August 12, 2013

Δρυός πεσούσης… ή Το τέλος ενός ήρωα - τέρατος


Το έργο. Δεκαπέντε μήνες έχει να δει τον Ηρακλή και να μάθει νέα του η γυναίκα και μάνα των παιδιών του, η Δηιάνειρα. Ο ήρωας, αφού ολοκλήρωσε τους δώδεκα άθλους του, βρίσκεται κάπου στην Εύβοια μπλεγμένος σε μία διαμάχη με το βασιλιά της Οιχαλίας, τον Εύρυτο, παλιό του σύντροφο του οποίου έχει σκοτώσει το γιο. Ο Δίας τον τιμώρησε για το φόνο αυτό, αναγκάζοντάς τον να υπηρετήσει ως δούλος την Ομφάλη, τη βασίλισσα της Λυδίας – η έσχατη ταπείνωση. Όταν η τιμωρία έληξε, ο Ηρακλής εκστράτευσε εναντίον της Οιχαλίας για να πάρει εκδίκηση.
Η Δηιάνειρα, που με τα παιδιά της έχει καταφύγει στην Τραχίνα, στέλνει τον μεγαλύτερο γιο τους, τον Ύλλο, να ψάξει τον πατέρα του. Αλλά στο μεταξύ φτάνει απεσταλμένος του Ηρακλή _ ο Λίχας. Ο Ηρακλής, τους ανακοινώνει, νίκησε, κατέλαβε την Οιχαλία και πριν γυρίσει στέλνει με τον Λίχα στη γυναίκα του σκλάβες. Ανάμεσά τους, ένα σιωπηλό, όμορφο κορίτσι την ταυτότητα του οποίου ο απεσταλμένος δηλώνει πως αγνοεί όταν ερωτάται από την Δηιάνειρα. Αλλά ο ντόπιος γέροντας Άγγελος τον ξεμπροστιάζει: η αλήθεια είναι πως η εκστρατεία του Ηρακλή εναντίον του Εύρυτου αφορμή είχε την άρνηση του βασιλιά της Οιχαλίας να δώσει στον ήρωα ως παλλακίδα την κόρη του Ιόλη. Αυτή είναι το σιωπηλό  κορίτσι που έστειλε στην Δηιάνειρα μαζί με τις άλλες σκλάβες.
Η Δηιάνειρα κρατάει την ψυχραιμία της. Επιστρατεύει, όμως, άλλα μέσα για να ξανακερδίσει τον έρωτα του άντρα της. Ο Κένταυρος Νέσσος, που, όταν, κάποτε, ο Ηρακλής του ανέθεσε να την περάσει από ένα ποτάμι, αποπειράθηκε να τη βιάσει και ο Ηρακλής τον σκότωσε με ένα βέλος, πριν πεθάνει της είχε πει να κρατήσει το ξεραμένο αίμα από την πληγή του γιατί μπορεί να το χρησιμοποιήσει ως φίλτρο ερωτικό, αν κάποια μέρα, κινδυνεύσει να χάσει την αγάπη του άντρα της. Τώρα που η στιγμή έφτασε, η Δηιάνειρα στέλνει στον Ηρακλή με τον Λίχα ένα χιτώνα ποτισμένο με το φίλτρο που δεν γνωρίζει ότι στην πραγματικότητα δρα ως δηλητήριο: είναι η καθυστερημένη εκδίκηση του Νέσσου.
Όταν ο Ύλλος επιστρέφει, ρίχνοντας κατάρες στη μάνα του για το χιτώνα που έστειλε στον πατέρα του και που, τελικά, όντως τον οδηγεί στο θάνατο μέσα σε πόνους φριχτούς, η Δηιάνειρα, ψυχή βαθιά ευγενική, που συνειδητοποιεί τι έχει άθελά της διαπράξει, με αξιοπρέπεια, εντελώς σιωπηλή _ ως άλλη Ιοκάστη του «Οιδίποδα τύραννου», ως άλλη Ευρυδίκη της «Αντιγόνης» _ αποχωρεί. Σύντομα η Τροφός θα κομίσει το τραγικό νέο: πως η κυρά της αυτοκτόνησε.
Όταν μεταφέρουν τον ετοιμοθάνατο Ηρακλή, αυτός, ένα τέρας εγωισμού, ζητάει από τον Ύλλο να τον ανεβάσει στην πιο ψηλή κορυφή της Οίτης και να τον κάψει και κατόπιν να πάρει εκείνος την Ιόλη για γυναίκα του. Ο νεαρός το ακούει με φρίκη, θα αναγκαστεί όμως να υποκύψει: είναι η τελευταία επιθυμία του πατέρα του. Τέλος εποχής. Οι ήρωες μας έχουν τελειώσει.
Ο Σοφοκλής στις «Τραχίνιές» του (η τραγωδία τοποθετείται μεταξύ 457 και 430 π.Χ) υστερεί, ίσως, σε σχέση με τις άλλες γνωστές μας τραγωδίες του. Εδώ το κέντρο βάρος του δράματος μετατοπίζεται _ πράγμα που συμβαίνει βέβαια και στον «Αίαντα». Ενώ όλα όσα λέγονται και ακούγονται αφορούν τον Ηρακλή, η Δηιάνειρα είναι εκείνη που είναι παρούσα στα δύο τρίτα του έργου για να εξαφανιστεί, όμως, στο τελευταίο μέρος, όταν ο Ηρακλής εμφανίζεται, και να μην υπάρξει καμία μεταξύ τους σύγκρουση. Εντούτοις οι «Τραχίνιες» είναι ένα έργο ενδιαφέρον. Που μοιάζει πιο κοντά στον Ευριπίδη καθώς απομυθοποιεί τον Ηρακλή.
Η παράσταση. Ο Θωμάς Μοσχόπουλος, που υπογράφει και την καθαρή, χωρίς περικοκλάδες, απόδοση του κειμένου, ανέλαβε τη σκηνοθεσία της ελάχιστα παιγμένης τραγωδίας. Ίσως το ενδιαφέρον του για το έργο εστιάστηκε στο γεγονός ότι ζούμε μία ανάλογη εποχή: οι ήρωες μας τελείωσαν. Eτοίμασε, σε συνεργασία με τον Κορνήλιο Σελαμσή που συνέθεσε τη ζωντανά παιζόμενη μουσική, μία παράσταση που αγγίζει τα όρια του μουσικού θεάτρου: στάσιμα πλήρως αδόμενα αλλά και μέρη των επεισοδίων τα οποία σε ορισμένα σημεία ξεφεύγουν στο τραγούδι, ειδικά στο ρόλο του Ηρακλή _ σαν άριες. Ο κόσμος της παράστασής του, στην αρχή και όσο ο Ηρακλής δεν είναι παρά απόηχος μακρινός, έστω και αν όλοι και όλα περιστρέφονται γύρω από αυτόν, είναι σκοτεινός. Φωτίζεται σιγά – σιγά, όσο πλησιάζει η εμφάνισή του. Η αντίστιξη αυτή _ ο κόσμος φωτίζεται όταν ο Ηρακλής – τέρας οδεύει προς το θάνατο σαν να φωτίζεται πια η αλήθεια _ παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον.
Η παράσταση, που την προθερμαίνει ένας προάγων με τις κοπέλες του Χορού να αφηγούνται μία - μία τους άθλους του Ηρακλή, είναι στημένη με προσοχή, έχει ατμόσφαιρα, έχει ύφος προσωπικό, έχει υψηλή αισθητική και διαθέτει σκηνές αξιομνημόνευτες, όπως της Παρόδου με τα φανάρια θυέλλης ή του φινάλε με την πυραμιδοειδή νεκρική πομπή του Ηρακλή, δεν της λείπουν, όμως, και τα μειονεκτήματα: το προσωπικό αυτό ύφος δεν είναι απόλυτα ξεκάθαρο, η μουσική, ίσως, είναι περισσότερη απ’ όση χρειαζόταν _ σε μπουκώνει _, οι ρυθμοί κάποιες στιγμές πάσχουν. Και, πάνω απ’ όλα, μου άφησε την αίσθηση πως της λείπει η ενέργεια.
Η Έλλη Παπαγεωργακοπούλου καθόρισε σκηνικά το χώρο με μεγάλη λιτότητα αλλά άψογα. Ο σκελετός, ο φωτισμένος με κόκκινο φως, μιας πόρτας, ο σχηματισμένος από σωλήνες νέον μοιάζει σαν είσοδος για την κόλαση _ μία κόλαση σαρτρική. Ο τεράστιος, σχισμένος στη μέση κορμός, με παρέπεμψε στο τέλος του Ηρακλή _ στο «δρυός πεσούσης…». Και οι φλοκάτες που ξετυλίχτηκαν και απλώθηκαν δένονται απόλυτα με τον δασύτριχο Νέσσο και τον φονικό χιτώνα. Αλλά τα κοστούμια της μου άφησαν εντυπώσεις ανάμεικτες: μία γκάμα η οποία εκτείνεται από το συγκλονιστικό της Δηιάνειρας, που γλείφει το κορμί της το τυλιγμένο σ’ ένα ανάλαφρο ρόδινο πέπλο, ένα κοστούμι – γλυπτό που χαρακτηρίζει απόλυτα το ρόλο _ σαν μία αχλύς ευγένειας _ και το εξαιρετικά επιτυχημένο, ογκώδες και με τάση προς το γκροτέσκο, του Ηρακλή μέχρι την περιττά χοντροκομμένη, κατά τη γνώμη μου, εμφάνιση του Λίχα και τα κάπως ουδέτερα γκρίζα και όχι τόσο λειτουργικά του χορού.
Ο Λευτέρης Παυλόπουλος για άλλη μια φορά _ έχω βαρεθεί να το επαναλαμβάνω… _ θαυματουργεί με τους φωτισμούς του στους οποίους πάρα πολλά οφείλει η παράσταση. Ο Χρήστος Παπαδόπουλος δίδαξε μία ελεύθερη κίνηση στο χορό απόλυτα δεμένη με τη σκηνοθετική γραμμή. Και η Μελίνα Παιονίδου έχει κάνει μία εξαιρετική μουσική διδασκαλία έχοντας, βέβαια, στη διάθεσή της ένα θαυμάσιο υλικό _ τα μέλη του Χορού.
Οι ερμηνείες. Το άλλο μείον που εισέπραξα από την παράσταση είναι η έλλειψη υποκριτικής ομοιογένειας. Σαν οι _ καλοί _ ηθοποιοί να κινήθηκαν ο ένας ανεξάρτητα από τον άλλο. Και αν ο Αργύρης Ξάφης κατάφερε να δώσει σωστά τον τερατώδη Ηρακλή, από την εξαίρετη και με γκάμα Άννα Μάσχα _ αγαλμάτινη με το κοστούμι της Έλλης Παπαγωργακοπούλου που ξέρει να το φοράει _ ένοιωσα να λείπει το μέγεθος. Αν ο Κώστας Μπερικόπουλος ήταν αποδοτικότατος στον τρόπο που _ σωστά _ η σκηνοθεσία τού ζήτησε να δώσει τον Άγγελο προβάλλοντας τα κωμικά στοιχεία, ο επίσης πολύ καλός Θάνος Τοκάκης, με φωνή που πρέπει να τη δουλέψει ώστε να γίνει κατάλληλη για αρχαίο θέατρο, μου φάνηκε να αποπειράται να κάνει τραγωδία αλλά μόνο ένα ημιτελές σχέδιο να καταφέρνει να δώσει.
Χωρίς ενέργεια βρήκα την Κορυφαία Άννα Καλαϊτζίδου, άλλη μία ηθοποιό που πολύ εκτιμώ, ενώ ο Γιώργος Χρυσοστόμου _ επίσης τάλαντο _ εδώ μου άφησε την εντύπωση μιας μεγάλης αυτοπεποίθησης που τον οδήγησε σε μία αγοραία ερμηνεία _ «κοιτάξτε μέ τι άνεση τα ρίχνω». Όσο για την Φιλαρέτη Κομνηνού, έξοχη φιγούρα και με πολύ καλή, γειωμένη κίνηση, ίσως κάνει την πιο ολοκληρωμένη ερμηνεία της παράστασης αλλά δείχνει άλλης, παλαιότερης σχολής από τους υπόλοιπους με τους οποίους δεν δένει. Η βουβή Ιόλη της Ελένης Μπούκλη προσέθεσε στο αποτέλεσμα με την ευγενική παρουσία της.
Το συμπέρασμα. Μία παράσταση πολύ σοβαρών προθέσεων με εξαιρετικά στοιχεία αλλά άνιση και με επί μέρους προβλήματα. Δείτε την, πάντως. Μπορεί και να διαφωνήσετε μαζί μου.


Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, Εθνικό Θέατρο, Φεστιβάλ Επιδαύρου, 3 Αυγούστου 2013.

No comments:

Post a Comment