September 12, 2019

Στο Φτερό / Μουσική και ψίθυροι σε στίχο αλεξανδρινό


«Φαίδρα» του Ζαν Ρασίν / Σκηνοθεσία: Έφη Θεοδώρου 


Η Φαίδρα, κόρη του Μίνωα και της Πασιφάης και αδελφή της Αριάδνης, σύζυγος του Θησέα, βασιλέα της Αθήνας και μητέρα των δύο γιων του, έχει καταληφθεί από σφοδρό και άνομο πάθος -πάθος ανίατο που την έχει φέρει κοντά στο θάνατο: είναι ερωτευμένη με τον προγονό της Ιππόλυτο, γιο του Θησέα από την πρώτη του σύζυγο, την Αμαζόνα Αντιόπη, και ετοιμάζεται να 

αυτοκτονήσει για να μην υποκύψει και για να λυτρωθεί. Τελικά, στην Τροιζήνα, όπου βρίσκεται η Αυλή, θα του το εξομολογηθεί, κατά σύσταση της παλιάς παραμάνας της Οινώνης, καθώς έρχεται η πληροφορία πως ο εξαφανισμένος εδώ και έξι μήνες Θησέας -ο Ιππόλυτος ετοιμάζεται να φύγει για να τον αναζητήσει- είναι νεκρός -άρα δεν πρόκειται πια για έρωτα άνομο. Ο σοκαρισμένος από την ομολογία Ιππόλυτος, κρυφά ερωτευμένος με την Αρικία, από τον Οίκο των Παλλαντιδών που διεκδικούν το θρόνο του Θησέα, την αποκρούει. Ενώ εξομολογείται στην Αρικία τον έρωτά του. Ο έρωτας αυτός ήταν ο βασικός λόγος που σχεδίαζε 
να φύγει, καθώς ο πατέρας του είχε απαγορεύσει στην Αρικία το γάμο για να μην πολλαπλασιαστούν οι διεκδικητές του θρόνου του. Αλλά ο Θησέας δεν είναι νεκρός. Και επιστρέφει. Η Οινώνη, με στόχο να γλυτώσει την Φαίδρα, σε συμφωνία μαζί της για να αντιστρέψουν την κατάσταση, του «αποκαλύπτει» πως ο Ιππόλυτος θέλησε, δήθεν, να βιάσει τη μητριά του. Λυσσασμένος ο Θησέας, παρά τους ισχυρισμούς του νέου ότι πρόκειται για συκοφαντία, τον εξορίζει και επικαλείται τον Ποσειδώνα, που του είχε υποσχεθεί να εκπληρώσει κάθε επιθυμία του, ζητώντας το θάνατο του γιου του. Ο Ιππόλυτος πείθει την Αρικία να τον ακολουθήσει για να παντρευτούν. Εκείνη ζητάει από τον Θησέα να πάρει πίσω την κατάρα του, ο Θησέας, μπροστά στην αγάπη της,
κλονίζεται και στέλνει να φέρουν πίσω το γιο του. Αλλά είναι αργά. Καθώς ο Ιππόλυτος φεύγει, ο Ποσειδώνας στέλνει ένα θαλάσσιο τέρας το οποίο τρομάζει τα άλογα του άρματός του που αφηνιάζουν και ο νέος σκοτώνεται. Η Οινώνη πέφτει στη θάλασσα και πνίγεται, όταν την διώχνει, για το κακό που έκανε, η Φαίδρα. Η οποία ομολογεί δημόσια το πάθος που την είχε καταλάβει, καταθέτει ότι ο Ιππόλυτος ήταν αθώος και αυτοκτονεί με δηλητήριο. Στον Θησέα δεν απομένει παρά να επανορθώσει υιοθετώντας την Αρικία. Η «Φαίδρα» (1677) του Ρακίνα (Ζαν Ρασίν) μία τραγωδία εμπνευσμένη από τον «Ιππόλυτο» του Ευριπίδη και την «Φαίδρα» του Σενέκα, προσεκτικά διανθισμένη από διάφορες πηγές της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας και λογοτεχνίας που ο συγγραφέας
είχε  βαθιά μελετήσει και λάτρευε, γραμμένη σε δωδεκασύλλαβο, σταυρωτά ζευγαρωμένο, ομοιοκατάληκτο στίχο - τον γνωστό ως αλεξανδρινό- αποτελεί το απαύγασμα του γαλικού κλασικισμού: τα πάθη και οι πόθοι, οι σκέψεις και τα τραγικά γεγονότα εκφράζονται ψυχρά, μόνο μέσα από λέξεις -λέξεις άψογα σκαλισμένες, σαν τα αισθήματα να μεταποιούνται σε μαρμάρινα γλυπτά- και με καταλυτική δωρική λιτότητα. Σαν να ακούς μουσική. Εκεί ποντάρει και η παράσταση που είδα: στη μουσικότητα του αριστουργηματικού κειμένου. Το αντιμετωπίζει ως παρτιτούρα. Αλλά συνολικά. Καταρχάς, ο ποιητής Στρατής Πασχάλης, στην τέταρτη, μέσα σε 30 χρόνια, εκδοχή της μετάφρασής του -η πρώτη, το 1989-, μεταφράζοντας τους αλεξανδρινούς στίχους με έμμετρους ομοιοκατάληκτους -ένας άθλος, ένα επίτευγμα!- έχει ποιήσει 
μουσικήν. Η Έφη Θεοδώρου, που έχει σκηνοθετήσει, μετέγραψε σκηνικά τη μουσική αυτή με μέσα μουσικά: η παράσταση, σε τόνους χαμηλούς, χωρίς σκηνικά εφέ, χωρίς σκηνοθετισμούς, ρέει, αργοκυλάει, αργοσέρνεται ύπουλα, σαν φίδι, ήρεμη, ήμερη, και ξαφνικά δαγκώνει. Με θραύσματα από το πρωτότυπο, ηχογραφημένα στα γαλικά, να πλέκονται ψιθυριστά με τις εξαίρετες, ιδαίτερες μουσικές του διαρκώς εξελισσόμενου Κορνήλιου Σελαμσή σε ένα 
πολυσήμαντο, ύπουλο, απειλητικό, ηχητικό περιβάλλον -ο Ρακίνας σμίγει με τον έλληνα μεταπλάστη του. Η Εύα Μανιδάκη σχεδίασε ένα ιδιοφυές σκηνικό: μερικά λευκά, χαμηλά ομοιώματα κιόνων, εγκατεσπαρμένα στο χώρο και, πάνω στο καθένα, ένα μαύρο ηχείο από όπου εκπορεύονται οι γαλικοί ψίθυροι και οι μουσικές -εικαστική μουσική η οποία συμπληρώνεται με τα εμπνευσμένα μαύρα κοστούμια του Άγγελου Μέντη -όλη η αισθητική της παράστασης σε άσπρο-μαύρο- και τους άψογους φωτισμούς του Λευτέρη Παυλόπουλου. Βασικότατος συντελεστής της επιτυχίας, ο Γιώργος Σιώρας-Δεληγιάννης που έχει φροντίσει την κίνηση: μία διαρκής, αέναη αργή κίνηση που, κάποιες στιγμές, επιταχύνεται, μία κινησιολογική γεωμετρία, εναλλαγές, «φρεναρίσματα, σμιξίματα, αντικρίσματα κατάματα, μετωπικά στησίματα, με τους ήρωες να

καταλήγουν στο τέλος στο χώμα, να καταρρέουν σαν να έχουν αδειάσει, σαν, με το θάνατο, να έχουν ξεφουσκώσει η ενέργεια, το πάθος, οι πόθοι... -αν δεν είναι αυτό μουσική, τότε τι είναι; Και το παραστασιακό σύνολο, μέσα σε μία άκρα λιτότητα την οποία επιβάλλει ο κλασικισμός. Οι ηθοποιοί έχουν υπακούσει απόλυτα στη γραμμή αυτή και, καλά διδαγμένοι, καλά δεμένοι -ένα σεπτέτο που παίζει μουσική δωματίου- δικαιούνται μεγάλο μέρος του επαίνου για το βασικό επίτευγμα της παράστασης: την υποδειγματική εκφορά του λόγου. Καταλαβαίνουν τι λένε πολύ καλά και καταλαβαίνουμε τι λένε πολύ καλά. Άψογοι ρυθμοί, λόγος-διαμάντι καλά επεξεργασμένο. Πρώτη φορά, ίσως, δεν βαρέθηκα, δεν αφαιρέθηκα 


ακούγοντας παράσταση σε στίχο ομοιοκατάληκτο -το μέτρο δεν παρασύρει τους ηθοποιούς στη μονοτονία. Η Μαρία Σκουλά, εξαιρετική Φαίδρα, έστω κι αν, προς το τέλος, μου φάνηκε λίγο κουρασμένη. Ο Γιωργής Τσαμπουράκης, η Πηνελόπη Τσιλίκα, η Ελένη Μπούκλη, με την έξοχη φωνή, συνεργούν αποφασιστικά. Η παράσταση είχε δύο ατυχήματα: ο Γιάννης Παπαδόπουλος-Ιππόλυτος και ο Γιάννος Περλέγκας-Θησέας, που ήταν στην αρχική διανομή, αποχώρησαν. Ο Μάνος Πετράκης που ανέλαβε τον Ιππόλυτο, έστω και αν δεν είναι εμφανισιακά ο ιδανικός για το 
ρόλο, είναι καλός ηθοποιός και έχει ενταχθεί πλήρως. Ο Μάξιμος Μουμούρης, στην παράσταση που είδα, δεν ήταν πλήρως ενταγμένος: έπαιζε ρεαλιστικά, εκτός γραμμής, και εξωτερικά, ακόμα και η κίνησή του διέφερε από τη γωνιώδη των άλλων. Θα ξεχωρίσω την Μαριάννα Δημητρίου. Ώριμη πια, ουσιαστική, εμπλουτίζοντας και μαλακώνοντας την άλλοτε κάπως μονόχορδη φωνή της, δίνει μία Οινώνη ημιτονίων, μεγάλης ακρίβειας -αξέχαστη. Τα ελάχιστα ελαττώματα που εντόπισα δεν εμποδίζουν την παράσταση να είναι μία από τις καλύτερες -τις ελάχιστες καλές...- που είδα φέτος το καλοκαίρι. Η Έφη Θεοδώρου καταπιάνεται, πέντε χρόνια μετά το «Ατλαζένιο γοβάκι» του Κλοντέλ που έκανε στο Φεστιβάλ Αθηνών το 2014, και πάλι με τα δύσκολα και πετυχαίνει. Δείτε την παράσταση! Σας τη συνιστώ υπογραμμίζοντας πως δεν είναι μία παράσταση «εύκολη» αλλά απαιτεί συγκέντρωση (Φωτογραφίες: Γκέλυ Καλαμπάκα).

(Μία, άψογη σε περιεχόμενο και αισθητική, έκδοση της «Κάπα Εκδοτικής», με το κείμενο της μετάφρασης, που συμπληρώνεται από εμπεριστατωμένη εισαγωγή της Άννας Ταμπάκη, πρόλογο του μεταφραστή, τον πρόλογο του ίδιου του Ρασίν για την πρώτη έκδοση του 1677 και από εκτεταμένο επίμετρο με κείμενα του Ρολάν Μπαρτ και του μεταφραστή για την έκδοση του 1989 και χρονολόγια της ζωής και του έργου του Ρακίνα, συνοδεύει την παράσταση). 

«Θέατρο Βράχων» / Θέατρο «Άννα Συνοδινού», Φεστιβάλ «Στη Σκιά των Βράχων», Δημοτικό Περιφερειακό Θέατρο Κρήτης, 11 Σεπτεμβρίου 2019.

No comments:

Post a Comment