June 8, 2019

Στο Φτερό / Ο νέος με τα πρησμένα πόδια που τον έλεγαν αλήτη ή «Μια απλή μαρτυρία»...



«Ανθρωποφύλακες» (Περικλής Κοροβέσης). Διασκευή Άνδρη Θεοδότου / Σκηνοθεσία: Μάνος Βαβαδάκης.



«Αλίμονο στη χώρα που έχει ανάγκη από ήρωες» λέει, διά στόματος Γαλιλέου, ο Μπέρτολτ Μπρεχτ στην «Ζωή του Γαλιλέου» του. Οι ήρωες, όμως, εμφανίζονται απρόσκλητοι. Οπότε, αλίμονο στη χώρα που ξεχνάει τους ήρωές της, θα 
αντέστρεφα. Στο προσωπικό μου εικονοστάσιο αγίων -που καθόλου άγιοι δεν είναι, είναι πολύ ανθρώπινοι....-, στην πρώτη σειρά βρίσκεται ο Περικλής Κοροβέσης. Το 26χρονο παιδί, ο νεαρός ηθοποιός που συνέλαβε η Ασφάλεια το 1967, λίγους μήνες μετά την επιβολή, στις 21 Απριλίου της ίδιας χρονιάς, της στρατιωτικής δικτατορίας που έμελλε να διαρκέσει επτάμισι χρόνια, ως μέλος του αντιστασιακού ΠΑΜ -Πατριωτικού Αντιδικτατορικού Μετώπου-, 

και βασανίστηκε πολύ σκληρά στην Ασφάλεια της οδού Μπουμπουλίνας, πριν τον αφήσουν ελεύθερο υπό περιορισμούς και καταφέρει να το σκάσει το 1969 στο εξωτερικό. Το βιβλίο - η μαρτυρία του για όσα υπέστη- με τον τίτλο «Ανθρωποφύλακες», 

που μαγιά της ήταν η κατάθεση του Περικλή Κοροβέση στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων στο Στρασβούργο, κατάθεση η οποία, μαζί με άλλες για βασανιστήρια, όπως της αξέχαστης Κίττυς Αρσένη, οδήγησαν στον εξαναγκασμό -πριν αποπεμφθεί- της χουντικής Ελλάδας σε αποχώρηση από το
Συμβούλιο της Ευρώπης, πρωτοεκδόθηκε το 1969 στην Στοκχόλμη για να μεταφραστεί αμέσως σε πολλές ξένες γλώσσες ενώ στην Ελλάδα επίσημα εκδόθηκε μόλις το 1974, μετά την κατάρρευση της Χούντας. Και αποτέλεσε, μεταξύ άλλων, μοχλό για τη συνειδητοποίηση από ένα μέρος του διεθνούς κοινής γνώμης του τι συμβαίνει στην Ελλάδα της στρατιωτικής δικτατορίας. Όσο κι αν τα βασανιστήρια συνεχίστηκαν, όσο κι αν ο συγγραφέας, πικραμένος, μιλάει στο «υστερόγραφο» του βιβλίου για διεθνή αδιαφορία και σιωπή. Φυσικά και έχει δίκιο αλλά υπάρχει και η Ιστορία. Και το βιβλίο του έχει πάρει τη θέση του στην Ιστορία: μαζί και με άλλα μεταγενέστερα, έχει συμβάλει στην καταγραφή μιας περιόδου που οφείλουμε να μην ξεχνάμε και που, χωρίς αυτά, μαρτυρίες άμεσες για το βαθύ σκοτάδι της δεν θα υπήρχαν. Ο Κοροβέσης ψυχρά -γι 
αυτό και πρόκειται για ένα κείμενο συγκλονιστικό- καταγράφει όσα ανατριχιαστικά υπέστη -homo homini lupus...-, από τη στιγμή της σύλληψής του μέχρι το απολυτήριο που πήρε από τις φυλακές της Αίγινας όπου είχε καταλήξει, έως τη μεταγωγή του, με το απολυτήριο στην τσέπη και τα χέρια στις χειροπέδες, και πάλι στην Ασφάλεια της Μπουμπουλίνας για να υπογράψει «δήλωση μετανοίας» -που δεν υπέγραψε. Το βιβλίο αυτό του Περικλή 
Κοροβέση διάλεξε ο Μάνος Βαβαδάκης, φέτος, που συμπληρώνονται 50 χρόνια από τη συγγραφή και την πρώτη έκδοσή του, για να το μεταφέρει στο θέατρο. Καίρια στιγμή. Πιο καίρια δεν ξέρω αν θα μπορούσε να υπάρξει: προεκλογική περίοδος, όλοι πανηγυρίζουμε για την πτώση του ποσοστού της Χρυσής Αυγής και οι περισσότεροι θέλουμε να αγνοούμε ότι τα ακροδεξιά/νατσιστικά/φασιστικά μορφώματα, απ’ ευθείας ή έμμεσοι απόγονοι και κληρονόμοι αυτών που βασάνισαν κτηνωδώς τον Κοροβέση και πολλούς άλλους οι οποίοι αντιστάθηκαν τότε, στα οποία η Χρυσή Αυγή έχει διασπαστεί, συνολικά αθροιζόμενα, συμπλήρωσαν ποσοστό μεγαλύτερο από το προηγούμενο δικό της.
Αλλά, πέρα από την επιλογή, σημασία έχει ο τρόπος που ο νέος -32χρονος- σκηνοθέτης ανέβασε τους «Ανθρωποφύλακες». Η Άνδρη Θεοδότου, με τη διασκευή της, συμπύκνωσε σθεναρά τη μαρτυρία του Περικλή Κοροβέση σε έναν πρωτοπρόσωπο, άμεσο μονόλογο. Που ο σκηνοθέτης είχε την ευφυή ιδέα να τον σπάσει με ιντερμέδια -τραγούδια και πρόζες, ύφος της εποχής, γκλαμουράτο κιτς της πρωτοεμφανιζόμενης τότε στην Ελλάδα τηλεόρασης που επί Χούντας «ανδρώθηκε», τραγουδιστικά σουξέ, τραγουδιστικές διαφημίσεις, στοιχεία που παρουσίαζε η Χούντα για να αποδείξει την «πρόοδο» που συντελούνταν επί των ημερών της, κυρίως στην ελληνική οικονομία, στοιχεία -πολύ ψαγμένα και καλά τεκμηριωμένα- πραγματικά που αμαυρώνουν τη διαφημιζόμενη πρόοδο, ονόματα, γεγονότα, καλλιτέχνες του καιρού... Ιντερμέδια τα οποία διασπούν καίρια το μονόλογο και κάνουν τα ονόματα των βασανιστών που ακούγονται -Σπανός, 
Λάμπρου, Γκραβαρίτης, Μάλλιος , Μπάμπαλης, Θεοφιλογιαννάκος, Καραπαναγιώτης, Καλύβας..., βασανιστών που ΔΕΝ τιμωρήθηκαν από τη δικαιοσύνη ή τη γλύτωσαν ξώφαλτσα- και τις πράξεις τους να ηχούν ακόμα πιο ανατριχιαστικά, ακόμα πιο φρικιαστικά. Η παράσταση, πέρα από τα συγκλονιστικά που ακούγονται, έχει ρυθμό, έχει -ναι!- χιούμορ, όπως και το κείμενο το Κοροβέση, τα -ελάχιστα- σκηνικά -εκείνες οι σημαδιακές γλαστρούλες με τον βασιλικό και τις πιπεριές...- και τα κοστούμια της Γιωργίνας Γερμανού, οι φωτισμοί που σχεδίασε η Στέλλα Κάλτσου, η κίνηση της Μυρτώς Γράψα και, κυρίως, η μουσική του Φάνη Ζαχόπουλου, που «σιγοβράζει» ανησυχητικά «από κάτω» βοηθούν ουσιαστικά στο αποτέλεσμα. Ο Μάνος Βαβαδάκης ζήτησε μία απλή, άμεση, χαμηλότονη, αποφορτισμένη από συγκίνηση ερμηνεία από τον Νέστορα Κοψιδά και την πέτυχε -με κάποιες αβαρίες στο λόγο που μερικές στιγμές δεν ακούγεται: ο ηθοποιός ανταποκρίνεται εξαιρετικά -ο καλύτερός του, νομίζω, 


ρόλος. Θεοδώρα Γεωργακοπούλου, Ειρήνη Γεωργαλάκη, Ελένη Ζαχοπούλου, με πρώτο τον Άρη Λάσκο, συμβάλλουν με τον καλύτερο τρόπο. Κρατώ, πάνω από όλα, τη σκηνή-διαμαντάκι όπου ο Κοψιδάς/Κοροβέσης κάθεται διπλωμένος ενώ από κάπου μακριά αρχίζει να ακούγεται το τραγούδι «Που να ’ναι ο ίσκιος σου. Θεέ;» (Ζακ Ιακωβίδης/Μιχάλης Γαβριηλίδης, 1969, Πρώτο Βραβείο στη χουντική Β΄ Ολυμπιάδα Τραγουδιού) με τη φωνή της Κλειώς Δενάρδου και, όταν το τραγούδι φτάνει στο κουπλέ «Που να ’ναι ο ίσκιος σου, Θεέ;», η ένταση αυξάνεται κάθετα, κορυφώνεται ενώ στη σκηνή εμφανίζεται περίλαμπρος κομφερανσιέ α λα Γιώργος Οικονομίδης -έξοχος ο Άρης 

Λάσκος-, με λευκό σμόκιν, που αρχίζει να απαριθμεί τα «επιτεύγματα» της χούντας. Σκηνή πολύτιμη! Είναι εξαιρετικά αισιόδοξο ότι ένας νέος -32χρονος- σκηνοθέτης επέλεξε να ανεβάσει το κείμενο αυτό -ίσως οι παράλληλες με το θέατρο σπουδές του στην Ιστορία, και μάλιστα, με μεταπτυχιακό, έχουν παίξει ρόλο. Είναι εξαιρετικά αισιόδοξο ότι στην παράσταση που 
είδα στο κατάμεστο θέατρο το μισό κοινό ήταν νέοι. Αυτή την παράσταση ΠΡΕΠΕΙ οπωσδήποτε να τη δείτε -ευτυχώς θα επαναληφθεί την επόμενη θεατρική περίοδο. Την παράσταση αυτή ΠΡΕΠΕΙ να τη δούνε όλα τα γυμνάσια και τα λύκεια της χώρας. Την παράστασή του αυτή το «Θέατρο Τέχνης» ΠΡΕΠΕΙ να την εκμεταλλευτεί. Η παράσταση αυτή ΠΡΕΠΕΙ να παίζεται στις επετείους της 21ης Απριλίου και της 24ης Ιουλίου -η πρώτη μέρα και η τελευταία της Χούντας. Γιατί η παράσταση αυτή, με τρόπο τερπνό και συγκινητικό, έχει εκπαιδευτικό πυρήνα: ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ! «Γιατί φοβάμαι μια μέρα θα τα ξεχάσουμε όλα και θα νομίζουμε ότι η Μπουμπουλίνας είναι απλώς το Υπουργείο Πολιτισμού», όπως, προσφυώς, έγραψε η συνάδελφος Αργυρώ Μποζώνη. Ευχαριστούμε Μάνο Βαβαδάκη -και συνεργάτες! Ευχαριστούμε «Θέατρο Τέχνης»! Ευχαριστούμε -ευγνώμονες!- Περικλή Κοροβέση!
Υ.Γ. Είναι τραγικό να έχω διαβάσει στο «Αθηνόραμα», στην ηλεκτρονική του έκδοση, ανάμεσα στις λεγόμενες «κριτικές του κοινού» το σχόλιο: «απλοϊκή αφήγηση, διανθισμένη με λίγα τραγούδια. Λίγο και το πρωτότυπο υλικό, καμιά σχέση με θέατρο. Ο αξιόλογος Κοψιδάς φυσικός και πειστικός αλλά το όλο φτωχό, άνευ νοήματος, μια απλή μαρτυρία». Μια «απλή μαρτυρία»;... Αυτό κι αν είναι Ύβρις! (Φωτογραφίες: Σταύρος Χαμπάκης).

(Ικανοποιητικό το έντυπο πρόγραμμα της παράστασης, κοινό με άλλη παράσταση που παίζεται στο «Θέατρο Τέχνης» το ίδιο διάστημα -σχεδιασμός έντυπου υλικού Γεωργία Σιδέρη, Αριστείδης Παπαϊωάννου-, με καλά επιλεγμένα διαφωτιστικά κείμενα, ειδικά του Δημήτρη Παπανικολάου «Ο πολιτισμός στη χούντα». Μία παρατήρηση στο κείμενο του σκηνοθέτη: δεν είναι luben αλλά lumpen).

«Θέατρο Τέχνης» / «Υπόγειο», 4 Ιουνίου 2019.

No comments:

Post a Comment