August 10, 2013

Η μηδέποτε απολεσθείς κόρη



Το έργο. Μοναχοπαίδι το είχανε η Φαύστα και ο Γιάννης το Ριτσάκι «που ήτο εν τετραετής κι ωραίον κοριτσάκι». Το πήρε, όμως, μαζί ο πατέρας του στο ψάρεμα που ήταν το χόμπι του. Και καθώς είχε αφοσιωθεί στο καλάμι του και το Ριτσάκι κολυμπούσε πλάι του _ κάπου στο (τότε) Φάληρο _, το κοριτσάκι ξαφνικά εξηφανίσθη. Άφαντο. Μήπως το κατάπιε το κήτος που εφημολογείτο ότι κυκλοφορούσε στα νερά του Φαλήρου τις μέρες εκείνες; Ο απαρηγόρητος (;) Γιάννης θα γυρίσει σπίτι και μαζί με την Φαύστα θα επανέλθουν στην ακτή να ψάξουν για το παιδί. Δεν θα το βρουν πουθενά. Η ψύχραιμη έως τότε Φαύστα θα χάσει την ψυχραιμία της και συντετριμμένη θα ξεσπάσει σε λυγμούς _ κοπετός, απαρηγόρητη, δεν μπορεί να τη συνεφέρει ο Γιάννης. Όχι όμως για το χαμό της Ρίτσας. Αλλά για τον εν Φαλήρω χαμό του Καραϊσκάκη. Διότι ο Γιάννης, δραττόμενος της παρουσίας τους στο Φάληρο, θα της αφηγηθεί τις συνθήκες υπό τας οποίας ο ήρως εχάθη και τας οποίας μέχρι τότε η Φαύστα αγνοούσε.
Θα περάσουν πάνω από δώδεκα χρόνια. Η ζωή κυλά ομαλά πια για το ζεύγος. Το Ριτσάκι έχει ξεχαστεί. Ο Γιάννης συνεχίζει να καταγίνεται με το χόμπι του ψαρέματος. Οπότε, μίαν ωραίαν ημέραν θα κομίσει στο σπίτι καλή ψαριά: έναν ψάρακλα τοιούτου μεγέθους που δεν το έχουν ξαναδεί. Και ενώ η Φαύστα καθαρίζει το ψάρι για να το μαγειρέψει, ιδού το θαύμα! Ως άλλον του προφήτη Ιωνά. Η Ρίτσα, το χαμένο τους παιδί, έφηβη πια, θα ξεπεταχτεί από το ψάρι, καρπός της κοιλίας του. Είναι ζωντανή! Επρόκειτο περί του κήτους που την είχε καταπιεί. Εντός της κοιλίας του οποίου όχι μόνον επέζησε αλλά ταξίδεψε ανά την υφήλιον. Και ακριβώς τις εντυπώσεις της όλων αυτών των χρόνων θα τους διηγηθεί. Το μόνο μελανόν σημείον, η ψαρίλα την οποία αναδίδει. Η υπηρέτρια Μαριάνθη επιμένει να πλυθεί αμέσως το κορίτσι. Αλλά δεν εισακούεται. Σφάλμα μέγα! Η ψαρίλα έλκει τις γάτες της γειτονιάς που ορμούν στο Ριτσάκι, ως άλλες Βάκχες στον Πενθέα, και δεν του αφήνουν κοκκαλάκι _ ή, τέλος πάντων, αφήνουν ολίγα κόκκαλα.
Δύο έτη μετά, στο σπίτι της Φαύστας και του Γιάννη θα καταπλεύσει ζεύγος ονόματι Ιατρού με το γιο τους τον οποίον επίσης είχαν χάσει και βρήκαν επίσης μέσα στην κοιλιά ψαριού _ αλλά τον οποίο εγκαίρως, προφανώς, έπλυναν… _ για να τον προξενέψουν στο Ριτσάκι. Θα αναγκαστούν να φύγουν άπρακτοι όταν μαθαίνουν τι ακριβώς του έχει συμβεί με τις γάτες - Βάκχες.
«Ιλαροτραγωδία» χαρακτηρίζει το έργο του «Φαύστα ή Η απολεσθείς κόρη» (γράφτηκε το 1963, πρεμιέρα το 1965) ο Μποστ. Αφετηρία του, ένα «κόμικ» _ «τραγική ιστορία» το ονόμαζε _ που ο ίδιος είχε δημοσιεύσει στο περιοδικό «Θεατής», όταν καρχαρίας κατασπάραξε ένα κορίτσι που κολυμπούσε στο Κερατσίνι. Τοποθετημένη στο 1860 ώστε να σατιρίσει και το ύφος των καθαρευουσιάνικων τραγωδιών του τέλους του 19ου αιώνα, γραμμένη σε απολαυστικό ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο, συνταιριασμένο όπως στα λαϊκά στιχάκια των ημερολογίων του τοίχου, και στην καθαρεύουσα, όπως με το ζόρι είχε επιβληθεί από την εκπαίδευση και θεόστραβα εισπραχθεί από την αστική τάξη _ μία εξωφρενικά αστεία, σχεδόν παλαβή καθαρεύουσα _, η «Φαύστα», βέβαια, σαφώς και πάσχει από δραματική συνοχή. Η πλοκή της αυθαιρετεί, μεγάλα κενά την καθιστούν δραματουργικά αδύναμη, δείχνει να αποτελείται από σκόρπιες σκηνές που απλώς συναρμολογήθηκαν χαλαρά _ η τελευταία σκηνή με την επίσκεψη της οικογένειας Ιατρού μοιάζει να συγκολλήθηκε με μόνο σκοπό να επεκτείνει ένα σχετικά σύντομο μονόπρακτο _, οι πλείστες αναφορές στην _ τότε _ πολιτική και καλλιτεχνική φλέγουσα επικαιρότητα _ «αποστασία», Βιετνάμ, Θεοδωράκης, Χατζηδάκις κλπ _ της δίνουν μία επιθεωρησιακή υφή, αλλά… Αλλά το μοναδικό αυτό σατιρικό ύφος, που φλερτάρει με το σουρεαλισμό, με το θέατρο του Παραλόγου και τον Ιονέσκο, αποδεικνύεται τελικά ο ισχυρός συνεκτικός ιστός της: ο Μποστ, μέσα από το ύφος αυτό, το αναρχικό αλλά απολύτως σοβαρό _ σαν να μην επιδιώκει το γέλιο _, κατεδαφίζει, με όργανο έναν θεατρικό αχταρμά, τον ετοιμόρροπο γλωσσικό μας αχταρμά, κατεδαφίζει γραμματική και συντακτικό, κατεδαφίζει τη θεατρική πόζα, κατεδαφίζει την αγία αστική οικογένεια και ολόκληρη την αστική τάξη. Γι αυτό και το έργο, έστω και αν η καθαρεύουσα δεν ομιλείται πια και η σάτιρά της δεν εισπράττεται εύκολα, έστω και αν πάσχει από δραματουργικές αδυναμίες, όχι μόνο αντέχει στο χρόνο, όπως το Ριτσάκι άντεξε τις κακουχίες στην κοιλιά του κήτους, αλλά εξακολουθεί να παράγει σπαρταριστά αποτελέσματα.
Η παράσταση. Ο Κώστας Τσιάνος ανήκει στους νοικοκύρηδες σκηνοθέτες. Ξέρει να διαχειριστεί δύσκολες καταστάσεις, όπως η παρούσα οικονομική κρίση που πλήττει και το περιφερειακό θέατρο.
Επεξεργάστηκε το κείμενο, του έδωσε τη μορφή μουσικής κωμωδίας, έκανε μετατροπές και προσθαφαιρέσεις στίχων, ώστε αφενός να ταιριάξουν σε μελωδίες από την οπερέτα και από παλιά τραγούδια, «ελαφρά» και λαϊκά, αφετέρου να μπορέσει να σατιρίσει τη σημερινή κατάσταση _ απόλυτα νομιμοποιημένο σε ένα κείμενο τόσο ανοιχτό και μάλιστα με το συγγραφέα να ενθαρρύνει κάτι ανάλογο στις οδηγίες του. Και το έκανε χωρίς να χάσει το μέτρο και να καταφύγει στην επιθεωρησιακή ευκολία.
Πάνω στο κείμενο αυτό οργάνωσε μία παράσταση (με άντρες ηθοποιούς σε κάποιους γυναικείους ρόλους _ και στο Ριτσάκι, όπως είχε κάνει ο Θανάσης Παπαγεωργίου στο πρώτο του ανέβασμα του έργου) που δεν είναι ιδιαίτερα λαμπερή αλλά είναι εύρυθμη και δεν προδίδει το ύφος του Μποστ. Μέσα στο πλαίσιο του ευπρεπούς κινούνται και ο σκηνογράφος Θάνος Καρώνης που έμεινε, άγονα όμως, πιστός στο ύφος Μποστ και τα δύο καινούργια τραγούδια που έγραψε ο Σπύρος Καβαλιεράτος και οι χορογραφίες του ίδιου του σκηνoθέτη.
Η διανομή. Στο ίδιο πλαίσιο, και οι ερμηνείες των ηθοποιών. Η Νικολέτα Βλαβιανού, έστω και αν κάποτε δεν ελέγχει τον πληθωρισμό της, είναι χυμώδης σουμπρέτα και έχει χιούμορ. Όπως χιούμορ διαθέτει και ο Πάνος Σταθακόπουλος αλλά παίζει πολύ επιδεικτικά, πολύ «προς τα έξω». Η Μαίρη Σαουσοπούλου, αντίθετα, έχει ελέγξει τη δική της τάση στις υπερβολές και στις μούτες και είναι πολύ σωστή και στους δύο ρόλους της. Ο Σταύρος Νικολαΐδης κάνει κάτι διαφορετικό και το έχει σχεδιάσει καλά αλλά δεν το εξελίσσει. Πιο αδύναμοι ο Χάρης Φλέουρας, ο Βασίλης Γιαβρής και ο Ηλίας Μπερμπέρης.
Το συμπέρασμα. Μία παράσταση που σέβεται και υποστηρίζει το απολαυστικό έργο αλλά δεν το απογειώνει.

Θέατρο Βράχων «Άννα Συνοδινού», «Θεσσαλικό Θέατρο», Φεστιβάλ «Στη Σκιά των Βράχων», 28 Ιουλίου 2013.

No comments:

Post a Comment