March 28, 2019

Στο Φτερό / Μιούζικαλ εγεννήθη ημίν!


«Απλή μετάβαση». Κείμενο, στίχοι Γεράσιμος Ευαγγελάτος, μουσική, ενορχήστρωση Θέμης Καραμουρατίδης / Σκηνοθεσία: Μίνως Θεοχάρης. 


Στην αίθουσα αναμονής του αεροδρομίου της Αθήνας. Περιμένοντας την αναχώρηση πτήσης για Λονδίνο -για το αεροδρόμιο Γκάτγουικ- που όλο και καθυστερεί -πρόκειται για το δρομολόγιο μιας φτηνής αεροπορικής εταιρείας. Οκτώ οι επιβάτες: ο Άρης που μεταναστεύει γιατί έχει βρει καλύτερη δουλειά εκεί και 
η Λένα που τον ακολουθεί γιατί τον αγαπάει -έξι χρόνια μαζί- και πιστεύει πως θα βρει και εκείνη κάποια δουλειά. Ο Γιώργος που έχει στο Λονδίνο «greek taverna» ονόματι «Ελιά», έχει έρθει στην Ελλάδα, όπως τακτικά κάνει, γιατί τη νοσταλγεί, και επιστρέφει. Η νεαρή Νεφέλη που φεύγει για σπουδές μαζί με την καταπιεστική μάνα της, την Δάφνη, η οποία πάει για «να τη βοηθήσει να εγκλιματιστεί». Ο Νταμόν, γκέι Γάλος που είχε εγκατασταθεί στην Ελλάδα, κοντά 

στον έλληνα σύντροφό του, αλλά χώρισαν και φεύγει για να δουλέψει στην Αγγλία. Ο σύντροφός του, ο Σπύρος που αρνήθηκε να τον ακολουθήσει αλλά μετάνοιωσε και έρχεται στο αεροδρόμιο για να φύγει μαζί του. Και η Μαρία η οποία παρουσιάζεται ως τραγουδίστρια που πάει στο Λονδίνο για να εμφανιστεί με κάποιο 
συγκρότημα. Η μακρά αναμονή τούς φέρνει πιο κοντά, ξανοίγονται, εξομολογούνται. Και ώσπου να φύγει το αεροπλάνο τα πράγματα έχουν αλλάξει. Ο Άρης αποκαλύπτεται ότι είχε μία σχέση πάθους με την Μαρία, που μοιάζει να μην έχει ακόμα σβήσει. Η Λένα, όταν το μαθαίνει, αποφασίζει να μη φύγει μαζί του και να χωρίσουν φιλικά. Η Δάφνη αποφασίζει να μην ακολουθήσει την Νεφέλη, όταν συνειδητοποιεί πόσο το
κορίτσι θέλει να ανοίξει τα φτερά του και να πετάξει μόνο του. Ταυτόχρονα παίρνει και την απόφαση να χωρίσει από τον άντρα της και πατέρα της Νεφέλης, καθώς η κόρη της τη βοηθάει να χωνέψει, μετά από είκοσι χρόνια γάμου, ότι δεν τον αγαπάει και ότι ο γάμος τους απλώς σέρνεται. Ο Σπύρος μετανιώνει που ακολούθησε τον Νταμόν, σκέφτεται να μη φύγει στο Λονδίνο αλλά την τελευταία στιγμή μετανιώνει και πάλι και 
φεύγει μαζί του. Και η Μαρία εξομολογείται πως για καμία συναυλία δεν φεύγει παρά για να δουλέψει σε κάποιο εστιατόριο πλένοντας πιάτα. Ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος έχει γράψει ένα μιούζικαλ -κείμενο και στίχοι- με την ελαφράδα που ζητάει το είδος και με κάποιες ευκολίες και αφέλειες αλλά με ένα μεγάλο προτέρημα: καταπιάνεται με ένα θέμα καυτό των ημερών μας και του τόπου μας. Η οικονομική 

κρίση και η διαρροή, η διοχέτευση, η μετάγγιση του νέου ελληνικού αίματος προς ξένες χώρες, όπου, όμως, καμία σιγουριά δεν υπάρχει ότι το πρόβλημα λύνεται έτσι. Η αβεβαιότητα που υπάρχει και εκεί, οι δυσκολίες επιβίωσης και η νοσταλγία είναι παρούσες και γκριζάρουν τις ροζ αποχρώσεις της «καλύτερης ζωής». Παράλληλα, ο συγγραφέας φέρνει στη σκηνή αντιπροσωπευτικούς 

χαρακτήρες -τύπους έστω- και δένει καλά την πλοκή δίνοντας έμφαση στις προσωπικές-ερωτικές σχέσεις που, στα περισσότερα ζευγάρια, έχουν προβλήματα και δημιουργώντας ένα έργο συνόλου. Η οπτική του, βέβαια, είναι του μιούζικαλ. Αλλά οι μουσικές του Θέμη Καραμουρατίδη -που 
υπογράφει και τις ενορχηστρώσεις-, παιγμένες ζωντανά από την πολύ καλή ορχήστρα της οποίας την επιμέλεια έχει ο Δημήτρης Σιάμπος, ένας από τους μουσικούς της, μετατρέπουν τους καλοφτιαγμένους στίχους του Γεράσιμου Ευαγγελάτου σε τραγούδια ελκυστικά, δίνουν συνοχή στο μιούζικαλ, δένουν τις κάπως παρατακτικά αλληλοδιαδεχόμενες σκηνές του και το εκτοξεύουν -ένα ελληνικό μιούζικαλ και μάλιστα πολύ καλό! Αποφασιστική είναι, όμως, και 
η σημασία της παράστασης. Ο Μίνως Θεοχάρης, που υπογράφει τη σκηνοθεσία, έδεσε καλά το έργο, έχει πετύχει εξαιρετικούς ρυθμούς, η παράστασή του έχει το σωστό μέτρο και με τη βοήθεια των ιδιαίτερα ευέλικτων, λειτουργικών αλλά και καλόγουστων σκηνικών της Ηλένιας Δουλαδίρη -μία «πίστα» περιστρεφόμενη που μεταφέρει, ακριβώς, την αίσθηση του αεροδρομίου και ελαφρά στοιχεία που προστίθενται και αφαιρούνται- και των επίσης καλαίσθητων 

κοστουμιών της -το κοστούμι της Λένας, υποδειγματικό για το είδος μιούζικαλ και για χορό-, της κίνησης που έχει διδάξει η Αμάλια Μπένετ, η οποία, με τη βοήθεια των μουσικών του Θέμη Καραμουρατίδη, σα να βρέθηκε στο στοιχείο της -πετούν οι χορογραφίες της-, των φωτισμών του Σάκη Μπιρμπίλη και της 

πολύτιμης μουσικής διδασκαλίας της Μελίνας Παιονίδου, δίνει ένα πρώτης τάξεως παραστασιακό αποτέλεσμα. Επιπροσθέτως, όμως, αυτό το παραστασιακό αποτέλεσμα δε θα ήταν το ίδιο, αν δεν είχε εξασφαλιστεί η συγκεκριμένη διανομή -κρίκοι (έργο-μουσική-σκηνοθεσία-συντελεστές-διανομή) που ο καθένας δίνει ανοδική ώθηση στον προηγούμενο, αυτό που λέμε ευτυχής συγκυρία: οκτώ εξαιρετικές φωνές αλλά και ταλαντούχοι ηθοποιοί οργώνουν τη σκηνή. Και αν ο Νίκος Λεκάκης μου φάνηκε κάπως άχρωμος και ο Φοίβος Ριμένας κάπως υπερβολικός στη σκηνή της έκρηξής του, υπάρχουν ο Κωνσταντίνος Γαβαλάς, η Χαρά Κεφαλά -παλιό, καλό κρασί που παίζει στα δάχτυλα το είδος, με χιούμορ και ευαισθησία-, η Νάνσυ Σιδέρη, πάνω από όλους, όμως, το Μέγα 

Τάλαντο Μαρία Διακοπαναγιώτου -ενέργεια εκρηκτική αλλά ελεγχόμενη, χιούμορ και ωραίο, ζεστό φωνητικό μέταλλο. Ακόμα πιο πάνω, ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης: φωνή έξοχη, χορός έξοχος, κίνηση γειωμένη στο σανίδι, αέρινη, λόγος γειωμένος στα χείλια του -ξέρει ανά πάσα στιγμή τι σημαίνουν αυτά που εκστομίζει-, εκφραστικός όσο δεν παίρνει, με μία θαυμαστή σκηνική άνεση -σαν στο σπίτι του- που ποτέ, όμως, δεν μεταφράζεται σε σκηνικό ωχαδερφισμό... ΣΠΟΥΔΑΙΟΣ! Του αξίζουν, του οφείλονται οι 
καλύτεροι ρόλοι. Τα γνώριζα, βέβαια, ήδη τα παιδιά αυτά από το θέατρο -δεν ήταν έκπληξη η απόδοσή τους. Η μεγάλη έκπληξη έχει το όνομα Μαρίζα Ρίζου. Τραγουδίστρια, τραγουδοποιός πατάει πρώτη φορά το θεατρικό σανίδι. Και το πατάει γερά. Δεν είναι μόνο πολύ γλυκό κορίτσι, δεν είναι συμπαθέστατη μόνο, δεν έχει μία υπέροχη φωνή μόνο. Ακτινοβολεί, κινείται με μία σπάνια λυγεράδα, έχει σκηνική κομψότητα, ακούει τους συμπαίκτες της και ΠΑΙΖΕΙ -δεν διεκπεραιώνει. Η Λένα της είναι ιδανική -τόσο πειστική όσο δεν πάει παραπάνω. Νομίζω ότι πρέπει να μην αφήσει το θέμα θέατρο έτσι... Μία παράσταση εύφορη, ευφρόσυνη, που νομίζω πως θα σας ανεβάσει. Ενθουσιάστηκα. Και βρήκα πολύ εύστοχο το Εθνικό να κάνει αυτό το άνοιγμα στο είδος με ένα μιούζικαλ σύγχρονης θεματολογίας που μας αφορά -μόνο τον τίτλο βρήκα ανέμπνευστο, άχρωμο (Φωτογραφίες: Γιάννης Μπουρνιάς). 



(Το έντυπο πρόγραμμα της παράστασης -υπεύθυνη Μαρία Καρανάνου, επιμέλεια ύλης Εύα Σαραγά-, εξαιρετικό. Για ένα έργο καινούργιο, που δεν έχει ιστορία, έχουν καταφέρει να βρουν κείμενα απολύτως αρμονικά με το θέμα, με πρώτο και καλύτερο το «Απλή (;) μετάβαση» του Απόστολου Πούλιου που έξυπνα συνδέει το έργο με το είδος μιούζικαλ και τη -μικρή αλλά με το σημαδιακό «Βίρα τις άγκυρες» ανάμεσα- προϊστορία του στο Εθνικό).

Κτίριο Τσίλερ / Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος», Εθνικό Θέατρο, 23 Μαρτίου 2019.

Στο Φτερό /Τραγουδώντας Σούμπερτ στα πλήκτρα


«Οι σονάτες του Σούμπερτ με την Ελίζαμπετ Λεόνσκαγια»: 3ο ρεσιτάλ.


Η σπουδαία πιανίστα Κυρία Ελίζαμπετ Λεόνσκαγια, γεννημένη Γιελιζαβιέτα Λεόνσκαγια, από πατέρα με πολονικές και ρόσικες ρίζες και μητέρα εβραϊκής καταγωγής, πριν από 73 χρόνια, στο Τμπιλίσι της τότε σοβιετικής Γεοργίας, όπου η οικογένεια, με την έναρξη του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, είχε μετεγκατασταθεί -είχε μάλλον καταφύγει- απ’ την Οδισό, αλλά κάτοικος Αυστρίας 
απ’ το 1978, όταν εγκατέλειψε την Σοβιετική Ένωση, ξαναγύρισε στην Αθήνα. Για να συνεχίσει, μ’ ένα τρίτο ρεσιτάλ, έναν εξαιρετικά ενδιαφέροντα μαραθώνιο: να ερμηνεύσει στο Μέγαρο Μουσικής όλες τις σονάτες για πιάνο του Φραντς Σούμπερτ. Το ρεσιτάλ άνοιξε ορμητικά με τη νεανική Σονάτα του σε σι μείζονα, D. 575 (έχει συντεθεί το 1817, εκδόθηκε μόλις το 1847, μετά τον πρόωρο θάνατο του συνθέτη το 1828). Η Ελίζαμπετ Λεόνσκαγια, με τον διαπιστωμένο πια δυναμισμό της, την αυστηρότητα αλλά και τη μουσικότητα που τη διακρίνει, συνέχισε με την πιο μελαγχολική,
πιο νοσταλγική Σονάτα σε μι ύφεση μείζονα, D. 568 -αναθεωρημένη και συμπληρωμένη (υπολογίζεται περίπου το 1826, εκδόθηκε το 1829, επίσης μετά το θάνατο του συνθέτη) εκδοχή της Σονάτας του σε ρε ύφεση μείζονα, D. 567 (1817). Το δεύτερο μέρος ξεκίνησε με την ημιτελή Σονάτα σε μι ελάσσονα, D. 566, στη (διμερή) έκδοση του 1907 (έχει συντεθεί, επίσης, το 1817 απ’ τον εικοσάχρονο Σούμπερτ, το πρώτο μέρος της εκδόθηκε εβδομήντα ένα χρόνια μετά -το 1888-, πολύ μετά το θάνατό του, και το δεύτερο το 1907). Ο Σούμπερτ μοιάζει να διαδέχεται τον Μπετόβεν αλλά στο μέγεθος, στη δυναμικότητα του προγόνου του να προσθέτει μια ελαφράδα, να το υπονομεύει με παιχνιδίσματα χωρίς, όμως, να του λείπει μια βαθύτερη μελαγχολία. Κορωνίδα του ρεσιτάλ -έξυπνα και πάλι συντεθειμένο το πρόγραμμα-, η 
Σονάτα σε ρε μείζονα, D. 850, γνωστή ως «Γκαστάινερ» (έχει συντεθεί απ’ τον ώριμο πια, αν και 28χρονο ακόμα, Σούμπερτ το 1825 στα θερμά λουτρά της αυστριακής κοινότητας Μπαντ Γκαστάιν κι έχει εκδοθεί το 1826 ως «Δεύτερη Μεγάλη Σονάτα» -η μια απ’ τις δυο μόνο σονάτες του που ο Σούμπερτ είδε να εκδίδονται όσο ήταν εν ζωή): ένα αριστούργημα της πιανιστικής 

φιλολογίας, μ’ ένα εξαίσιο κύριο θέμα να εμφανίζεται στο αρχικό αλέγκρο βιβάτσε και συναρπαστικά να διατρέχει ολόκληρη την Σονάτα -η χαρά της ζωής! Η Ελίζαμπετ Λεόνσκαγια, χωρίς να επιμείνει στις μεγάλες ταχύτητες που ζητάει το έργο, το τραγούδησε με βαθύ αίσθημα, με 
μια εσωτερική συγκίνηση ανάμεικτη με χαρά: μια ερμηνεία συναρπαστική -εμένα τη μαθητεία της πλάι στον Σβιατoσλάβ Ρίχτερ μου ανακάλεσε. Η βραδιά έκλεισε μ’ ένα Σούμπερτ ακόμα, ως ανκόρ: το υπέροχο αντάτζιο απ τη Σονάτα σε μι μείζονα, D. 459 (και 459a) του 1816, γνωστό κι ως αρ. 1 απ’ τα Τρία Κομμάτια πιάνου, D. 459, παιγμένο μαγευτικά. Να ’ναι καλά η Κυρία Ελίζαμπετ Λεόνσκαγια, να ’μαστε όλοι καλά και την περιμένουμε την επόμενη σεζόν 2019/2020 για τ’ άλλα τρία ρεσιτάλ με τα οποία θα ολοκληρώσει τον Κύκλο. Μήπως το Μέγαρο Μουσικής θα ’πρεπε να τα προγραμματίσει στην Αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης» οργανώνοντας μεγαλύτερη προβολή τους, ώστε το ευρύτερο κοινό να συνειδητοποιήσει περί τίνος μεγέθους καλλιτέχνη και γεγονότος πρόκειται; 


(Το έντυπο πρόγραμμα της συναυλίας -κοινό και για τα τρία φετινά ρεσιτάλ του Κύκλου, επιμέλεια Φωτεινή Ξυγκογιάννη-, βιαστικό έως πρόχειρο, όπως έχω ήδη επισημάνει).

Μέγαρο Μουσικής Αθηνών / Αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος», Κύκλος «Μεγάλοι Ερμηνευτές / Οι Σονάτες του Σούμπερτ με την Ελίζαμπετ Λεόνσκαγια», 27 Μαρτίου 2019.

March 23, 2019

Μπερδεύτηκα... ή Γιατί επιστροφή στο νατουραλισμό; ή Κι αν ο Γιαν Φαμπρ...



Το Τέταρτο Κουδούνι / 23 Μαρτίου 2019.


Έχω πολύ μπερδευτεί. Με τις αποφάσεις της υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού Μυρσίνης Ζορμπά. Ως προς το καθεστώς που θα διέπει πια τις καλλιτεχνικές διευθύνσεις των εποπτευόμενων οργανισμών του υπουργείου. Δηλώνει, σε συνέντευξή της στην «Αυγή», στις 10 του περασμένου Νοεμβρίου: «Έχω υποσχεθεί ότι δεν πρόκειται να κάνω κανέναν διορισμό. Αυτό σημαίνει ότι θα προκηρυχτούν θέσεις, παράλληλα, όμως, έχω κατά νου ότι οργανισμοί που έχουν προοδεύσει πάρα πολύ, οι οποίοι έχουν μια σύμπνοια κι έχουν διανύσει μόνο μια θητεία δικαιούνται ν’ ανανεωθεί η θητεία τους για να μπορέσουμε να προχωρήσουμε». Κι αμέσως το εφαρμόζει αυτό -και πράττει άριστα- ανανεώνοντας τη θητεία του Γιάννη Αναστασάκη στο ΚΘΒΕ. 
Τώρα, όμως, ήρθε η σειρά και του Φεστιβάλ Αθηνών/Επιδαύρου

και του Εθνικού -ήτοι του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου και του Στάθη Λιβαθινού. Κι αφού επαινεί τους δυο καλλιτεχνικούς διευθυντές -ειδικά τον Στάθη Λιβαθινό-, για το έργο τους -για τους ίδιους, πάνω-κάτω, λόγους που επαίνεσε τον Γιάννη Αναστασάκη-, ανακοινώνει ότι, απλώς, παρατείνει τη θητεία τους για να ολοκληρώσουν ό,τι έχουν προγραμματίσει αλλά -δυο μέτρα και δυο σταθμά- ότι δεν την ανανεώνει κι επιμένει στην δημόσια πρόσκληση ενδιαφέροντος. Απολύτως συμφωνώ κι υπερθεματίζω για τη συγκεκριμένη γραμμή -της ανάληψης των θέσεων αυτών με διαγωνισμό. Αλλά έχω να θέσω τρία ερωτήματα: 
Πρώτο: Επειδή -και για τους δυο απερχόμενους- το έργο που πρόσφεραν, κατά γενική ομολογία είναι σημαντικό, αυτοί δε δικαιούνταν μια δεύτερη θητεία;
Δεύτερο: Η δημόσια πρόσκληση ενδιαφέροντος τι ακριβώς είδους θα ’ναι; Και θα ’ναι καθαρή; Ή πίσω απ’ την κουρτίνα κρύβονται συγκεκριμένα πρόσωπα που θα βρεθεί ο «τρόπος» να επιλεγούν; Και τρίτο: Αν η δημόσια πρόσκληση ενδιαφέροντος δεν καρποφορήσει, όπως στο Εθνικό Μουσείο (-φάντασμα) Σύγχρονης Τέχνης τι θα γίνει; Στο Εθνικό Θέατρο καλλιτεχνικός διευθυντής που θ’ αναλάβει -αν αναλάβει- απ’ τον Σεπτέμβριο (το νωρίτερο) είναι δυνατό να καταρτίσει ρεπερτόριο για τη σεζόν 2019/2020 η οποία ακριβώς τον Σεπτέμβριο αρχίζει; (Ρητορικό, το ερώτημα. Αδύνατον είναι).

Στο Φεστιβάλ Αθηνών/Επιδαύρου, πάλι -όπου ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος πέρσι, το 2018, έκανε ΤΟ ΚΑΛΥΤΕΡΟ Φεστιβάλ Αθηνών -απ’ το ’68, τουλάχιστον, που το παρακολουθώ- και παρουσίασε ένα ανάλογο πρόγραμμα και για το Αθηνών αλλά και για το Επιδαύρου για φέτος-, ο νέος καλλιτεχνικός διευθυντής που θ’ αναλάβει την 1 Σεπτεμβρίου, όπως η υπουργός, μετά βεβαιότητος, προδικάζει, μπορεί να καταρτίσει άνετα διεθνές πρόγραμμα για το 2020; Όταν όλοι οι ξένοι καλλιτέχνες και τα ξένα συγκροτήματα κλείνουν το πρόγραμμά τους δυο -τουλάχιστον...-  χρόνια πριν; Και τι θα γίνει με κάποιες δεσμεύσεις που έχει ΗΔΗ -και πολύ 
σωστά, έτσι ετοιμάζονται τα φεστιβάλ, όχι όποιος περίσσεψε την τελευταία στιγμή...- αναλάβει ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος για το Φεστιβάλ του 2021; Αν, ας πούμε, ο καινούργιος δε συμφωνεί ως προς τον κλεισμένο για την Επίδαυρο Κσίστοφ Βαρλικόφσκι  (Φωτογραφία: Polska Agencja Prasowa/Ireneusz Sobleszczuk).
Καλές, λοιπόν, οι ριζικές αποφάσεις αλλά πιστεύω ότι πρέπει να ’χουν κι έρμα. Εξάλλου, στη μικρή μας πόλη ξέρουμε όλοι όλα τα πρόσωπα και τα προσόντα τους κι εύκολα θα καταλάβουμε αν οι καινούργιοι που θ ‘αναλάβουν ανέλαβαν αξιοκρατικά...
Απ’ την άλλη, πιστεύω ακράδαντα πως οι καλλιτεχνικοί διευθυντές, όπως και να επιλέγονται, θα πρέπει να επιλέγονται ένα χρόνο πριν την ανάληψη της θητείας τους και να συνεργάζονται με τους απερχόμενους. Κι ότι οι θητείες τους θα πρέπει να ’ναι πενταετείς κι όχι τριετείς. Να προλαβαίνουν να δείξουν έργο -για να κριθούν με σιγουριά. Και να υπάρχει ΣΥΝΕΧΕΙΑ. Αλλά ζω στην Ελλάδα. Κι αυτό -είμαι, πια, σίγουρος- δε θα το δω ΠΟΤΕ.



Μια απορία: με τις ανακοινώσεις και τις διαφωνίες και τις μπηχτές μεταξύ Διοικητικού Συμβουλίου και καλλιτεχνικού διευθυντή -όχι ότι δεν έχει ξαναγίνει...-, πώς θα διεξαχθούν φέτος τα δυο Φεστιβάλ -Αθηνών κι Επιδαύρου; Θα ’χουν τη διάθεση να συναντιούνται και να μιλούν; Με τι κέφι;




Και για να το ελαφρύνω... Φίλη αναρωτήθηκε: «Κι αν καταθέσει στη δημόσια πρόκληση ενδιαφέροντος για το Φεστιβάλ φάκελο ο Γιαν Φαμπρ;». Σατανικό.



Έχω γράψει στο totetartokoudouni.blogspot.com, στις 9 Ιανουαρίου του 2017, μιλώντας για την «Δίκη του Κ.» που ’χε ανεβάσει ο Θωμάς Μοσχόπουλος στο «Πόρτα»: «[...] Με επικεφαλής, στο ρόλο του Κ., τον Μιχάλη Συριόπουλο που προοιωνίζεται λαμπρή εξέλιξη θέτοντας πρωταγωνιστικές προδιαγραφές».
Έχω γράψει, εδώ και πάλι, στο «Τέταρτο Κουδούνι», στις 9 Απριλίου 2018, αναφερόμενος στον «Καντίντ» που ’χε ανεβάσει ο ίδιος σκηνοθέτης στο ίδιο θέατρο: «Ξεχώρισα [...], κυρίως, στον επώνυμο ρόλο, κάτι μεταξύ Μπάστερ Κίτον και Σταν Λόρελ/Λιγνού, τον Μιχάλη Συριόπουλο -ο Κ. και στην ‘Δίκη του Κ.’. Ο νέος αυτός, εύπλαστος ηθοποιός προσφέρει γι άλλη μια φορά τα εχέγγυα για ένα λαμπρό μέλλον -θυμηθείτε με, θα διαπρέψει: υπέροχος! Ο Καντίντ του δεν είναι μόνο ένας έξοχος αφελής, απλοϊκός αγαθούλης. Αλλά περνάει υπαινικτικά, με δεξιοτεχνικό, αξιοθαύμαστο τρόπο, χωρίς να το κραυγάζει, το δεύτερο, (επι)κριτικό προς την κοινωνία του, που καθόλου δε διαφέρει απ’ τη δικιά μας…, όπως η σκηνοθεσία υπογραμμίζει, επίπεδο». 
Πανηγυρίζω που ο Μιχάλης Συριόπουλος τιμήθηκε φέτος με το Βραβείο «Χορν». Άξιος! Μακάρι να ’χει τη συνέχεια που του πρέπει.


Βγαίνω out. Γιατί θα ρθω σ’ αντίθεση με τη συντριπτική πλειονότητα θεατών, δημοσιογράφων, κριτικών... που χαρακτηρίζουν την παράσταση από εξαιρετική έως αριστούργημα. Λυπάμαι που θα διαφωνήσω αλλά συνηθίζω να ’χω το θάρρος της γνώμης μου. Και να εκφράζω τη διαφωνία μου και γι ανθρώπους που εκτιμώ. 
Εκτιμώ τον κόπο, τον ιδρώτα και το πάθος με το οποίο δημιουργήθηκε, στις άγριες ερημιές του Ελαιώνα, το θεατράκι «Cartel». Εκτιμώ την -πολλή- δουλειά που γίνεται στο «Cartel». Αλλά δε θα συμφωνήσω για το «Άνθρωποι και ποντίκια» που παίζεται εκεί.
Καταρχάς, βέβαια, συμφωνώ απόλυτα με την ιδέα της μεταφοράς του έργου στα καθ’ ημάς -μετάφραση κι ελεύθερη απόδοση Σοφία Αδαμίδου, δραματουργική επεξεργασία και σκηνοθεσία Βασίλης Μπιμπίκης. Καίρια! Το αμερικάνικο κραχ του ’29 κι οι συνέπειές του κουμπώνουν τέλεια στη δική μας οικονομική κρίση και το -καυτή πατάτα- θέμα μετανάστης και ρατσισμός εισάγεται στο έργο επιδέξια. Επίσης, ο τρόπος που το εξαθλιωμένο λούμπεν προλεταριάτο του έργου μιλάει, αυτός είναι -κάτι κινηματογραφικές αναφορές και την κουβέντα για «ερμηνεία» βρήκα, μόνο, παράταιρες. Αλλά ένοιωσα ότι όλο αυτό το μπινελίκι αγγίζει την υπερβολή. Κι ότι υπήρχε η σκόπιμη επιδίωξη για διαρκείς συγκρούσεις, ώστε να οξύνονται οι καταστάσεις. Τις οποίες η σκηνοθεσία του Βασίλη Μπισμπίκη οξύνει ακόμα περισσότερο με φωνές, κραυγές, ουρλιαχτά, στριγγλιές, ξελαρυγγιάσματα... Που ’χουν γίνει πια μόδα στο θέατρο μας αλλά, εγώ, ως αδυναμία να εκφραστούν εσωτερικά οι συγκρούσεις και τα πάθη τα εκλαμβάνω κι ως ευκολία τα εισπράττω -όσο περισσότερο ουρλιάξουμε τόσο εντονότερο πάθος θα εκφραστεί, τόσο η αλήθεια μας κι η καταγγελία μας θ’ ακουστούν καλύτερα... 
Ο Γιάννης Οικονομίδης ζει, αυτός μας οδηγεί. Μετά την τάση Κιτσοπούλου, βλέπω στο ελληνικό θέατρο ν’ αναπτύσσεται και τάση Οικονομίδη, μετά την επιτυχία του «Στέλλα κοιμήσου». Που δεν είναι καινούργια, βέβαια. Επιστροφή είναι. Στο νατουραλισμό. Σε νατουραλισμό του κερατά. Μετά τον Ζολά, γιατί να με αφορά σήμερα ο νατουραλισμός; Που, προσωπικά, στις παρούσες συνθήκες του θεάτρου μας, τον βρίσκω τόσο στημένο και πεποιημένο και δήθεν όσο και την αποδόμηση. Λυπάμαι, μπορεί να κάνω λάθος, αλλά δε θα πάρω. Ψάχνω για ένα θέατρο πιο ποιητικό, πιο ουσιαστικό, πιο εσωτερικό απ’ το να βρίζονται και να ουρλιάζουν επί σκηνής. 
Όχι ότι θεώρησα την παράσταση κακή, όχι ότι δε βρήκα στιγμές της πολύ καλές -η πρώτη σκηνή, της έναρξης, εξαιρετική!-, όχι ότι ο ίδιος ο Βασίλης Μπισμπίκης, ως ηθοποιός, δε φέρει μια έντιμη αυθεντικότητα, όχι ότι όλοι οι ηθοποιοί δεν προσπαθούν για τη 


φυσικότητα, όχι ότι δεν εντυπωσιάστηκα με τις ικανότητες της Νικολέτας Κοτσαηλίδου -η «πιο ηθοποιός» όλων- να κάνει ένα θέατρο εντελώς διαφορετικό απ’ αυτό που ’χει κάνει μέχρι τώρα, αλλά...


Μ’ αφορμή το «Έγκλημα και τιμωρία» του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι οι «Ginger Creepers Theater Band», ήτοι ο Χρήστος Καπενής κι ο Γρηγόρης Χατζάκης, ανεβάζουν, στο «Faust», από 3 Μαΐου, μια εκδοχή του έργου για δυο πρόσωπα.
Δημιουργώντας, όπως σημειώνουν, «τον δικό τους προσωπικό χάρτη, την προσωπική τους εσωτερική διαδρομή. Οι δυο τους, μόνοι επί σκηνής, με το λάπτοπ τους κι ελάχιστα σκηνικά αντικείμενα, ζυμώνουν σκέψεις του μεγάλου ρόσου
συγγραφέα, χτίζοντας μια σπουδή πάνω σε καθολικές αξίες που επαναπροσδιορίζονται σε παγκόσμιο επίπεδο τόσο συχνά, όσο η επαναφόρτιση μιας διαδικτυακής σελίδας».
Η σύλληψη κι η διασκευή είναι των «Ginger Creepers» (Χρήστος Καπενής και Γρηγόρης Χατζάκης), ο Γρηγόρης Χατζάκης υπογράφει και τη σκηνοθεσία, τα σκηνικά θα ’ναι της Ζωής Αρβανίτη, τα κοστούμια της Lila Nova, η μουσική του Βύρωνα Κατρίτση, βοηθός σκηνοθέτη η Κική Μπαρμπαβασίλογλου και θα παίζουν ο Χρήστος Καπενής κι ο Γρηγόρης Χατζάκης.
Προς το παρόν οι ανήσυχοι «Ginger Creepers» παρουσιάζουν στο «Bios», τα Σαββατοκύριακα, μια δική τους παράσταση, επίσης για δυο, το «Γιβραλτάρ».






Τον παρακολουθώ τον Τάσο Κωστή αφότου βγήκε στη σκηνή -μεγαλύτερός του είμαι. Και απ’ την πρώτη στιγμή έχω εισπράξει το Μέγα Τάλαντο που διαθέτει. Στην κωμωδία, κυρίως, είναι που ’χει διακριθεί -αν και δεν είναι αποκλειστικά κωμικός ηθοποιός. Καρατερίστας εξαίρετος είναι. Σε πρώτους ή σε βασικούς υποστηρικτικούς ρόλους -ας μην υποτιμούμε τους ηθοποιούς αυτούς, είναι μεγάλο λάθος. Και παρακολουθώ την ποιότητα με την οποία πάντα υποστηρίζει τους ρόλους αυτούς -ποτέ δε γίνεται φτηνιάρης, ποτέ δε γίνεται εύκολος, ποτέ δε γίνεται χυδαίος. Αν και πληθωρικός, έχει τιθασεύσει τον πληθωρισμό του και δεν τον μεταφέρει στη σκηνή ως υπερβολή αλλά ως απολαυστική, πηγαία εκρηκτικότητα -γνωρίζει το μέτρο. Τον βλέπω να παίζει τόσο απλά, τόσο άμεσα, τόσο φυσικά, σα νεράκι που κυλάει. Αλλά ποτέ ρουτινιέρικα ή αδιάφορα -άντε να τελειώνουμε.
Έτσι τον χάρηκα και πάλι στο «Υπάρχει και φιλότιμο» των Σακελλάριου και Γιαννακόπουλου που ’δα στο «Προσκήνιο». Μια κωμωδία πολύ καλοφτιαγμένη στην αρχή, λίγο βιαστικά γραμμένη στη συνέχεια και πολύ «διδακτική» στο τέλος της -ο υπουργός Μαυρογιαλούρος απαλλάσσεται, ως αθώος του αίματος λόγω άγνοιας, με μεγάλη ευκολία ανανήφει και μόνο τα τσιράκια του αποδεικνύεται ότι έκαναν τις λοβιτούρες...- που ’χει ανεβάσει ικανοποιητικά, με καλό, σε γενικές γραμμές, θίασο και με τον Σιδερή Πρίντεζη να ντύνει, όπως μόνον εκείνος ξέρει, με τραγούδια της εποχής -μερικά, «πολιτικής υφής», εντελώς σπάνια-, 

ο Γιάννης Μπέζος. Κρατώντας ο ίδιος τον κεντρικό ρόλο με τον λεπτό τρόπο που κατέχει, πια, πολύ καλά γι αυτούς τους ρόλους των παλιών ελληνικών κωμωδιών και με την καλή Δάφνη Λαμπρόγιαννη να πλάθει ρόλο αλλά να φαίνεται το σχέδιο, κι οι χαμηλοί τόνοι της κι οι αργοί ρυθμοί της ν’ ανακόπτουν τους ρυθμούς της παράστασης.
Να επισημάνω: το έντυπο πρόγραμμα, εντελώς συμβατικό και με κείμενα γνωστά μεν αλλά επιμελημένα με τρόπο που δε μας συνηθίζουν οι παραγωγές αυτές...




«ΟΙ γάμοι του Φίγκαρο»... «ΟΙ γάμοι του Φίγκαρο»... «ΟΙ γάμοι του Φίγκαρο»... Ναι, το ξέρω, έχει καθιερωθεί. Αλλά μήπως πρέπει κάποια στιγμή να εφαρμόζουμε -τουλάχιστον σε καλλιτεχνικούς οργανισμούς- σωστά ελληνικά; Όπου ούτε «ΟΙ γάμοι» ούτε «ΟΙ αρραβώνες» απαντώνται, απλώς, αυτοί οι πληθυντικοί της μεγαλοπρεπείας ξιπασμένα μεγαλοπιάνονται κι αλληθωρίζουν προς την πάλαι ποτέ προστάτιδα δύναμη Γαλία -«les noces», «les fiançailles». «Ο γάμος», «Ο αρραβώνας» είναι, αγαπητοί, φίλοι, στα ελληνικά. Άρα «Ο γάμος του Φίγκαρο» ανεβαίνει στην Λυρική -σε σκηνοθεσία Αλέξανδρου Ευκλείδη.
Θα μου πείτε, βέβαια:  «Εσύ θες ποΛΛΑ περισσότερα απίδια απ’ όσα χωράει ο σάκος μας»... Δίκιο θα ’χετε (Φωτογραφία: Ανδρέας Σιμόπουλος).




Αυτά τα «turkofagos», και «Lepanto», κι «Αγιά-Σοφιά χωρίς μιναρέδες» του χριστιανού ταλιμπάν της Νέας Ζιλανδίας, τι μου θυμίζουν; Τι μου θυμίζουν;
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή...