Το Τέταρτο Κουδούνι / 23 Μαρτίου 2019.
Έχω πολύ μπερδευτεί. Με τις αποφάσεις της υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού Μυρσίνης Ζορμπά. Ως προς το καθεστώς που θα διέπει πια τις καλλιτεχνικές διευθύνσεις των εποπτευόμενων οργανισμών του υπουργείου. Δηλώνει, σε συνέντευξή της στην «Αυγή», στις 10 του περασμένου Νοεμβρίου: «Έχω υποσχεθεί ότι δεν πρόκειται να κάνω κανέναν διορισμό. Αυτό σημαίνει ότι θα προκηρυχτούν θέσεις, παράλληλα, όμως, έχω κατά νου ότι οργανισμοί που έχουν προοδεύσει πάρα πολύ, οι οποίοι έχουν μια σύμπνοια κι έχουν διανύσει μόνο μια θητεία δικαιούνται ν’ ανανεωθεί η θητεία τους για να μπορέσουμε να προχωρήσουμε». Κι αμέσως το εφαρμόζει αυτό -και πράττει άριστα- ανανεώνοντας τη θητεία του Γιάννη Αναστασάκη στο ΚΘΒΕ.
Τώρα, όμως, ήρθε η σειρά και του Φεστιβάλ Αθηνών/Επιδαύρου
και του Εθνικού -ήτοι του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου και του Στάθη Λιβαθινού. Κι αφού επαινεί τους δυο καλλιτεχνικούς διευθυντές -ειδικά τον Στάθη Λιβαθινό-, για το έργο τους -για τους ίδιους, πάνω-κάτω, λόγους που επαίνεσε τον Γιάννη Αναστασάκη-, ανακοινώνει ότι, απλώς, παρατείνει τη θητεία τους για να ολοκληρώσουν ό,τι έχουν προγραμματίσει αλλά -δυο μέτρα και δυο σταθμά- ότι δεν την ανανεώνει κι επιμένει στην δημόσια πρόσκληση ενδιαφέροντος. Απολύτως συμφωνώ κι υπερθεματίζω για τη συγκεκριμένη γραμμή -της ανάληψης των θέσεων αυτών με διαγωνισμό. Αλλά έχω να θέσω τρία ερωτήματα:
Πρώτο: Επειδή -και για τους δυο απερχόμενους- το έργο που πρόσφεραν, κατά γενική ομολογία είναι σημαντικό, αυτοί δε δικαιούνταν μια δεύτερη θητεία;
Δεύτερο: Η δημόσια πρόσκληση ενδιαφέροντος τι ακριβώς είδους θα ’ναι; Και θα ’ναι καθαρή; Ή πίσω απ’ την κουρτίνα κρύβονται συγκεκριμένα πρόσωπα που θα βρεθεί ο «τρόπος» να επιλεγούν; Και τρίτο: Αν η δημόσια πρόσκληση ενδιαφέροντος δεν καρποφορήσει, όπως στο Εθνικό Μουσείο (-φάντασμα) Σύγχρονης Τέχνης τι θα γίνει; Στο Εθνικό Θέατρο καλλιτεχνικός διευθυντής που θ’ αναλάβει -αν αναλάβει- απ’ τον Σεπτέμβριο (το νωρίτερο) είναι δυνατό να καταρτίσει ρεπερτόριο για τη σεζόν 2019/2020 η οποία ακριβώς τον Σεπτέμβριο αρχίζει; (Ρητορικό, το ερώτημα. Αδύνατον είναι).
Στο Φεστιβάλ Αθηνών/Επιδαύρου, πάλι -όπου ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος πέρσι, το 2018, έκανε ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ Φεστιβάλ Αθηνών -απ’ το ’68, τουλάχιστον, που το παρακολουθώ- και παρουσίασε ένα ανάλογο πρόγραμμα και για το Αθηνών αλλά και για το Επιδαύρου για φέτος-, ο νέος καλλιτεχνικός διευθυντής που θ’ αναλάβει την 1 Σεπτεμβρίου, όπως η υπουργός, μετά βεβαιότητος, προδικάζει, μπορεί να καταρτίσει άνετα διεθνές πρόγραμμα για το 2020; Όταν όλοι οι ξένοι καλλιτέχνες και τα ξένα συγκροτήματα κλείνουν το πρόγραμμά τους δυο -τουλάχιστον...- χρόνια πριν; Και τι θα γίνει με κάποιες δεσμεύσεις που έχει ΗΔΗ -και πολύ
σωστά, έτσι ετοιμάζονται τα φεστιβάλ, όχι όποιος περίσσεψε την τελευταία στιγμή...- αναλάβει ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος για το Φεστιβάλ του 2021; Αν, ας πούμε, ο καινούργιος δε συμφωνεί ως προς τον κλεισμένο για την Επίδαυρο Κσίστοφ Βαρλικόφσκι (Φωτογραφία: Polska Agencja Prasowa/Ireneusz Sobleszczuk).
Καλές, λοιπόν, οι ριζικές αποφάσεις αλλά πιστεύω ότι πρέπει να ’χουν κι έρμα. Εξάλλου, στη μικρή μας πόλη ξέρουμε όλοι όλα τα πρόσωπα και τα προσόντα τους κι εύκολα θα καταλάβουμε αν οι καινούργιοι που θ ‘αναλάβουν ανέλαβαν αξιοκρατικά...
Απ’ την άλλη, πιστεύω ακράδαντα πως οι καλλιτεχνικοί διευθυντές, όπως και να επιλέγονται, θα πρέπει να επιλέγονται ένα χρόνο πριν την ανάληψη της θητείας τους και να συνεργάζονται με τους απερχόμενους. Κι ότι οι θητείες τους θα πρέπει να ’ναι πενταετείς κι όχι τριετείς. Να προλαβαίνουν να δείξουν έργο -για να κριθούν με σιγουριά. Και να υπάρχει ΣΥΝΕΧΕΙΑ. Αλλά ζω στην Ελλάδα. Κι αυτό -είμαι, πια, σίγουρος- δε θα το δω ΠΟΤΕ.
Μια απορία: με τις ανακοινώσεις και τις διαφωνίες και τις μπηχτές μεταξύ Διοικητικού Συμβουλίου και καλλιτεχνικού διευθυντή -όχι ότι δεν έχει ξαναγίνει...-, πώς θα διεξαχθούν φέτος τα δυο Φεστιβάλ -Αθηνών κι Επιδαύρου; Θα ’χουν τη διάθεση να συναντιούνται και να μιλούν; Με τι κέφι;
Και για να το ελαφρύνω... Φίλη αναρωτήθηκε: «Κι αν καταθέσει στη δημόσια πρόκληση ενδιαφέροντος για το Φεστιβάλ φάκελο ο Γιαν Φαμπρ;». Σατανικό.
Έχω γράψει στο totetartokoudouni.blogspot.com, στις 9 Ιανουαρίου του 2017, μιλώντας για την «Δίκη του Κ.» που ’χε ανεβάσει ο Θωμάς Μοσχόπουλος στο «Πόρτα»: «[...] Με επικεφαλής, στο ρόλο του Κ., τον Μιχάλη Συριόπουλο που προοιωνίζεται λαμπρή εξέλιξη θέτοντας πρωταγωνιστικές προδιαγραφές».
Έχω γράψει, εδώ και πάλι, στο «Τέταρτο Κουδούνι», στις 9 Απριλίου 2018, αναφερόμενος στον «Καντίντ» που ’χε ανεβάσει ο ίδιος σκηνοθέτης στο ίδιο θέατρο: «Ξεχώρισα [...], κυρίως, στον επώνυμο ρόλο, κάτι μεταξύ Μπάστερ Κίτον και Σταν Λόρελ/Λιγνού, τον Μιχάλη Συριόπουλο -ο Κ. και στην ‘Δίκη του Κ.’. Ο νέος αυτός, εύπλαστος ηθοποιός προσφέρει γι άλλη μια φορά τα εχέγγυα για ένα λαμπρό μέλλον -θυμηθείτε με, θα διαπρέψει: υπέροχος! Ο Καντίντ του δεν είναι μόνο ένας έξοχος αφελής, απλοϊκός αγαθούλης. Αλλά περνάει υπαινικτικά, με δεξιοτεχνικό, αξιοθαύμαστο τρόπο, χωρίς να το κραυγάζει, το δεύτερο, (επι)κριτικό προς την κοινωνία του, που καθόλου δε διαφέρει απ’ τη δικιά μας…, όπως η σκηνοθεσία υπογραμμίζει, επίπεδο».
Πανηγυρίζω που ο Μιχάλης Συριόπουλος τιμήθηκε φέτος με το Βραβείο «Χορν». Άξιος! Μακάρι να ’χει τη συνέχεια που του πρέπει.
Βγαίνω out. Γιατί θα ’ρθω σ’ αντίθεση με τη συντριπτική πλειονότητα θεατών, δημοσιογράφων, κριτικών... που χαρακτηρίζουν την παράσταση από εξαιρετική έως αριστούργημα. Λυπάμαι που θα διαφωνήσω αλλά συνηθίζω να ’χω το θάρρος της γνώμης μου. Και να εκφράζω τη διαφωνία μου και γι ανθρώπους που εκτιμώ.
Εκτιμώ τον κόπο, τον ιδρώτα και το πάθος με το οποίο δημιουργήθηκε, στις άγριες ερημιές του Ελαιώνα, το θεατράκι «Cartel». Εκτιμώ την -πολλή- δουλειά που γίνεται στο «Cartel». Αλλά δε θα συμφωνήσω για το «Άνθρωποι και ποντίκια» που παίζεται εκεί.
Καταρχάς, βέβαια, συμφωνώ απόλυτα με την ιδέα της μεταφοράς του έργου στα καθ’ ημάς -μετάφραση κι ελεύθερη απόδοση Σοφία Αδαμίδου, δραματουργική επεξεργασία και σκηνοθεσία Βασίλης Μπιμπίκης. Καίρια! Το αμερικάνικο κραχ του ’29 κι οι συνέπειές του κουμπώνουν τέλεια στη δική μας οικονομική κρίση και το -καυτή πατάτα- θέμα μετανάστης και ρατσισμός εισάγεται στο έργο επιδέξια. Επίσης, ο τρόπος που το εξαθλιωμένο λούμπεν προλεταριάτο του έργου μιλάει, αυτός είναι -κάτι κινηματογραφικές αναφορές και την κουβέντα για «ερμηνεία» βρήκα, μόνο, παράταιρες. Αλλά ένοιωσα ότι όλο αυτό το μπινελίκι αγγίζει την υπερβολή. Κι ότι υπήρχε η σκόπιμη επιδίωξη για διαρκείς συγκρούσεις, ώστε να οξύνονται οι καταστάσεις. Τις οποίες η σκηνοθεσία του Βασίλη Μπισμπίκη οξύνει ακόμα περισσότερο με φωνές, κραυγές, ουρλιαχτά, στριγγλιές, ξελαρυγγιάσματα... Που ’χουν γίνει πια μόδα στο θέατρο μας αλλά, εγώ, ως αδυναμία να εκφραστούν εσωτερικά οι συγκρούσεις και τα πάθη τα εκλαμβάνω κι ως ευκολία τα εισπράττω -όσο περισσότερο ουρλιάξουμε τόσο εντονότερο πάθος θα εκφραστεί, τόσο η αλήθεια μας κι η καταγγελία μας θ’ ακουστούν καλύτερα...
Ο Γιάννης Οικονομίδης ζει, αυτός μας οδηγεί. Μετά την τάση Κιτσοπούλου, βλέπω στο ελληνικό θέατρο ν’ αναπτύσσεται και τάση Οικονομίδη, μετά την επιτυχία του «Στέλλα κοιμήσου». Που δεν είναι καινούργια, βέβαια. Επιστροφή είναι. Στο νατουραλισμό. Σε νατουραλισμό του κερατά. Μετά τον Ζολά, γιατί να με αφορά σήμερα ο νατουραλισμός; Που, προσωπικά, στις παρούσες συνθήκες του θεάτρου μας, τον βρίσκω τόσο στημένο και πεποιημένο και δήθεν όσο και την αποδόμηση. Λυπάμαι, μπορεί να κάνω λάθος, αλλά δε θα πάρω. Ψάχνω για ένα θέατρο πιο ποιητικό, πιο ουσιαστικό, πιο εσωτερικό απ’ το να βρίζονται και να ουρλιάζουν επί σκηνής.
Όχι ότι θεώρησα την παράσταση κακή, όχι ότι δε βρήκα στιγμές της πολύ καλές -η πρώτη σκηνή, της έναρξης, εξαιρετική!-, όχι ότι ο ίδιος ο Βασίλης Μπισμπίκης, ως ηθοποιός, δε φέρει μια έντιμη αυθεντικότητα, όχι ότι όλοι οι ηθοποιοί δεν προσπαθούν για τη
φυσικότητα, όχι ότι δεν εντυπωσιάστηκα με τις ικανότητες της Νικολέτας Κοτσαηλίδου -η «πιο ηθοποιός» όλων- να κάνει ένα θέατρο εντελώς διαφορετικό απ’ αυτό που ’χει κάνει μέχρι τώρα, αλλά...
Μ’ αφορμή το «Έγκλημα και τιμωρία» του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι οι «Ginger Creepers Theater Band», ήτοι ο Χρήστος Καπενής κι ο Γρηγόρης Χατζάκης, ανεβάζουν, στο «Faust», από 3 Μαΐου, μια εκδοχή του έργου για δυο πρόσωπα.
Δημιουργώντας, όπως σημειώνουν, «τον δικό τους προσωπικό χάρτη, την προσωπική τους εσωτερική διαδρομή. Οι δυο τους, μόνοι επί σκηνής, με το λάπτοπ τους κι ελάχιστα σκηνικά αντικείμενα, ζυμώνουν σκέψεις του μεγάλου ρόσου
συγγραφέα, χτίζοντας μια σπουδή πάνω σε καθολικές αξίες που επαναπροσδιορίζονται σε παγκόσμιο επίπεδο τόσο συχνά, όσο η επαναφόρτιση μιας διαδικτυακής σελίδας».
Η σύλληψη κι η διασκευή είναι των «Ginger Creepers» (Χρήστος Καπενής και Γρηγόρης Χατζάκης), ο Γρηγόρης Χατζάκης υπογράφει και τη σκηνοθεσία, τα σκηνικά θα ’ναι της Ζωής Αρβανίτη, τα κοστούμια της Lila Nova, η μουσική του Βύρωνα Κατρίτση, βοηθός σκηνοθέτη η Κική Μπαρμπαβασίλογλου και θα παίζουν ο Χρήστος Καπενής κι ο Γρηγόρης Χατζάκης.
Προς το παρόν οι ανήσυχοι «Ginger Creepers» παρουσιάζουν στο «Bios», τα Σαββατοκύριακα, μια δική τους παράσταση, επίσης για δυο, το «Γιβραλτάρ».
Τον παρακολουθώ τον Τάσο Κωστή αφότου βγήκε στη σκηνή -μεγαλύτερός του είμαι. Και απ’ την πρώτη στιγμή έχω εισπράξει το Μέγα Τάλαντο που διαθέτει. Στην κωμωδία, κυρίως, είναι που ’χει διακριθεί -αν και δεν είναι αποκλειστικά κωμικός ηθοποιός. Καρατερίστας εξαίρετος είναι. Σε πρώτους ή σε βασικούς υποστηρικτικούς ρόλους -ας μην υποτιμούμε τους ηθοποιούς αυτούς, είναι μεγάλο λάθος. Και παρακολουθώ την ποιότητα με την οποία πάντα υποστηρίζει τους ρόλους αυτούς -ποτέ δε γίνεται φτηνιάρης, ποτέ δε γίνεται εύκολος, ποτέ δε γίνεται χυδαίος. Αν και πληθωρικός, έχει τιθασεύσει τον πληθωρισμό του και δεν τον μεταφέρει στη σκηνή ως υπερβολή αλλά ως απολαυστική, πηγαία εκρηκτικότητα -γνωρίζει το μέτρο. Τον βλέπω να παίζει τόσο απλά, τόσο άμεσα, τόσο φυσικά, σα νεράκι που κυλάει. Αλλά ποτέ ρουτινιέρικα ή αδιάφορα -άντε να τελειώνουμε.
Έτσι τον χάρηκα και πάλι στο «Υπάρχει και φιλότιμο» των Σακελλάριου και Γιαννακόπουλου που ’δα στο «Προσκήνιο». Μια κωμωδία πολύ καλοφτιαγμένη στην αρχή, λίγο βιαστικά γραμμένη στη συνέχεια και πολύ «διδακτική» στο τέλος της -ο υπουργός Μαυρογιαλούρος απαλλάσσεται, ως αθώος του αίματος λόγω άγνοιας, με μεγάλη ευκολία ανανήφει και μόνο τα τσιράκια του αποδεικνύεται ότι έκαναν τις λοβιτούρες...- που ’χει ανεβάσει ικανοποιητικά, με καλό, σε γενικές γραμμές, θίασο και με τον Σιδερή Πρίντεζη να ντύνει, όπως μόνον εκείνος ξέρει, με τραγούδια της εποχής -μερικά, «πολιτικής υφής», εντελώς σπάνια-,
ο Γιάννης Μπέζος. Κρατώντας ο ίδιος τον κεντρικό ρόλο με τον λεπτό τρόπο που κατέχει, πια, πολύ καλά γι αυτούς τους ρόλους των παλιών ελληνικών κωμωδιών και με την καλή Δάφνη Λαμπρόγιαννη να πλάθει ρόλο αλλά να φαίνεται το σχέδιο, κι οι χαμηλοί τόνοι της κι οι αργοί ρυθμοί της ν’ ανακόπτουν τους ρυθμούς της παράστασης.
Να επισημάνω: το έντυπο πρόγραμμα, εντελώς συμβατικό και με κείμενα γνωστά μεν αλλά επιμελημένα με τρόπο που δε μας συνηθίζουν οι παραγωγές αυτές...
«ΟΙ γάμοι του Φίγκαρο»... «ΟΙ γάμοι του Φίγκαρο»... «ΟΙ γάμοι του Φίγκαρο»... Ναι, το ξέρω, έχει καθιερωθεί. Αλλά μήπως πρέπει κάποια στιγμή να εφαρμόζουμε -τουλάχιστον σε καλλιτεχνικούς οργανισμούς- σωστά ελληνικά; Όπου ούτε «ΟΙ γάμοι» ούτε «ΟΙ αρραβώνες» απαντώνται, απλώς, αυτοί οι πληθυντικοί της μεγαλοπρεπείας ξιπασμένα μεγαλοπιάνονται κι αλληθωρίζουν προς την πάλαι ποτέ προστάτιδα δύναμη Γαλία -«les noces», «les fiançailles». «Ο γάμος», «Ο αρραβώνας» είναι, αγαπητοί, φίλοι, στα ελληνικά. Άρα «Ο γάμος του Φίγκαρο» ανεβαίνει στην Λυρική -σε σκηνοθεσία Αλέξανδρου Ευκλείδη.
Θα μου πείτε, βέβαια: «Εσύ θες ποΛΛΑ περισσότερα απίδια απ’ όσα χωράει ο σάκος μας»... Δίκιο θα ’χετε (Φωτογραφία: Ανδρέας Σιμόπουλος).
Αυτά τα «turkofagos», και «Lepanto», κι «Αγιά-Σοφιά χωρίς μιναρέδες» του χριστιανού ταλιμπάν της Νέας Ζιλανδίας, τι μου θυμίζουν; Τι μου θυμίζουν;
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή...
No comments:
Post a Comment