέον, διαθέτει μεγάλο φωνητικό χάρισμα. Δεν έβγαλε, απλώς, πέρα τα εννιά ψηλά ντο του «A! Φίλοι μου..» αλλά και μπιζάρισε την άρια!!! Βέβαια, εδώ δε μιλούμε, πια, περί μουσικής αλλά περί πρωταθλητισμού που παραπέμπει σε παλαιές εποχές της όπερας αλλά, σίγουρα, επρόκειτο για επίτευγμα αξιοθαύμαστο. Εξαιρετική
η Μαρκισία του Μπέρκενφιλντ της αμερικανίδας μέτζο Στέφανι Μπλάιθ. Με φωνητική έκταση κοντράλτο στις χαμηλές νότες, ερμήνευσε το ρόλο μ’ ένα ελαφρώς ειρωνικό χιούμορ και με δεξιοτεχνία καρατερίστας της πρόζας. Απολαυστική! Πολύ καλός
και χαριτωμένος κι ο Σουλπίς του ιταλού μπάσου Μαουρίτσιο Μουράρο, παρά το κρύωμα που δηλώθηκε απ’ την αρχή ότι υπέφερε. Η Κάθλιν Τέρνερ στον κάμεο ομιλούντα ρόλο της Δούκισας του Κράκεντορπ ήταν η «σταρ» της παράστασης αλλά τον έπαιξε με χιούμορ μεν πολύ χοντροκομμένα δε. Και τα γαλικά της θα ’πρεπε να τα μελετήσει -το κείμενο ειν’ ελάχιστο- λιγάκι περισσότερο... Ήταν άθλια. Μια βραδιά ευχάριστη. Ο μόνιμος σκηνοθέτης των μεταδόσεων Γκάρι Χάλβορσον δεν ήταν, στη συγκεκριμένη, σε μεγάλη φόρμα (Φωτογραφίες: 2, 5, 6, 8, 9, 12, 13, 16 MartySohl).
Μέγαρο Μουσικής Αθηνών / Αίθουσα «Νίκος Σκαλκώτας», Μετροπόλιταν Όπερα, Βασιλική Όπερα/Κόβεντ Γκάρντεν και Κρατική Όπερα της Βιένης, The Metropolitan Opera HD Live / Antenna Group, 2 Μαρτίου 2019.
No comments:
Post a Comment