Το Τέταρτο Κουδούνι / 30 Οκτω(μ;)βρίου 2014
Αξέχαστη διπλωματική επιτυχία μας: η επέμβαση του πρεσβευτή μας στην Ελβετία Χαράλαμπου Μάνεση -στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου «OtherMovie» του Λουγκάνο κι η ερήμην των κινηματογραφιστών-δημιουργών απαίτησή του ν’ αποσυρθούν οι ελληνικές -και οι κυπριακές, θα ’χε εξουσιοδότηση προφανώς…- ταινίες μικρού μήκους που ’χαν περιληφθεί στο πρόγραμμά του διότι συμμετείχαν σ’ αυτό ταινίες απ’ την Δημοκρατία της Μακεδονίας -την οποία η Ελλάδα, σε αντίθεση με δεκάδες χώρες, αναγνωρίζει μόνον ως πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας (πουΓουΔουΜου/FYROM)-, κάτω απ’ αυτό το όνομα της χώρας, όπως συμβαίνει εδώ και χρόνια σ’ όλες τις διεθνείς κινηματογραφικές διοργανώσεις, υποψηφιότητες Όσκαρ κλπ. Απαίτηση-απόφαση με την οποία έσπευσε να συνταχτεί ο πρόεδρος της Ελληνικής Ακαδημίας -αχ, πούσαι νιότη πούδειχνες…- Κινηματογράφου Βασίλης Κατσούφης…
«Μακεδονομάχος» με περγαμηνές, ο κ. πρέσβης αποδεικνύεται, προφανώς, και σκληρός σινεφίλ -πώς αλλιώς να ενημερώθηκε για το πρόγραμμα ενός πολύ ολίγον γνωστού φεστιβάλ ταινιών μικρού μήκους;…
Η συνέχειά μας στα Όσκαρ και στα μεγάλα φεστιβάλ, με το προηγούμενο που δημιουργήθηκε, προβλέπεται νεφελώδης. Φωτιά στα μπατζάκια του υπουργείου Εξωτερικών -που σιωπά…
Πάντως, όταν αποφασίζουμε να γίνουμε γελοίοι, γινόμαστε ΠΟΛΥ γελοίοι…
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…
Είδα φέτος το «Δεκαήμερο» του Νίκου Καραθάνου -και ολίγον της Λένας Κιτσοπούλου-, διασκευή απ’ τον Βοκάκιο, στην Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος» του Εθνικού. Μέσα απ’ το διονυσιακό στοιχείο που προβάλλει -και που αυτό δεν είναι το κυρίαρχο στο βιβλίο;- εκλύει μια πρωτογενή αθωότητα η παράσταση του Καραθάνου. Καθαρή, γυμνή -μεταφορικά και… κυριολεκτικά-, λιγόλογη, απέριττη, αρμονική, ρέουσα, χάρη στην κίνηση της Αμάλια Μπένετ,
χάρη στις μουσικές του Άγγελου Τριανταφύλλου, χάρη στα λειτουργικά σκηνικά και στα κοστούμια της Έλλης Παπαγεωργακοπούλου, χάρη στους φωτισμούς του Λευτέρη Παυλόπουλου, εύφορη, ανυπόκριτη, άμεση, δεν ξεχνάει ποτέ πως το δίδυμο Έρως/Θάνατος συμπορεύεται. Πάντα… Κι ένας θίασος πρώτης γραμμής -ο ένας καλύτερος απ’ τον άλλο-, δεμένος ήδη απ’ την «Γκόλφω» την αξέχαστη -μονάδες εξαίρετες και σύνολο απολύτως αποτελεσματικό.
Ναι, λίγο πλατείαζε η παράσταση, ναι, μερικά κομμάτια θα μπορούσαν να μαζευτούν ή και να λείπουν, ναι, προς το τέλος λίγο κουράστηκα αλλά υπήρχαν και στιγμές που θα θυμάμαι. Ανάμεσά τους, το σπαρταριστό «σκετς» εξομολογούμενης και «αρχάγγελου Γαβριήλ» -στο οποίο είμαι σίγουρος πως έχει βάλει γερά το χέρι της, α λα Βοκάκιος, η Λένα Κιτσοπούλου, αν δεν είναι δικό της εντελώς- με Γαλήνη Χατζηπασχάλη και Άγγελο Τριανταφύλλου-, η απολαυστική σκηνή με τις μοναχές -με επικεφαλής την Λυδία Φωτοπούλου και τον… Άγγελο Παπαδημητρίου- να προσπαθούν να απομακρύνουν με τις ανάσες τους, για να μην «αγγίξουν», το «φύλλο συκής» του γυμνού κοιμισμένου άντρα -του Χρήστου Λούλη- για να δουν τι… κρύβει, η σκηνή του σμιξίματος της πρωτάρας που ανακαλύπτει τη γλύκα και θέλει ξανά και ξανά -ξεχειλίζει αλήθεια, με Μαρία Διακοπαναγιώτου και Μιχάλη Σαράντη...
Αλλά εκείνο το κομμάτι με την Εύη Σαουλίδου, νέα που τ’ αδέλφια της σκοτώνουν τον εραστή της κι εκείνη, για να τον κρατήσει κοντά της, κόβει το κεφάλι του νεκρού, ξεριζώνει τον βασιλικό της, χώνει το κεφάλι μέσα στη γλάστρα του και μετά ξαναμπήγει από πάνω τον βασιλικό, με τους ηθοποιούς να μας μοιράζουν στο τέλος κλωναράκια βασιλικού, θα το φυλάξω για πάντα. Και πάντα θα θυμάμαι το «Δεκαήμερο» αυτό του Νίκου Καραθάνου σαν μια παράσταση που μοσχοβολούσε βασιλικό.
Άνοιξε τελικά η «Αλκυονίς. Την περασμένη Κυριακή 26 Οκτωβρίου με «Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Μνήμης και Τιμής για τον Νίκο Καζαντζάκη». Κι όχι στις 16 Οκτωβρίου με την «Χρυσή άμαξα» του Ρενουάρ, όπως με μεγάλο ενθουσιασμό σας έγραφα στο «Τέταρτο Κουδούνι», στις 9 Οκτωβρίου, μεταφέροντας την είδηση που δημοσιεύτηκε στο «Βήμα». Δεν έχει τόση σημασία, σημασία έχει ότι ξανάνοιξε. Ως κινηματογράφος.
Θέλω να ελπίζω ότι η συνέχεια θα ’ναι πιο ελκυστική, αντάξια της ιστορίας της αίθουσας, κι όχι με αφιερώματα χωρίς ενδιαφέρον, σαν το τρέχον, που περιλαμβάνουν ταινίες σημαντικές, ίσως, όπως ο «Ζορμπάς» του Μιχάλη Κακογιάννη, «Ο τελευταίος πειρασμός» του Μάρτιν Σκορσέζι κι «Ο Χριστός ξανασταυρώνεται του Ζιλ Ντασέν, αλλά χιλιοπαιγμένες -κι από την τηλεόραση. Μια συνέχεια πιο ευφάνταστη, με ταινίες φρέσκες, που να κομίζουν το ουσιαστικά καινούργιο ή κλασικές που να μην έχουν, όμως, εξαντληθεί -και σε κόπιες, βέβαια, αντάξιές τους.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή… Ή, μάλλον (όπως είχα γράψει), για τη συγκεκριμένη περίπτωση, μια οθόνη.
Η κλασική πια φωτογραφία -και αφίσα και εξώφυλλο του δίσκου των Σάιμον και Γκάρφάνκελ με το soundtrack- της κλασικής ταινίας του Μάικ Νίκολς και του 1967 «Ο πρωτάρης» -με Ντάστιν Χόφμαν και Αν Μπάνκροφτ.
Κοπιαρίστηκε κατά κόρον με αφορμή πλείστα όσα ανεβάσματα του έργου-μεταφοράς για το θέατρο της ταινίας απ’ τον Τέρι Τζόνσον.
Και ξαφνικά βλέπω την παραπάνω φωτογραφία (της Μελίνας Δόσιου) για την promotion, που λέμε, του «Λεωφορείου ο Πόθος» του Τενεσί Γουίλιαμς που ανεβαίνει στο «Άνεσις» σε σκηνοθεσία του Γεωργιανού Λεβάν Τσουλάτζε απ’ τον Τάσο Ιορδανίδη με Κατερίνα Λέχου και τον ίδιο. Κοίτα σύμπτωση!
Η έξοχη συναυλία-γκαλά της Καμεράτας Ορχήστρας των Φίλων της Μουσικής με τους τέσσερις κορυφαίους κόντρα τενόρους -όχι ούτε ο υπουργός ούτε η υφυπουργός Πολιτισμού παρέστησαν…- στο Μέγαρο Μουσικής ήταν -επιτρέψτε μου να κατεβάσω το επίπεδο στα κυβερνητικά μέτρα- μια πατσαβούρα στη μούρη όσων απεργάζονται την καταχρηστικώς αποκαλούμενη «συγχώνευση» -aka συρρίκνωση και ουσιαστικά διάλυση…- του συνόλου με την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών. Διότι εγώ ομολογώ πως δεν έχω πειστεί πως το θέμα έχει λήξει, όταν ο κ. Τασούλας, ο επί του Πολιτισμού υπουργός, βγαίνει και λέει πως «εξετάζεται με ενδιαφέρον η πρόταση (σ.σ. η πρόταση ΠΟΙΑΝΟΥ;)» κι αμέσως μετά βγαίνει η κ. Γκερέκου, η επί του Πολιτισμού υφυπουργός, και ξελέει και «αποκλείει κάθε σχετικό ενδεχόμενο». Καθότι δεν πείθομαι απ’ το λόγο κανενός -σχεδόν- απ’ τους πολιτικούς μας. Ξέρω πως η ασχετοσύνη δέρνει τα κυβερνητικά κλιμάκια. Αλλά δεν ξέρω και τι μπορεί αυτοί, εκεί πέρα, να απεργάζονται και τι μπορεί ξαφνικά να ξεφουρνίσουν με οποιαδήποτε δικαιολογία. Αποκλείεται το ντουέτο του υπουργείου Πολιτισμού να το παίζει και «καλός ασφαλίτης/κακός ασφαλίτης»;
Oπότε ας τη φάνε προς το παρόν την πατσαβούρα μιας τέτοιας επιτυχίας στη μούρη. Προειδοποιητικά. Αν και τίποτα δεν τους περουνιάζει, πόσω μάλλον εφόσον ήταν απόντες. Αλλά όσο να ’ναι δημιουργείται ένα προηγούμενο: δε θα θεωρηθεί έγκλημα εκ προμελέτης κατά του πολιτισμού ν’ αφανίσουν δυο ορχήστρες που έχουν εκτοξευτεί τα τελευταία χρόνια -η Καμεράτα και διεθνώς;
Oπότε ας τη φάνε προς το παρόν την πατσαβούρα μιας τέτοιας επιτυχίας στη μούρη. Προειδοποιητικά. Αν και τίποτα δεν τους περουνιάζει, πόσω μάλλον εφόσον ήταν απόντες. Αλλά όσο να ’ναι δημιουργείται ένα προηγούμενο: δε θα θεωρηθεί έγκλημα εκ προμελέτης κατά του πολιτισμού ν’ αφανίσουν δυο ορχήστρες που έχουν εκτοξευτεί τα τελευταία χρόνια -η Καμεράτα και διεθνώς;
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…
Τι ξεφτίλα… Η απερίφραστα και απροκάλυπτα και χωρίς ούτε να τηρούνται καν τα προσχήματα πλέον, ποικιλοτρόπως αμειβόμενη «δημοσιογραφία» και «κριτική» περί τα πολιτιστικά. Αυτή που γλείφει προς πάσαν κατεύθυνσιν -σάαααλια, γλίτσα…- και υμνολογεί τα πάντα και θεοποιεί τους πάντες ισοπεδώνοντας ταλαντούχους και ατάλαντους, σημαντικούς και ασήμαντους, πρώτους και δευτεράντζες και τριτάντζες, αρκεί ποικιλοτρόπως να της τα ακουμπούν -και δια της μεθόδου των επισήμων δημοσίων σχέσεων….
Τι Μεγάλος σκηνοθέτης -μικρή, φθαρμένη η λέξη, ασφυκτιά μέσα της- ο Καρλ Τέοντορ Ντράιερ! Τι προσωπική κινηματογραφική γλώσσα! Ξαναείδα, μετά από πολλά χρόνια, την ταινία του «Το Πάθος της Ζαν Ντ’ Αρκ» στην πολύτιμη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, στο πλαίσιο του InMute 2014, του ψαγμένου τριήμερου φεστιβάλ που οργάνωσε για δεύτερη χρονιά με ταινίες βουβές, τολμηρά, ανατρεπτικά υποστηριγμένες από σύγχρονες μουσικές ειδικά φτιαγμένες -άλλη μια εξαίρετη ιδέα.
Με συνεπήρε γι άλλη μια φορά αυτός ο καταιγισμός γκρο πλάνων πάνω σε πρόσωπα συγκλονιστικής αλήθειας, με πρώτο της Φαλκονετί. Τι βγαίνει μέσα και κάτω και πάνω απ’ την εικόνα του Ντράιερ! Εμβρόντητος ο φίλος που πήγαμε μαζί κι έβλεπε Ντράιερ για πρώτη φορά. Κι η μουσική του επίσης Δανού Γιάκομπ Κίρκεγκόρ συν-αρπα-στι-κή, καθηλωτική.
Αχ, Στέγη!
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…