October 31, 2012

Μανόν με παντελόνι Κάπρι στην έρημο εγκαταλελειμμένη



Το έργο. Η νεαρή και άπειρη Μανόν Λεσκό γίνεται αντικείμενο του έρωτα του ιππότη ντε Γκριέ, τον ερωτεύεται κι εκείνη, και, αντί να βρεθεί στο μοναστήρι για το οποίο προορίζεται, το σκάει μαζί του. Αλλά, τελικά, θαμπωμένη από τον πλούτο του ηλικιωμένου Τζερόντε, θα καταλήξει στα χέρια του και στο σπίτι του. Δεν αργεί, βέβαια, να τον βαρεθεί και να ξανασμίξει με τον ντε Γκριέ. Ο Τζερόντε τους συλλαμβάνει επ’ αυτοφώρω και την καταγγέλλει στην αστυνομία. Θα καταδικαστεί για κλοπή και πορνεία και θα εξοριστεί στην Λουιζιάνα όπου την ακολουθεί ο πιστός ντε Γκριέ. Δεν θα ευτυχίσουν: η Μανόν από τις κακουχίες βρίσκει το θάνατο μέσα στην έρημο. Τέλειο υλικό για μελόδραμα!
Τρίτη όπερα και πρώτη μεγάλη επιτυχία του Τζάκομο Πουτσίνι, η «Μανόν Λεσκό» (1893) είναι το έργο που τον καθιέρωσε και τον εκτόξευσε στο μουσικό στερέωμα. Και δικαίως. Βασισμένη στο μυθιστόρημα του Γάλλου αβά Πρεβό «Η ιστορία του ιππότη ντε Γκριέ και της Μανόν Λεσκό» (1731), _ με λιμπρέτο στο οποίο ενεπλάκησαν οι Μάρκο Πράγκα, Ντομένικο Ολίβα, Τζούλιο Ρικόρντι και Λουίτζι Ίλικα και το οποίο πέρασε τα σαράντα κύματα ώσπου να ολοκληρωθεί χωρίς να του λείπουν τα δραματουργικά προβλήματα, η «Μανόν Λεσκό», χωρίς να συγκρούεται με την ιταλική παράδοση στην όπερα, συνδυάζει, μέσα από βαγκνερικές επιδράσεις αλλά όχι μιμήσεις, τη συμφωνική ροή με την προβολή της φωνής και με τη θεατρικότητα. Και αν η πρώτη πράξη δεν κερδίζει τις εντυπώσεις, από τη δεύτερη και ύστερα ο Πουτσίνι, κυρίως μέσα από τα ντουέτα του, δίνει σαφή σημάδια της εξέλιξης που πρόκειται να έχει μόλις ωριμάσει.
Η παράσταση. Ο μετακλημένος Ιταλός σκηνοθέτης Τζανκάρλο ντελ Μόνακο είχε την ιδέα _ καθόλου κακή _ να τοποθετήσει την όπερα σε ένα αμερικάνικο κινηματογραφικό στούντιο της δεκαετίας του ’50, όπου η «Μανόν Λεσκό» υποτίθεται ότι γυρίζεται σε ταινία. Καλές οι ιδέες αλλά το θέμα είναι πώς υλοποιούνται. Στην παράσταση η συγκεκριμένη υλοποιείται, κατά τη γνώμη μου, ανεπιτυχώς. Η σκηνοθεσία έχει φορτώσει το έργο _ ειδικά την πρώτη πράξη _ με ευρήματα που δεν το αφήνουν να ανασάνει. Πέρα από την ατελή υλοποίησή τους. Για παράδειγμα, τι να το κάνεις, εκτός για λόγους μπούγιου, το τζιπ στην πρώτη πράξη όταν, για να κινηθεί, το σέρνουν απ’ τον προφυλακτήρα οι κομπάρσοι; Ή τι το θέλεις και το δεύτερο τζιπ _ στην τέταρτη πράξη _, όταν, ενώ υποτίθεται πως έχει σβήσει η μηχανή του, ανάβει, για λόγους φωτιστικούς, ο προβολέας του; Ή όλη αυτή η υπερκινητικότητα στη δεύτερη πράξη, όταν οι δυο ερωτευμένοι πρέπει επειγόντως να το σκάσουν, φάνηκε σε κανέναν πιστευτή; Όπως και η «βία« της τρίτης πράξης, της Χάβρης. Πάνω απ’ όλα, όμως, το θέμα είναι πώς θα δεθεί η μετατόπιση της εποχής με το έργο και με το κείμενο του λιμπρέτου. Είναι δυνατόν η όψη «50’s» να συνοδεύεται από τα… «ωιμέ» της παλαιάς μετάφρασης της Ιωάννας Μπουκουβάλα – Αναγνώστου, που χρησιμοποιείται στους ελληνικούς υπότιτλους;
Δεν είναι σε καλή στιγμή και ο Νίκος Πετρόπουλος. Βρήκα μέτρια τα σκηνικά του _ αυτοί οι τοίχοι με τα ψευτότουβλα… _ και τα κοστούμια του _  ο Χοροδιδάσκαλος γιατί να εμφανιστεί ως Λιμπεράτσε; Και πώς να μη γελάσω όταν βλέπω την Μανόν να τραγουδάει με παντελόνι Κάπρι «Sola, perduta, abbandonata…»; Ο Βόλφγκανγκ φον Τσόουμπεκ, πάντως, έχει φωτίσει πολύ καλά την παράσταση.
Ο Λουκάς Καρυτινός διηύθυνε, ίσως με δυναμικές υψηλότερες από τις αρμόζουσες για το χώρο, μια αξιοπρεπή Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, όπως αξιοπρεπής ήταν και η Χορωδία της (διευθυντής Αγαθάγγελος Γεωργακάτος).
Οι ερμηνείες. Η παράσταση δεν ευτυχεί και στη διανομή. Με φωνή δυνατή μεν, στεντόριου ιταλιάνικου στιλ δε, χωρίς ουσιαστική μουσικότητα, αλλά και, κάποιες στιγμές, εκτός τόνου ο ιταλός τενόρος Ρέντσο Τζούλιαν, επιπλέον είναι εντελώς άχρωμος υποκριτικά _ ένας λαπάς παρουσιάζεται ο Ντε Γκριέ του. Καλός βαρύτονος ο νεαρός Διονύσης Σούρμπης αλλά σαν να μιμείται επιδεικτικά και όχι να ερμηνεύει το ρόλο του Λεσκό. Διεκπεραιωτικός ο Τζερόντε του φωνητικά ικανού μπάσου Δημήτρη Κασιούμη. Δεν ξεχώρισα κανέναν από τους υπόλοιπους μικρότερους ρόλους της διανομής _ ίσως, αρνητικά, τον Χρήστο Αμβράζη που μοιάζει να περιφέρει στη σκηνή την πλήξη του ως Λοχίας των Τοξοτών. Αφήνω τελευταία την Κροάτισσα Λάνα Κος, την Μανόν της βραδιάς: φωνή σκούρα, κατάλληλη για το ρόλο _ την οποία, όμως, «κατάπινε» πότε, πότε _, ιδιοσυγκρασιακά καμία σχέση με το ρόλο δεν έχει. Μικροκαμωμένη, σαν ποντικάκι, με σουμπρετίστικη διάθεση, με το χαμόγελο στο στόμα διαρκώς, πηδηχτούλα, σαν να παίζει σε οπερέτα δεν με έπεισε ούτε στιγμή.
Συμπέρασμα. Μια παράσταση μπούγιου χωρίς ψαχνό. Μου θύμισε τους «Παλιάτσους του Τζεφιρέλι στο Ηρώδειο, το 2005.

θέατρο «Ολύμπια», Εθνική Λυρική Σκηνή, 28 Οκτωβρίου 2012.

No comments:

Post a Comment