August 8, 2013

Του μπούγιου και των νίντζα… η Λίγο πριν οι Αμερικάνοι κάνουν το Ναγκασάκι στάχτη


Το έργο. Αρχές του 20ου αιώνα και ο Μπ. Φ. Πίνκερτον, υποπλοίαρχος σε πλοίο του Πολεμικού Ναυτικού των ΗΠΑ που ναυλοχεί στο Ναγκασάκι της Ιαπωνίας, αποφασίζει, με την επιπολαιότητα του ναυτικού που γλεντάει στα λιμάνια, να συνάψει γάμο με μία δεκαπεντάχρονη γκέισα, την Τσο-Τσο-Σαν _ που στα αγγλικά μεταφράζεται Μπατερφλάι, Πεταλούδα δηλαδή. Εν γνώσει του ιαπωνικού νόμου σύμφωνα με τον οποίο μπορεί, αφού τρυγίσει το κορίτσι _ που αυτό επιδιώκει _, ανά πάσα στιγμή να διαλύσει το γάμο. Για εκείνη όμως ο γάμος είναι πολύ σοβαρή υπόθεση _ ιερή. Πόσω μάλλον όταν έχει ερωτευτεί τον Πίνκερτον. Και έχει μάλιστα ασπαστεί το χριστιανισμό, τη θρησκεία του.
Η γαμήλια τελετή στο σπίτι που ο Πίνκερτον νοίκιασε σε ένα λόφο της πόλης με θέα στο λιμάνι, παρουσία του προξένου των ΗΠΑ Σάρπλες, ο οποίος εις μάτην έχει προσπαθήσει να λογικέψει τον υποπλοίαρχο αντιλαμβανόμενος τις προθέσεις του, και του επαγγελματία προξενητή Γκόρο ο οποίος έχει μεσολαβήσει, διακόπτεται βίαια από έναν Μπόνζο _ βουδιστή μοναχό _, θείο της νύφης, ο οποίος την καταριέται γιατί απαρνήθηκε την πίστη της. Η μητέρα και οι συγγενείς της που είναι παρόντες, όταν το μαθαίνουν, έξω φρενών απαρνιούνται, με τη σειρά τους, την Τσο-Τσο-Σαν και αποχωρούν.
Ο Πίνκερτον σύντομα θα φύγει από το Ναγκασάκι με όρκους αγάπης. Αλλά θα ακολουθήσει η απόλυτη σιωπή. Σαν περάσουν τρία χρόνια, ο Σάρπλες θα επισκεφτεί την Μπατερφλάι _ που ζει στο ίδιο σπίτι, μαζί με την πιστή της υπηρέτρια Σουτζούκι, μέσα στη φτώχεια και τη μοναξιά, αφοσιωμένη αποκλειστικά στη σκέψη της επιστροφής του «συζύγου» της παρά τη σιωπή του, με τον Γκόρο να την περιτριγυρίζει προξενεύοντάς την, προς μεγάλη της οργή, έναν πλούσιο ηλικιωμένο _ για  να την πληροφορήσει πως ο Πίνκερτον έρχεται αλλά πως τα νέα του, τελικά, δεν είναι καλά. Η Μπατερφλάι θα αρνηθεί να ακούσει οτιδήποτε περισσότερο. Αποκαλύπτει στον Σάρπλες πως μαζί της περιμένει τον πατέρα του και ένα παιδάκι τρίχρονο _ ο γιος τους. Όταν ο Πίνκερτον φτάνει για να πείσει την Μπατερφλάι να δεχτεί το προξενιό του Γκόρο, τον συνοδεύει η «νόμιμη» αμερικανίδα γυναίκα του. Τότε είναι που θα μάθει από τον Σάρπλες για το παιδί. Δεν θα τολμήσει να αντιμετωπίσει την Μπατερφλάι. Ζητάει μόνο να πάρει το γιο του. Η Μπατερφλάι θα το δεχτεί. Πριν, όμως, παραδώσει το παιδάκι, θα αυτοκτονήσει με το τελετουργικό μαχαίρι που έχει αυτοκτονήσει και ο πατέρας της: η Μπατερφλάι αφανίζεται με υπαίτιο έναν  αμερικανό στρατιωτικό σαράντα κάτι χρόνια πριν οι Αμερικανοί αφανίσουν το Ναγκασάκι της. Τι σύμπτωση!... 
Ο Τζάκομο Πουτσίνι συνέθεσε την όπερά του «Μαντάμα Μπατερφλάι» (1904) πάνω στο λιμπρέτο των Τζουζέπε Τζακόζα και Λουίτζι Ίλικα, το βασισμένο στο ομότιτλο μονόπρακτο (1900) του Ντέιβιντ Μπελάσκο ο οποίος, με τη σειρά του, είχε βασιστεί στο επίσης ομώνυμο διήγημα (1898) του Τζον Λούθερ Λονγκ. «Γιαπωνέζικη τραγωδία» τη χαρακτηρίζει, πρόκειται, όμως, για γνήσιο μελόδραμα: ρομαντικό, πληθωρικό, δακρύβρεκτο, με υπερβολές. Αλλά η μουσική τού μελωδιστή Πουτσίνι _ αν και συμπλέει με το άκρως μελοδραματικό κείμενο και υπογραμμίζει τη θεατρικότητά του, αν και δεν αποσκορακίζει το βερισμό _ πηγαία, λεπτά ενορχηστρωμένη, με διακριτικά δάνεια από τους ήχους της ιαπωνικής μουσικής, με μία προσωπική χρήση των καθοδηγητικών θεμάτων, το περιβάλλει με κύρος, το απογειώνει και δημιουργεί ένα υπέροχο έργο που καθόλου τυχαία όχι απλώς έγινε κλασικό αλλά παραμένει εξαιρετικά δημοφιλές.
Η παράσταση. Ο αργεντινός σκηνοθέτης Ούγκο ντε Άνα, όπως απέδειξε ήδη από πέρσι με την «Τόσκα» που έκανε στο Ηρώδειο για την Λυρική, δεν είναι σκηνοθέτης της ουσίας και του ψαξίματος. Είναι σκηνοθέτης του μπούγιου και της επιφανειακότητας και της εντυπωσιοθηρίας. Την «Μπατερφλάι» του _ στην οποία και πάλι υπέγραψε και τα σκηνικά και τα κοστούμια _, αντιστρόφως ανάλογα προς τη διακριτικότητα με την οποία ο Πουτσίνι χρησιμοποιεί στη μουσική του την «ιαπωνικότητα»,  τη φόρτωσε μέχρι κορεσμού με γιαπωνέζικο φολκλόρ _ Νίντζα (!), φιγούρες του «Καμπούκι»… _, σε μία προσπάθεια να πείσει για αυθεντικότητα. Η οποία είναι αφέλεια να θεωρείς ότι κατακτάται με τα εξωτερικά αυτά μέσα. Ο φλύαρος σκηνοθέτης παραγέμισε το έργο μέσα από κάθε «άνοιγμα» που βρήκε. Ειδικά σ’ εκείνο το ιντερμέτζο της δεύτερης πράξης, που ο Πουτσίνι το έγραψε για να υπογραμμίσει τη σιωπή της αναμονής, τι σκηνοθετική λογοδιάρροια! Το έπνιξε ο Ούγκο ντε Άνα σε λάβαρα και σημαίες. Με την αμερικάνικη αστερόεσσα να κυριαρχεί σε όλη την  παράσταση, προφανώς για να υπογραμμίσει τον αμερικάνικο ιμπεριαλισμό: τεράστιες αμερικάνικες σημαίες, η Μπατερφλάι ράβει μία σημαία αμερικάνικη, το παιδάκι είναι ντυμένο με κιμονό – αμερικάνικη σημαία, σε όλο το πλάτος και το μήκος του τοίχου απλώθηκε σε βίντεο η αστερόεσσα… Τόσο πια, που σκεφτόσουν πως χορηγός της παράστασης είναι η πρεσβεία των ΗΠΑ και το επέβαλε! Στο συγκεκριμένο αρχοντοχωριάτικο πλαίσιο ο σκηνοθέτης κίνησε συμβατικά χορωδία και σολίστες στριμώχνοντάς τους στη στενή σκηνή.
Ευτυχώς στα σκηνικά ο Ούγκο ντε Άνα πήρε, φαίνεται, το μάθημα του από πέρσι: πως η σκηνή του Ηρωδείου δεν σηκώνει μπούγιο σκηνογραφικό. Και τα τρία πρατικάμπιλε που έστησε ορίζοντας τρεις διαφορετικούς σκηνικούς χώρους ήταν διακριτικά και καλόγουστα. Αλλά δεν ήταν δυνατόν, φαίνεται, να αντέξει έως το τέλος τόση λιτότητα: οι προβολές που ετοίμασε ο Σέρτζιο Μετάλι – Ideogramma άγγιξαν και ξεπέρασαν την υπερβολή, όσο και αν ο τοίχος του θεάτρου, με τις καμάρες και τις φθορές και τις ανωμαλίες, δεν τις σηκώνει. Όταν, όμως, απλώθηκαν, δίκην μπουγάδας, από την μία άκρη έως την άλλη σκοινιά με κρεμασμένα λευκά χαρτιά σαν από ρολά τουαλέτας, που τα μαδούσαν διότι αναπαριστούσαν ανθισμένες κερασιές ενώ στον τοίχο βλέπαμε να ίπτανται εκατοντάδες πεταλούδες _ butterflies, ω, του συμβολισμού… _ το όλο πράγμα εξετράπη στο κιτς. Τα κοστούμια του, επίσης στον αστερισμό της «αυθεντικότητας», χωρίς, ομολογώ, να είναι κακόγουστα. Ο Βινίτσιο Κέλι με τους φωτισμούς του και η Λέντα Λογιόντιτσε με τη χορογραφία και την κινησιολογία που δίδαξε υποστήριξαν τη σκηνοθεσία.
Να επισημάνω, επίσης, πως μέσα στo αποκλειστικό σκηνοθετικό μέλημα που ήταν το μπούγιο διέφυγαν και ουσιώδεις λεπτομέρειες: στις αρχές του 20ου αιώνα, οπότε και διαδραματίζεται το έργο, η σημαία των ΗΠΑ δεν είχε ακόμη, όπως είδαμε στην παράσταση, πενήντα αστέρια. Ούτε η Κέιτ είναι δυνατόν, όσο χειραφετημένη και αν παρουσιάζεται, να φοράει πάνινα μποτάκια All Star
Η Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής και ο Μύρων Μιχαηλίδης που είχε τη μουσική διεύθυνση έσωσαν την τιμή των όπλων. Δεν συνέπλευσαν με την πληθωριστική σκηνοθετική γραμμή αλλά υπηρέτησαν τη μουσική του Πουτσίνι. Η οποία ακούστηκε με όλες τις λεπτές αποχρώσεις της και, όπου έπρεπε, με τις δραματικές κορυφώσεις της _ συγκινητική χωρίς να λιγώνεται από τη συγκίνηση. Στην ίδια γραμμή κινήθηκε και η Χορωδία της Λυρικής σε διεύθυνση του Αγαθάγγελου Γεωργακάτου: εξαιρετική.
Οι ερμηνείες. Η διανομή που είδα διέθετε έναν διεθνούς επιπέδου καλλιτέχνη μας: τον βαρύτονο Δημήτρη Πλατανιά. Παρά την υποκριτική και κινησιολογική του δυσκαμψία _ που πρέπει να τις πολεμήσει _ έδωσε με φωνή εύρους και υψηλής ποιότητας και με τον αυτοέλεγχο που τον διακρίνει έναν Σάρπλες απολύτως έγκυρο. Ο Ιταλός τενόρος Βάλτερ Φρακάρο, ηλικιακά πολύ ώριμος πια για να πείσει ως Πίνκερτον, τραγούδησε _ σωστά, είναι η αλήθεια, με φωνητικό μέταλλο ικανοποιητικό _ και κινήθηκε με μία προπέτεια ιταλιάνικη _ με την κακή έννοια… _ που του την χρεώνω προσωπικά και όχι ως ερμηνεία του ρόλου _ «ο αδίστακτος ναυτικός».
Ούτε η σοπράνο Μαρία Λουίτζα Μπόρσι πείθει για δεκαπεντάχρονη. Ερμήνευσε, όμως, την Μπατερφλάι, αν και η φωνή της δεν με εντυπωσίασε, με λεπτότητα και στο φινάλε έδωσε στο ρόλο και μετέφερε στο κοίλον γνήσια συγκίνηση. 
Από τους υπόλοιπους, όλους σε ένα ευπρεπές φωνητικό επίπεδο, ξεχώρισα τον Μπόνζο του Τάσου Αποστόλου, τη ζεστή, ρώσικη φωνή της Ολέσια Πέτροβα – Σουτζούκι και, κυρίως, αν και σε απειροελάχιστο ρόλο _ της Κέιτ _, την πειστικότατη Μαρισία Παπαλεξίου που μέσα σε λίγα λεπτά έγραψε με την έξοχη παρουσία της, τη βουβή υποκριτική της και το τσιγάρο στο χέρι. Στον Γκόρο του Χαράλαμπου Αλεξανδρόπουλου βρήκα υπερβολικές τις μούτες.
Το συμπέρασμα. Μία παράσταση αξιοπρεπής αλλά απολύτως συμβατική ενός έργου χιλιοπαιγμένου. Μήπως η Λυρική πρέπει να αναθεωρήσει κάποιες επιλογές της; Και να πείσει το κοινό της πως μπορεί και «αλλιώς»;  

Ωδείο Ηρώδη του Αττικού, Εθνική Λυρική Σκηνή,  30 Ιουλίου 2013.

No comments:

Post a Comment