«Απλή μετάβαση». Κείμενο, στίχοι Γεράσιμος Ευαγγελάτος, μουσική, ενορχήστρωση Θέμης Καραμουρατίδης / Σκηνοθεσία: Μίνως Θεοχάρης.
Στην αίθουσα αναμονής του αεροδρομίου της Αθήνας. Περιμένοντας την αναχώρηση πτήσης για Λονδίνο -για το αεροδρόμιο Γκάτγουικ- που όλο και καθυστερεί -πρόκειται για το δρομολόγιο μιας φτηνής αεροπορικής εταιρείας. Οκτώ οι επιβάτες: ο Άρης που μεταναστεύει γιατί έχει βρει καλύτερη δουλειά εκεί και
η Λένα που τον ακολουθεί γιατί τον αγαπάει -έξι χρόνια μαζί- και πιστεύει πως θα βρει και εκείνη κάποια δουλειά. Ο Γιώργος που έχει στο Λονδίνο «greek taverna» ονόματι «Ελιά», έχει έρθει στην Ελλάδα, όπως τακτικά κάνει, γιατί τη νοσταλγεί, και επιστρέφει. Η νεαρή Νεφέλη που φεύγει για σπουδές μαζί με την καταπιεστική μάνα της, την Δάφνη, η οποία πάει για «να τη βοηθήσει να εγκλιματιστεί». Ο Νταμόν, γκέι Γάλος που είχε εγκατασταθεί στην Ελλάδα, κοντά
στον έλληνα σύντροφό του, αλλά χώρισαν και φεύγει για να δουλέψει στην Αγγλία. Ο σύντροφός του, ο Σπύρος που αρνήθηκε να τον ακολουθήσει αλλά μετάνοιωσε και έρχεται στο αεροδρόμιο για να φύγει μαζί του. Και η Μαρία η οποία παρουσιάζεται ως τραγουδίστρια που πάει στο Λονδίνο για να εμφανιστεί με κάποιο
συγκρότημα. Η μακρά αναμονή τούς φέρνει πιο κοντά, ξανοίγονται, εξομολογούνται. Και ώσπου να φύγει το αεροπλάνο τα πράγματα έχουν αλλάξει. Ο Άρης αποκαλύπτεται ότι είχε μία σχέση πάθους με την Μαρία, που μοιάζει να μην έχει ακόμα σβήσει. Η Λένα, όταν το μαθαίνει, αποφασίζει να μη φύγει μαζί του και να χωρίσουν φιλικά. Η Δάφνη αποφασίζει να μην ακολουθήσει την Νεφέλη, όταν συνειδητοποιεί πόσο το
κορίτσι θέλει να ανοίξει τα φτερά του και να πετάξει μόνο του. Ταυτόχρονα παίρνει και την απόφαση να χωρίσει από τον άντρα της και πατέρα της Νεφέλης, καθώς η κόρη της τη βοηθάει να χωνέψει, μετά από είκοσι χρόνια γάμου, ότι δεν τον αγαπάει και ότι ο γάμος τους απλώς σέρνεται. Ο Σπύρος μετανιώνει που ακολούθησε τον Νταμόν, σκέφτεται να μη φύγει στο Λονδίνο αλλά την τελευταία στιγμή μετανιώνει και πάλι και
φεύγει μαζί του. Και η Μαρία εξομολογείται πως για καμία συναυλία δεν φεύγει παρά για να δουλέψει σε κάποιο εστιατόριο πλένοντας πιάτα. Ο Γεράσιμος Ευαγγελάτος έχει γράψει ένα μιούζικαλ -κείμενο και στίχοι- με την ελαφράδα που ζητάει το είδος και με κάποιες ευκολίες και αφέλειες αλλά με ένα μεγάλο προτέρημα: καταπιάνεται με ένα θέμα καυτό των ημερών μας και του τόπου μας. Η οικονομική
κρίση και η διαρροή, η διοχέτευση, η μετάγγιση του νέου ελληνικού αίματος προς ξένες χώρες, όπου, όμως, καμία σιγουριά δεν υπάρχει ότι το πρόβλημα λύνεται έτσι. Η αβεβαιότητα που υπάρχει και εκεί, οι δυσκολίες επιβίωσης και η νοσταλγία είναι παρούσες και γκριζάρουν τις ροζ αποχρώσεις της «καλύτερης ζωής». Παράλληλα, ο συγγραφέας φέρνει στη σκηνή αντιπροσωπευτικούς
χαρακτήρες -τύπους έστω- και δένει καλά την πλοκή δίνοντας έμφαση στις προσωπικές-ερωτικές σχέσεις που, στα περισσότερα ζευγάρια, έχουν προβλήματα και δημιουργώντας ένα έργο συνόλου. Η οπτική του, βέβαια, είναι του μιούζικαλ. Αλλά οι μουσικές του Θέμη Καραμουρατίδη -που
υπογράφει και τις ενορχηστρώσεις-, παιγμένες ζωντανά από την πολύ καλή ορχήστρα της οποίας την επιμέλεια έχει ο Δημήτρης Σιάμπος, ένας από τους μουσικούς της, μετατρέπουν τους καλοφτιαγμένους στίχους του Γεράσιμου Ευαγγελάτου σε τραγούδια ελκυστικά, δίνουν συνοχή στο μιούζικαλ, δένουν τις κάπως παρατακτικά αλληλοδιαδεχόμενες σκηνές του και το εκτοξεύουν -ένα ελληνικό μιούζικαλ και μάλιστα πολύ καλό! Αποφασιστική είναι, όμως, και
η σημασία της παράστασης. Ο Μίνως Θεοχάρης, που υπογράφει τη σκηνοθεσία, έδεσε καλά το έργο, έχει πετύχει εξαιρετικούς ρυθμούς, η παράστασή του έχει το σωστό μέτρο και με τη βοήθεια των ιδιαίτερα ευέλικτων, λειτουργικών αλλά και καλόγουστων σκηνικών της Ηλένιας Δουλαδίρη -μία «πίστα» περιστρεφόμενη που μεταφέρει, ακριβώς, την αίσθηση του αεροδρομίου και ελαφρά στοιχεία που προστίθενται και αφαιρούνται- και των επίσης καλαίσθητων
κοστουμιών της -το κοστούμι της Λένας, υποδειγματικό για το είδος μιούζικαλ και για χορό-, της κίνησης που έχει διδάξει η Αμάλια Μπένετ, η οποία, με τη βοήθεια των μουσικών του Θέμη Καραμουρατίδη, σα να βρέθηκε στο στοιχείο της -πετούν οι χορογραφίες της-, των φωτισμών του Σάκη Μπιρμπίλη και της
πολύτιμης μουσικής διδασκαλίας της Μελίνας Παιονίδου, δίνει ένα πρώτης τάξεως παραστασιακό αποτέλεσμα. Επιπροσθέτως, όμως, αυτό το παραστασιακό αποτέλεσμα δε θα ήταν το ίδιο, αν δεν είχε εξασφαλιστεί η συγκεκριμένη διανομή -κρίκοι (έργο-μουσική-σκηνοθεσία-συντελεστές-διανομή) που ο καθένας δίνει ανοδική ώθηση στον προηγούμενο, αυτό που λέμε ευτυχής συγκυρία: οκτώ εξαιρετικές φωνές αλλά και ταλαντούχοι ηθοποιοί οργώνουν τη σκηνή. Και αν ο Νίκος Λεκάκης μου φάνηκε κάπως άχρωμος και ο Φοίβος Ριμένας κάπως υπερβολικός στη σκηνή της έκρηξής του, υπάρχουν ο Κωνσταντίνος Γαβαλάς, η Χαρά Κεφαλά -παλιό, καλό κρασί που παίζει στα δάχτυλα το είδος, με χιούμορ και ευαισθησία-, η Νάνσυ Σιδέρη, πάνω από όλους, όμως, το Μέγα
Τάλαντο Μαρία Διακοπαναγιώτου -ενέργεια εκρηκτική αλλά ελεγχόμενη, χιούμορ και ωραίο, ζεστό φωνητικό μέταλλο. Ακόμα πιο πάνω, ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης: φωνή έξοχη, χορός έξοχος, κίνηση γειωμένη στο σανίδι, αέρινη, λόγος γειωμένος στα χείλια του -ξέρει ανά πάσα στιγμή τι σημαίνουν αυτά που εκστομίζει-, εκφραστικός όσο δεν παίρνει, με μία θαυμαστή σκηνική άνεση -σαν στο σπίτι του- που ποτέ, όμως, δεν μεταφράζεται σε σκηνικό ωχαδερφισμό... ΣΠΟΥΔΑΙΟΣ! Του αξίζουν, του οφείλονται οι
καλύτεροι ρόλοι. Τα γνώριζα, βέβαια, ήδη τα παιδιά αυτά από το θέατρο -δεν ήταν έκπληξη η απόδοσή τους. Η μεγάλη έκπληξη έχει το όνομα Μαρίζα Ρίζου. Τραγουδίστρια, τραγουδοποιός πατάει πρώτη φορά το θεατρικό σανίδι. Και το πατάει γερά. Δεν είναι μόνο πολύ γλυκό κορίτσι, δεν είναι συμπαθέστατη μόνο, δεν έχει μία υπέροχη φωνή μόνο. Ακτινοβολεί, κινείται με μία σπάνια λυγεράδα, έχει σκηνική κομψότητα, ακούει τους συμπαίκτες της και ΠΑΙΖΕΙ -δεν διεκπεραιώνει. Η Λένα της είναι ιδανική -τόσο πειστική όσο δεν πάει παραπάνω. Νομίζω ότι πρέπει να μην αφήσει το θέμα θέατρο έτσι... Μία παράσταση εύφορη, ευφρόσυνη, που νομίζω πως θα σας ανεβάσει. Ενθουσιάστηκα. Και βρήκα πολύ εύστοχο το Εθνικό να κάνει αυτό το άνοιγμα στο είδος με ένα μιούζικαλ σύγχρονης θεματολογίας που μας αφορά -μόνο τον τίτλο βρήκα ανέμπνευστο, άχρωμο (Φωτογραφίες: Γιάννης Μπουρνιάς).
(Το έντυπο πρόγραμμα της παράστασης -υπεύθυνη Μαρία Καρανάνου, επιμέλεια ύλης Εύα Σαραγά-, εξαιρετικό. Για ένα έργο καινούργιο, που δεν έχει ιστορία, έχουν καταφέρει να βρουν κείμενα απολύτως αρμονικά με το θέμα, με πρώτο και καλύτερο το «Απλή (;) μετάβαση» του Απόστολου Πούλιου που έξυπνα συνδέει το έργο με το είδος μιούζικαλ και τη -μικρή αλλά με το σημαδιακό «Βίρα τις άγκυρες» ανάμεσα- προϊστορία του στο Εθνικό).
Κτίριο Τσίλερ / Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος», Εθνικό Θέατρο, 23 Μαρτίου 2019.