Τα 35 του χρόνια γιόρτασε
φέτος (13 με 19 Σεπτεμβρίου) το Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Διευθυντών
Φωτογραφίας «Αδελφοί Μανάκη» της Μπίτολα -το πάλαι ποτέ Μοναστήριον, μία όμορφη
πόλη που διατηρεί μέσα από τα παλιά αρχοντικά της ένα μελαγχολικά γλυκό παρόν,
ευτυχώς σχεδόν άθικτο από καταστροφικά σχέδια «ανάπλασης» τύπου «Σκόπια 2014»
της εκεί τρέχουσας κυβέρνησης…- στη γειτονική μας Δημοκρατία της Μακεδονίας -που
εν Ελλάδι πρέπει (;) να την ονομάζουμε πΓΔΜ όπερ μεταφράζεται πρώην Γιουγκοσλαβική
Δημοκρατία της Μακεδονίας…
Στο όνομα των αδελφών
Γιαννάκη και Μίλτου Μανάκη, των φωτογράφων που έγιναν οι πρώτοι
κινηματογραφιστές στα Βαλκάνια και που την εθνικότητά τους διεκδικούμε κι εμείς,
είναι ίσως το μόνο στον κόσμο αφιερωμένο αποκλειστικά στους διευθυντές
φωτογραφίας φεστιβάλ τιμώντας τους, ακριβώς, φωτογράφους αδελφούς Μανάκη: το
όνομα της πρωτοποριακής για την εποχή της -αρχές του 20ου
αιώνα- κάμερας Bioscope με αριθμό 300, που
τολμηρά εισήγαγαν καταγράφοντας γεγονότα και στιγμιότυπα της καθημερινής ζωής,
φέρουν τα βραβεία του Φεστιβάλ -Κάμερα
300-, ήτοι τρία -χρυσό, αργυρό και χάλκινο- που απονέμονται στους καλύτερους
διευθυντές φωτογραφίας των διαγωνιζόμενων ταινιών μεγάλου μήκους συν ένα χρυσό
στον καλύτερο διευθυντή φωτογραφίας σε ταινία μικρού μήκους, Χρυσή Κάμερα 300
είναι το ειδικό Βραβείο που δίνεται επίσης σε διευθυντή φωτογραφίας -ο Ιταλός
Λούκα Μπιγκάτσι ήταν αυτός που τιμήθηκε φέτος-, το ίδιο όνομα έφερε το -
επετειακό για τα 35 χρόνια του Φεστιβάλ- Βραβείο για Επίτευγμα Ζωής που δόθηκε στον
Βρετανό Κρις Μέντζις το ίδιο φέρει και το επίσης καθιερωμένο -για λόγους γκλάμορ
μάλλον…- Βραβείο για Εξαιρετική Συμβολή στην Τέχνη του Κινηματογράφου -εκτός διεύθυνσης φωτογραφίας- με το οποίο τιμάται κάποια προσωπικότητα του σινεμά -αποδέκτης του
φέτος ήταν η Ζουλιέτ Μπινός- ενώ πρόεδρος της κριτικής επιτροπής άλλος ένας διάσημος
διευθυντής φωτογραφίας ήταν, ο Ισραηλινός Γκιόρα Μπεγιάτς. Με δύο λέξεις: ο
θρίαμβος -ένα δοξαστικό- της κάμερας!
Βρέθηκα στην Μπίτολα για
τρεις μέρες, με την ευγενική πρόσκληση του Φεστιβάλ που τη φρόντισε ο
προθυμότατος συνεργάτης για θέματα Τύπου Ζάρκο Κουγιουντζίσκι. Έφτασα με το
τρένο από τα Σκόπια και στην τόσο κοντινή με την Φλώρινα πόλη αποτοξινώθηκα από
τα όσα είδαν τα μάτια μου στην πρωτεύουσα της χώρας: μία αρχιτεκτονική και
γλυπτική κιτς διάρροια που καταστρέφει εν ψυχρώ, αδίστακτα και εν ονόματι της
δημιουργίας εθνικού παρελθόντος, εδώ και κάπου τέσσερα χρόνια, την πόλη. Η
Μπίτολα με ηρέμησε. Και οι ταινίες του Φεστιβάλ με γέμισαν. Οργανωτικές δυσκαμψίες
-έλλειψη ακρίβειας στην ώρα έναρξης των προβολών, κάποια προβλήματα με τους
υπότιτλους (στα αγγλικά και στην ντόπια γλώσσα) ή με τις προβολές καθαυτές, υποβαθμισμένες
οι δύο αίθουσες (η ευρύχωρη Μεγάλη και η Μικρή) του Πολιτιστικού Κέντρου της Μπίτολα
όπου το Φεστιβάλ διεξάγεται (τι κρίμα να μη διατίθεται ένα ελάχιστο μέρος από τα αμύθητα ποσά που με ύποπτο τρόπο σπαταλιούνται αφειδώς σε ημετέρους για τα «Σκόπια 2014»…)
αλλά η καλλιτεχνική ποιότητα των επιλογών -από τον Μπλάγκογια Κούνοφσκι για το
Επίσημο Πρόγραμμα, από τη συμπαθέστατη Γκένα Τεοντοσίεφσκα (την οποία γνώρισα
και η οποία διατηρεί δεσμούς με την
Ελλάδα) για το Πρόγραμμα Ντοκιμαντέρ- απάλυνε τα προβλήματα.

Είναι κρίμα που ο κόσμος της
Μπίτολα δεν το στηρίζει επαρκώς. Είδα προβολές ακόμα και με δέκα μόνον άτομα και
σε καμία από τις εννιά που παρακολούθησα τις τρεις αυτές μέρες δεν κατάφερε το
κοινό να γεμίσει αίθουσα εκτός της δεύτερης επίσημης πρεμιέρας. Η οποία, όμως,
ως προς την ταινία με απογοήτευσε.
Το εκτός συναγωνισμού «Μέχρι τη λαβή» του Στόλε Πόποφ, ντόπια «υπερπαραγωγή» με…
κουστουρίτσιες επιδράσεις -η ιστορία μιας χειραφετημένης αγγλίδας φωτογράφου
που βρίσκεται στην Μακεδονία μετά την εξέγερση του Ίλιντεν, το 1903, κατά των
Τούρκων και γίνεται το αντικείμενο του πόθου τριών ανδρών (ενός παλικαρά μακεδόνα
κομιτατζή, ενός, μακεδόνα επίσης, ξενέρωτου. βολεμένου νεαρού μεγαλοαστού από
μία οικογένεια η οποία αρμονικά συνεργάζεται με τους Τούρκους και ενός άξεστου τούρκου
αξιωματικού) που και οι τρεις θα έχουν τραγικό τέλος- με παρέπεμψε, παρά τις
εγνωσμένες δυνατότητες του σκηνοθέτη της, στις ελληνικές «υπερπαραγωγές» της
χουντικής περιόδου: μεγαλόστομη, φωνακλάδικη, με καλλιτεχνική διεύθυνση προβληματική
-κοστούμια «κυριακάτικα», μακιγιάζ κάκιστο…-, με επίπεδη φωτογραφία και κάκιστη
διεύθυνση των ηθοποιών -σπάνια έχω δει τόσο κακή υποκριτική και μάλιστα από
ηθοποιούς που τους ήξερα και μου είχαν αρέσει ιδιαίτερα σε παλαιότερες ταινίες
ή στο θέατρο- με την εξαίρεση του λιτού Σέρβου Μίκι Μανόιλοβιτς… Ένα ατυχές
γουέστερν σπαγγέτι α λα μακεδονικά που θα μπορούσα να το χαρακτηρίσω, για να είμαι
πιο γλαφυρός, γουέστερν-παστραμαϊλία…
Από τη δική μας μεριά μάς εκπροσώπησε
η Αννέτα Παπαθανασίου στο Πρόγραμμα Ντοκιμαντέρ με την ταινία της «Παίζοντας με τη φωτιά»: ένα εξαιρετικά
ενδιαφέρον θέμα -γυναίκες του Αφγανιστάν που με κίνδυνο της ίδιας τους της ζωής
τολμούν να κάνουν θέατρο σε μία χώρα όπου οι φανατικοί το θεωρούν ανίερο-, επίπεδα
όμως κινηματογραφημένο.
Από τις δέκα ταινίες του
Επίσημου Προγράμματος είδα τις τέσσερις: επίπεδο υψηλότατο παρά επί μέρους
αντιρρήσεις.


Με το «Λεβιάθαν» (Ρωσία) ο Αντρέα Ζβιάγκιντσεφ κάνει μία σαφέστατα πολιτική ταινία: ο Δήμαρχος μιας μικρής ρωσικής
πόλης, με την αστυνομία και τη δικαιοσύνη πιόνια στα χέρια του και σε διάλογο διαπλοκής, μέσω του μητροπολίτη της περιοχής του, με την Εκκλησία, βάζει στο μάτι το σπίτι και τη γη του Κόλια, ενός ιδιοκτήτη συνεργείου αυτοκινήτων που ζει με τη δεύτερη γυναίκα του και τον έφηβο γιο του από τον πρώτο του γάμο. Εκείνος ανθίσταται σθεναρά, μέσω ενός φίλου του δικηγόρου που έρχεται από τη Μόσχα να υπερασπιστεί τα συμφέροντά του, και δείχνει να κερδίζει στα σημεία. Η εξουσία, όμως, υπό το πορτρέτο του προέδρου Πούτιν -ένα πολύ εύγλωττο σχόλιο…- θα συσπειρωθεί. Και ο Κόλια θα πληρώσει. Χάνει τα πάντα. Η μετατόπιση του άξονα από το ισχυρό πολιτικό κομμάτι στην ερωτική ιστορία του δικηγόρου με τη γυναίκα του Κόλια, η οποία γίνεται από όλους αντιληπτή, και ο μανιχαϊστικός χαρακτηρισμός των προσώπων -προβλήματα του σεναρίου- αφαιρούν από το τελικό αποτέλεσμα που δεν παύει, πάντως, να παραμένει σφριγηλό. Το σαρκαστικό φινάλε, με τα θυρανοίξια ενός μεγάλου ναού που κτίστηκε πάνω στα ερείπια του ξεριζωμένου σπιτικού του Κόλια, και με το κήρυγμα του μητροπολίτη, παρουσία όλων των διαπλεκομένων, απατεώνων, μπράβων, δολοφόνων κλπ, περί Αλήθειας, συγκλονιστικό. Η φωτογραφία του Μιχαήλ Κρίτσμαν κατατάσσεται στις μεγάλες ποιητικές στιγμές του κινηματογράφου.

Από το Πρόγραμμα «Νέα Οράματα« είδα το «Λευκή σκιά» (Γερμανία) του Νόαζ Ντέσε. Ένας -και πάλι- έφηβος αλμπίνος σε μία
αδυσώπητη μπροστά στη διαφορετικότητα αφρικανική χώρα, την Τανζανία, μετά το φόνο του επίσης αλμπίνου πατέρα του από μία συμμορία που διοχετεύει καθόλου αφιλοκερδώς σε κάποιο ντόπιο μάγο την περιζήτητη καρδιά του αλμπίνου, φυγαδεύεται από τη μητέρα του, που φοβάται πως το παιδί θα έχει την ίδια τύχη, σε έναν νταλικιέρη θείο του και γίνεται μικροπωλητής -πάντα καταδιωκόμενος για τη διαφορετικότητά του. Όταν οι κάτοικοι του χωριού του θα ξεσηκωθούν κατά των δολοφόνων του πατέρα του, θα φτάσει η στιγμή που θα οπλίσουν το χέρι του αγοριού με ένα μαχαίρι και θα το πιέσουν για την εκδίκηση. Ο αλμπίνος έφηβος, όμως, δεν θα δεχτεί να συνεχίσει τον κύκλο του αίματος. Ταινία γεμάτη δύναμη, ασθματικά κινηματογραφημένη, με μία αίσθηση ντοκιμαντέρ.
Καθόλου δεν σνομπάρισα το Διαγωνιστικό Πρόγραμμα Ταινιών Μικρού μήκους: είδα τις έξι από τις εννιά -εκ των οποίων δύο ήταν μακεδονικές και οι υπόλοιπες επτά επιλογή από το πρόγραμμα του φετινού Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους του Κλερμόν Φεράν με το οποίο το Φεστιβάλ Μανάκη συνεργάζεται εδώ και έξι χρόνια.
Βαθύτατα τρυφερό -μία ελεγεία στη μοναξιά- το «37˚4 S» (Γαλία) του Αντριάνο Βαλέριο: δύο ερωτευμένοι έφηβοι -ένα αγόρι και
ένα κορίτσι- στο νησί Τριστάν ντα Κούνια, χαμένο στη μέση του Ατλαντικού, χωρίζουν όταν το κορίτσι φεύγει να σπουδάσει στο Λονδίνο.
Στο «Βουνό στη σκιά» (Ισπανία), πειραματικό ντοκιμαντέρ του Λόις Πατίνιο που υπογράφει και τη διεύθυνση φωτογραφίας, επί
δεκατέσσερα λεπτά παρακολουθούμε από μακριά, με την κάμερα στημένη σε μία κορυφή, σχεδόν στη σιωπή, ένα χιονοδρομικό κέντρο -τις πίστες του και τους σκιέρ του να κινούνται σαν μυρμήγκια- με το φως να αλλάζει και τη φωτογραφία να το «πειράζει». Ένα εικαστικό αριστούργημα.



Έκλεισα το τριήμερο με τρεις από τις μικρού μήκους ταινίες του Μακεδονικού Πανοράματος, δημιουργίες παιδιών στη αρχή της καριέρας τους.

Ο Βλάντιμιρ Μίτρεφσκι στο «Οδός Σέξπιρ 9/1» υπογράφει μία μαύρη κωμωδία με τρεις νεκρούς και έναν, από παρεξήγηση, πιθανό ύποπτο φόνου, που είναι όμως, παντελώς αθώος: τον υποτακτικό σύζυγο μιας ανυπόφορης συζύγου, ο οποίος επισκέπτεται, κατ’ εντολή της και μαζί με τον άτακτο μικρό γιο τους, ένα διαμέρισμα το οποίο σκέπτονται να αγοράσουν, την ημέρα που η ιδιοκτήτριά του έχει πεθάνει ενώ στην ιστορία εμπλέκονται δύο γείτονες: μία καρδιακή γριά και ένας παραλογισμένος γέρος με όπλο στο χέρι. Ταινία με χιούμορ, που μου θύμισε την υπέροχη σέρβικη μαύρη φάρσα «Θάνατος ενός άνδρα στα Βαλκάνια» του Μίροσλαβ Μομτσίλοβιτς
που είχα δει πρόπερσι στην Μπίτολα αλλά… άλλα τα μάτια του λαγού.
Πιο ολοκληρωμένο από τα τρία ταινιάκια, η «Ακρόαση» της Λαβίνια Σοφρονίεφσκα: ένας νεαρός πιανίστας δίνει ακρόαση σε μία τριμελή επιτροπή ενώ κομμάτια της ζωής του ξεπηδούν από τη μνήμη του και ζωντανεύουν.
Υ.Γ.1. Έφυγα λίγο μετά από την αρχή της προβολής της εξαίρετης ταινίας του Στίβεν Ντόλντρι «The Reader» («Σφραγισμένα χείλη»). Η επιλογή μιας απαράδεκτης κόπιας -ή dvd;- που προβλήθηκε με εξωφρενικά κατεστραμμένο ήχο ΠΡΟΣ ΤΙΜΗΝ του βραβευόμενου Κρις Μέντζις, ο οποίος υπέγραφε τη διεύθυνση φωτογραφίας της, ως ενδεικτική της δουλειάς του ήταν τουλάχιστον ατυχής αν όχι προσβλητική. Και μεγάλο φάουλ του Φεστιβάλ.
Υ.Γ.2. Καλόγουστο, εξαιρετικής ποιότητας το πρόγραμμα-βιβλίο του Φεστιβάλ που επιμελήθηκε η Futura 2/2. Αλλά ένα ευρετήριο των ταινιών στο τέλος θα το έκανε περισσότερο χρηστικό.
Πολιτιστικό Κέντρο της Μπίτολα / 35ο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Διευθυντών Φωτογραφίας «Αδελφοί Μανάκη» της Μπίτολα, 14, 15, 16 Σεπτεμβρίου 2014.