«Βόιτσεκ» του Γκέοργκ Μπίχνερ / Δραματουργία-Σκηνοθεσία: Κατερίνα Ευαγγελάτου.
Πρώτο μισό του 19ου αιώνα κι ο Φρίντριχ Γιόχαν Φραντς Βόιτσεκ, μόνιμος -το θεωρώ πιο σωστό απ’ το «μισθωτός» της μετάφρασης- στρατιώτης, σε μονάδα στρατοπεδευμένη σε μια μικρή επαρχιακή γερμανική πόλη, προλετάριος που, για να τα βγάλει πέρα, κάνει και τον κουρέα του Λοχαγού του ή το πειραματόζωο για έναν
στρατιωτικό Γιατρό, ζει με την Μαρία με την οποία έχει ένα παιδί χωρίς γάμο -άρα δεν είναι «ενάρετος» με τα μέτρα της εποχής, επειδή είναι προλετάριος. Άνθρωπος απ’ τη φύση του καλός αλλά αλλόκοτος, με μοχλό τ’ απάνθρωπα ιατρικά πειράματα, που προοιωνίζονται τα ιατρικά πειράματα πάνω σε κρατούμενους, έναν
αιώνα μετά, στο Άουσβιτς, απ’ τον Μένγκελε και το επιτελείο του -τρώει επί τρεις μήνες μόνο μπιζέλια κατ’ επιταγή του Γιατρού-, γλιστράει στην τρέλα: βλέπει παράξενα, τρομακτικά οράματα, έχει αρρυθμίες, ρίγη, ιλίγγους, πυρετούς, φέρεται παράξενα, τρέχει συνέχεια... Η Μαρία, κουρασμένη με τον Βόιτσεκ αλλά και χωρίς έρμα, γλυκοκοιτάζει έναν όμορφο Αρχιτυμπανιστή και ξαπλώνει μαζί του. Ο Λοχαγός, με υπονοούμενα, το σφυρίζει στον Βόιτσεκ. Τυφλωμένος απ’ τη ζήλια ως Οθέλος -αλλά με... αντίκρυσμα- ο Βόιτσεκ, επιπλέον, ταπεινώνεται απ’ τον Αρχιτυμπανιστή που τον
δέρνει δημόσια. Αγοράζει ένα μαχαίρι, χαρίζει κάτι μικροπράγματα που ’χει στο φίλο του στο στρατό, τον Αντρές, παίρνει την Μαρία για μια βόλτα, πλάι σε μια λίμνη τη σφάζει και, μετά, αυτοκτονεί
-πέφτει στη λίμνη και πνίγεται. Ο «Βόιτσεκ» του Γερμανού -πολίτη του τότε Μεγάλου Δουκάτου της Έσης- Γκέοργκ Μπίχνερ, έργο με το οποίο ο νεαρός συγγραφέας καταπιάστηκε το 1836 αλλά ο πρόωρος
θάνατός του, το 1837, στα 23 του μόλις χρόνια, δεν του επέτρεψε να το ολοκληρώσει, καταλείποντας σκόρπιες σκηνές σε τέσσερις διαφορετικές γραφές, χωρίς να ’χει γράψει ένα σαφές τέλος, έμελλε να γίνει ένα απ’ τα πιο επιδραστικά έργα στην ιστορία του γερμανικού και, γενικότερα, του ευρωπαϊκού θεάτρου. Βασισμένο
στην πραγματική ιστορία του περουκέρη Γιόχαν Κρίστιαν Βόιτσεκ που, αργότερα, έγινε μόνιμος στρατιώτης και που σκότωσε, για λόγους ζηλοτυπίας, στην Λιψία, το 1821, την ερωμένη του χήρα Κριστιάνε Βόοστ, για να εκτελεστεί, μετά από τρία χρόνια, το 1824, δημόσια, με αποκεφαλισμό, αφού μεσολάβησε μια μακρά, πολύκροτη δίκη κατά την οποία το δικαστήριο δε δέχτηκε τη
διαπιστωμένη από γιατρούς παράνοιά του ως ελαφρυντικό και, τελικά, τον καταδίκασε, ανολοκλήρωτο, χωρίς ο συγγραφέας να ’χει καν προλάβει να βάλει σε σειρά τις σκηνές του, αναδομημένο απ’ τον Καρλ Έμιλ Φράντσος που το δημοσίευσε για πρώτη φορά τριάντα οκτώ χρόνια μετά το θάνατο του Μπίχνερ, το 1875, πρωτοπαιγμένο μόλις το 1913, δομημένο διαφορετικά κάθε φορά
που ανεβαίνει, έχει εξελιχθεί, παρά τα κενά, τις ατέλειες και την αποσπασματικότητά του -ίσως, όμως, κι εξαιτίας αυτών...-, παρά τις κάποιες αφέλειες κι απλοϊκότητές του, σ’ ένα απολύτως μοντέρνο έργο. Και με το παράφορο, τολμηρό ύφος του και τις ποιητικές εκρήξεις του να οδηγούν στην άποψη ότι μπορεί να θεωρηθεί, αν και γραμμένο ενώ ο ρομαντισμός κορυφωνόταν, ως προάγγελος του εξπρεσιονισμού. Η σκηνοθέτρια Κατερίνα
Ευαγγελάτου, χωρίς να ενδιαφερθεί για την πολιτική πλευρά του έργου -ο Μπίχνερ ήταν επαναστάτης, διωκόμενος μάλιστα- αλλά αναζητώντας τις αβύσσους της ανθρώπινης ψυχής, βασισμένη στη στρωτή μετάφραση που ο Σπύρος Α. Ευαγγελάτος έκανε για τη δική του παράσταση, το 1990, σε δική της, όμως, προσεκτική δραματουργία, έχει αποφύγει το ρεαλισμό και τους ψυχολογισμούς. Θέλησε το έργο του Μπίχνερ να ξετυλίγεται απόλυτα στιλιζαρισμένο, σαν τσίρκο της ανθρώπινης ύπαρξης, με τους
πρωταγωνιστές του, παλιάτσους που σα να τους κινεί, αδύναμους να πάρουν πρωτοβουλίες μια αόρατη δύναμη -σχεδόν σαν μαριονέτες. Το -στατικό- σκηνικό της Εύας Μανιδάκη, η κίνηση που δίδαξε η Πατρίσια Απέργη κι η χορογραφία της, τα κοστούμια της Βασιλικής Σύρμα, οι πολύ ενδιαφέρουσες μουσικές του Γιώργου Πούλιου, οι φωτισμοί της Ελευθερίας Ντεκώ, υπηρετούν, με συνέπεια και καλό γούστο, τη σκηνοθετική άποψη και συνθέτουν μια παράσταση υψηλής αισθητικής. Όμως... Όμως όλο αυτό το αλλόκοτο θέαμα, άριστα οργανωμένο αλλά, παγωμένο κι εγκεφαλικό, αποφεύγοντας να εκφράσει το οποιοδήποτε
συναίσθημα, εμένα προσωπικά, μ’ απομάκρυνε απ’ το κείμενο και μ’ άφησε αδιάφορο -σαν εργαστηριακό πείραμα. Επιπλέον, βρήκα στείρο ότι η σκηνοθέτρια ακολούθησε ακριβώς τη γραμμή της στην «Κωμωδία των παρεξηγήσεων» του Σέξπιρ που ’χει ανεβάσει -έξοχα- στο «Νέο Θέατρο Κατερίνα Βασιλάκου», έξυπνα παραλλάσσοντάς την -αναστρέφοντάς την μάλλον: διαρκές, non stop μουσικό χαλί, παράσταση-χορογραφία -εδώ όχι τόσο
επιτυχημένη και μάλλον περιττή, τσιρκολάνικη γραμμή με τ’ ανάλογα μακιγιάζ και κοστούμια, σκηνικό παρόμοιας αντίληψης, ρυθμοί ανεστραμμένοι -εκεί πάρα πολύ γοργοί, εδώ πάρα πολύ αργοί, υπνωτιστικοί... Αλλά «Η κωμωδία των παρεξηγήσεων» είναι καταγωγική της κομέντια ντελ άρτε -απόηχός της- και το στιλιζάρισμα της πηγαίνει -αν δεν το απαιτεί κιόλας. Ο «Βόιτσεκ» ειν’ ένα έργο εσωτερικού βρασμού και διαρκών εκρήξεων, το στιλιζάρισμα το σφίγγει, το καταπιέζει, το στραγγαλίζει και το σκηνικό αποτέλεσμα καταλήγει επίπεδο. Οι ηθοποιοί -Χάρης Χαραλάμπους, Λευτέρης Πολυχρόνης, Γιώργος Ζυγούρης, Μιχάλης Μιχαλακίδης, Στέλιος Θεοδώρου-Γκλιναβός, Μάνος Πετράκης- έχουν οδηγηθεί αναγκαστικά να υπηρετήσουν αυτό το απόλυτο στιλιζάρισμα που
εμποδίζει τις προσωπικότητές τους ν’ ανθίσουν. Το ίδιο κι ο Γιώργος Γάλλος, αν και συνεπέστατος Βόιτσεκ -ένας κλόουν του Θεού, για να παραφράσω τον τίτλο της παράστασης (1971)
«Νιζίνσκι, κλόουν του Θεού» του Μορίς Μπεζάρ. Διαφεύγουν, κατά τη γνώμη μου, αρνητικά η καλή Έλενα Μαυρίδου που μοιάζει αμήχανη και σα να μην έχει πειστεί, και θετικά ο Σωτήρης Τσακομίδης που καταφέρνει το στιλιζάρισμα που ακολουθεί να μην τον εξαφανίζει. Μια παράσταση φτιαγμένη με γνώση και μόχθο, καλαίσθητη αλλά όχι, πιστεύω, αποτελεσματική (Φωτογραφίες: Μιχάλης Κλουκίνας).
(Το έντυπο πρόγραμμα της παράστασης -φιλολογική επιμέλεια Παναγιώτης Μιχαλόπουλος-, καλόγουστο κι ενημερωτικό. Συνοδεύει βιβλίο που περιλαμβάνει το πλήρες κείμενο της παράστασης, με τον εξαιρετικά καλαίσθητο τύπο του εξωφύλλου με το «σκαμμένο» αρχικό -εδώ W, αρχικό του «Woyzeck» πάνω σε μαύρο φόντο- που ’χει καθιερώσει η «Κάπα Εκδοτική»).
Δημοτικό Θέατρο Πειραιά / Σκηνή «Δημήτρης Ροντήρης», Δημοτικό Θέατρο Πειραιά και «Λυκόφως», 3 Μαρτίου 2019.
No comments:
Post a Comment