Έρωτας πνιγμένος στο αίμα ή Ο θρίαμβος της σκηνοθεσίας
Τριάντα έξι ολόκληρα χρόνια χρειάστηκαν από το τελευταίο ελληνικό ανέβασμα της όπερας του Γκαετάνο Ντονιτσέτι, για να παρουσιάσει η Εθνική Λυρική Σκηνή και πάλι -στο πλαίσιο του φετινού Κύκλου «Ιταλική Όπερα»- την «Λουτσία ντι Λαμερμούρ», σε μία παράσταση-συμπαραγωγή με την Βασιλική Όπερα, Κόβεντ
Γκάρντεν του Λονδίνου, που έκανε εκεί την πρεμιέρα της τη σεζόν 2015/2016. Ο έρωτας, στην Σκοτία των αρχών του 18ου αιώνα, της Λουτσία του Λαμερμούρ με τον Εντγκάρντο, λόρδο Ρέιβενσγουντ,
θανάσιμο εχθρό του αδελφού της Ενρίκο Άστον, λόρδου
Λαμερμούρ ο οποίος, όταν τον πληροφορείται, την υποχρεώνει να
παντρευτεί τον λόρδο Αρτούρο Μπάκλο, έρωτας με τραγική έκβαση, καθώς ο Εντγκάρντο εμφανίζεται στη διάρκεια της τελετής του γάμου και καταριέται για την, όπως πιστεύει, προδοσία της την Λουτσία που παραφρονεί, σκοτώνει τον άντρα της και
πεθαίνει ενώ ο Εντγκάρντο, όταν μαθαίνει το θάνατό της αυτοκτονεί, τρίπρακτη όπερα σε λιμπρέτο του Σαλβατόρε Καμαράνο (βασισμένο στο γκόθικ ρομαντικό, ιστορικό -καθώς αντλεί από ένα ιστορικό γεγονός του δεύτερου μισού του 17ου αιώνα- μυθιστόρημα «Η νύφη του Λάμερμουρ» (1819) του Σκότου σερ Ουόλτερ Σκοτ), από τις κορυφαίες του μπελκάντο -η αποθέωσή του-, ιδεώδες, δεξιοτεχνικό μελόδραμα, βρήκε ιδανική σκηνοθέτρια στο πρόσωπο
της Αγγλίδας Κέιτι Μίτσελ. Η Κέιτι Μίτσελ έσκυψε με τόλμη αλλά και με περίσκεψη και με μεγάλη προσοχή και ανέσκαψε με ιδιαίτερη φροντίδα την όπερα του Ντονιτσέτι -μουσική και λιμπρέτο- ανατρέχοντας στις γκόθικ ρίζες της αλλά τοποθετώντας την στην εποχή που γράφτηκε (1835). Δεν έπεσε στην παγίδα του εύκολου «εκσυγχρονισμού» και των προς εντυπωσιασμόν, όπως λάχει, ευρημάτων για τα ευρήματα, στο δήθεν μεταδραματικό κιτς και στην αποδόμηση. Της ήταν περιττά. Προτίμησε την έρευνα και την ουσία. Στη σκηνοθεσία της, που
εδώ την έχει αναβιώσει ο Ρόμπιν Τέμπατ, σε αντίθεση με τα, συνήθη στις οπερατικές σκηνές, grosso modo -«χοντρικά»- ανεβάσματα, η έμφαση που δίνεται στη λεπτομέρεια είναι αξιοπρόσεκτη -τα γυαλιά του που καθαρίζει ο Εντγκάρντο στην ερωτική σκηνή, η Λουτσία που προσπαθεί να τον γδύσει, εκείνο το συγκλονιστικό ξεχείλισμα της μπανιέρας στο φινάλε... Κάθε σκηνή, κάθε πλάνο, κάθε εύρημα είναι αντλημένο από το κείμενο
και συμπλέει με τη μουσική. Η διαίρεση στα δύο της σκηνής στο εξαιρετικό και εξαιρετικά φωτισμένο από τον Τζον Κλαρκ -αυτά τα «ομιχλώδη» ημίφωτα!- σκηνικό της Βίκι Μόρτενσεν, που υπογράφει και τα πειστικής αυθεντικότητας κοστούμια, επιτρέπει στη σκηνοθεσία να εμπλουτίσει την κύρια δράση με δράση παράλληλη, βουβή, συμπληρωματική, επεξηγηματική της πλοκής αλλά ποτέ φλύαρη, ποτέ περιττή. Τα δύο φαντάσματα από το παρελθόν τα οποία
εμφανίζονται -της ερωτευμένης κοπέλας που σκότωσε ο εραστής της, ένας ζηλότυπος πρόγονος του Ρέιβενσγουντ, και της μητέρας της Λουτσία, που πρόσφατα έχει πεθάνει-, στοιχειώνοντας το παρόν, δένονται -η γκόθικ πινελιά- οργανικά στη δράση και η τρέλα στην οποία κυλάει η Λουτσία προκύπτει «λογικά», «αβίαστα», ως αποτέλεσμα της τρομερής καταπίεσης από τον αδελφό της, της
κοινωνικής πίεσης που υφίσταται, των ασφυκτικών απαιτήσεων και της απόρριψης από τον Εντγκάρντο αλλά και της εγκυμοσύνης της η οποία καταλήγει σε αιματηρή αποβολή -ευφυές σκηνοθετικό εύρημα: μία γυναίκα απόλυτα καταπιεσμένη από παντού που φτάνει, με τη βοήθεια μιας άλλης γυναίκας, της έμπιστης υπηρέτριάς της Αλίζα, στο φόνο του κατ’ επιταγήν συζύγου της -μία ακραία κίνηση πρώιμου φεμινισμού. Η Κέιτι Μίτσελ έχει ανεβάσει, τελικά, ένα αιματοβαμμένο θρίλερ, κοντά
στο σπλάτερ, που, όμως, με την υψηλότατη αισθητική του -απόλυτα λειτουργική κι η κινησιολογία/χορογραφία του Τζόζεφ Άλφορντ-, αναβαθμίζει, «γεμίζει», την όπερα του Ντονιτσέτι. Μία σπουδαία σκηνοθεσία που δεν καπελώνει αλλά αναδεικνύει το έργο. Η ορχήστρα της Λυρικής υπό τον Γιώργο Πέτρου συμβάλλει θετικά στο μουσικό κομμάτι της παράστασης, αν και, ειδικά στο πρώτο μέρος, υπήρχαν κάποια προβλήματα σύμπλευσης με τους τραγουδιστές. Ικανοποιητική και η Χορωδία
της Λυρικής σε διεύθυνση του Αγαθάγγελου Γεωργακάτου. Βρήκα με κάποιες φωνητικές αδυναμίες τον Νορμάνο του Χαράλαμπου Βελισσάριου και κάπως άχρωμο υποκριτικά τον Αρτούρο του Νίκου Στεφάνου. Εξαιρετικός, όπως πάντα, ο Τάσος Αποστόλου ως Ραϊμόντο -φωνητικά στέρεος και υποκριτικά ικανός ακόμα και όταν σιωπά, ξέρει να πατάει γερά το σανίδι. Σωστός, φωνητικά και ερμηνευτικά, Ενρίκο ο ιταλός βαρύτονος Μάρκο Καρία. O τενόρος Αλεξέι Ντόλγκοφ -ήταν ο Λένσκι στον συγκλονιστικό τσαϊκοφσκικό «Ευγένιο Ονιέγκιν» του Ντμίτρι Τσερνιάκοφ, που μας έφερε η Όπερα Μπαλσόι στο Μέγαρο Μουσικής, το 2011, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών του Γιώργου Λούκου- είναι ένας έξοχος Εντγκάρντο -εμφανισιακά, φωνητικά, υποκριτικά. Η Χριστίνα Πουλίτση πραγματοποιεί έναν άθλο: ακροβατεί φωνητικά με θριαμβευτική επιτυχία στο ρόλο της Λουτσία αλλά και, καλά οδηγημένη από τη σκηνοθεσία, ερμηνεύει αυτό το κορίτσι, που ασφυκτιά από την καταπίεση και που εξεγείρεται απεγνωσμένα για να καταρρεύσει από την υπεράνθρωπη προσπάθεια να υπερβεί
τους κανόνες της κοινωνίας της, συναρπαστικά. Να επισημάνω τη συμβολή της μέτζο Θεοδώρας Μπάκα: πέρα από την άψογη φωνητική απόδοσή της, με την παρουσία της και με την υποκριτική της, ενεργή ακόμα
και στις -πολλές- σιωπές της, ανέδειξε, με τη συμβολή της
σκηνοθεσίας, τον περιορισμένο ρόλο της Αλίζα σε πρωταγωνιστικό. Μία παράσταση σπουδαία, κατά τη γνώμη μου από τις σημαντικότερες στην ιστορία της Λυρικής. Προσπαθήστε να τη δείτε (Οι φωτογραφίες που δεν υπογράφονται: Ανδρέας Σιμόπουλος).
No comments:
Post a Comment