September 18, 2019

Μαλλί με μαλλί... ή Έρχονται «Μικρές αλεπούδες»


 Το Τέταρτο Κουδούνι / 18 Σεπτεμβρίου 2019 


Σου λέει η άλλη -η Όλγα Κεφαλογιάννη, απλή βουλευτής, πια, Α΄ Αθηνών της κυβερνώσας Νέας Δημοκρατίας: «Τομεάρχη Πολιτισμού και Αθλητισμού μ’ είχες βάνει, τους βομβάρδιζα τους δημοσιογράφους με δελτία Τύπου για τις ερωτήσεις κι επερωτήσεις περί τα πολιτιστικά που κατέθετα στην Βουλή, για τις απαντήσεις και τις παρεμβάσεις που ’κανα περί τα πολιτιστικά, για τις συνεντεύξεις που ’δινα περί τα πολιτιστικά -εναντίον των υπουργών Πολιτισμού της προηγούμενης κυβέρνησης βασικά, ότι τίποτα καλό δεν κάνουν κι εγώ θα τα ’κανα καλύτερα-, τσάμπα ο κόπος. Γίνεσαι πρωθυπουργός, σχηματίζεις κυβέρνηση κι έρχεσαι και κάνεις την Μενδώνη/Παναγιωταρέα υπουργό Πολιτισμού και Αθλητισμού. Τώρα θα δεις!». 
Σου λέει η άλλη -η ιδία: «Βομβαρδίζει (σ.σ. βλέπε προηγούμενο -9 Σεπτεμβρίου- «Το Τέταρτο Κουδούνι») η υπουργός με δελτία -που θα πάει από υπερβολική δόση δραστηριότητας...-, α, δε θα την αφήσω σε χλωρό κλαρί». Κι επισκέπτεται τον νέο δήμαρχο Κώστα Μπακογιάννη και του παρουσιάζει προτάσεις και σχέδια που άπτονται του πολιτισμού -«για ανάδειξη», λέει, «του αρχαιολογικού χώρου της Ακαδημίας Πλάτωνος», για την «ίδρυση», λέει, «Κέντρου Πλατωνικών Σπουδών», για «διαμόρφωση της Ιεράς Οδού», λέει, «με την ευκαιρία της διοργάνωσης ‘Ελευσίνα-Ευρωπαϊκή Πρωτεύουσα 2020’, για «Μουσείο», λέει, «της Πόλης των Αθηνών» (σ.σ. που ήδη υπάρχει ένα τέτοιο...) κλπ κλπ και μας αρχίζει κι αυτή -πολυβόλο- στα δελτία Τύπου -έξαλλες, υποθέτω, οι άλλες στο ΥΠΠΟΑ. 
Σου λέει η άλλη -και πάλιν η ιδία Όλγα Κεφαλογιάννη: «Ανασχηματισμός δε θα γένει; Ας πιάσω στασίδι. Ξερ ’γω πόσο θα την κρατήσει στο ΥΠΠΟΑ την Μενδώνη/Παναγιωταρέα;». 
Αχ, μαλλί με μαλλί τις βλέπω να πιάνονται... 
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…




«Λαϊκή οπερέτα» χαρακτηρίζεται ο μετασχηματισμός (μετάφραση, λιμπρέτο, μουσική) απ’ τον Σταμάτη Κραουνάκη σε μουσικό έργο της κωμωδίας του Αριστοφάνη «Εκκλησιάζουσες», συμπαραγωγή του «Θεάτρου Τέχνης Καρόλου Κουν» και της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Δεν ξέρω πώς ακριβώς νοείται ο όρος «λαϊκή οπερέτα», αλλά εγώ, στο Ηρώδειο, είδα ένα μουσικό έργο, όπου, ανάμεσα σε άχρωμα, διεκπεραιωτικά μουσικά κομμάτια, ξεπηδάει, ξεπετάγεται, ως από φρέαρ αρτεσιανό, η πλούσια μελωδική φλέβα του συνθέτη παράγοντας εύφορα, τερπνά αποτελέσματα. Πάνω σ’ ένα λιμπρέτο καλά φτιαγμένο μεν, που πατάει, όμως, πάνω στις αθυροστομίες του Αριστοφάνη και που, μετά την Παράβαση ιδίως, μπατάρει υπερτονίζοντάς τες με άφθονα καλιαρντά και φτάνοντας σε χοντροκομμένα ακούσματα που γαργαλούν, με παλαιούς, ξεπερασμένους τρόπους, το κοινό, με το επιχείρημα, υποθέτω, ότι «έτσι και χειρότερα τα λέει ο Αριστοφάνης», επιχείρημα που αγνοεί τις κοινωνικές συνθήκες του 392 π.Χ. -όταν γράφτηκε το έργο. 
Η σκηνοθεσία της Μαριάννας Κάλμπαρη, μετωπική και σε πολύ υψηλούς τόνους που τους ενισχύουν τα μικρόφωνα, μίζερα ολιγοπρόσωπη ως προς τον Χορό, δε βοήθησε, πιστεύω, το κείμενο, αντίθετα το «χόντρυνε» περισσότερο, στρεφόμενη προς ένα παρελθόν υφολογικά εξαντλημένο πια -φαλλούς, πάντως, δεν είδαμε...-, μ’ ευρήματα ξεθυμασμένα. Τα χρώματα στα σκηνικά και στα κοστούμια της Χριστίνας Κάλμπαρη φωτίζουν, βέβαια, θετικά την παράσταση. 
Η Σοφία Φιλιππίδου, ευφάνταστη ηθοποιός, με το κωμικό στοιχείο μέσα της, «τελαλίζει» το λόγο και κάποτε στομφάρει, αλλά η Πραξαγόρα της έχει κέφι. Μεστή, έξοχη -αν και, μουσικά, το οπερατικό δε δένει με το σύνολο- η φωνή του μπασοβαρύτονου Χριστόφορου Σταμπόγλη που δείχνει, επιπλέον, ικανότητες στις πρόζες αξιομνημόνευτες. Ο Σταμάτης Κραουνάκης φέρει επί σκηνής τον πληθωρισμό του. Απ’ τους υπόλοιπους ξεχώρισα την μπουφονερί του Χρήστου Γεροντίδη και την εκπληκτική φωνή του Κώστα Μπουγιώτη -Κήρυκας και στον Χορό των ανδρών. Η καλή Ιωάννα Μαυρέα, αφημένη στις ευκολίες της (Φωτογραφία: Ελπίδα Μουμουλίδου).


Δυο μόνον, οι Αριστοφάνηδες φέτος το καλοκαίρι. Δυο μέρες μετά, είδα και τον δεύτερο -πρώτον χρονολογικά ως ανέβασμα. Με τον «παλαιό τρόπο», η πρώτη παράσταση, με τον «νέο», «ανανεωτικό» τρόπο. η δεύτερη. Και πάλι, όμως, δεν ευτύχησα
Καταρχάς, τι δύσκαμπτο, στεγνό έργο -για να το μελετούν οι φιλόλογοι, όχι για να παίζεται- οι «Νεφέλες»... Δεν ξέρω αν ασεβώ, αλλά το βρίσκω τόσο, μα τόσο βαρετό. Ο σκηνοθέτης Δημήτρης Καραντζάς θέλησε να του δώσει μια (μετα)μοντέρνα γραμμή, α λα «Όρνιθες» του Νίκου Καραθάνου, αλλά δε νομίζω ότι κατάφερε να το σώσει. Δεν κατάλαβα, τουλάχιστον, τι ακριβώς ήθελε να πει, μού φάνηκαν όλα συγκεχυμένα -μπορεί να φταίω εγώ...
Στη διάθεσή του είχε ένα εικαστικά πολύ ενδιαφέρον αλλά όχι ιδιαίτερα λειτουργικό σκηνικό της Κλειώς Μπομπότη, τα κοστούμια -στη γνωστή μεταμοντερνιστική γραμμή που φλερτάρει με το κιτς και την οποία ακολουθεί, συνήθως, ή της ζητούν ν’ ακολουθήσει- της Ιωάννας Τσάμη, κοστούμια που καθόλου δε μ ενθουσίασαν, τις μουσικές του Ανρί Κεργκομάρ που δεν τον βρήκα σε φόρμα και την άγαρμπη, χύμα κίνηση του Τάσου Καραχάλιου. Και μια ομάδα καλών ηθοποιών. Απ’ τους οποίους ξεχώρισα,
πρώτο-πρώτο, τον, ώριμο, πια, Γιώργο Γάλλο που του πήγαινε κουτί ο Στρεψιάδης -ιδανικός!-, την εξαιρετική Έμιλυ Κολιανδρή, άντε και την Θεοδώρα Τζήμου αλλά όχι, αυτή τη φορά, την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη και τον Χρήστο Λούλη, περιορισμένο, με μια κακόγουστη, καθόλου αστεία περούκα, στο «ρόλο» του Ποιητή, σε μια ευφάνταστη αλλά μουτζουρωμένη Παράβαση -αυτή την Παράβαση που μου κάνει εξαιρετικά αντιπαθητικό τον Αριστοφάνη για την έπαρση που βγάζει- ενώ βρήκα απογοητευτικό τον Σωκράτη του Νίκου Καραθάνου (Φωτογραφίες: Γκέλυ Καλαμπάκα).




Τις «Μικρές Αλεπούδες» της τολμηρής αμερικανίδας Λίλιαν Χέλμαν ανεβάζει, στις 16 Δεκεμβρίου, στο θέατρο «Studio Μαυρομιχάλη», τα Δευτερότριτα, ο Κωστής Καπελώνης για τον, 14χρονης ενεργούς πορείας, θίασο «Συν-Θήκη» -που ’χει επιχορηγηθεί απ’ το υπουργείο Πολιτισμού για τη συγκεκριμένη παράσταση-, σε μετάφραση Ερρίκου Μπελιέ, με σκηνικά και κοστούμια Ανδρέα
Σαραντόπουλου. 
Η αριστερών πεποιθήσεων αμερικανίδα ακτιβίστρια συγγραφέας Λίλιαν Χέλμαν, μέσα από μια οικογενειακή ιστορία που αφορά την οικονομική διαμάχη τριών αδελφών, μιλάει για τον αμοραλισμό και τη διαφθορά, έννοιες σταθερά διαχρονικές στις μικρές ή μεγάλες καπιταλιστικές κοινωνίες, χωρίς να λείπουν απ’το έργο της οι θετικοί ήρωες που προσπαθούν να κρατήσουν την ηθική τάξη.
Η «Συν-Θήκη», μετά το «Ήταν όλοι τους παιδιά μου» του Άρθουρ Μίλερ (2013), την «Φρουρά στον Ρίνο» της Λίλιαν Χέλμαν, επίσης, (2016) αλλά και τον ιψενικό «Ιωάννη Γαβριήλ Μπόρκμαν» (2018), που ’χει παρουσιάσει, «επιλέγει», όπως σημειώνεται, «τις ‘Αλεπούδες’, επιδιώκοντας να διατηρήσει έναν κοινό θεματολογικό και υφολογικό ιστό στα έργα που φέρνει στη σκηνή. Η Ρεγγίνα Γκίντενς και τ’ αδέλφια της, άπληστοι και αδίστακτοι, χωρίς κανέναν ηθικό φραγμό μπρος στο κυνήγι του κέρδους, μπορούν να θεωρηθούν ‘άξιοι συγγενείς’ του Τζο Κέλερ και ‘μακρινοί απόγονοι’ του Ιωάννη Γαβριήλ Μπόρκμαν».
Στους ρόλους, οι Γιώργος Κροντήρης (Οράτιος Γκίντενς), Μαρία Μακρή (Μπέρντι Χάμπαρντ), Δέσποινα Πόγκα (Ρεγγίνα Γκίντενς), Χρήστος Συριώτης (Όσκαρ Χάμπαρντ), Βέρα Χατζηϊακώβου (Άντι), Πέτρος Πέτρου (Μπεν Χάμπαρντ), Νατάσα Παπαδάκη (Αλεξάνδρα Γκίντενς), Μάνος Κωστής (Ουίλιαμ Μάρσαλ), Πάρις Σκαρτσολιάς (Λέο Χάμπαρντ).
Το έργο της Λίλιαν Χέλμαν, που ’κανε την πρεμιέρα του στην Νέα Ιόρκη το 1939, με Ρεγγίνα την Ταλούλα Μπάνκχεντ, και που μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο, απ’ τον Γουίλιαμ Γουάιλερ, το 1941, με την Μπέτι Ντέιβις στον κύριο ρόλο, πρωτοανέβασε στην Ελλάδα, τη σεζόν 1945/1946, ο θίασος Κατερίνας (που ’παιξε την Ρεγγίνα)-Γιώργου Παππά, σε σκηνοθεσία Κάρολου Κουν. Ακολούθησε ο Αλέξης Δαμιανός που το σκηνοθέτησε το 1961/1962, στο «Πορεία» του, με Ρεγγίνα την Τασία Πανταζοπούλου, ενώ η Κατερίνα ερμήνευσε το ρόλο και 
πάλι -ο τελευταίος της πριν αποσυρθεί-, συμπράττοντας με το θίασο της Έλλης Λαμπέτη, στο «Διάνα», και με σκηνοθέτη τον Ντίνο Δημόπουλο, το 1972/1973. Το 1997/1998 τις «Μικρές αλεπούδες» παρουσίασε στο θέατρο «Αθηνών» η «Σύγχρονη Θεατρική Σκηνή» της Κατερίνας Μαραγκού που ’παιξε την Ρεγγίνα, σε σκηνοθεσία Γιάννη Μαργαρίτη, ενώ το έργο έχει ηχογραφηθεί και για το «Θέατρο της Δευτέρας» της Ελληνικής Ραδιοφωνίας, σε σκηνοθεσία Γιώργου Θεοδοσιάδη, με Ρεγγίνα την Μάρθα Βούρτση.
«Μικρές αλεπούδες», όμως -γερμανόφωνες- είδαμε και στο Φεστιβάλ Αθηνών του 2015, απ’ τη βερολινέζικη «Σάουμπίνε», σε σκηνοθεσία Τόμας Όστερμάιερ, με Ρεγγίνα την Νίνα Χος.
Σημειώστε ότι Λίλιαν Χέλμαν, φέτος, μπορείτε να δείτε -το προγενέστερο, πρώτο της έργο για το θέατρο «Ψίθυροι» (1934), σε σκηνοθεσία Αλέξανδρου Κοέν, με Μαρίνα Ασλάνογλου και Μαρίνα Ψάλτη- και στο «Δημήτρης Χορν», όπου η παράσταση μεταφέρεται απ’ το «Αθηνών» και θα παρουσιάζεται, για δεύτερη σεζόν, τα Δευτερότριτα επίσης.




Επί χρόοονια τώρα δίνει αποχαιρετιστήριες συναυλίες η Νάνα Μούσχουρη. Εντούτοις, στην αφιερωμένη στον Μίμη Πλέσσα βραδιά «Νύχτα καλοκαιριού» -στις 26 Σεπτεμβρίου που γίνεται έχει μπει κι επίσημα το φθινόπωρο αλλά τέλος πάντων...-, θα την ακούσουμε και πάλι στο Ηρώδειο. Να τραγουδάει. Ετών 85. Χαλκέντερη! Εμείς δεν ξέρω πόσο χαλκέντεροι μπορούμε να είμαστε. Πόσο μάλλον αν προσθέσουμε και τα 95 χρόνια του Μίμη Πλέσσα, κεντρικού προσώπου της συναυλίας, μαζί με τα 85 του Γιώργου Κατσαρού, τα 83 του Κώστα Χατζή και τα -μόλις- 76 του Δάκη, που, μεταξύ πολλών άλλων, θα συμμετάσχουν. Τα χρόνια τους να φτάσουμε! Και να μπορούμε ν’ ανοίξουμε το στόμα μας.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή... (Φωτογραφία: Readers Digest UK).




Πρόχειρη και πολύ μέτρια βρήκα την παράσταση του Γιάννη Κακλέα στην Ταράτσα του «Λαμπέτη» με την «Μικρή μας πόλη» του Θόρντον Γουάιλντερ. Κάπως ξεπερασμένο πια το έργο, ο Γιάννης Κακλέας δεν τήρησε τις σκηνικές οδηγίες του συγγραφέα για παράσταση χωρίς σκηνικά και σκηνικά αντικείμενα που να τα αναπληρώνουν με αυτοσχεδιασμούς οι ηθοποιοί, προφανώς για να το φρεσκάρει αλλά έτσι φάνηκε πιο αδύναμο, η τρίτη πράξη που πάλλεται, ανεβάζει τη συγκίνηση στα ύψη και το δικαιώνει έχει χάσει την αισθαντικότητά της, κοστούμια εκ των ενόντων, οι ηθοποιοί μοιάζουν ακαθοδήγητοι -μόνον την Ιφιγένεια Αστεριάδη ξεχώρισα-, ειδικά οι νέοι της δραματικής σχολής «Ίασμος» που ’χει και την παραγωγή, οι οποίοι συμμετέχουν στη διανομή, ο συμπαθέστατος Χρήστος Φερεντίνος που επελέγη για το ρόλο του Αφηγητή και που έπαιζε όταν είδα την παράσταση -τώρα τον έχει αντικαταστήσει ο Δημήτρης Κουρούμπαλης- είχε την άνεση και την αμεσότητα του τηλεοπτικού πλατό αλλά όχι και της σκηνής όπου έδειχνε αμήχανος -σα να μην ήξερε τι να κάνει τα χέρια του...
Για όσους είχαμε την τύχη να δούμε, το 1991, την «Μικρή μας πόλη» του Μίνου Βολανάκη -παίχτηκε δυο σεζόν, 1991/1992 και 1992/1993-, σημαδιακή παράσταση του καλύτερου Βολανάκη, παραγωγή του Γιώργου Λεμπέση, με ιδεώδη Αφηγητή τον Νικήτα Τσακίρογλου κι άριστα οδηγημένη την υπόλοιπη καλή διανομή -κατά... τραγική σύμπτωση στο ίδιο θέατρο, στη χειμερινή του αίθουσα-, ας αποφύγουμε πάσαν σύγκρισιν...


Εκείνο το οποίο μ’ άφησε γεμάτο απορίες ήταν η ανακοίνωση του παραγωγού «Ίασμου» ότι οι τρεις τελευταίες παραστάσεις -«Η μικρή μας πόλη» τελειώνει στις 22 Σεπτεμβρίου- αποτελούν «κοινωνική προσφορά του ‘Ίασμου’», καθώς οι εισπράξεις τους «θα μοιραστούν σε όλους τους συντελεστές της παράστασης». Δηλαδή; Δεν πληρώνονταν οι συντελεστές; Πρόκειται περί bonus; Περί ελεημοσύνης; Το βρήκα τουλάχιστον άκομψο.
(Η Ανωτέρα Δραματική Σχολή «Ίασμος», στο μεταξύ, μου διευκρινίζει κι ευχαρίστως προσθέτω τη διευκρίνιση:
«Για κάθε θεατρική παραγωγή που πραγματοποιείται με έξοδα της Ανωτέρας Δραματικής Σχολή ‘Ίασμος’ (όπου όλοι οι ηθοποιοί και συντελεστές πληρώνονται με μισθούς βάσει συμβολαίου), οι εισπράξεις των τελευταίων παραστάσεων χωρίζονται ισόποσα και διανέμονται σε όλους τους εργαζόμενους, ανεξαρτήτως ιδιότητας»).

No comments:

Post a Comment