Το Τέταρτο Κουδούνι / 29 Ιουλίου 2018
Το έργο των Καταλανών Τζόρντι Σάντσεθ και Πεπ Άντον Γκόμεθ «Μισά-μισά», «μια δηλητηριώδης κωμωδία», όπως χαρακτηρίζεται, πρόκειται ν’ ανεβεί στο θέατρο
«Γκλόρια/Μικρό», στα μέσα Ιανουαρίου, σε σκηνοθεσία Γιάννου Περλέγκα, με τον Θανάση Δήμου και τον Θάνο Τοκάκη (φωτογραφία: Ανδρέας Χριστοφιλόπουλος / FOSPHOTOS) στους δυο πρωταγωνιστικούς -και μόνους στο έργο- ρόλους του Χουάν και του Κάρλος, αντίστοιχα. Η μετάφραση είναι της Μαρίας Χατζηεμμανουήλ και
τα σκηνικά και τα κοστούμια θα υπογράψει η Λουκία Χουλιάρα.
Στο έργο, που γράφτηκε το 2002 αλλά πρωτοανέβηκε στην Ισπανία το 2012, έκτοτε, όμως, έχει παιχτεί σ’ όλο τον κόσμο, δυο αδέλφια, ο Χουάν γύρω στα 50, με μια γυναίκα κτητική, μια επιχείρηση που βουλιάζει και μια σύνταξη που όλο και ξεμακραίνει, κι ο Κάρλος, στα 42 -γιοι μιας μητέρας πολλών, πάρα πολλών ετών πια, με εμβολή, με γρίπη αλλά μ’ ελάχιστη διάθεση να πεθάνει, που την προσέχει ο Κάρλος, την κάνει μπάνιο, τη χτενίζει…-, στα δύσκολα και οι δυο, με πολλά βιβλιάρια αλλά λίγες καταθέσεις κι ένα σπίτι που πρέπει να πουληθεί το γρηγορότερο, μια μακρά νύχτα γεμάτη ανομολόγητα μυστικά που βγαίνουν στο φως, καθώς διαπιστώνουν ότι η μητέρα τους -παρούσα στο έργο μόνο μέσα απ’ το κουδούνι που κάθε τόσο επιτακτικά χτυπάει απ’ το πλαϊνό δωμάτιο- μπορεί και πάλι να τη γλυτώσει, αρχίζουν να σκέφτονται ιδέες για να τη «βοηθήσουν». Δηλαδή να τη σκοτώσουν. Αλλά δεν είναι τόσο εύκολο να σκοτώσεις… Το φως της μέρας αρχίζει να προβάλει, ο χρόνος τελειώνει, κανείς απ’ τους δυο τους δεν παίρνει την απόφαση να το κάνει αλλά μια μεγάλη έκπληξη τους περιμένει στο τέλος.
Ο Πεπ Άντον Γκόμεθ, με σπουδές υποκριτικής, καθηγητής και διευθυντής, ανάμεσα σ’ άλλα, του Θεατρικού Τμήματος του Πανεπιστημίου «Pompeu Fabra» της Βαρκελώνης, έχει δουλέψει πολλές φορές σε συνεργασία με τον Τζόρντι Σάντσεθ, ως σεναριογράφος στον ισπανικό κινηματογράφο και την τηλεόραση. Τα τελευταία χρόνια γνωρίζει μεγάλη επιτυχία ως συγγραφέας και σκηνοθέτης και στο θέατρο, τις περισσότερες φορές σε συνεργασία με τον Τζόρντι Σάντσεθ, ηθοποιό, σεναριογράφο και θεατρικό συγγραφέα.
Η σεζόν στο «Γκλόρια/Μικρό» θ’ ανοίξει στις 21 Σεπτεμβρίου με την επανάληψη -για δεύτερη σεζόν στο συγκεκριμένο θέατρο, για τρίτη στη σκηνή μια και την πρώτη χρονιά παίχτηκε στο «Ιλίσια/Βολανάκης» -του έργου του τόσο πρόωρα
χαμένου τον περασμένο Φεβρουάριο Βαγγέλη Ρωμνιού «Χαρτοπόλεμος», σε σκηνοθεσία Γιώργου Παλούμπη και δραματουργία και επεξεργασία κειμένου Γιωργή Τσουρή ο οποίος έχει αναλάβει και τη μουσική καθώς και την
βιντεοεγκατάσταση αλλά και παίζει μαζί με τους Βάλια
Παπακωνσταντίνου, Θάνο Αλεξίου (ο οποίος θ’ αντικαταστήσει τον Βαγγέλη Ρωμνιό που επίσης έπαιζε), Παύλο Πιέρρο, Φοίβο Ριμένα (Φωτογραφία: Γεωργία Παναγοπούλου-Ανδρέας Παπακωνσταντίνου) -ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον έργο και μια εξαιρετική παράσταση.
Με μεγάλα καλάθια πήγαινα στην Επίδαυρο για τον «Αγαμέμνονα» του Τσέζαρις Γκραουζίνις. Οι δυο πρώτες απόπειρές του στην αρχαία ελληνική τραγωδία, ο «Οιδίπους τύραννος» που ’χε κάνει για τον Αιμίλιο Χειλάκη κι οι «Επτά επί Θήβας» που ’χε ανεβάσει για το ΚΘΒΕ -και οι δυο στην Επίδαυρο-, μου ’χαν φανεί εξαιρετικές -ειδικά τον «Οιδίποδα» τον θεωρώ σταθμό.
Απογοητεύτηκα. Σα να σκόνταψε τώρα. Δεν μπορώ να πω πως είναι κακό το παραστασιακό αποτέλεσμα αλλά η λιτότητα, η -σε μετωπική σύγκρουση με τα αισχυλικά μεγέθη- καθημερινότητα που επιδίωξε ο σκηνοθέτης αντί ν’ αναδείξουν το κείμενο -ουσιαστική η μετάφραση του Γιώργου Μπλάνα-, καταλήγουν σε μια αδιάφορη, επίπεδη, ανούσια, λειψή παράσταση: μετωπικά στησίματα, Χορός πολύ καλά δουλεμένος αλλά και πολύ ανομοιογενής σε διαρκή συνεκφώνηση των μακρότατων αισχυλικών στασίμων με ιδιαίτερα βαρετά αποτελέσματα, κοστούμια του Κένι ΜακΛέλαν πολύ άνισα -εξαιρετικό του Αγαμέμνονα αλλά της Κλυταιμνήστρας ολίγον από αδελφές Μπροντέ…- και ηθοποιοί αφημένοι στην τύχη τους. Με καλύτερο,
κατά τη γνώμη μου, τον Αργύρη Πανταζάρα-Κήρυκα. Ικανοποιητικός ο Αγαμέμνων του Γιάννη Στάνκογλου αλλά απογοητευτική σχεδόν ανύπαρκτη -οδυνηρή έκπληξη!- η Κλυταιμνήστρα της Μαρίας Πρωτόπαπα που τη θεωρώ απ’ τις καλύτερες ηθοποιούς του ελληνικού θεάτρου.
Περιμένω, πάντως, το επόμενο βήμα του Γκραουζίνις στην τραγωδία (Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας).
Το ίδιο διήμερο είδα -στην Μικρή Επίδαυρο- και το δεύτερο της τριλογίας του Αισχύλου -της «Ορέστειας-, τις «Χοηφόρους»: «Vasistas», σκηνοθεσία Αργυρώ Χιώτη. Παρόμοιες με του «Αγαμέμνονα» εντυπώσεις αποκόμισα: σοβαρή αντιμετώπιση αλλά και λιτότητα που δε βοηθούσε, πάντως, ν’ αναδυθεί η ουσία, μετωπικό στήσιμο συν ένα αέναο, βαρετό πηγαινέλα συν μοίρασμα ρόλων-μουντζούρα σε περισσότερους ηθοποιούς χωρίς κανείς τους να διακρίνεται, συν έμφαση στο ρυθμό η οποία, όμως, δεν προωθούσε το αποτέλεσμα που βάλτωνε. Μια παράσταση κοντά στο διαβαστό θέατρο -«αναλόγιο« όπως το λέμε πια (Φωτογραφία: Εύη Φυλακτού).
Να το ξαναψάξουνε. Στο Φεστιβάλ Αθηνών. Το θέμα της «κλασικής» μουσικής. Ο «Μεγάλος Ασθενής» του Φεστιβάλ.
Δεν είναι δυνατόν να ’χεις στο πρόγραμμα τον Τζόζεφ Καλέγια (φωτογραφία: Έλλη Πουλουλίδου), απ’ τις ΜΕΓΑΛΕΣ φωνές, απ’ τους ΜΕΓΑΛΟΥΣ τενόρους της εποχής μας -έστω κι αν εδώ ατυχήσαμε, καθώς κάποιο πρόβλημα, ίσως, κρυολογήματος είχε δυσάρεστα αποτελέσματα στην απόδοσή του-, μ’ ένα απίστευτα
δημοφιλές πρόγραμμα και να ’χεις το Ηρώδειο μισοάδειο. Δεν είναι δυνατόν να ’χεις στο πρόγραμμα την Φιλαρμόνια του Λονδίνου μ’ έναν Έσα-Πέκα Σαλόνεν (φωτογραφία: Nicolas Brodard στο πόντιουμ -μια εξαιρετική συναυλία- και να ’χεις το Ηρώδειο μισοάδειο. Δεν είναι δυνατόν να ’χεις στο πρόγραμμα τους «Il Pomo D’ Oro» (φωτογραφία: Θωμάς Δασκαλάκης) -άλλη μια εξαιρετική συναυλία- και να ’χεις το Ηρώδειο σχεδόν άδειο…
Επισημαίνω. Πρώτον: Το Ηρώδειο, όσο κι αν γοητεύει τους καλλιτέχνες η γειτνίαση με την Ακρόπολη και θέλουν να παίξουν εκεί, δεν είναι κατάλληλο για την «κλασική» μουσική. Ούτε ως ακουστική ούτε ως χώρος, με τα τζιτζίκια, τα σκυλιά που γαβγίζουν από δίπλα, τα αεροπλάνα που υπερίπτανται, τους πλανόδιους μουσικούς στον πεζόδρομο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου ή την υγρασία που διαβρώνει τα όργανα. Ειδικά -ως προς τους «Il Pomo d’ Oro»- είναι εντελώς ακατάλληλο για μουσική μπαρόκ και μικρά σύνολα που μόνο στην Αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος» του Μεγάρου θα μπορούσαν και ν’ αναδειχτούν και να τη γεμίσουν.
Επισημαίνω. Πρώτον: Το Ηρώδειο, όσο κι αν γοητεύει τους καλλιτέχνες η γειτνίαση με την Ακρόπολη και θέλουν να παίξουν εκεί, δεν είναι κατάλληλο για την «κλασική» μουσική. Ούτε ως ακουστική ούτε ως χώρος, με τα τζιτζίκια, τα σκυλιά που γαβγίζουν από δίπλα, τα αεροπλάνα που υπερίπτανται, τους πλανόδιους μουσικούς στον πεζόδρομο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου ή την υγρασία που διαβρώνει τα όργανα. Ειδικά -ως προς τους «Il Pomo d’ Oro»- είναι εντελώς ακατάλληλο για μουσική μπαρόκ και μικρά σύνολα που μόνο στην Αίθουσα «Δημήτρης Μητρόπουλος» του Μεγάρου θα μπορούσαν και ν’ αναδειχτούν και να τη γεμίσουν.
Δεύτερον: Αφού οι εκδηλώσεις αυτές δεν τραβάνε, χρειάζεται έξυπνη προώθηση. Οι μέθοδοι «promotion» -που λέμε- δεκαετίας του ’70 και του ’80 έχουν προ πολλού ξεπεραστεί. Το Ηρώδειο ανθούσε στις συναυλίες «κλασικής» μουσικής μέχρι το 1991 που λειτούργησε το Μέγαρο. Το Φεστιβάλ Αθηνών ήταν η μόνη διέξοδος για τους φίλους της μουσικής αυτής -που δεν είναι τόσο πολλοί αλλά ούτε και τόσο λίγοι, όσοι εμφανίζονται πια στο Ωδείο-, που το ξεχείλιζαν έστω και με τις κακές ακουστικές συνθήκες (τότε ήταν ακόμα χειρότερες, ο… ούριος άνεμος έφερνε μέχρις εκεί ακόμα και τις στεντόρειες μουσικές απ’ τις ταβέρνες της Πλάκας). Το Φεστιβάλ, δηλαδή, είχε το μονοπώλιο. Απ’ το ’91 και μετά, όταν το Μέγαρο άρχισε να φέρνει, κάθε χειμώνα, σε ιδανικές συνθήκες ακουστικής, ένα πλήθος από κορυφαίες ξένες ορχήστρες, μαέστρους, σολίστες…, το Ηρώδειο ξέπεσε. Οι μουσικόφιλοι ξεχαρμάνιαζαν το χειμώνα και περίμεναν την επόμενη σεζόν του Μεγάρου. Τώρα, δεδομένης της παρακμής του Μεγάρου και της αδυναμίας του να φέρει σημαντικά συμφωνικά σύνολα ή κορυφαίους καλλιτέχνες, το Φεστιβάλ -το οποίο έχει, επιπλέον, το πλεονέκτημα να διαθέτει, πια, ως σύμβουλο μουσικής τον Κώστα Πηλαβάκη που ΞΕΡΕΙ- θα πρέπει να το εκμεταλλευτεί αυτό και να πάρει το αίμα του πίσω. Αλλά γι αυτό χρειάζεται σωστή πολιτική προσέγγισης του κοινού και πολλή δουλειά. Ιδού η Ρόδος, ιδού και το πήδημα.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…
Το θέατρο-ντοκιμαντέρ (ή θέατρο-ντοκουμέντο) εδώ μας το γνώρισαν οι εισαγόμενοι «Ρίμινι Πρoτοκόλ». Και το εφάρμοσαν, πάνω σ’ ελληνικά θέματα, πρώτοι, ο Ανέστης Αζάς με τον Πρόδρομο Τσινικόρη -συνεργάτες, άλλωστε, των «Ρίμινι». Με μερικά εξαιρετικά αποτελέσματα -«Πολεοδομία 5: Ταξίδι με τρένο», «Καθαρή πόλη»…
Απ’ τις σχετικές εμπειρίες μου ως θεατής, μέχρι τώρα, κατέληξα στο συμπέρασμα πως το είδος είναι αποτελεσματικό με «κοινούς θνητούς» επί σκηνής, καθοδηγημένους απ’ το σκηνοθέτη. Όχι με ηθοποιούς που «μιμούνται» τους ανθρώπους απ’ τους οποίους πήραν συνεντεύξεις για να μαζέψουν το υλικό της παράστασης.
Το «Αμάρυνθος» (φωτογραφία: Εύη Φυλακτού) που είδα στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, σε σκηνοθεσία Μάρθας Μπουζιούρη, ακολούθησε τον δεύτερο αυτό δρόμο για να φέρει στο προσκήνιο την υπόθεση της ερωτικής συνεύρεσης, πριν από μερικά χρόνια, μιας ανήλικης αλλοδαπής μαθήτριας με συμμαθητές της τους οποίους το κορίτσι, κατόπιν, κατηγόρησε για βιασμό αλλά, τελικά, το δικαστήριο τους αθώωσε. Η δίκη, όμως, άφησε πίσω της αμφιβολίες. Ποια είναι η αλήθεια; Συγκλονιστικό το θέμα. Και, βέβαια, πως θα ταν ’δυνατό να βρεθούν στη σκηνή οι πρωταγωνιστές της υπόθεσης… Όμως, η υπόδυσή τους από ηθοποιούς δε με έπεισε.
Αντίθετα στο «Ελλάς Μονάχου» (φωτογραφία: Judith Buss)-επίσης στο Φεστιβάλ Αθηνών- ο Ανέστης Αζάς κι ο Πρόδρομος Τσινικόρης που υπέγραφαν τη σκηνοθεσία ακολούθησαν τον πρώτο δρόμο -το δικό τους. Με τρεις επί σκηνής έλληνες μετανάστες στο Μόναχο -αυτό ήταν το θέμα τους, η παράσταση κάτι σαν το φλιπσάιντ της «Καθαρής πόλης» όπου είχαμε μετανάστριες/ξένες στην Αθήνα- συν τον ίδιο τον Πρόδρομο Τσινικόρη, δεύτερης γενιάς μετανάστη εκεί, και με κάποιες ηχογραφημένες συνεντεύξεις. Το αποτέλεσμα -συνδυασμένο με χιούμορ και λαϊκά τραγούδια- ήταν πολύ πιο αυθεντικό, έστω κι αν η έρευνα μου φάνηκε κάπως βιαστική και τα πρόσωπα λίγα. Με ξένισαν, επίσης, τα γερμανικά της παράστασης μ’ ελληνικούς υπέρτιτλους ενώ όλοι στη σκηνή ήταν Έλληνες -κατανοώ ότι η παράσταση ετοιμάστηκε αρχικά για την «Κάμερσπίλε» του Μονάχου αλλά θα μπορούσε, για το Φεστιβάλ, να δημιουργηθεί μια ελληνική εκδοχή.
Για τρεις, μόνο, βραδιές προγραμματισμένη η «Υπόθεση Μακρόπουλου» του Λεός Γιανάτσεκ, σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά, που παρουσίασε η Λυρική Σκηνή. Για δυο μόνον οι
«Βάκχαι» του Γιάννη Ξενάκη, σε σκηνοθεσία Γιάννου Περλέγκα, στην «Εναλλακτική Σκηνή» της. Και οι δυο παραστάσεις δεν μπαίνουν στο ρεπερτόριο -τουλάχιστον στο πρόγραμμα της επόμενης χρονιάς, που ανακοινώθηκε, δεν υπάρχουν. Δεν το κατάλαβα αυτό (Φωτογραφίες: Δημήτρης Σακαλάκης).
«Βάκχαι» του Γιάννη Ξενάκη, σε σκηνοθεσία Γιάννου Περλέγκα, στην «Εναλλακτική Σκηνή» της. Και οι δυο παραστάσεις δεν μπαίνουν στο ρεπερτόριο -τουλάχιστον στο πρόγραμμα της επόμενης χρονιάς, που ανακοινώθηκε, δεν υπάρχουν. Δεν το κατάλαβα αυτό (Φωτογραφίες: Δημήτρης Σακαλάκης).
Πόση εμπάθεια! Μα πόση εμπάθεια! Αναβλύζει, ξεχύνεται από παντού και παντού -εμετός. Και χυδαιότητα. Μα πόση χυδαιότητα! Έχουν πλημμυρίσει το διαδίκτυο. Σα να ’σκασε βόθρος. Νοιώθω να με πνίγουν. Ανθρωποφαγία. Homo homini lupus. Κι όλοι με απόψεις σταθερές, ακλόνητες, μονολιθικές. Σίγουροι! Μα ΠΟΣΟ σίγουροι!
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…
No comments:
Post a Comment