September 1, 2019

Ο Προμηθέας και η βοοσκερασφόρος παρθένος... ή Ντράγκα ντρουγκ το καμπανάκι για το τραμ το τελευταίο (;)…



Το Τέταρτο Κουδούνι / 1 Σεπτεμβρίου 2019. 



Δεν έχει μόνο τ’ όνομα. Έχει και τη χάρη. Έχει γερές καλλιτεχνικές ρίζες. Έχει διαπρέψει μ’ ό,τι κι αν καταπιάστηκε: σπουδές, ηθοποιός -την πρωτόδα, όταν... πρωτοπάτησε το σανίδι, στο Αρχαίο Ωδείο της Πάτρας, πολύ μικρό παιδάκι, κρατώντας το χέρι της μάνας της, της Λήδας Τασοπούλου, στους μενάνδρειους «Επιτρέποντες» του πατέρα της, του Σπύρου Ευαγγελάτου, με το «Αμφι-Θέατρό» του, σε μια απ’ τις πολλές επαναλήψεις της παράστασης, ήμουν εκεί, στα μισά της δεκαετίας του ’80 θα ’τανε, και κάτι είχα γράψει τότε στα «Νέα»-, πανεπιστημιακή δασκάλα και, βασικά, σκηνοθέτρια -αυτό που γρήγορα έδειξε να ’ναι κι ο βασικός στόχος της. Έχει περγαμηνές, έχει ευρύτατες γνώσεις, έχει βαθιά καλλιέργεια, ξέρει μουσική, ξέρει ξένες γλώσσες... Έχει ανεβάσει, μέχρι τώρα, μερικές σημαδιακές παραστάσεις. Η επιλογή της Κατερίνας Ευαγγελάτου, νέας γυναίκας, για την καλλιτεχνική διεύθυνση -καίρια θέση- του Ελληνικού Φεστιβάλ (Αθηνών και Επιδαύρου), μετά την επιλογή του Δημήτρη Λιγνάδη για την καλλιτεχνική διεύθυνση -επίσης καίρια θέση- του Εθνικού Θεάτρου, ειν η δεύτερη πετυχημένη, άριστη επιλογή της νέας υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού Λίνας Μενδώνη. Δεν είναι τυχαίο ότι και οι δυο έγιναν θετικά δεκτές, περίπου ομόφωνα. Αρκεί οι δυο νέοι καλλιτεχνικοί διευθυντές να πλαισιωθούν κι από διοικητικά συμβούλια που να τους ελέγχουν αλλά και να μπορούν να συμπλεύσουν αρμονικά μαζί τους -να τους στηρίξουν και να μην τους υπονομεύσουν και πολεμήσουν.
Στο Φεστιβάλ χρειάζεται να γίνουν πολλά ακόμα -πολύ περισσότερα, νομίζω, απ’ ό,τι στο Εθνικό: να οργανωθεί καλύτερα διοικητικά -και δεν εννοώ μεγαλύτερη γραφειοκρατία, εννοώ ακόμα και το ανύπαρκτο αρχείο της 65χρονης ιστορίας του...-, να στελεχωθεί αρτιότερα -κάτι πολύ ενδιαφέρον έχω οσμιστεί να ’ρχεται...-, να προβληθεί ακόμα καλύτερα, προς τα μέσα αλλά, κυρίως, προς τα έξω, κι, ίσως να επαναπροσδιορίσει το καλλιτεχνικό προφίλ του, με βάση την πείρα που αποκτήθηκε απ’ την πρακτική των τελευταίων χρόνων.
Η Κατερίνα Ευαγγελάτου ξέρει. Καλείται ν’ αποδείξει κι ότι μπορεί. Κι ότι είναι ικανή -το εύχομαι ολόψυχα- να αποφύγει, ν’ ανακόψει την έπαρση που, συχνά, δημιουργούν τ’ αξιώματα-σειρήνες -πράγμα που ’χαν πετύχει και οι δυο προκάτοχοί της, ο Γιώργος Λούκος κι ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος.




Ο απερχόμενος Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος, πάντως, παρά το διορισμό του στη θέση μετά τον ντροπιαστικά, ελεεινά μεθοδευμένo εξαναγκασμό σε παραίτηση του Γιώργου Λούκου και τη μίζερη, θλιβερή θύελλα -«persona non grata» κλπ…- που ξεσήκωσε η, οπωσδήποτε βιαστική κι απερίσκεπτη, επιλογή του Γιαν Φαμπρ που θα μείνει στην ιστορία του Φεστιβάλ ως «διευθυντής (curator, ήτοι επιμελητή ήθελε να τον λένε) σε παρένθεση» ή, άλλως, «διευθυντής των 52 ημερών» -πώς λέμε «Η Άννα των 1000 Ημερών» για την Αν Μπολίν;...- δεν τα κατάφερε, απλώς, να επιπλεύσει στην εξαιρετικά βεβαρημένη ατμόσφαιρα μέσα την οποία ανέλαβε αλλά, στην τριετία του και στα τέσσερα φεστιβάλ που διοργάνωσε, πορεύτηκε ανοδικά αφήνοντας θετικό πρόσημο στη θητεία του. Τον συγκρίνω, πάντα, με την Δέσποινα Μουζάκη στη διεύθυνση του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης: όπως εκείνη, μ’ εξυπνάδα, ακολούθησε, βασικά, το δρόμο που χάραξε ο αναμορφωτής του θεσμού Μισέλ Δημόπουλος προσθέτοντας τις δικές της -καλές ή κακές- πινελιές, έτσι κι ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος: με πολύ καλούς συμβούλους πλάι του -ξέρει να διαλέγει τους σωστούς-, εξίσου έξυπνα, ακολούθησε, βασικά, το δρόμο που άνοιξε ο, επίσης αναμορφωτής του θεσμού των Φεστιβάλ Αθηνών, κυρίως, και Επιδαύρου, Γιώργος Λούκος. Προσθέτοντας τις δικές του πινελιές και κάνοντας τις -πολλές- δικές του παρεμβάσεις -με πιο αξιόλογες της «Άνοιγμα στην Πόλη» και του «Λυκείου Επιδαύρου αλλά και της έμφασης που δόθηκε στον, υποβαθμισμένο, τα προηγούμενα χρόνια, τομέα της κλασικής μουσικής. Και το περσινό -του 2018- Φεστιβάλ Αθηνών επιμένω πως, ως συνολική εικόνα, ήταν το καλύτερο του θεσμού, τουλάχιστον στα 50 χρόνια που το παρακολουθώ -για φέτος οι... «συνθήκες» που γνωρίζετε δε μου επέτρεψαν να ’χω συνολική εικόνα, μια και μ’ ανάγκασαν να μην το παρακολουθήσω όλο- ενώ το φετινό της Επιδαύρου ήταν το πιο ενδιαφέρον και το πιο συγκροτημένο μετά από πολλά χρόνια. Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος απέρχεται περήφανος. Και δικαίως.


Και μια διόρθωση: παντού διάβασα ότι η Κατερίνα Ευαγγελάτου ειν η πρώτη γυναίκα που ανέλαβε τα ηνία του Ελληνικού Φεστιβάλ. Ξεχάσαμε πως, για ένα χρόνο, επί κυβέρνησης Σημίτη και υπουργών Πολιτισμού Παπαζώη και Πάγκαλου, γενική διευθύντρια του Φεστιβάλ διετέλεσε η Βαρβάρα Μπελεζίνη που ’φερε εις πέρας το Φεστιβάλ του 2000;


Όσο για τις τελετές παράδοσης-παραλαβής -αυτή που ’γινε στο Εθνικό κι αυτή που θα γίνει στο Φεστιβάλ αύριο- πολύ τις εκτιμώ. Εκπολιτιζόμαστε... Όσο κι αν υπάρχουν κι οι αντίθετες απόψεις -ότι έγιναν μόνο για το θεαθήναι.
Κι ελπίζω ότι οι υπουργικές υποσχέσεις περί προκήρυξης, στον επόμενο «γύρο», των θέσεων, πρόταση που ’χε εισηγηθεί -πολύ σωστά αλλά καθυστερημένα- η τέως υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού Μυρσίνη Ζορμπά και που -ας το παραδεχτούμε- δεν μπορούσε, εκ των πραγμάτων -λόγω χρόνου-, να εφαρμοστεί τώρα, δε θα παραπεμφθούν στις ελληνικές καλένδες... Κι ότι θα υλοποιηθούν, εκτός από έντιμα, και ΕΓΚΑΙΡΑ . Ώστε, όπως είπε ο Στάθης Λιβαθινός, οι επερχόμενοι να μπορούν να συνεργαστούν, επί ικανό διάστημα, με τους απερχόμενους. Ας το συνειδητοποιήσουμε, επιτέλους, πως πρόκειται για συνέχεια κι όχι για απλή σκυταλοδρομία.



Να επισημάνω, ακόμα, για την Έρι Κύργια, θεατρολόγο, δραματολόγο, γλωσσομαθέστατη μεταφράστρια και λιμπρετίστα, ήδη ψημένη, εκτός των άλλων, στο Εθνικό Θέατρο επί δώδεκα, περίπου, χρόνια και με τρεις διευθυντές -Γιάννη Χουβαρδά, Σωτήρη Χατζάκη, Στάθη Λιβαθινό- πως καλύτερη επιλογή για τη θέση της αναπληρώτριας καλλιτεχνικής διευθύντριας ο Δημήτρης Λιγνάδης νομίζω πως δε θα μπορούσε να κάνει.



Κρίμα… Η πρώτη ελληνική παράσταση της σπουδαίας Κάθριν Χάντερ (φωτογραφία: Μαριλένα Σταφυλίδου) καθόλου δεν τη βοήθησε ν’ αποδείξει και ν’ αναδείξει το Μέγεθός της. Το υποκριτικό Μέγεθός της. Ο «Προμηθέας» του Σταύρου Τσακίρη και του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας, όπου έχει επωμιστεί τον επώνυμο ρόλο, είναι, τελικά, πιστεύω, ένα ατύχημα. Που ξεκινάει απ’ τη μετάφραση του Δημήτρη Δημητριάδη. Ο οποίος σα να μετάφρασε πρώτα το έργο «κανονικά» και, στη συνέχεια, να επιδόθηκε σε μια απεγνωσμένη, άνευ προηγουμένου λεξιθηρία: σα να προσπάθησε, όπου μπορούσε, ν’ αντικαταστήσει τις λέξεις και τις εκφράσεις μ’ άλλες, όσο πιο εξεζητημένες γινόταν -Η εκζήτηση και Η επιτήδευση, από «βοοσκερασφόρος παρθένος» μέχρι «νυχτόφυτα όνειρα»...
Απ’ την άλλη η δραματουργική επεξεργασία του σκηνοθέτη που επινόησε «Αφηγητή», δίνοντάς του κομμάτια απ’ τα στάσιμα, το βαρυφορτωμένο, ασήκωτο, ανομοιογενές, αχώνευτο «ηχητικό περιβάλλον» -συμφωνικά κομμάτια ή μοντέρνα, με ξεκάρφωτη κατάληξη το υπέροχο παραδοσιακό «Για δες περβόλιν όμορφο», τραγουδημένο α καπέλα από ένα αγόρι, σε δίσκο της Δόμνας Σαμίου- που ο ίδιος επιμελήθηκε και που καταπλακώνει την παράσταση ως κινηματογραφικό soundtrack κι αυτή καθαυτή η σκηνοθεσία -η αιγυπτιακή «Βίβλος των νεκρών», ο άχαρος Χορός με τις μαύρες βίβλους ανά χείρας, ο επίσης άχαρος Ερμής «επί τρία» συντείνουν στο αλλοπρόσαλλο αποτέλεσμα κι ας υπάρχουν μερικές ενδιαφέρουσες στιγμές. Με αποκορύφωμα τον Πρόλογο που δίνεται, με ξεφωνητά, αν όχι ουρλιαχτά, ως... κωμικό ιντερμέδιο, με τον Δημήτρη Πιατά-Ήφαιστο να μανιερίζει σαν από άλλο έργο -επιθεώρηση μάλλον...- και τον Αλέξανδρο Μπουρδούμη-Κράτος να πηδάει, με φωνητικές μεταπτώσεις κι αστείες φωνούλες, απ’ την Κομέντια σε μπεκετική κλοουνερί κι απ’ τον Μπέκετ στον Τζόκερ του «Μπάτμαν». Ούτε η δυσλειτουργική «σκηνική εγκατάσταση» του Κώστα Βαρώτσου, ούτε τα κοστούμια τού -σε κακή στιγμή- Γιάννη Μετζικώφ βοηθούν -μόνον οι μάσκες του μου άρεσαν κι, απ’ το σκηνικό, οι λουλουδιασμένοι τάπητες της Ιώς.
Η Πέγκυ Τρικαλιώτη γδέρνει την ακατάλληλη για τραγωδία φωνή της ως Ιώ ενώ η Κάθριν Χάντερ-Προμηθέας, ντυμένη κομάντο, δεμένη με μακριές αλυσίδες απ’ τον πάσσαλο σαν άγριο σκυλί σε αυλή, προσπαθεί, με τη δυσκολία της στην εκφορά των ελληνικών, να αρθρώσει τις μεταφραστικές επιλογές-γλωσσοδέτες -φτου σκουληκομυρμηγκότρυπα, ούτε επίτηδες να της το ’χουν κάνει. Πολύ λυπήθηκα. Ευτυχώς την έχω ήδη δει δυο φορές στη σκηνή, έχω συγκλονιστεί και γνωρίζω από πρώτο χέρι τις απέραντες ικανότητές της, εμποδισμένες κι αβοήθητες εδώ.


Απ’ την παράσταση σώζεται ο Νικήτας Τσακίρογλου: η γνώση, η πείρα, το Μέγεθός του επιπλέουν σ’ ένα μη-ρόλο -του «Αφηγητή». Σημειώστε πως ο ίδιος ειν’ ο καλύτερος -γνώμη μου- Προμηθέας που ’χω δει στην Ελλάδα τα τελευταία 50 χρόνια -κι έχω δει και τον Μινωτή και τον Κατράκη. Και το ’92, στην Επίδαυρο, με το «Αμφι-Θέατρο» του Σπύρου Ευαγγελάτου, σε σκηνοθεσία του, κι αργότερα, το 1998, όταν ανέβασε την τραγωδία ο ίδιος, με το δικό του θίασο, την «Επιλογή».
Παρηγοριά γι αυτό που δαν τα μάτια μου κι άκουσαν τ’ αυτιά μου, το έντυπο πρόγραμμα -επιμέλεια ύλης: Συγκλιτική Βλαχάκη-ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Πάτρας.




«Έκπληξη! Η ‘Φροσύνη’ του Στέφανου Παπατρέχα στο ‘Άβατον’», είχα γράψει στο «Τέταρτο Κουδούνι», στις 7 του περασμένου (2019) Απριλίου. Για το μονόλογο του νεαρού ηθοποιού και συγγραφέα που ’χε ανεβάσει ο ίδιος, μαζί με τον Λάζαρο Βαρτάνη, και μ’ ερμηνεύτρια την καλή νεαρή Σύνθια Μπατσή. Θέμα του, η κυρά-Φροσύνη των Ιωαννίνων, που την έπνιξε το 1801, μαζί μ’ άλλες ελληνίδες, στην Παμβώτιδα, ο Αλί Πασάς, επειδή «διήγον βίον ανήθικον» -η παντρεμένη Φροσύνη είχε ερωτικές σχέσεις με τον, επίσης παντρεμένο, γιο του Αλί, τον Μουχτάρ-, αλλά θέμα διυλισμένο μέσα από μια νεαρή ηθοποιό η οποία καλείται να παίξει ένα μονόλογο για την Φροσύνη και τον προετοιμάζει.
Η παράσταση επανέρχεται στο «Άβατον», τη σεζόν που αρχίζει, αλλά μαζί με μια δίδυμή της: το θύμα -συγγραφέας, και πάλι, ο Στέφανος Παπατρέχας- δίνει τη σκυτάλη στο θύτη. Η Πασού, γυναίκα του Μουχτάρ και ηθική αυτουργός του θανάτου της Φροσύνης, αφηγείται την ίδια ιστορία μέσα απ’ τη δική της, την εντελώς διαφορετική οπτική. Η ηθοποιός που αυτοσχεδίασε πάνω στην Φροσύνη καλείται ν’ αυτοσχεδιάσει πάνω στην Πασού, την απατημένη σύζυγο του Μουχτάρ. Ψάχνει ό,τι υλικό υπάρχει για ’κείνη, «συνομιλεί» μ’ όλα τα πρόσωπα της ζωής της και, μέσα απ’ τη ζήλια, το μίσος, την απόρριψη, αντιμέτωπη, συνεχώς, με το φάντασμα της Φροσύνης, φτάνει στο χείλος της απόγνωσης.
«Πασού» ειν’, ακριβώς, ο τίτλος του καινούργιου μονόλογου, που θ’ ανεβεί και θα παίζεται, παράλληλα με την «Φροσύνη», στο «Άβατον», για οκτώ διήμερα -τις Δευτέρες, από 17 Φεβρουαρίου, η «Φροσύνη, τις Τρίτες, από 18 Φεβρουαρίου, η «Πασού»-, επίσης σε σκηνοθεσία Λάζαρου Βαρτάνη (φωτογραφία: Δομνίκη Μητροπούλου) και του συγγραφέα και με την ίδια ερμηνεύτρια, την Σύνθια Μπατσή.
Και στις δυο παραστάσεις τα σκηνικά και τα κοστούμια υπογράφει η Έλλη Εμπεδοκλή, τη μουσική η Σίσσυ Βλαχογιάννη ενώ ο σχεδιασμός των φωτισμών στην «Φροσύνη» είναι του Λευτέρη Παυλόπουλου, στην «Πασού» της Ευγενίας Μακαντάση. Στην παράσταση της «Φροσύνης» ακούγεται η φωνή του Αιμίλιου Χειλάκη, στην «Πασού» της Λυδίας Φωτοπούλου.
Πολύ ενδιαφέρουσα η ιδέα. Απλώς πιστεύω πως θα ’ταν πιο ερεθιστικό -και για την ηθοποιό- οι δυο μονόλογοι -μια ώρα κρατάει ο καθένας- να παιχτούν μαζί, ως δίπτυχο. 




Ο «Δον Ζουάν» του Μολιέρου που ανέβασε ο Θέμης Μουμουλίδης το 1998 με το ΔΗΠΕΘΕ Βόλου, όταν ήταν καλλιτεχνικός διευθυντής του-η παράσταση παίχτηκε και στο Ηρώδειο- και με τον Γιάννη Φέρτη στον επώνυμο ρόλο, Σγαναρέλ τον Γιάννη Μπέζο και Ελβίρα την Θέμιδα Μπαζάκα, θεωρώ ότι, μαζί με τη δεύτερη -απ’ τις τρεις που ’κανε- «Όπερα της πεντάρας» του Μπρεχτ, αυτή του 2006 με το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας, όταν επίσης ήταν καλλιτεχνικός διευθυντής του, είναι οι δυο καλύτερες παραστάσεις που ’χει ανεβάσει μέχρι τώρα.
Στον καινούργιο «Δον Ζουάν» του, που ανέβασε φέτος, αυτή τη φορά με το δικό του σχήμα «5η Εποχή», και που ’δα στο Θέατρο Βράχων «Μελίνα Μερκούρη», στο πλαίσιο του Φεστιβάλ «Στη Σκιά των Βράχων» των Δήμων Βύρωνα και Δάφνης-Υμηττού, θεωρώ ότι δεν πέτυχε. Η παράσταση του -απίστευτα τολμηρού για την εποχή του...- μολιερικού αριστουργήματος, στην οποία αναζήτησε σχέσεις με την Κομέντια, μου φάνηκε βιαστική, πρόχειρη, μέτρια κινημένη, άχρωμη, μ’ άδετους ηθοποιούς. Η μετάφραση της Παναγιώτας Πανταζή είναι πολύ καλή, μου άρεσε ο Νίκος Κουρής-Δον Ζουάν, υπάρχουν καλές στιγμές αλλά... Βρήκα στις ευκολίες του τον Μάκη Παπαδημητρίου-Σγαναρέλ, απλώς να τα λέει την Ζέτα Μακρυπούλια-Ελβίρα κι απ’ τους υπόλοιπους ξεχώρισα μόνο τον Μιχάλη Τιτόπουλο, αν και καταφεύγει σε υπερβολές. 
Κρατώ το εξαιρετικό (όπως πάντα στις παραστάσεις της «5ης Εποχής» και, γενικά, του Θέμη Μουμουλίδη) πρόγραμμα/βιβλίο της παράστασης -επιμέλεια Παναγιώτα Πανταζή- που περιλαμβάνει και το κείμενο της μετάφρασής της. 




Από 19 Οκτωβρίου έχουν διακοπεί τα δρομολόγια του τραμ στο -καίριο- τμήμα απ’ τη στάση Κασομούλη -στον Νέο Κόσμο- έως το Σύνταγμα και τούμπαλιν. «Λόγω εκτέλεσης εργασιών αποκατάστασης και συντήρησης της υπόγειας κοίτης του Ιλισού», όπως δήλωσαν, τότε, σε συνέντευξη Τύπου, οι «αρμόδιοι» -δηλαδή ο τότε υπουργός Μεταφορών Χρήστος Σπίρτζης κι η τότε περιφερειάρχης Αττικής Ρένα Δούρου. «Κρίθηκε», λέει, «σκόπιμο ότι το ελληνικό δημόσιο οφείλει να εκκινήσει έργα συντήρησης της υπόγειας κοίτης του Ιλισού, κάτι το οποίο έχει να συμβεί από… δεκαετίες. Συγκεκριμένα, διαπιστώθηκαν φθορές και ενανθράκωση του σκυροδέματος, με συνέπεια την αποκάλυψη και διάβρωση των ράβδων του κύριου και δευτερεύοντος οπλισμού». «Εδώ και δεκαετίες»; Μα το τραμ το 2004, πριν από δεκατέσσερα, μόλις, χρόνια -πέρσι που σταμάτησε- δεν πρωτολειτούργησε; Μέσα σε δεκατέσσερα χρόνια συνέβησαν αυτά; Φανταστείτε τι λαμογιές θα ’χουν επισυμβεί στην κατασκευή του έργου... (Για τις οποίες κανένας δεν ευθύνεται;).
Και στους έντεκα (!!!) σχεδόν μήνες που ’χουν μεσολαβήσει, ακόμα ν’ αποκατασταθεί η «ενανθράκωση του σκυροδέματος»;
Οι περίοικοι, πάντως, στον παράδρομο της Καλλιρρόης, απ’ όπου περνούσε το τραμ, μεταξύ Συγγρού/Φιξ και Κασομούλη -αυτοί, τουλάχιστον, που δε χρησιμοποιούσαν το τραμ για τις μεταφορές τους προς το κέντρο, ως ιδιοκτήτες δικού τους μέσου- έχουν βρει τη χαρά τους. Καθότι, ιδού το τσάμπα πάρκινγκ! Κάθε μέρα που περνάω από ’κει όλο και περισσότερα παρκαρισμένα αυτοκίνητα βρίσκω. Και σε διπλοπαρκαρίσματα πια. Είναι μία κάποια λύσις...
Λέτε, τελικά, στις 18 Οκτωβρίου 2018 να πέρασε -ντράγκα ντρουγκ το καμπανάκι...- το τραμ το τελευταίο; Και, κατόπιν, να βυθίστηκε στη λήθη;
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή... 



Παλεύουν οι νέοι καλλιτέχνες. Και δημιουργούν με το τίποτα. Στην εναλλακτική γκαλερί «Meme», στην Κεραμεικού, στο Μεταξουργείο, στο κτίριο όπου είχε, παλαιότερα, παρουσιάσει τη συναρπαστική «Κάρμεν» του με την Μαρία Ναυπλιώτου ο Στάθης Λιβαθινός, είδα προ καιρού, ως εργασία σε εξέλιξη, μια ενδιαφέρουσα έκθεση-περφόρμανς με τον τίτλο «The Precariat» -μια σύνθεση εικόνας, ήχου και live art.
Η εμπειρία της επισφάλειας -precarity στα αγγλικά- είναι πιο γνώριμη από ποτέ στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια: νέοι άνθρωποι που ζουν στην Αθήνα -κι όχι μόνο- προσπαθούν να βρουν σταθερές μέσα από μια καθημερινή πάλη με τις σύγχρονες συνθήκες εργασίας και τα όνειρα των προηγούμενων γενεών. Θυμός, κούραση, απογοήτευση... Ψάχνουν χωρίς να ξέρουν τι ψάχνουν κι όταν, τελικά, κάτι βρίσκουν, καθόλου σίγουροι δεν είναι πως πρόκειται γι αυτό που ’ψαχναν. Αυτή είναι μια νέα τάξη, το πρεκαριάτο -precariat στα αγγλικά, εξ ου κι ο τίτλος της περφόρμανς-, αυτό και το καυτό θέμα της.
Δημιουργοί της, η εικαστικός Βάγκυ Φουσέκη κι η περφόρμερ Λυδία Ξουράφη, που η έρευνα τους βασίστηκε σε συνεντεύξεις με νέους οι οποίοι ζούσαν στην Αθήνα την περιόδο 2016-2018, καθώς και σε προσωπικές εικόνες κι εμπειρίες. Φαίνεται πως τα δυο κορίτσια θα ’χουν συνέχεια.

No comments:

Post a Comment