March 19, 2019

Ο Γιάννης Μόσχος στο ΚΘΒΕ με σπάνιο Ίψεν


 Το Τέταρτο Κουδούνι / Είδηση


Με το ελάχιστα παιγμένο στην Ελλάδα έργο του Χένρικ Ίψεν «Οι στυλοβάτες της κοινωνίας», που θ ανεβάσει στο θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών την προσεχή χειμερινή σεζόν 2019/2020, ο Γιάννης Μόσχος, εγκυρότατος ιψενολόγος που για πρώτη, όμως, φορά σκηνοθετεί Ίψεν, επιστρέφει -μετά από τρία χρόνια και το «Δηλητήριο» της Ολανδής Λοτ Φέκεμανς που σκηνοθέτησε στο Φουαγιέ της ΕΜΣ, τη σεζόν 2016/2017- στην Θεσσαλονίκη και στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος. Θεσσαλονικιός, άλλωστε, ο ίδιος και με σπουδές στο Τμήμα Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου όπου έως πρόσφατα δίδασκε Θεατρολογία, εγκατεστημένος στην Αθήνα εδώ και χρόνια, εκλήθη στο πλαίσιο της προσπάθειας του καλλιτεχνικού διευθυντή του ΚΘΒΕ Γιάννη Αναστασάκη, αφότου ανέλαβε τη θέση, να καλεί όσο γίνεται περισσότερους ντόπιους καλλιτέχνες να συνεργαστούν με το Κρατικό (Φωτογραφία: Ελίνα Γιουνανλή).
Στους «Στυλοβάτες της κοινωνίας» -πρώτο, σύγχρονης εποχής, ρεαλιστικό δράμα με κοινωνικό πρόσημο του συγγραφέα- ο Κάστερ Μπέρνικ, πλούσιος επιχειρηματίας κι ιδιοκτήτης ναυπηγείου σ’ ένα μικρό νορβηγικό λιμάνι, θεωρούμενος αξιοσέβαστος πολίτης, μ’ άψογη ηθική, ένας απ’ τους στυλοβάτες της τοπικής κοινωνίας, δεν έχει, εντούτοις, καθαρό παρελθόν: την επιτυχία του την οφείλει σε ύποπτες συναλλαγές, στα νιάτα του εγκατάλειψε την αγαπημένη του Λόνα Χέσελ για να παντρευτεί την ετεροθαλή αδελφή της Μπέτι λόγω της μεγάλης περιουσίας της κι ενώ ήταν αρραβωνιασμένος με την Μπέτι, τον ανακάλυψαν -δεκαπέντε χρόνια πριν απ την αρχή του έργου- στην κρεβατοκάμαρα μιας θεατρίνας ερωμένης του και για ν’ αποφύγει το σκάνδαλο έριξε την ευθύνη στον αδελφό της γυναίκας του, Γιοχάν Τόνεσεν, που επρόκειτο τότε να μεταναστεύσει στις ΗΠΑ. Ο Γιοχάν είχε δεχτεί ν’ αναλάβει την ευθύνη θέλοντας να βοηθήσει το γαμπρό του. Ο Κάρστεν άδραξε την ευκαιρία κι άφησε, επιπλέον, να διασπαρεί η φήμη, εν αγνοία του Γιοχάν, ότι εκείνος του ’κλεψε χρήματα, προπέτασμα για να καλύψει ο Κάρστεν την αφερεγγυότητα της επιχείρησής του που βρισκόταν κοντά στην χρεωκοπία κι έτσι να ορθοποδήσει. 
Ο Γιοχάν Τόνεσεν, όμως, τώρα επιστρέφει αιφνίδια απ’ τις ΗΠΑ μαζί με την Λόνα η οποία είχε ακολουθήσει τον ετεροθαλή αδελφό της. Η επιστροφή τους προκαλεί μεγάλη αγωνία στον Μπέρνικ που φοβάται ότι θα ξεσκεπάσουν το παρελθόν του. Κι ενώ, αρχικά, ο Γιοχάν τον καθησυχάζει ότι δεν πρόκειται να πει τίποτα, η στάση του θ’ αλλάξει άρδην όταν μάθει ότι ο Κάρστεν τον έχει κατηγορήσει ως καταχραστή. Οργισμένος, απειλεί, αφού γυρίσει στις ΗΠΑ και τακτοποιήσει εκεί τις υποθέσεις του, να επιστρέψει και ν’ αποκαλύψει τα μυστικά του παρελθόντος. Στην Αμερική σχεδιάζει να φύγει μ’ ένα πλοίο που βρίσκεται στο ναυπηγείο του Μπέρνικ για επισκευή. Κι ενώ ο Μπέρνικ σκόπευε ν’ απαγορεύσει τον απόπλου του, καθώς δεν έχει επισκευαστεί σωστά κι είναι επικίνδυνο να ταξιδέψει, δίνει την άδεια ν’ αποπλεύσει ελπίζοντας στον πνιγμό του Γιοχάν. Όταν, όμως μαθαίνει, πως μαζί του, έχει φύγει, καθώς ειν’ ερωτευμένοι, κι η Ντίνα Ντορφ, η ψυχοκόρη του και κόρη της νεκρής, πια, θεατρίνας ερωμένης του, προσπαθεί απεγνωσμένα ν’ αποτρέψει τον απόπλου του πλοίου αλλά ειν’ αργά πια. Κι ενώ βασανίζεται απ’ τις τύψεις, μαθαίνει ότι στο αμπάρι του επικίνδυνου πλοίου έχει κρυφτεί κι ο δεκατριάχρονος γιος του που το ’σκασε απ’ το σπίτι. Τρελός από αγωνία πασχίζει να αποτρέψει το μοιραίο. Ο Ίψεν επιφυλάσσει happy end στον ήρωα: το ζευγάρι Γιοχάν και Ντίνα, τελευταία στιγμή, αλλάζει τα σχέδια του και φεύγει μ’ άλλο πλοίο ενώ σώζεται κι ο γιος του απ’ τη μητέρα του, την Μπέτι, η οποία μαθαίνει ότι ο μικρός το ’σκασε και προλαβαίνει να τον βγάλει απ’ το πλοίο του οποίου, μάλιστα, εμποδίζεται, τελικά, ο απόπλους κι επιστρέφει στο λιμάνι. Ο Μπέρνικ, συνειδητοποιώντας τα λάθη του, ομολογεί δημόσια όλη την αλήθεια σε γιορτή που ’χει οργανώσει η πόλη για να τον τιμήσει, ζητάει τη συγχώρεση των συμπολιτών του κι υπόσχεται μια καινούργια αρχή.

Το έργο, το οποίο ο Ίψεν άρχισε να σκέφτεται απ’ το 1869 και για το οποίο άρχισε να κρατάει σημειώσεις απ’ την επόμενη χρονιά αλλά χρειάστηκαν πέντε χρόνια -1875, οπότε και μετακινήθηκε απ’ την Δρέσδη της Γερμανίας, όπου ζούσε, κι εγκαταστάθηκε στο Μόναχο- για να ξεκινήσει να τις επεξεργάζεται, ολοκληρώθηκε εκεί το 1877. Την ίδια χρονιά εκδόθηκε στην Δανία -στην Κοπεγχάγη- και πρωτοπαρουσιάστηκε στο Όντενσε της Δανίας κι αμέσως, πριν τελειώσει το 1877, ανέβηκε στην Κοπεγχάγη, στο Μπέργκεν της γενέτειράς του Νορβηγίας και στην Σουιδία -στην Στοκχόλμη. Μέχρι το τέλος του 1878 είχε γίνει η μεγαλύτερη, μέχρι τότε, θεατρική επιτυχία του Ίψεν -κυρίως στην Γερμανία και στην Αυστρία, όπου υπολογίζεται ότι παρουσιάστηκε από είκοσι επτά, τουλάχιστον, Σκηνές.
Στην Ελλάδα, «Οι στυλοβάτες της κοινωνίας» έχουν παιχτεί δυο μόνον φορές -με τον τίτλο «Τα στηρίγματα της κοινωνίας»: η πρώτη ήταν τη μακρινή θεατρική περίοδο 1901/1902, απ’ τον Θωμά Οικονόμου, στο τότε «Βασιλικόν Θέατρον» -νυν Εθνικό-, με Βέρνικ (Μπέρνικ) τον Διονύσιο Ταβουλάρη, κι η πρόσφατη δεύτερη, το 2016/2017, στο θέατρο «Εκάτη», σε σκηνοθεσία Βαλεντίνης Λουρμπά, με Μπέρνικ τον Χρήστο Αυλωνίτη.
Στην Θεσσαλονίκη το έργο θα παρουσιαστεί -υπολογίζεται τον Φεβρουάριο του 2020- απ’ τον Γιάννη Μόσχο, σε μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα -από ετών έτοιμη για παράσταση που σχεδιαζόταν ν’ ανεβεί (και τότε) στο ΚΘΒΕ αλλά τελικά δεν προγραμματίστηκε- και σε διασκευή του σκηνοθέτη που σκοπεύει, οπωσδήποτε, ν’ αλλάξει το τέλος του που, έτσι κι αλλιώς, με την απότομη μεταστροφή του Μπέρνικ, κρίνεται προβληματικό. Για τους υπόλοιπους συντελεστές και τη διανομή έχουν αρχίσει οι συζητήσεις.

No comments:

Post a Comment