July 19, 2018

Όπου και να ταξιδέψω, ο «πολυχώρος» με πληγώνει…


Το Τέταρτο Κουδούνι / 19 Ιουλίου 2018 



Δύσκολα πέρασα. Δύσκολα… Να πέφτουν απειλητικά -Frau Blücher…-, κατά ριπάς, τα δελτία Τύπου απ’ το Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου, για τις «Ευμενίδες» του Αισχύλου που παρουσίασε ως μονόλογο η Στεφανία Γουλιώτη στις 6 τα ξημερώματα, στο αρχαίο στάδιο της Επιδαύρου. Κρρρρρ: «Η παράσταση θα ξεκινήσει αυστηρά στις 06:00 το πρωί». Κρρρρρ: «Το δημοσιογραφικό πούλμαν θα αναχωρήσει την Κυριακή στις 03:00 τα ξημερώματα (ή αν προτιμάτε βράδυ Σαββάτου) από την οδό Φιλελλήνων και Ξενοφώντος». Κρρρρρ: «Δεν θα κάνει στάση στην Ομόνοια. Η στάση αυτή καταργείται για τα επόμενα δρομολόγια». Κρρρρρ: «Παρακαλούμε να δηλώσετε/επιβεβαιώσετε με απάντηση στο παρόν email μέχρι αύριο το απόγευμα 12/7». Κρρρρρ: «1) αν θα καλύψετε δημοσιογραφικά την παράσταση, ώστε να φροντίσουμε για την πρόσκλησή σας». Κρρρρρ: «2) αν θα χρειαστείτε μεταφορά με το δημοσιογραφικό πούλμαν, ώστε να γίνει καταμέτρηση των θέσεων».
«Καταμέτρηση»; Εκεί σκιάχτηκα. Αυτό το «καταμέτρηση» ήταν το καθοριστικό. Να ’ναι 11 Ιουλίου, να ’ρχονται τα δελτία και να ’ναι επέτειος (76 χρόνια, 11 Ιουλίου 1942) της συγκέντρωσης στην εκεί πλατεία Ελευθερίας και καταμέτρησης των Εβρέων της Θεσσαλονίκης -το πρώτο στάδιο της εξόντωσής τους. Ε, πώς το μυαλό μου, το ιδιόμορφο, να μην κάνει τον ασεβή συνειρμό; (Δεν 

μπόρεσα, τελικά, να πάω. Πάντως, τ’ ομολογώ, θα ’θελα να ’μαι κι εγώ εκεί).


Όλο και πιο σκληρά γίνονται, πάντως, τα πράγματα για τους πολιτιστικούς -και δη περί το θέατρο- συντάκτες, Καψόνια! «Τελετουργικό κάλεσμα στον ήλιο», 6 τα ξημερώματα, στο αρχαίο θέατρο της Επιδαύρου είχαμε, ήδη απ’ τον ιαπωνικό θίασο «Νο» το 2015, πέρσι το Φεστιβάλ Αθηνών είχε κάτι σαν «Ξημέρωμα στον Λυκαβηττό», φέτος δυο αλλεπάλληλα χτυπήματα: 6 το πρωί αναχώρηση του πούλμαν για Δελφούς, για το αφιέρωμα απ’ το Ευρωπαϊκό Πολιτιστικό Κέντρο Δελφών στον Θεόδωρο


Τερζόπουλο, ολημερίς-ολονυχτίς -κορωνίδα οι «Τρωάδες» του με την Δέσποινα Μπεμπεδέλη (κι εκεί θα θελα να μαι αλλά...)-, μ’ επιστροφή περί τα μεσάνυχτα, κατόπιν οι «Ευμενίδες»… Αφήστε κάτι τρίωρες, τετράωρες, πεντάωρες, δεκάωρες, δωδεκάωρες έως και εικοσιτετράωρες έως και πολυήμερες παραστάσεις, αφήστε κάτι ολονυχτίες της Αποστολίας Παπαδαμάκη που όλο και πυκνώνουν… Υγεία κι αντοχή να ’χουμε. Κι από ποιον να ζητήσεις επίδομα ανθυγιεινής πλέον… «Τι να κάνουμε όμως, πρέπει να ζήσουμε! Θείε Βάνια, θα ζήσουμε»... (Συν)αδέλφια, ψηλά το κεφάλι!  


Με την ευκαιρία. Διάβασα για το αρχαίο θέατρο των Δελφών, όπου παίχτηκαν οι «Τρωάδες» του Θεόδωρου Τερζόπουλου, ότι «η πρώτη και τελευταία φορά που λειτούργησε ήταν το 1927 και το 1930 (από την Εύα Σικελιανού-Πάλμερ) ύστερα από 2.000 χρόνια. Μετά σιωπή». Κι όμως! Εγώ είδα εκεί, με τα μάτια μου, το 1977, την «Ηλέκτρα» του Σοφοκλή, απ’ τους «Δεσμούς» της Ασπασίας Παπαθανασίου, σε σκηνοθεσία της και με την ίδια -που ζει και βασιλεύει και τον Νοέμβριο κλείνει τα 100 χρόνια της κι ελπίζω κάποιος να σκεφτεί να τα/την τιμήσει…- στον επώνυμο
ρόλο κι ακόμα ακούω τις Φαιδριάδες ν’ αντιλαλούν στο «χτύπα αν μπορείς διπλά!» της Ηλέκτρας της κι ανατριχιάζω. Αλλά νομίζω πως, προηγουμένως, κι ο Ιορδάνης Μαρίνος έπαιξε εκεί πολλές φορές τραγωδία -ίσως κι άλλοι. 


Διαβάζω στην ιστοσελίδα του Φεστιβάλ Αθηνών Επιδαύρου, στο «κεφάλαιο» Ιστορία:
«[…] Ο καλλιτεχνικός πληθωρισμός της δεκαετίας του 1990 ενέτεινε το από χρόνια διαφαινόμενο αδιέξοδο. Αυτή την πραγματικότητα επιδίωξε να ανατρέψει η διεύθυνση του Γιώργου Λούκου, που η θητεία του ξεκίνησε το 2006. Το πρόγραμμα στην Επίδαυρο διευρύνθηκε, με τη μετάκληση διάσημων καλλιτεχνών που παρουσίασαν στην αρχαία σκηνή και νεότερα έργα κλασικών δημιουργών, από Σαίξπηρ έως και Μπέκετ. Ταυτόχρονα, στοίχημα της επιτυχημένης αυτής διεύθυνσης, που προίκισε το Φεστιβάλ Αθηνών με τους πολύτιμους χώρους της Πειραιώς 260, υπήρξε η εκ νέου διεκδίκηση του μοντερνισμού, το συστηματικό άνοιγμα στο καινούργιο που παράγεται παγκοσμίως, η ανάδειξη των νέων εγχώριων δυνάμεων που μπορούν να μιλήσουν στο σύγχρονο κοινό.
Από τον Απρίλιο του 2016 η νέα διεύθυνση, του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου, προσθέτει στα παραπάνω τις συμπαραγωγές με διεθνή καλλιτεχνικά σχήματα θεάτρου και χορού […]».
Κάτι ανάλογο διάβασα και στο σημείωμα του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου στο πρόγραμμα του «Αγαμέμνονα» των «Επιδαυρίων».
Α, εδώ θα διαφωνήσω. Και νομίζω πως θα ’πρεπε να γίνει μια διόρθωση. Και οι «συμπαραγωγές με διεθνή καλλιτεχνικά σχήματα θεάτρου και χορού» επί Γιώργου Λούκου είχαν αρχίσει -απλώς τώρα, καλώς, λίαν καλώς, συνεχίζονται. Τι να πρωτοθυμηθώ; Τον «Άμλετ» του Τόμας Όστερμάγιερ και της «Σάουμπίνε», το σεξπιρικό «Χειμωνιάτικο παραμύθι» του Σαμ Μέντες στην Επίδαυρο, το 

«Radio Muezzin» ή τον «Προμηθέα στην Αθήνα» των «Rimini Protocoll», το «Sutra» της Σιλβί Γκιλέμ, συμπαραγωγή με το «Sadler’s Wells» και το Φεστιβάλ της Αβινιόν, το «Democracy in America» του Ρομέο Καστελούτσι, το «East Shadow» του Γίρζι Κύλιαν και… και…;


Προκηρύχτηκαν και φέτος απ’ το υπουργείο Πολιτισμού οι επιχορηγήσεις θεάτρου -για την περίοδο 2018/2019. Και πάλι, όμως, το θέατρο για παιδιά απουσιάζει -δεν περιλαμβάνεται. Τίθεται μάλιστα ρητά αυστηρός όρος: «Αποκλείονται […] παραγωγές παιδικού ή εφηβικού θεάτρου»! Αποκλείονται;!! Και 
βέβαια καταλαβαίνω κάποιες παραμέτρους -εκμετάλλευση από επιτήδειους κλπ- αλλά πονάει κεφάλι, κόβει κεφάλι; Μου είπαν πως το κονδύλι για τις επιχορηγήσεις είναι μικρό, δίνονται από πέρσι πολύ λίγα στον κάθε θίασο κι αν προστεθούν κι οι θίασοι για παιδιά θα γίνουν ακόμα λιγότερα. Κι ότι οι θίασοι αυτοί «τα βγάζουν τα έξοδά τους έτσι κι αλλιώς». Ίσως έτσι να ’ναι αλλά ΠΩΣ τα βγάζουν; Μήπως με εκπτώσεις; Με ΜΕΓΑΛΕΣ, πάσης «φύσεως», εκπτώσεις; Δεν είναι ντροπή το θέατρο για παιδιά να ωθείται πίσω στη δεκαετία του ’60; Με υπουργό, μάλιστα, ηθοποιό/σκηνοθέτρια που ’χει γνώση τι σημαίνει θέατρο για παιδιά;


Δεν ανήκει στους σκηνοθέτες που μ’ έχουν γοητεύσει ο Πολονός Κσίστοφ Βαρλικόφσκι -ο μεταμοντερνισμός του δεν είναι και τόσο του γούστου μου. Έτσι και με το «We Are Leaving» (2018),

διασκευή του έργου (1983) του Ισραϊλινού Χανόχ Λεβίν «Αυτοί που ετοιμάζουν βαλίτσες», μια πολυπρόσωπη κυνική κωμωδία με… οκτώ κηδείες. Όλοι οι φίλοι μου ενθουσιάστηκαν, εγώ, περίπου, αμέτοχος έμεινα. Βρήκα ενδιαφέροντα στοιχεία αλλά…



Μέρες Λούλας Αναγνωστάκη έζησα τον Ιούνιο: Αφιέρωμα Λούλα Αναγνωστάκη στο Φεστιβάλ Αθηνών -σας έγραφα στο προηγούμενο «Τέταρτο Κουδούνι», στις 29 Ιουνίου- αλλά, ιδού, καπάκι, και το «Εντευκτήριο», το εκλεκτό περιοδικό που, με πίκρες και με βάσανα αλλά και με χαρές κι επιτυχίες μεγάλες μάς το ’χει φοδραρισμένο και το εκδίδει εδώ και τριάντα χρόνια -διανύει το τριακοστό πρώτο, χαλκέντερο!-, στην Θεσσαλονίκη, ο Γιώργος Κορδομενίδης, παράλληλα μ’ άλλες εκδόσεις και μ’ εκδηλώσεις,  με επίσης αφιέρωμα στην Λούλα Αναγνωστάκη: τεύχος 114, στην κυκλοφορία ήδη απ’ τον Μάρτιο. Με οργάνωση απ’ τον Μάνο Καρατζογιάννη, ειδικότατο πια επί του θέματος, και τον ίδιο τον Γιώργο Κορδομενίδη.
Καθυστερημένα το άνοιξα με την πρόθεση να πάρω μια ιδέα. Κόλλησα. Ξενύχτησα και το ξεκοκάλισα. Τι υπέροχα κείμενα! Το ένα καλύτερο απ’ το άλλο. Με πρώτο την υπέροχη συνέντευξη της Λούλας Αναγνωστάκη, που ακούγεται και ως πρόλογος στην έκθεση του Φεστιβάλ «Δωμάτια μνήμης» -μην τη χάσετε αυτή την έκθεση! Μέχρι και αύριο, μην τη χάσετε!-, απομαγνητοφωνημένη, με εισαγωγή -επιμέλεια Γιώργου Ζεβελάκη. Και, κατόπιν, μια «Εισαγωγή στη δραματουργία της Λούλας Αναγνωστάκη» απ’ τον Μάνο Καρατζογιάννη, «Τρεις φορές Παρέλαση» του Νικηφόρου Παπανδρέου, «Ο άγγελος της Ιστορίας πάνω από την Πόλη» της Δηώς Καγγελάρη, «Τα μαύρα γυαλιά της Λούλας» του Βίκτωρα Αρδίττη αλλά και κείμενα του Γιώργου Αρμένη, του Σπύρου Βραχωρίτη, του Βασίλη Κατσικονούρη, του Άκη Δήμου, του Λάκη Δολγερά, κι άλλο του Μάνου Καρατζογιάννη, του Δημήτρη Καταλειφού, της Λυδίας Κονιόρδου, του Σταμάτη Κραουνάκη, της Όλιας Λαζαρίδου, ένα παλαιότερο του Παύλου Μάτεσι -θυμάμαι το ευφυές που ’ λεγε, είχε πολύ χιούμορ ο Μάτεσις: «Όταν με ρωτήσουν ποιους θεωρώ τους καλύτερους σύγχρονους έλληνες θεατρικούς συγγραφείς αναφέρω πάντα πρώτη την Λούλα Αναγνωστάκη, μετά τον εαυτό μου και τον τρίτο αναλόγως με ποιον μιλώ»-, του Θανάση Νιάρχου, του Λεωνίδα Προυσαλίδη, της Σύλβιας Σολακίδη, του Τάκη Σπετσιώτη, του Αλέξη Σταμάτη, της Μαρίας Στασινοπούλου, του Κωνσταντίνου Χατζή, μια «Παραστασιογραφία Λούλας Αναγνωστάκη» και πάλι απ’ τον Μάνο Καρατζογιάννη.
Και, πάνω απ’ όλα, τρία κείμενα που κρατώ ως κόρην οφθαλμού: «Από εικόνα σε εικόνα τα χρόνια» της Μάρως Δούκα, «Το γελεκάκι που φορείς…» της Ζυράννας Ζατέλη και «Η Λούλα της καρδιάς μας» της Βίκυς Μαντέλη, από το οποίο παίρνω το θάρρος να αποσπάσω την τελευταία παράγραφο: «Κάθε φορά που ο κόσμος θα γίνεται άγριος, θα αναζητώ με τη σκέψη μου την απάντησή της. Τα απογεύματα που ο ήλιος θα εξαφανίζεται πέρα στην Ελευσίνα και ο ουρανός θα βάφεται κατακόκκινος θα τη θυμάμαι. Από τα νησιά της άγονης γραμμής θα τηλεφωνώ να της πω πόσο όμορφα είναι. Όταν θα κατηφορίζω την Ιπποκράτους, θα ψάχνω να βρω τα μαγαζιά με τα αμπαζούρ που της άρεσαν. Θα κάνω άσκοπες βόλτες πριν της χτυπήσω το κουδούνι. Στις συναναστροφές των φίλων που στάθηκαν αφορμή για να γνωριστούμε και να πλουτίσουμε τις ζωές μας θα χαμογελώ. Και θα είμαι έτοιμη να απαντήσω στις αγαπημένες ερωτήσεις της: ‘Λέγε, τι γίνεται τώρα;’, ‘Τι είναι; Τι βλέπεις;’».
Με συγκίνησε βαθιά αυτή η παράγραφος. Ίσως γιατί μου θύμισε εκείνα τα τηλεφωνήματα και την αχνή φωνή που άκουγα, όταν σήκωνα το ακουστικό: «Γιώργο, η Λούλα είμαι, η Λούλα Αναγνωστάκη»…
Αυτό το «Εντευκτήριο» θα πρέπει να το αναζητήσετε και να το φυλάξετε. Σύντομα θα γίνει συλλεκτικό. Και θα παραμείνει σημείο αναφοράς: το πιο ολοκληρωμένο πορτρέτο της Λούλας Αναγνωστάκη. Που δε θα τη ξεχάσουμε ΠΟΤΕ. 



Κάθε τόσο περνώ, εδώ, στη γειτονιά μου, κοντά στον Άγιο Σώστη, μπροστά απ’ αυτό το δημοτικό θεατράκι της Τιμοκρέοντος, που φυτοζωεί, και μελαγχολώ. Κι από πάνω, φαρδιά-πλατιά, «Πολυχώρος Άννα και Μαρία Καλουτά» -όνομα που του δόθηκε επί δημαρχίας Νικήτα Κακλαμάνη.
Αχ, αυτοί οι «πολυχώροι»… Όπου και να ταξιδέψω, ο «πολυχώρος» με πληγώνει.

No comments:

Post a Comment