Το έργο. To 1973 κι ενώ η δικτατορία
άρχιζε να παίρνει την κάτω βόλτα ο Ιάκωβος Καμπανέλλης έγραψε για το θιασαρχικό
ζεύγος Καρέζη – Καζάκου «Το μεγάλο μας τσίρκο»: ένα σπονδυλωτό έργο με σατιρικά
«σκετς» που αναφέρονται στην ιστορία μας, απ’ την αρχαιότητα μέχρι την
Γερμανική Κατοχή, κλείνοντας το μάτι στην τότε επικαιρότητα.
Ο χρησμός που ζητάει στους Δελφούς απ’ την Πυθία ο Φίλιππος
Β΄ της Μακεδονίας, ο βίος και η σκοτεινή πολιτεία του Ανδρόνικου Α΄ του
Κομνηνού, αυτοκράτορα του Βυζαντίου (μέσα από τις κουβέντες ενός ζητιάνου), η
άφιξη του δοτού βασιλιά Όθωνα, η άνοδος μιας καινούργιας αστικής τάξης και η
τύχη των αγωνιστών του ’21 (μέσα από έναν αρματωλό που κατάντησε περαματάρης
κυριών με κρινολίνα στη λασπουριά των δρόμων της νεόκοπης πρωτεύουσας του
νεόκοπου ελληνικού με-το-ζόρι-βασιλείου και μέσα από το άγαλμα του Κολοκοτρώνη
που ζωντανεύει), η επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου και το σύνταγμα
που δεν εφαρμόστηκε ποτέ, η έξωση του Όθωνα, ο Εθνικός Διχασμός, ο ξερριζωμός
των Ελλήνων της Μικράς Ασίας έχουν γίνει σατιρικά έως ειρωνικά σκετσονούμερα που κάποτε
θυμίζουν επιθεώρηση χωρίς τις ευκολίες της. Και η γλωσσική δεινότητα του Καμπανέλλη
_ έξυπνο μυαλό, έξυπνη, λαγαρή πένα _ τού
επιτρέπει να μιλάει για δεινές στιγμές του Ελληνισμού, που προσφέρουν, εκτός από την κατάδειξη μιας θλιβερής, διαχρονικής συνέχειας στη φαυλότητα η οποία πάντα είχε το πάνω χέρι στον τόπο αυτό, τις
απαραίτητες αναγωγές, επιδέξια καλύπτοντας ένα δεύτερο επίπεδο που αφορά το
σήμερα. Το τότε σήμερα.
Αυτό είναι και το βασικό μειονέκτημα του έργου πέρα από
άλλες τυχόν άτυχες, αδέξιες, φλύαρες ή ανέμπνευστες στιγμές του ή από κάποιο διδακτισμό του _ «Το μεγάλο μας τσίρκο»
σίγουρα δεν ανήκει στα σημαντικότερα έργα του συγγραφέα: αφορά το 1973 της
δικτατορίας, είναι, κατά κάποιο τρόπο, έστω και αν σαφώς αποτελεί προϊόν πιο
σύνθετης σκέψης, μία επιθεώρηση. Και η επιθεωρήσεις παίζονται άπαξ.
Η σκηνοθεσία. Ο
σκηνοθέτης Σωτήρης Χατζάκης το παράβλεψε αυτό και ποντάρησε αποκλειστικά στη
σημερινή δυσαρέσκεια του κόσμου για την πολιτική, τους πολιτικούς, τη διαφθορά
του πολιτικού χώρου, τους ξένους και τις χωρίς πλέον να τηρούνται ούτε τα προσχήματα
επεμβάσεις τους και στο όποιο αντίκρισμα μπορεί να έχουν στα κείμενα του έργου.
Ωθόντας την παράσταση που έστησε για το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, ως συμπαραγωγή με το Θέατρο «Ακροπόλ»,
αποκλειστικά προς την κατεύθυνση αυτή. Απάλειψε όλες τις ανεπίκαιρες αναφορές
στη δικτατορία και τα σχετικά υπονοούμενα και την οργάνωσε πριμοδοτώντας τη
δημαγωγία και την καπηλεία. Μια παράσταση κραυγαλέα _ στην κυριολεξία, όλοι
κραυγάζουν σαν να προσπαθούν να προκαλέσουν το χειροκρότημα… _ που
εκμεταλλεύεται ό,τι μπορεί _ ακόμα και τη φωνή του Νίκου Ξυλούρη ο οποίος ακούγεται
ξαφνικά να τραγουδάει το «Φίλοι κι αδέλφια», ακόμα και το «Σαββατόβραδο στην
Καισαριανή» που έχει προστεθεί χωρίς καμία σχέση να ’χει, αν και του Ξαρχάκου,
με τα τραγούδια του έργου _ για να εκμαιεύσει συγκίνηση. Η παράσταση, επιπλέον,
χαρακτηρίζεται από προχειρότητα και έναν αρπακολλισμό: ένας αχταρμάς χωρίς
κανένα ύφος _ μέχρι πιερότος κυκλοφορεί, που οδηγεί μάλιστα την ομάδα των
προσφύγων της Μικράς Ασίας!
Αποκορύφωμα, τα κοστούμια. Η Έρση Δρίνη έχει στήσει ένα
συμπαθητικό σκηνικό αλλά στα κοστούμια της _ μάλλον καρπός αναζητήσεων στο
βεστιάριο του ΚΘΒΕ, χωρίς αυτό να αναφέρεται _ η κακογουστιά θριαμβεύει: κάτι
σαν καθολικοί μοναχοί στη σκηνή του Μαντείου των Δελφών, αυλικοί του Όθωνα ως
γκρούμ της οπερέτας ή του Καζινό ντε Παρί και άλλα ων ουκ έστι αριθμός…
Ο Δημήτρης Σωτηρίου δεν έχει βρεθεί σε εμπνευσμένη χορογραφική
στιγμή και απλώς εξυπηρετεί την παράσταση ο Αντώνης Παναγιωτόπουλος με τους
φωτισμούς του. Απομένει η μουσική και, εκτελεσμένα από ζωντανή μικρή ορχήστρα
που διευθύνει ο ίδιος καθήμενος, τα τραγούδια του Σταύρου Ξαρχάκου: το
μεγαλύτερο ατού της παράστασης, παρά τα φάουλ των προσθηκών.
Η διανομή. Η
σκηνοθεσία έχει περίπου εξαφανίσει την καλή Μαρίνα Ασλάνογλου που εμφανίζεται
άχρωμη και άνευρη, προβάλλοντας τον Τάσο Νούσια. Επίσης πολύ καλός ηθοποιός
αλλά με μια τάση στην υπερβολή και στο σφίξιμο, ο Νούσιας έχει εδώ αφεθεί στα
ελαττώματά του επιλέγοντας μια υπερβολική «χορευτική» κίνηση, με πόδια
στρεβλωμένα, σαν συγκαμμένος, και καταφεύγοντας σε κορόνες φτηνής υποκριτικής.
Ικανοποιητικός, αλλά εντός των ορίων του και με κενά μνήμης, ο Γιώργος Αρμένης,
στον «Αντρόνικο» με έκανε, δυστυχώς, να νοσταλγήσω τον πρώτο διδάξαντα Διονύση
Παπαγιαννόπουλο _ που ακόμα ακούω τη
φωνή του (στην μετριότατη αλλά οιστρηλατούμενη από την αντιδικτατορική οργή
παράσταση του 1973).
Από τους υπόλοιπους δεν κατόρθωσα κανέναν να ξεχωρίσω:
περνούν διεκπεραιωτικοί και απαρατήρητοι, με εξαφανισμένα τα όποια προτερήματά
τους και προβεβλημένα τα μειονεκτήματά τους. Να επισημάνω με λύπη την κατάχρηση
μούτας και μορφασμών από έναν νέο ηθοποιό όπως ο Δημήτρης Μορφακίδης _ όνομα
και πράγμα.
Εξαίρετος τραγουδιστής ο Ζαχαρίας Καρούνης, με γειωμένη σκηνική
παρουσία και αίσθηση του ρυθμού, ακολουθεί, προφανώς, τη σκηνοθετική γραμμή «εξαπολύοντας»
προς το κοινό και όχι τραγουδώντας ορισμένα από τα τραγούδια. Κρίμα.
Το συμπέρασμα. Μια
κραυγαλέα παράσταση που ανήκει στο είδος το οποίο επ’ ουδενί δεν θα ήθελα να
υπηρετεί ένα κρατικό Θέατρο. Αν είναι το είδος που σας ελκύει, θα σας αρέσει.
Θέατρο «Μελίνα
Μερκούρη» / Φεστιβάλ «Στη Σκιά των Βράχων» 2012 των Δήμων Βύρωνα και Δάφνης /
Υμηττού, 31 Ιουλίου 2012.
No comments:
Post a Comment