June 6, 2025

Μπουλέζ intercontemporain

 
Γκλόρια Τσενγκ, πιάνο - Ραλφ φαν Ράατ, πιάνο: ρεσιτάλ για δύο πιάνα «100 χρόνια Πιερ Μπουλέζ»
 


Μία προσωπικότητα στο διεθνή χώρο της σύγχρονης μουσικής: ο Γάλος Πιερ Μπουλέζ. Σημάδεψε τον 20ο αιώνα: συνθέτης αφοσιωμένος στα σύγχρονα ιδιώματα, αρχιμουσικός κλάσεως, ιδρυτής στο Κέντρο Πομπιντού, στο Παρίσι, του διεθνούς ακτινοβολίας ερευνητικού κέντρου για την 
ηλεκτρονική μουσική IRCAM (Ινστιτούτο Ακουστικής/Μουσικής Έρευνας και Συντονισμού) και του ειδικευμένου στη μουσική του 20ου αιώνα οργανικού συνόλου «Ensemble Intercontemporain». Ήταν οφειλή να γιορτάζονται φέτος τα 100 χρόνια από τη γέννησή του (1925-2006). Και, πολύ σωστά, η πρωτοπόρα «Εναλλακτική Σκηνή» της ΕΛΣ τον τίμησε με ένα ρεσιτάλ για δύο πιάνα δύο καλλιτεχνών -πιανιστών- διεθνούς κύρους και με μουσικολογική κατάρτιση, οι οποίοι έχουν διακριθεί στις εκτελέσεις έργων του αλλά και, γενικώς, στην εκτέλεση έργων σύγχρονης -και όχι μόνον- μουσικής: της Αμερικανίδας, με ρίζες στην Σανγκάι ,Γκλόρια Τσενγκ και του 
Ολανδού Ραλφ φαν Ράατ. Ένα ρεσιτάλ με σοφή δομή του προγράμματός του: έργα του Μπουλέζ αλλά και συνθετών που συνδέθηκαν μαζί του με διάφορους τρόπους. Με Μπουλέζ άνοιξε η βραδιά -με το Ia από τις «Δομές-Πρώτο βιβλίο για δύο πιάνα»(1951-1952)-  και με Τζον Κέιτζ (με τον οποίο ο Μπουλέζ είχε συνδεθεί με στενή φιλία μεταξύ 1949 και 1952) συνεχίστηκε -τα αρ.4 και αρ.19 από την «Μουσική για πιάνο για οποιονδήποτε αριθμό πιάνων (1953) και «Εμπειρίες αρ.1 για δύο πιάνα» (1945). Το «Σκέρτσο» του Μπουλέζ, από το έργο του «Πρελούδιο, τοκάτα και σκέρτσο για πιάνο» (1944-1945) ήταν η πιο ελκυστική στιγμή της βραδιάς. Γραμμένο από τον οργισμένο με το 

συντηρητισμό της μουσικής  ζωής που αντιμετώπιζε, 19χρονο, τότε, Μπουλέζ στο Παρίσι -ένα, όντως, πολύ οργισμένο κομμάτι-, παίχτηκε έξοχα από τον Ραλφ φαν Ράατ και καταχειροκροτήθηκε. Το κομμάτι «Δύο πιάνα» για δύο πιάνα (1957) του Αμερικανού Μόρτον Φέλντμαν, τον οποίο ο αυστηρός Μπουλέζ απέρριπτε αλλά και ο οποίος τον επηρέασε, και το δεκαμερές «Play» (1958) του συνδεμένου με το IRCAM Φινλανδού Μάγκνους Λίντμπεργκ έκλεισαν το πρώτο μέρος. Με Μπουλέζ άνοιξαν και το δεύτερο μέρος οι δύο πιανίστες: το Κεφάλαιο 2 από το έργο «Δομές. Δεύτερο Βιβλίο, για δύο πιάνα» (1956-1961) και το «Σύντομες περιδιαβάσεις με αφετηρία το έργο ‘Λάμψη’ για πιάνο» (1996),

γραμμένο ως δώρο γάμου στην Γκλόρια Τσενγκ η οποία και το ερμήνευσε. Το επόμενο κομμάτι ήταν η έκπληξη της βραδιάς: «Η Ρουθ κοιμάται για δύο πιάνα» (1992) του -καθόλου, εδώ, ροκ- Φρανκ Ζάπα -εκλεκτικές συγγένειες. Και το ρεσιτάλ έκλεισε επιβεβαιώνοντας το αξίωμα «Στραβίνσκι πατήρ πάντων (της σύγχρονης μουσικής)»: οι δύο πιανίστες -εξαιρετική η σύμπνοιά τους- 
 
ερμήνευσαν την τριμερή του «Σονάτα για δύο πιάνα» (1943-1944), από τη νεοκλασική περίοδο του συνθέτη, για να κλείσουν την πολύ ενδιαφέρουσα -κυριολεκτικά επιμορφωτική- βραδιά που χειροκροτήθηκε θερμά, με ανκόρ έναν Ραβέλ παιγμένο για τέσσερα χέρια: «Ο νεραϊδόκηπος», πέμπτο και τελευταίο κομμάτι από τη σουίτα «Η μάνα μου η χήνα» του γάλου συνθέτη (Φωτογραφίες: Γιάννης Αντώνογλου).   

(Μία δωρεάν καρτολίνα με το πρόγραμμα του ρεσιτάλ και κάποια στοιχειώδη το συνόδευε. Νομίζω πως μία έκδοση-αφιέρωμα στον Πιερ Μπουλέζ, με τα 
βιογραφικά των δύο  πιανιστών και κάποια σύντομα λόγια για τα έργα της βραδιάς μάς την όφειλε η «Εναλλακτική». Έτσι θα αποφεύγονταν και τα προλογίσματα των δύο καλλιτεχνών σε κάθε έργο, με μετάφραση στα ελληνικά, που πιστεύω πως διασπούσαν τη ροή του ρεσιτάλ και κούραζαν).

Εθνική Λυρική Σκηνή / «Εναλλακτική Σκηνή», Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος», 4 Ιουνίου 2025.

May 22, 2025

Πετάει, πετάει, η Εναλλακτική!

 

 Το Τέταρτο Κουδούνι / Τέτοιες Μέρες, Τέτοια Λόγια… 248

 



Γίνεται πολλή δουλειά. Και καλή δουλειά. Στην Εναλλακτική Σκηνή της Λυρικής.
Στην Αίθουσα «Σταύρος Νιάρχος» της ανθούσας ΕΛΣ του Καλλιτεχνικού Διευθυντή της Γιώργου Κουμεντάκη και των συνεργατών του και με την αποτελεσματική στήριξη του Ιδρύματος «Σταύρος Νιάρχος» που, θαρραλέα και χωρίς μιζέριες, χώνει βαθιά το χέρι στην τσέπη, είδαμε και βλέπουμε καλές παραστάσεις που γεμίζουν και γεμίζουν, ξανά και ξανά, το θέατρο. Αλλά αυτό ήταν, λίγο-πολύ, αναμενόμενο. 
Το καινούργιο, το μη αναμενόμενο το συναντήσαμε και το συναντούμε στην Εναλλακτική Σκηνή. Του Υπεύθυνου του Καλλιτεχνικού Προγραμματισμού της Αλέξανδρου Ευκλείδη, του περιτριγυρισμένου από άξιους ανθρώπους, όπως ο Διευθυντής Παραγωγής της Εναλλακτικής Μανώλης Σάρδης, ο Καλλιτεχνικός Συνεργάτης και υπεύθυνος Επικοινωνίας της Εναλλακτικής Βάιος Μαχμουντές, ο Καλλιτεχνικός Συνεργάτης και Υπεύθυνος Δραματολογίας και Εκδόσεων της Εναλλακτικής Χαράλαμπος Γωγιός και άλλοι και άλλοι. Η Εναλλακτική τολμάει. Επιλέγει, συστήνει, προτείνει, δοκιμάζει, παραγγέλλει και, πέραν των αποτελεσμάτων που -φυσικό είναι- ποικίλλουν, εντάσσει, σιγά-σιγά, στο ενεργητικό της υλικό φρέσκο και νέες εκφράσεις που θέλω να ελπίζω ότι θα πλουτίσουν το νεοελληνικό, το σύγχρονο ρεπερτόριο του μουσικού θεάτρου μας με έργα που θα μπορούν να ξαναπαίζονται και να μην παραμένουν κολλημένα στην «παγκόσμια πρώτη» τους, έργα που θα μπορέσουν να ξεπεράσουν τα σύνορα και να ενταχθούν στο ρεπερτόριο και ξένων μουσικών


ιδρυμάτων. 
Ιδού κάποια παραδείγματα πρόσφατα: ο Νικόλας Τζώρτζης δούλεψε πάνω στο συνειρμικής γραφής πεζογράφημα του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη «Ο πεθαμένος και η ανάσταση», εμπνεύστηκε, προσάρμοσε τη μουσική του -μουσική καθόλου εύκολη- στο δύστροπο αυτό κείμενο αλλά αυτή τη «χασμωδία» τη μετέτρεψαν σε αρμονία η Αναστασία Κουμίδου με τη σκηνοθεσία της και ο Γιάννης Κατρανίτσας με τα σκηνικά, τα κοστούμια του και το σχεδιασμό βίντεο.
Ή το «The Fall of the House of Commons». Όπου ο Αλέκος Λούντζης, ο οποίος υπογράφει και τη σύλληψη και τη δραματουργία, άντλησε για το λιμπρέτο του, που συνυπογράφει με τον Ορφέα Απέργη, απ’ την «Πτώση του Οίκου των Άσερ», το μυθιστόρημα του Έντγκαρ Άλαν Πόου. Και το λιμπρέτο αυτό, που αφορά απολύτως το σήμερα, το μετέτρεψε σε μια όπερα δωματίου έξοχη ο Ορέστης Παπαϊωάννου. Μια όπερα δωματίου που ο Αλέξανδρος Ευκλείδης, ως σκηνοθέτης, της έδωσε, μαζί με τον Γιάννη Κατρανίτσα, στα σκηνικά και στα κοστούμια, φτερά.
Και δεν είναι τα μόνα παραδείγματα. Απλώς είναι πρόσφατα. Γιατί μπορώ πρόχειρα, ζητώντας συγγνώμη που ξεχνώ άλλα, να θυμηθώ το «Ζ» του Μηνά Μπορμπουδάκη, σε λιμπρέτο Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη απ’ το ομώνυμο μυθιστόρημα του Βασίλη Βασιλικού, έξοχα σκηνοθετημένο απ’ την Κατερίνα Ευαγγελάτου ή την εξαιρετική όπερα του Γιώργου Δούση «Έντα Γκάμπλερ», σε λιμπρέτο που υπογράφει η Έρι Κύργια, απ’ το αριστούργημα του Ίψεν, σκηνοθετημένη απ’ την Ράια Τσακηρίδη ή τον συναρπαστικό «Αποτυχημένο» του Τόμας Μπέρνχαρντ που κανε θέατρο και σκηνοθέτησε σπουδαία, με «βογιατζιδικές» λεπτομέρειες  ο Έκτορας Λυγίζος -τι σκηνικό η Μυρτώ Λάμπρο! Ή το εκπληκτικά ντυμένο με μουσική απ' τον Ζήση Σέγκλια «Όχι εγώ» του Σάμουελ Μπέκετ» σκηνοθετημένο με τέλειο στιλιζάρισμά απ τον Σάββα Στούμπο
Εν ολίγοις, πετάει η Εναλλακτική! (Φωτογραφίες: Γιάννης Αντώνογλου).

May 20, 2025

Στο Φτερό / Σοστακόβιτς για πάντα! Ή Σοστακόβιτς: αθάνατος!


Κρατική Ορχήστρα Αθηνών: συναυλία «Ο Βασίλης Χριστόπουλος στις “Εικόνες από μία έκθεση”. Έτος Σοστακόβιτς». Μουσική διεύθυνση: Βασίλης Χριστόπουλος. Σολίστ: Γιάννης Καραμπέτσος, τρομπέτα, Πάβελ Κολέσνικοφ, πιάνο.


Ακούσαμε ήδη, φέτος, από την Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, το Πρώτο Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα του Ντμίτρι Σοστακόβιτς και το Πρώτο του Κοντσέρτο για βιολοντσέλο και ορχήστρα. Ιδού, τώρα και τα δύο Κοντσέρτα για πιάνο και ορχήστρα -το Πρώτο (και για τρομπέτα και ορχήστρα 
εγχόρδων) και το Δεύτερο- του τιμώμενου, με έναυσμα τα 50 χρόνια από το θάνατο του, το 1975, συνθέτη. Μας τα παρουσίασε, και πάλι, η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών σε κοινή συναυλία και μάλιστα με κοινό σολίστα στο πιάνο -τον Ρόσο, με έδρα το Λονδίνο, Πάβελ Κολέσνικοφ. Χαριτωμένο, πεταχτό, πνευματώδες, παιχνιδιάρικο. μοντερνιστικό για την εποχή του αλλά όχι αβαθές, με ένα άκρως δεξιοτεχνικό, θυελλώδες φινάλε, όπου η τρομπέτα συμμετέχει ισάξια με το πιάνο, το Πρώτο (1933) ερμηνεύτηκε με ακρίβεια, με μέτρο, με ενθουσιασμό από τον 36χρονο -που μοιάζει 16χρονος...- Κολέσνικοφ. Το Δεύτερο (1957), έργο ωριμότητας πια του

συνθέτη, αλλά με κοινά σημεία με το Πρώτο, διακρίνεται για το γοητευτικό, αισθαντικό, υπέροχο, μεταρομαντικό δεύτερο μέρος του, το αντάντε. Ενώ το χειμαρρώδες φινάλε του παραπέμπει στο φινάλε του Πρώτου. Ο Πάβελ Κολέσνικοφ το ερμήνευσε με υψηλή δεξιοτεχνία και βαθιά συναισθηματική 
ταύτιση. Αλλά τον βοήθησε και η εξαιρετική όσμωσή του με την ορχήστρα. Ο μαέστρος Βασίλης Χριστόπουλος, ένα μεγάλο τάλαντο του ελληνικού πόντιουμ, που διαπρέπει στο εξωτερικό, καλλιτεχνικός διευθυντής, την τριετία 2011/2014, της ΚΟΑ την οποία οδήγησε στα ανώτατα όριά της αλλά την πορεία του ανέκοψε ένας από τους ανόητους άσχετους που διορίστηκαν υπουργοί στο υπουργείο Πολιτισμό, είχε και πάλι δέσει την ορχήστρα  -
έγχορδα, πνευστά (ξύλινα και χάλκινα) και κρουστά- με εξαιρετικά αποτελέσματα: να ανασαίνει με τον σολίστα, ειδικά στο Δεύτερο, σαν με μία πνοή. Το ίδιο διαπίστωσα και στο δεύτερο μέρος, με την εκτέλεση του έργου του σπουδαίου Μοντέστ Μούσοργκσκι «Εικόνες από μία έκθεση» (εκδοχή για πιάνο 1874), έργο εμπνευσμένο από τη μεταθανάτια έκθεση των  έργων του φίλου του, ζωγράφου Χάρτμαν. Έργο που έτυχε πολλών ενορχηστρώσεων, με αυτή (1922) του Γάλου Μορίς Ραβέλ να το καθιερώνει καταλήγοντας σε μία λαμπρή σαν πυροτέχνημα σύνθεση που το σπουδαίο αποτέλεσμά της είναι δύσκολο να το αποδόσεις στον Μούσοργκσκι ή στον

Ραβέλ. Ο Βασίλης Χριστόπουλος έβαλε τα δυνατά του -με τις ήρεμες, μετρημένες και με εσωτερικότητα κινήσεις του και το μόνιμο χαμόγελό του- να αποδώσει σε ένα εξαιρετικά υψηλό επίπεδο το έργο εκτοξεύοντας την ΚΟΑ σε ορχήστρα «εφάμιλλη των ευρωπαϊκών». Μόνο ένα «μπράβο» τού -και τους- αξίζει (Φωτογραφίες: Μαργαρίτα Νικητάκη).
  
(Τη συναυλία συνόδευε το  δωρεάν, πολύπτυχο έντυπο πρόγραμμα -υπεύθυνη έκδοσης Αλίκη Φιδετζή, σύνταξη κειμένων Τίτος Γουβέλης).

Μέγαρο Μουσικής Αθηνών / Αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης», Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, 16 Μαΐου 2025.
 

(Τη συναυλία παρακολούθησα με πρόσκληση απευθείας της ΚΟΑ)
.

May 15, 2025

Στο Φτερό / Πρωταγωνιστής ένας δεξιοτέχνης του τσέλου


Κρατική Ορχήστρα Αθηνών: συναυλία «Εντγκάρ Μορό και Μίχκελ Κίτσον. Έτος Σοστακόβιτς». Μουσική διεύθυνση: Μίχκελ Κίτσον. Σολίστ: Εντγκάρ Μορό, βιολοντσέλο.
 
 
«Έτος Σοστακόβιτς» το 2025 -πενήντα χρόνια από το θάνατο του κορυφαίου συνθέτη της Σοβιετικής Ένωσης και, ίσως, ολόκληρου του 20ου αιώνα- και η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών φυσικά συμμετέχει -και άριστα πράττει. Μετά το Κοντσέρτο για βιολί και ορχήστρα αρ. 1 που ακούσαμε στις 27 Φεβρουαρίου, με σολίστ τον έξοχο Βαντίμ Ρέπιν, τώρα ήταν η σειρά του Κοντσέρτου για βιολοντσέλο και ορχήστρα αρ. 1 του 

σοβιετικού -ρόσου- συνθέτη, το οποίο μετακλήθηκε να ερμηνεύσει ο επίσης εξαίρετος γάλος  τσελίστας  Εντγκάρ Μορό. Το έργο (1959) που ακολουθεί δομικά το μοντέλο του Πρώτου Κοντσέρτου για βιολί -τέσσερα μέρη και, στο τρίτο, η εκτενής καντέντσα (το σόλο μέρος του τσέλου) που δένεται με το έντονο τέταρτο- συνδυάζει την αισθαντικότητα με τον σοστακοβιτσιανό δυναμισμό, χωρίς να του λείπει το χιούμορ

που αγγίζει το γκροτέσκο. Ο σολίστας πέτυχε την ιδανική «δοσολογία» συνοδευόμενος ισότιμα από την ορχήστρα που έδωσε τον καλύτερό της εαυτό με τον Εσθονό Μίχκελ Κίτσον (ο οποίος αντικατέστησε, λόγω ασθενείας του δεύτερου, τον Μίχαελ Ζάντερλινκ) στο πόντιουμ. Ο Εντγκάρ Μορό λύγισε στη θερμότητα του 
χειροκροτήματος του κοινού και μας πρόσφερε, με ανάλογη αφοσίωση, για να καταχειροκροτηθεί, δύο ανκόρ: τις
Σαραμπάντες από τις Σουίτες αρ. 6 και αρ. 2 για σόλο τσέλο από τον περίφημο κύκλο των μεγάλης δεξιοτεχνίας έξι Σουιτών για σόλο τσέλο (περίπου 1717-1723) του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ. Το δεύτερο μέρος της συναυλίας ήταν αφιερωμένο στον Φινλανδό Γιαν 
Σιμπέλιους: το ελκυστικό, λαμπερό συμφωνικό ποίημά του «Φινλανδία» (1899/1900) -υπόδειγμα «εθνικής» μουσικής, κάτι σαν εθνικός ύμνος της χώρας του- και η σκοτεινή, πένθιμου ύφους Συμφωνία αρ. 7 -ουσιαστικά το -πρόωρο- κύκνειο άσμα του συνθέτη. Δυστυχώς, η ΚΟΑ δεν είχε την ανάλογη με το πρώτο μέρος, απόδοση υπό τον  Μίχκελ Κίτσον που την οδήγησε σε χλιαρές ερμηνείες.
 
(Το γνωστό, δωρεάν, πολύπτυχο έντυπο πρόγραμμα-αφίσα συνόδευε τη συναυλία -υπεύθυνη έκδοσης Αλίκη Φιδετζή, σύνταξη κειμένων Τίτος Γουβέλης).

Μέγαρο Μουσικής Αθηνών / Αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης», Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, 25 Απριλίου 2025.
  
(Τη συναυλία παρακολούθησα με πρόσκληση απευθείας από την ΚΟΑ).

May 9, 2025

Και πάλι μαζί ή Μια σπουδαία Ελληνίδα

Το Τέταρτο Κουδούνι / Τέτοιες Μέρες , Τέτοια Λόγια… 247
 


«Ξέρω τη δουλειά της απ’ την εποχή της ‘Μαχαμπχάρατα’» του Πίτερ Μπρουκ -της έχω κάνει και δυο, τουλάχιστον, συνεντεύξεις στα «Νέα». Μαθήτρια του Τσαρούχη -απ’ τον οποίο πάρα πολλά έμαθε-, η διεθνής μας σκηνογράφος / ενδυματολόγος, που παραδίδει μαθήματα λιτότητας με τη δουλειά της, στην Ελλάδα συνεργάστηκε μόνο (ελπίζω πως δεν ξεχνώ κάτι) με τον Κάρολο Κουν -στα πρώτα της βήματα, πριν ξεκινήσει την καριέρα της στο εξωτερικό -, με τον Λευτέρη Βογιατζή (στο θέατρό του της «Οδού Κυκλάδων», στην Επίδαυρο -θυμηθείτε την «Αντιγόνη» τους…- και στο Θέατρο «Οδού Κεφαλληνίας» της Μπέττυς Αρβανίτη, στις «Δούλες»)- και με την Άννα Κοκκίνου στην «Σφενδόνη»της.
Και με ΚΑΝΕΝΑ κρατικό Θέατρο. Ούτε με το Εθνικό, ούτε με το ΚΘΒΕ, ούτε με την Λυρική. Δεν ξέρω αν, τυχόν, κάποτε της έγινε πρόταση και την αρνήθηκε. Αλλά το θεωρώ ντροπή να μην έχει συνεργαστεί. Ένα εθνικό κεφάλαιο όπως η Χλόη Ομπολένσκι. Πόσο μάλλον όταν κρατάει την επαφή της με την Ελλάδα, μιλάει άψογα ελληνικά κι έχει σπίτι στην Ελλάδα». Αυτά έγραφα στο totetartokoudouni.blogspot.com στις 11 Οκτωβρίου 2013 -σχεδόν δώδεκα χρόνια πριν.
Αλλά ήγγικεν η ώρα. Επιτέλους! Κάλλιο αργά παρά ποτέ. Η Εθνική Λυρική Σκηνή, με καλλιτεχνικό διευθυντή τον Γιώργο Κουμεντάκη, την κάλεσε και θα υπογράφει σκηνικά και κοστούμια στην «Τουραντότ», κύκνειο άσμα του Τζάκομο Πουτσίνι, με την οποία ανοίγει στο Ηρώδειο, την 1 Ιουνίου, το πρόγραμμα του φετινού -71ου- Φεστιβάλ Αθηνών. Με μουσική διεύθυνση Πιερ Τζόρτζιο Μοράντι και σε σκηνοθεσία: του Ρουμανοαμερικανού, με ελληνικό -κεφαλλονήτικο- αίμα, απ’ τη μεριά της μητέρας του η οποία λεγόταν Ελπίς, αλλά διεθνούς σκηνοθέτη Αντρέι Σερμπάν -μας είχει πρωτόρθει το καλοκαίρι του 2002, σκηνοθετώντας τον «Ηρακλή (μαινόμενο)» του Ευριπίδη για το ΚΘΒΕ με το οποίο το Θέατρο συμμετείχε στο Φεστιβάλ Επιδαύρου.
Η Κυρία Χλόη Γεωργάκη που με το γάμο της έγινε Ομπολένσκι, μαθήτρια του Τσαρούχη και της Λίλα ντε Νόμπιλι, με πορεία η οποία ξεκίνησε το καλοκαίρι του 1966 απ’ το «Θέατρο Τέχνης και τους αριστοφανικούς «Βατράχους», όπου υπέγραψε σκηνικά και κοστούμια, και με ιλιγγιώδη διεθνή καριέρα που αμέσως μετά απογειώθηκε, συνεργάτρια σκηνοθετών όπως ο Πίτερ Μπρουκ σε πολλές παραστάσεις του, η Ντέμπορα Γουόρνερ, ο Ερμάνο Όλμι, ο Λεβ Ντόντιν, ο Πιερ Οντί, ο Φράνκο Τζεφιρέλι, ο Αλφρέντο Αρίας, ο ίδιος ο Σερμπάν..., με συμμετοχές σε κορυφαία φεστιβάλ και σε μεγάλα Θέατρα και Όπερες του εξωτερικού, με συνεργασίες σε ταινίες -κυρίως μεταφορές στην οθόνη παραστάσεών της-, με επιδόσεις στη φωτογραφία -το Μουσείο Μπενάκη την τίμησε με μεγάλη έκθεση-, με την έκδοση του καταπληκτικού φωτογραφικού άλμπουμ «Η ροσική αριστοκρατία-Ένα πορτρέτο σε φωτογραφίες» στο ενεργητικό της- η Χλόη Ομπολένσκι έγινε γνωστή στην Ελλάδα, είτε μέσα από ξένες σπουδαίες παραστάσεις που παίχτηκαν εδώ, είτε, καθυστερημένα, μέσα από ελληνικές παραστάσεις, κυρίως του Λευτέρη Βογιατζή. Ειδικά η «Αντιγόνη» τους στην Επίδαυρο, το 2006 και το 2007, για όσους καταφέραμε και την είδαμε, θα μας μείνει ως μια συγκλονιστική εμπειρία, αξέχαστη.
Δεν ξέρω πώς η Χλόη Ομπολένσκι θα κουμαντάρει σκηνογραφικά, το άβολο, δύσκολο Ηρώδειο. Αλλά εμείς εκεί θα είμαστε. Το τρέιλερ που ετοίμασε η ΕΛΣ και που συνοδεύει το κείμενο αυτό μας δίνει μια πρώτη ιδέα. Θα είμαστε εκεί για να Της ευχηθούμε να ’ναι και πάλι κοντά μας, γρήγορα. Αλλά και επειδή είναι, όπως έχω συμπεράνει απ’ τις δυο συνεντεύξεις, που
χουμε κάνει στο παρελθόν, ένας σπουδαίος άνθρωπος, αυστηρή στη δουλειά της, που ξεχειλίζει, όμως, από ευγένεια και αξιοπρέπεια (Φωτογραφία: Γιώργος Καλκανίδης).

April 16, 2025

Στο Φτερό / Αύρα θανάτου

 
«Drop Down Community»: συναυλία «Σοστακόβιτς Συμφωνία αρ. 14» / Μουσική διεύθυνση: Μάρκελλος Χρυσικόπουλος. Σολίστ: Θεοδώρα Μπάκα, μέτζο, Τίμος Σιρλαντζής, μπασοβαρύτονος.


Ο Μάρκελλος Χρυσικόπουλος, ο τσεμπαλίστας που εξελίσσεται σε πρώτης γραμμής αρχιμουσικό, διακρίνεται, ανάμεσα στα άλλα, για την ευφάνταστη επιλογή των έργων του ρεπερτορίου του, για τους συνδυασμούς των έργων στα προγράμματά του αλλά και για τον τρόπο της παρουσίασής τους, με τη στήριξη

των συνεργατών του. Αυτή τη φορά  συμμετείχε στο 3ο Φεστιβάλ Λατρευτικής Μουσικής, θεσμό, με ελεύθερη για το κοινό είσοδο, που δημιούργησε, για τις μέρες πριν από το Πάσχα, με καλλιτεχνικό διευθυντή τον καλλιτεχνικό διευθυντή της Γιώργο Κουμεντάκη, η Εθνική Λυρική Σκηνή, σε συνεργασία με το
υπουργείο Πολιτισμού. Και  που φαίνεται να καθιερώνεται, μετά την επιτυχία που, ήδη, είχαν οι δύο προηγούμενες διοργανώσεις: πάνω από 40 συναυλίες, σε περισσότερους από δώδεκα εμβληματικούς χώρους της πόλης -μνημεία, εκκλησίες...-, σε μία βεντάλια που περιλαμβάνει όλα τα είδη της μουσικής, είχαν και φέτος τη μεγάλη ανταπόκριση του κοινού στο πενταήμερο της διάρκειάς τους. Ο Μάρκελλος
Χρυσικόπουλος συμμετείχε, ως αρχιμουσικός, με την πολύ αξιόλογη έως εξαιρετική, όπως αποδείχτηκε, βουλγαρική ορχήστρα δωματίου -έγχορδα και κρουστά- «Drop Down Community», στην εκτέλεση της όχι συχνά παιζόμενης ούτε ιδιαίτερα δημοφιλούς Συμφωνίας αρ. 14 (1969) του Ρόσου Ντμίτρι Σοστακόβιτς. Ενός ιδιότυπου συμφωνικού έργου σε ένδεκα μέρη που το καθένα έχει σολίστα μία μέτζο ή ένα μπάσο ή και τους δύο. Ενός έργου που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ορατόριο αλλά, τελικά, βαφτίστηκε συμφωνία κατά το πρότυπο Συμφωνιών του Μάλερ. Ο Σοστακόβιτς 




επέλεξε -όλα μεταφρασμένα στα ροσικά- ποιήματα του Ισπανού Λόρκα, του Γάλου Γκιγιόμ Απολινέρ -έξι ποιήματά του-, του γερμανικής καταγωγής Ρόσου  Κιούχελμπέργκερ και  του επίσης γερμανικής καταγωγής, γεννημένου στην
Πράγα, Ρίλκε, που όλα έχουν αναφορές στο θάνατο ή τα διατρέχει μία αύρα θανάτου. Ένα υπέροχο, τελικά, έργο που απλώνεται από τη συγκινητική τρυφερότητα του «Η αυτοκτονία» του Απολινέρ έως το άγριο, αθυρόστομο «Η απάντηση των Κοζάκων Ζαποριζιανών στον Σουλτάνο της Κωνσταντινούπολης» του ίδιου ποιητή. Μουσικές μελαγχολικές, από τις οποίες, όμως, κάποιες στιγμές ξεπετάγεται, ξεσπάει η έντονη ζωικότητα του συνθέτη. Ο Μάρκελλος Χρυσικόπουλος ακολούθησε με σεβασμό τη μουσική


του Σοστακόβιτς -στην εκδοχή του έργου όπου τα ποιήματα επαναμεταφράστηκαν στις πρωτότυπες γλώσσες τους. Δημιούργησε ένα διάφανο θόλο μελαγχολίας, πυροδότησε τις εκρήξεις όπου χρειαζόταν και οδήγησε τρυφερά αλλά με πυγμή το ορχηστρικό σύνολο. Και τους δύο σολίστες. Εξαίρετος ο μπασοβαρύτονος -μπάσος προφόντο, θα έλεγα εγώ, με βαθιές αλλά θερμές νότες- Τίμος Σιρλαντζής, ακόμα καλύτερη η μέτζο Θεοδώρα Μπάκα. Μία βραδιά που θα θυμάμαι (Φωτογραφίες: Ανδρέας Σιμόπουλος).

(Όλες τις συναυλίες του Φεστιβάλ συνόδευε ένα δωρεάν, προσεγμένο, δίγλωσσο -ελληνικά, αγγλικά-, πολύπτυχο με το πρόγραμμά του).

Εθνική Λυρική Σκηνή / «Εναλλακτική Σκηνή», 3ο Φεστιβάλ Λατρευτικής Μουσικής, Υπουργείο Πολιτισμού και Εθνική Λυρική Σκηνή, 15 Απριλίου 2025. 

April 7, 2025

Μελόδραμα ή τραγωδία;

 
Το Τέταρτο Κουδούνι / Τέτοιες Μέρες, Τέτοια Λόγια… 246
 



«Λουτσία ντι Λαμερμούρ» του Γκαετάνο Ντονιτσέτι, σε σκηνοθεσία της Βρετανής Κέιτι Μίτσελ: μια σπουδαία παράσταση που πρωτοπαρουσιάστηκε στο Λονδίνο το 2016 και στην Αθήνα, στο ΚΠΙΣΝ, απ’ την Εθνική Λυρική Σκηνή, ως συμπαραγωγή της με την Βασιλική Όπερα, Κόβεντ Γκάρντεν του Λονδίνου, το 2018, για να επαναληφθεί το 2019 και για τρίτη φορά φέτος, με τη δυναμική


διεύθυνση του Λουκά Καρυτινού τώρα.  
Είδα και τα τρία ανεβάσματα. Κι έγραψα στο totetartokoudouni.blogspot com ήδη στις 21 Μαρτίου 2018 και στις 21 Μαρτίου 2019. Δε θα ’χα να προσθέσω κάτι -η Κέιτι Μίτσελ, με τη μοντέρνα, ευρηματική της αλλά καθόλου επιπόλαιη σκηνοθεσία, κατάφερε να μετασχηματίσει το μελόδραμα σε τραγωδία  


-συγκλονιστική τραγωδία.
Κι η καινούργια διανομή έχει ακολουθήσει με σεβασμό τη γραμμή της: εξαιρετικοί και μοναδικά δεμένες οι φωνές τους η γεννημένη στην Αγγλία αυστραλιανή σοπράνο Τζέσικα Πρατ (άψογη Λουτσία) κι ο ισπανός τενόρος Ισμαέλ Τζόρντι (Εντγκάρντο) αλλά κι οι δικοί μας -ο βαρύτονος Διονύσης Σούρμπης (σε μεγάλη φόρμα Ενρίκο), ο τενόρος Γιάννης Καλύβας (Αρτούρο), ο μπάσος Πέτρος Μαγουλάς (Ραϊμόντο), η μέτζο Ελένη Βουδουράκη (Αλίζα), ο τενόρος Μάνος Κοκκώνης (Νορμάνο)- δεν υστερούν. Μη χάσετε την ευκαιρία να το διαπιστώσετε και οι ίδιοι (Φωτογραίες: Γιάννης Αντώνογλου).

March 21, 2025

Άδυτα, άδυτα, ειστ’ εδώ;

 
Το Τέταρτο Κουδούνι / Τέτοιες Μέρες, Τέτοια Λόγια… 245

«Καυτηριάζει το χάος του ελληνικού θεάτρου»,
«Μας μεταφέρει στα άδυτα του θεάτρου» διάβαζα προκαταβολικά για την παράσταση. Θα το τολμήσουν; Αν ναι, μπράβο τους! Θα τους εκτιμήσω ακόμα περισσότερο. Ξεκίνησα με μεγάλα καλάθια. 
Τελικά, ψάχνοντας για «άδυτα» κι αναζητώντας το «χάος», είδα ένα άτολμο, βιαστικό και μάλλον πρόχειρο κακέκτυπο εράνισμα απ’ «Το σώσε» («Noises Off») του Μάικλ Φρέιν, το «Βίρα τις άγκυρες» των Παπαθανασίου και Ρέππα, γιατί όχι και το γουντιαλενικό «Σφαίρες πάνω απ’ το Μπρόντγουαίη» («Bullets over Broadway»). Ε, merde, alors…

March 15, 2025

Ο πρώτος Άθολ Φούγκαρντ στην Ελλάδα

 

Το Τέταρτο Κουδούνι / Τέτοιες Μέρες, Τέτοια Λόγια… 244

 

Στις 8 Μαρτίου πέθανε, στα 92 του, στο Κέιπ Τάουν, ο Άθολ Φούγκαρντ, ο κορυφαίος θεατρικός συγγραφέας της Νότιας Αφρικής. Ο οποίος θαρραλέα, με τόλμη, με πείσμα είχε αγωνιστεί έμπρακτα κατά του ρατσιστικού καθεστώτος του

απαρτχάιντ της πατρίδας του απ’ την πρώτη στιγμή της καριέρας του και σ’  όλη του τη ζωή, συνεργαζόμενος με μαύρους ηθοποιούς στη σκηνή. 
Στην Ελλάδα έχουν παιχτεί
όχι πολλά έργα του αλλά εκείνο που θέλω να θυμίσω είναι πως ο πρώτος που τον παρουσίασε εδώ ήταν ο ηθοποιός/σκηνοθέτης Τάκης Βουτέρης με το τότε -προκάτοχο του «Θεάτρου των Εξαρχείων» που ίδρυσε κατόπιν- «Θέατρο του Πειραιά», στο

θεατράκι της οδού Αλκιβιάδου 104β, τη σεζόν 1978/1979: ανέβασε «Το νησί» του που ο Φούγκαρντ συνυπογράφει με τους μαύρους ηθοποιούς συνεργάτες του Τζον Κάνι και Ουίνστον Ντσόνα οι οποίοι και έπαιζαν στην πρεμιέρα και, στη συνέχεια, στο εξωτερικό τους δύο ρόλους του έργου -οι ήρωές του, ενώ είναι κρατούμενοι του ρατσιστικού καθεστώτος στις φυλακές ενός νησιού, κρυφά ετοιμάζουν την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή βρίσκοντας τις αντιστοιχίες με τη ζωή τους και το περιβάλλον όπου ζουν.

March 4, 2025

Στο Φτερό / Ο Ρέπιν δίνει φτερά στον Σοστακόβιτς και ο Νεστερόβιτς στον Ραχμάνινοφ

 
Κρατική Ορχήστρα Αθηνών: συναυλία «Ο Βαντίμ Ρέπιν ξανά στην Κ.Ο.Α. / Έτος Σοστακόβιτς» / Μουσική διεύθυνση: Μιχάλ Νεστερόβιτς. Σολίστ: Βαντίμ Ρέπιν, βιολί. 
 
 
Κρατούσε την ανάσα του. Το κοινό. Όσο έπαιζε ο Βαντίμ Ρέπιν. Απόλυτη ησυχία. Συγχωρούσες ακόμα και το κινητό που ακούστηκε στην καντέντσα -στο σόλο του, στο τέλος του τρίτου από τα τέσσερα μέρη. Του Κοντσέρτου για βιολί
και  ορχήστρα αρ.1 (1947-1948, πρώτη εκτέλεση 1955) του Ντμίτρι Σοστακόβιτς. Το οποίο ο ρόσος βιολονίστας ερμήνευσε στο πλαίσιο του «Έτους Σοστακόβιτς» -για τα 50 χρόνια από το θάνατό του, το 1975- που έδωσε και το

δεύτερο τίτλο της συναυλίας της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, με τον Πολονό Μιχάλ Νεστερόβιτς στο πόντιουμ, μαζί με τον πρώτο «Ο Βαντίμ Ρέπιν ξανά στην Κ.Ο.Α.». Σπουδαίος βιολονίστας -και  ήταν μεγάλη χαρά που τον ξανακούσαμε,
δύο χρόνια ακριβώς μετά τη συμμετοχή του ως σολίστ στην πανηγυρική συναυλία για τα 80 χρόνια της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών το 2023. Τότε με Τσαϊκόφσκι, τώρα με Σοστακόβιτς. Ένα έργο της ωριμότητας του συνθέτη, σε τέσσερα μέρη, όπου ο σολίστας περνάει από μία μελαγχολική ατμόσφαιρα σε ένα νευρώδες σκέρτσο, εκτελεί μία τεράστια, ιλιγγιώδη καντέντσα που απαιτεί υπερβατική δεξιοτεχνία -να θυμίσω ότι το έργο γράφτηκε για τον κορυφαίο Νταβίντ Όιστραχ και εκτελέστηκε, για πρώτη
φορά, από τον ίδιο- για να καταλήξει σε ένα σαρωτικό πρέστο. Ο Βαντίμ Ρέπιν, λυρικός αλλά και δυναμικός, δεξιοτέχνης μοναδικός αλλά και με βαθιά μουσικότητα, ανταποκρίθηκε απολύτως στις απαιτήσεις του κοντσέρτου -συγκλονιστικός!-, άξια πλαισιωμένος από την ορχήστρα. Αποθεώθηκε κι ας μη μας χάρισε, δυστυχώς -εμφανώς κατάκοπος-, ανκόρ. Στο δεύτερο μέρος άλλο ένα σπουδαίο ρόσικο μουσικό δημιούργημα, παλαιότερο: η -κάπως παραγνωρισμένη, όπως και όλες οι 
συμφωνίες του- Συμφωνία αρ. 2 (1906-1907, πρώτη εκτέλεση 1908) του Σεργκέι Ραχμάνινοφ. Μία αρτεσιανή πηγή μελωδικών θεμάτων, μεγάλης διάρκειας αλλά καθηλωτική, συναρπαστική -ένα λυρικό αριστούργημα. Η ΚΟΑ, μετά από τις «οξύτητες» και τις έντονες δυναμικές του Σοστακόβιτς, μπήκε, άξια οδηγούμενη από την μπαγκέτα του Νεστερόβιτς στην καρδιά του ύστερου ρομαντισμού απογειώνοντας τη συναυλία. Μία από τις βραδιές της Κρατικής Ορχήστρας που θα θυμόμαστε (Φωτογραφίες: Μαργαρίτα Νικητάκη).

(Χρηστικότατο, όπως πάντα, το δωρεάν έντυπο πολύπτυχο πρόγραμμα-αφίσα της συναυλίας -υπεύθυνη έκδοσης Αλίκη Φιδετζή, σύνταξη κειμένων Τίτος Γουβέλης).

Μέγαρο Μουσικής Αθηνών / Αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης», Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, 27 Φεβρουαρίου 2025.
 
(Τη συναυλία παρακολούθησα με πρόσκληση που μου παραχώρησε απευθείας η ΚΟΑ).

February 23, 2025

Στο Φτερό / Αμείλικτο πεπρωμένο

 

«Η δύναμη του πεπρωμένου» του Τζουζέπε Βέρντι. Λιμπρέτο (Σααβέδρα, Σίλερ) Φραντσέσκο Μαρία Πιάβε (συμπληρώσεις Αντόνιο Γκισλαντσόνι) / Μουσική διεύθυνση: Πάολο Καρινιάνι. Σκηνοθεσία: Ροδούλα Γαϊτάνου. 

 

Σεβίλη, μέσα 18ου αιώνα. Ο Ντον Αλβάρο, αριστοκρατικής γενιάς αλλά από το Περού και με ινδιάνικο αίμα, ερωτεύεται την Λεονόρα, κόρη του μαρκίσιου του Καλατράβα ο οποίος τον απεχθάνεται, εκείνη ανταποκρίνεται και αποφασίζουν να κλεφτούν. Τους προλαβαίνει, όμως, ο πατέρας της και στη σύγκρουσή του με τον Αλβάρο, όταν εκείνος, για να δείξει τις ειρηνικές του προθέσεις, πετάει κάτω
το όπλο του, αυτό εκπυρσοκροτεί και σκοτώνει τον Καλατράβα που καταριέται την κόρη του. Το ζευγάρι χωρίζεται και χάνεται. Ένα χρόνο μετά, σε ένα πανδοχείο ο Κάρλο ντι Βάργκας, αδελφός της Λεονόρα, μεταμφιεσμένος σε φοιτητή και με αλλαγμένο όνομα, ψάχνει τον Αλβάρο και την αδελφή του να τους εκδικηθεί για το θάνατο του πατέρα τους. Η Λεονόρα, που βρίσκεται εκεί, αποκρύπτοντας την ταυτότητά της και ντυμένη άντρας, τον

αναγνωρίζει και κρύβεται, ενώ από κάποιες κουβέντες, καταλαβαίνει ότι ο Αλβάρο δεν έχει γυρίσει στην Αμερική και, λανθασμένα, πείθεται ότι απλώς την έχει προδώσει. Ταυτόχρονα, η Πρετσιοζίλα, μία όμορφη νεαρή τσιγγάνα, προτρέπει τους άντρες να πάνε όλοι να πολεμήσουν για την απελευθέρωση της Ιταλίας. Η Λεονόρα καταφεύγει σε ένα γειτονικό μοναστήρι όπου αποφασίζει να ζήσει την υπόλοιπη
ζωή της σε ένα ερημητήριο, εντελώς απομονωμένη. Ο ηγούμενος Πατέρας Γκουαρντιάνο στον οποίο εμπιστεύεται την αλήθεια, την προειδοποιεί για τις δυσκολίες που θα έχει να αντιμετωπίσει και την οδηγεί σε μία σπηλιά όπου θα της φέρνει να τρώει ο ίδιος. Στο μεταξύ, στην Ιταλία, ο Αλβάρο, που πιστεύει ότι η Λεονόρα είναι νεκρή και έχει καταταγεί στον ισπανικό στρατό, συναντάει τον Κάρλο που, επίσης, έχει καταταγεί με άλλο όνομα και τον σώζει από την επίθεση δύο δολοφόνων. Συνδέονται με βαθιά φιλία χωρίς ο ένας να γνωρίζει ποιος είναι ο άλλος. Ο Αλβάρο τραυματίζεται βαριά στη μάχη και,
καθώς κινδυνεύει να πεθάνει, εμπιστεύεται στο φίλο του μία κασετίνα με γράμματα ζητώντας να του υποσχεθεί ότι, αν πεθάνει, θα τα κάψει χωρίς να τα διαβάσει. Ο Κάρλο κάτι υποψιάζεται και ανοίγει την κασετίνα όπου βρίσκει ένα πορτρέτο της αδελφής του. Οπότε καταλαβαίνει ποιος είναι ο φίλος του ο οποίος, τελικά, επιζεί. Όταν ο Αλβάρο συνέρχεται, μονομαχεί με τον Κάρλο που δεν ξεχνάει την εκδίκηση. Τους χωρίζουν και ο Αλβάρο αποφασίζει να κλειστεί σε μοναστήρι. Το μοναστήρι, όπου καταφεύγει ως πατήρ Ραφαήλ, είναι στην Ισπανία και είναι αυτό που κοντά του βρίσκεται το ερημητήριο της Λεονόρα. Ο Κάρλο που το μαθαίνει ορμάει εναντίον του και μονομαχούν. Ο Αλβάρο τον

τραυματίζει θανάσιμα και τρυπώνει στη σπηλιά της Λεονόρα. Εκεί οι δύο ερωτευμένοι αναγνωρίζονται. Εκείνη τρέχει στον λαβωμένο αδελφό της που, όμως, πριν ξεψυχήσει, τη μαχαιρώνει: η εκδίκηση ολοκληρώνεται. Ο Αλβάρο έχει τιμωρηθεί (Στην πρώτη εκδοχή του έργου ο Αλβάρο πέφτει σε έναν κοντινό γκρεμό και σκοτώνεται). Είναι «Η δύναμη του
πεπρωμένου» (1862) του Τζουζέπε Βέρντι. Το λιμπρέτο του Ιταλού  Φραντσέσκο Μαρία Πιάβε -βασισμένο στο έργο «Δον Αλβάρο ή Η δύναμη του πεπρωμένου» (1835) του ισπανού Άνχελ δε Σααβέδρα, 3ου δούκα του Ρίβας και με μία σκηνή προσαρμοσμένη από «Το στρατόπεδο του Βάλενστάιν» (1798), πρώτο έργο της τριλογίας «Βάλενστάιν» του Γερμανού Φρίντριχ φον Σίλερ- συναγωνίζεται το λιμπρέτο του Σαλβατόρε Καμαράνο για τον «Τροβατόρε»: απιθανότητες, κενά, ασυνέπειες, συμπτώσεις, 
συμπτώσεις, συμπτώσεις εξωφρενικές, εξηγήσεις τραβηγμένες από τα μαλλιά -ένα από τα χειρότερα λιμπρέτα που βρέθηκαν στα χέρια του Βέρντι. Και όμως, με τη μοναδική ικανότητά του, το μεταμόρφωσε σε μία όπερα πλήρη, πλούσια, που σφύζει από μελωδίες ενός ώριμου πια συνθέτη και με τα
καθοδηγητικά μοτίβα -λάιτ μοτίφ- να αναπτύσσονται. Ενώ, με αλλεπάλληλες αλλαγές και προσαρμογές, με αφορμή διάφορα μεταγενέστερα ανεβάσματά της, την εξέλιξε, με βασικότερη τη δεύτερη εκδοχή της (1869) στην οποία -με τη συνεργασία του Αντόνιο Γκισλαντσόνι στις προσθαφαιρέσεις και τροποποιήσεις του λιμπρέτου- πρόσθεσε την υπέροχη, ορμητική εισαγωγή που γνωρίζουμε και άλλαξε το φινάλε. Η Ροδούλα Γαϊτάνου που  ανέλαβε τη σκηνοθεσία έδωσε μία νοικοκυρεμένη αλλά συμβατική παράσταση, με κάποια ευρήματα καλού γούστου αλλά χωρίς εκπλήξεις: τοποθέτησε το έργο στον 20ο αιώνα με απόηχους από τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους τονίζοντας το «πόλεμος πάντων πατήρ», ως το στοιχείο που επηρεάζει απολύτως τη ζωή των ηρώων. Αλλά δεν κατάφερε την υπέρβαση.
Όσο κι αν τη βοήθησε η αισθητική της παράστασης: τα σκηνικά (εκτός από τη σκηνή του δάσους με τους σταυρούς από σωλήνες νέον που μου θύμισε καμπαρέ…), υποβλητικά φωτισμένα -ζοφερά σκοτάδια- από τον Ιταλό Τζουζέπε ντι Ιόριο, του Γιώργου Σουγλίδη, τα κοστούμια του και τα βίντεο του Άγγλου Ντικ Στρέικερ που υπηρετούσαν τη σκηνοθετική άποψη. Χωρίς ιδιαίτερη έμπνευση η κινησιολογία της Δήμητρας Καστέλλου. Η παράσταση ενισχυόταν μουσικά από την καλή απόδοση της
Ορχήστρας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής υπό τον ιταλό αρχιμουσικό Πάολο Καρινιάνι και τη συμμετοχή της διδαγμένης από τον Αγαθάγγελο Γεωργακάτο  Χορωδίας της ΕΛΣ που ο ρόλος της είναι καίριος στη συγκεκριμένη όπερα. Ο αργεντινός τενόρος Μαρσέλο Πουέντε (Ντον Αλβάρο) νομίζω ότι ξεχώρισε στη διανομή -ζεστό φωνητικό μέταλλο και ισχυρή φωνή- ενώ ο βαρύτονος Δημήτρης Πλατανιάς (Ντον Κάρλο), αν και καθόλου πειστικός όταν δηλώνει «φοιτητής»…, τον συναγωνίστηκε. Ικανοποιητικός ο μπάσος Πέτρος Μαγουλάς (Μαρκίσιος του Καλατράβα και Ηγούμενος. Με ελλείψεις, υποκριτικές και φωνητικές, η λευκοροσίδα μέτζο Οξάνα Βόλκοβα  ως Πρετσιοζίλα (ένας 
ρόλος που μοιάζει στριμωγμένος στο έργο χωρίς ουσιαστικό λόγο) δεν με έπεισε. Βρήκα χωρίς υπερβάσεις και κάπως δύσκαμπτο τον μπασοβαρύτονο Γιάννη Γιαννίση (Αδελφός Μελιτόνε). Η ρουμάνα, στέλεχος της Λυρικής, σοπράνο Τσέλια Κοστέα (Λεονόρα), επίσης ηλικίας όχι ταιριαστής με το ρόλο, έχει πολλές δυνατότητες αλλά η φωνή της
μοιάζει να έχει  κάπως στεγνώσει. Η μέτζο  Ιωάννα-Βασιλική Κοράκη (Κούρα), ο μπασοβαρύτονος Γιώργος Παπαδημητρίου (Δήμαρχος), ο τενόρος Γιάννης Καλύβας (Μάστρο-Τραμπούκο) και ο ρόσος βαρύτονος Μαξίμ Κλονόφσκι (Χειρουργός) βοήθησαν κατά τις δυνάμεις τους. Μία παράσταση χωρίς εξάρσεις αλλά όχι και χωρίς ενδιαφέρον (Φωτογραφίες: 1 Valeria Isaeva, 2, 7, 8, 13 Andreas Simopoulos, 3, 4, 5, 6, 9, 10, 11, 12 Giannis Antonoglou).

(Καλοφτιαγμένο το -δίγλωσσο, ελληνικά και αγγλικά- έντυπο πρόγραμμα της παράστασης -υπεύθυνη έκδοσης Σοφία Κομποτιάτη. Βρίσκω, πάντως, μάλλον περιττή τη συνέντευξη με τον/την σκηνοθέτη/-τρια, που τελευταία έχει καθιερωθεί. Ό,τι σκέφτεται για την παράσταση είναι προτιμότερο να τα εκθέτει στη σκηνή παρά να τα περιγράφει).

Εθνική Λυρική Σκηνή / Αίθουσα «Σταύρος Νιάρχος», Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος», 2 Φεβρουαρίου 2025.