March 1, 2018

Έρχεται «Ο μαγικός αυλός» του Μπάρι Κόσκι ή Ο Τσίρκας που άφησαν να περάσει «απαρατήρητος»…



Το Τέταρτο Κουδούνι / 1 Μαρτίου 2018
Τρίτη παράταση! Μέχρι την Κυριακή των Βαΐων.



Συμπλήρωσα -ως θεατής- βαθύτατα ικανοποιημένος, τη σκηνική μεταφορά της τριλογίας του Στρατή Τσίρκα «Ακυβέρνητες πολιτείες» -τρεις διαφορετικοί διασκευαστές, τρεις διαφορετικοί σκηνοθέτες, η ίδια, πάνω-κάτω, διανομή, από καλούς έως εξαιρετικούς ηθοποιούς, σε δυο σεζόν, την περσινή και τη φετινή. Είδα φέτος, στην αρχή της σεζόν, την περσινή «Λέσχη» που επαναλήφθηκε στο «Υπόγειο» του «Θεάτρου Τέχνης», σε δραματουργία (με συνεργάτρια δραματουργό την Παναγιώτα Κωνσταντινάκου) και σκηνοθεσία Έφης Θεοδώρου -εξαιρετική παράσταση, σας έγραφα στο totetartokoudouni.blogspot.com στις 22 Οκτωβρίου-, είδα στο «Θέατρο Τέχνης» της Φρυνίχου την «Αριάγνη», σε διασκευή και σκηνοθεσία Γιάννη Λεοντάρη 

-επίσης πολύ καλό παραστασιακό αποτέλεσμα, δεν πρόλαβα όμως, να γράψω-, είδα, πριν από δυο-τρεις μέρες, στην Φρυνίχου και πάλι, και την «Νυχτερίδα» σε διασκευή/δραματουργική επεξεργασία Έλσας Ανδριανού και σκηνοθεσία Άρη Τρουπάκη: επάξιο κλείσιμο της τριλογίας. 
Ο Άρης Τρουπάκης ολοκλήρωσε σκηνικά την κορύφωση της μυθιστορηματικής τριλογίας η οποία καλύπτει το κομμάτι -προάγγελο του, εν Ελλάδι πια, εμφυλιακού μέλλοντος…- της κρίσιμης ελληνικής Ιστορίας στην Μέση Ανατολή απ’ το 1942 μέχρι το 1944, με κύρος -ο σπαραγμός στους κόλπους της κομμουνιστικής Αριστεράς, τα θλιβερά «Ανθρωπάκια» που 
ροκάνισαν την Αντίσταση, οι προδοσίες, το Κίνημα του Ναυτικού που το συνέτριψαν οι Άγγλοι το 1944, η Συμφωνία του Λιβάνου…- και στον συγκλονιστικό επίλογο -1954, η μετεμφυλιακή, πλέον, Ελλάδα με την ηττημένη κι αποδεκατισμένη Αριστερά- έδωσε ρέστα. Το νεκρόδειπνο-προσκλητήριο των πεσόντων, μ’ ανοιγμένο το πίσω παραπέτασμα της σκηνής και με τους «απόντες» να κατεβαίνουν αργά τη σκάλα για να καθίσουν στο στρωμένο στο φουαγιέ τραπέζι, συγκλονιστικό. Να δείτε την παράσταση αυτή, είτε είδατε τις προηγούμενες δυο είτε όχι.
Επαναλαμβάνω: το εγχείρημα αυτό, να παρουσιαστεί στο θέατρο η πολυσύνθετη, πολυπλόκαμη, πολυσήμαντη τριλογία του Τσίρκα -το κορυφαίο, πιστεύω, μυθιστόρημα της ελληνικής λογοτεχνίας- σε συμπαραγωγή των δυο παλαιότερων, ιστορικών ελληνικών θεατρικών οργανισμών -του Εθνικού Θεάτρου και του «Θεάτρου Τέχνης»- είναι, ίσως, παρά τη γενικότερη οικονομική δυσπραγία, το σημαντικότερο που ’χει γίνει στο θέατρό μας. ΔΕΝ του δόθηκε, όμως, η σημασία που του οφειλόταν. Απ’ τον Τύπο αλλά κι απ’ τους δυο συμπαραγωγούς: ανακοινώθηκε και κατόπιν σα να αφέθηκε στην τύχη του. Δεν προβλήθηκε, όπως και όσο του έπρεπε, συμβατικά και ρουτινιέρικα μόνο, και -επόμενο-, δεν είχε την απήχηση που θα ’πρεπε να ’χει. Φυσικό όταν Εθνικό και «Θέατρο Τέχνης» έχουν από 20-25 παραστάσεις στην καθισιά τους κάθε σεζόν, πέφτοντας στην πληθωριστική λούμπα των ελληνικών θεατρικών καιρών μας -σε ποια να πρωτοκάνουν επικοινωνία, πού να πρωτοπάει το κοινό, πού να πρωτοπάει ο Τύπος, πότε να προλάβει να εντοπίσει τα επιτεύγματα, όταν οι παραστάσεις παίζονται για δυο μήνες κι, αν το κάνει, πότε να χωνευτούν ολ’ αυτά; Ένας πολτός γίνονται… 
Ποτέ, πάντως, δεν ειν’ αργά. Το αρχικό σχέδιο ήταν οι τρεις παραστάσεις να παρουσιαστούν διαδοχικά στις δυο αυτές σεζόν και, τον επόμενο χρόνο, μαζί. Δεν ξέρω αν είναι εφικτή μια παράσταση 9-10 ωρών αλλά θα μπορούσε να δίνονται τα τρία μέρη σε τρεις συνεχόμενες βραδιές, δυο φορές τη βδομάδα. Ας μη χρησιμοποιηθεί το επιχείρημα «δε δούλεψαν». Ας γίνει ένα μπαμ προβολής και τότε βλέπουμε. Και το υπουργείο Πολιτισμού ας σταθεί αρωγός. Είναι θέμα ΚΑΙ παιδείας. Είναι ντροπή αυτά τα παραστασιακά αποτελέσματα να τα φάει η λήθη. Διότι και οι τρεις σκηνοθέτες έχουν αρθεί στο ύψος των περιστάσεων (Φωτογραφίες: Μυρτώ Αποστολίδου). 




Αυτή, πάλι, η παρακώλυση των παραστάσεων του μιούζικαλ «Jesus Christ Superstar» από παραεκκλησιαστικούς στο «Ακροπόλ» μέχρι πότε θα συνεχιστεί; Ο εισαγγελέας, η αστυνομία πότε θα επέμβουν; Δεν υπάρχουν κάποιοι νόμοι που να τους καλύπτουν; Εντάξει, το γραφικόν, το γελοίον του πράγματος είναι αυταπόδεικτο -μπαμ κάνει. Αλλά μήπως αποκτά σοβαρές διαστάσεις πια; 

Ένας απ’ τους καλύτερους σκηνοθέτες μας. Με πλατιά γνώση της μουσικής. Δεν ξέρω τι του συνέβη του Νίκου Μαστοράκη. Στη σκηνοθεσία της -υπέροχης, νομίζω πως είναι καλύτερη κι απ’ τον «Φάουστ» του- όπερας του Σαρλ Γκουνό «Ρομέος και Ιουλιέτα», που επωμίστηκε στην Λυρική. Σε αμηχανία βρέθηκε αναλαμβάνοντας για πρώτη φορά να σκηνοθετήσει όπερα; Απογοητεύτηκε ανακαλύπτοντας τον λάκκο των λεόντων που -γνωστόν…-είναι η Λυρική;
Το μουσικό αποτέλεσμα -μαέστρος ο Λουκάς Καρυτινός- είναι καλό, οι φωνές, γενικά, καλές -την παράσταση κλέβει, νομίζω, η 


σοπράνο Άρτεμις Μπόγρη στο ρόλο του Στέφανου, υπηρέτη του Ρομέου - μια άρια όλη κι όλη αλλά σκίζει-, το σκηνοθετικό, όμως, αποτέλεσμα -σχεδόν σα συναυλιακή παρουσίαση-, αποτρεπτικό. Απόρησα. Αφήστε τα κοστούμια (επιμέλεια Ερμίνα Αποστολάκη) 



-δηλαδή, εκείνο του Μερκούτιου, εκείνο του Τυβάλδου…, αφήστε την κινησιολογία (Μαρκέλλα Μανωλιάδη), πλην του αρχικού ντουέτου. Κρίμα… 
Πάντως, ειν' η αλήθεια, γενικά, δεν έχουν ευδοκιμήσει οι σκηνοθέτες μας πρόζας που μεταπήδησαν στην Λυρική. Για δεύτερη παράσταση πολύ σπάνια να επιστρέψουν... (Φωτογραφίες: Δημήτρης Σακαλάκης). 



Δε θυμήθηκε, τελικά, μόνον το ΚΘΒΕ τη φετινή επέτειο των 100 χρόνων απ’ την έκρηξη της Ρώσικης Επανάστασης τιμώντας την με την «Ρώσικη Επανάσταση». Που ανέβασε στην Θεσσαλονίκη ο Τσέζαρις Γκραουζίνις. Τη θυμήθηκε -έμμεσα υποθέτω, γιατί πουθενά δεν το διάβασα ρητώς- και το Εθνικό: στο «Ισόγειο» του «Rex» ο χορογράφος Γιάννης Μανταφούνης ανέβασε το «Mayabuff. Ένα ντελίριο του Μαγιακόφσκι», 

βασισμένο στο «Μυστήριο μπουφ» του Μαγιακόφσκι -του κατεξοχήν ποιητή της Ρώσικης Επανάστασης. Ένα θέαμα μ’ εννιά περφόρμερ που κινούνταν αυτοσχεδιαστικά πάνω αποκλειστικά στο λόγο του Μαγιακόφσκι -χωρίς ίχνος μουσικής,. Πολύ ενδιαφέρουσα αλλά παρακινδυνευμένη ιδέα. Η οποία, κατά τη γνώμη μου, δεν κατάφερε να καρποφορήσει: ένα θολό αποτέλεσμα.
Δεν πειράζει. Πάντως είναι πολύ θετικό που το Εθνικό δίνει πια συστηματικά θέση, άπαξ κάθε σεζόν, και στο χορό, όπως πολλά μεγάλα ευρωπαϊκά Θέατρα. Τα σύνορα ανάμεσα στο θέατρο και στο χορό έχουν προ πολλού καταλυθεί: ο λόγος διεμβολίζει το χορό κι η κίνηση όλο και περισσότερο κυριαρχεί στο θέατρο.
Αλλά ο Μαγιακόφσκι, παρών και στο -ακαταπόνητο- ΚΘΒΕ του Γιάννη Αναστασάκη και της Μαρίας Τσιμά και πάλι: «Η ιστορία του Β.Μ. - ενός ανθρώπου με κίτρινη μπλούζα», σε σκηνοθεσία Ελεάνας Τσίχλη. Μια «μικρή» παράσταση , μια «δράση Μαγιακόφσκι», μια «σκηνική σύνθεση ως κολάζ στιγμών της ζωής αυτού του καλλιτέχνη, που ξεφεύγουν απ’ την αφήγηση της ζωής του και προσεγγίζουν τα σημερινά δεδομένα», όπως προσδιορίζεται, με πρώτη ύλη τη μυθιστορηματική βιογραφία του εκρηκτικού αυτόχειρα ρώσου -σοβιετικού- ποιητή της Επανάστασης, ποιήματα, πολιτικά μανιφέστα κι ερωτικές επιστολές του ίδιου, που περιοδεύει σε διάφορους σταθμούς εντός Θεσσαλονίκης.



Είδα φέτος στην αρχή της σεζόν, στο «Olvio», μια εξαιρετική παράσταση: «4 λεπτά και 12 δευτερόλεπτα». Τη συνυπέγραφαν ο Νικορέστης Χανιωτάκης κι ο Γεράσιμος Σκαφίδας. Έγραψα σχετικά στο tetartokoudouni.blogspot.com, στις 8 Δεκεμβρίου.
Πάω στο «Θησείον» να δω την «Λυσσασμένη γάτα» του Τενεσί Γουίλιαμς -σκηνοθεσία Νικορέστης Χανιωτάκης. Τι αντίφαση ήταν αυτή σε σχέση με την προηγούμενη δουλειά του ίδιου νεαρού 
σκηνοθέτη; Καιρό είχα να δω τόσο παλιό θέατρο από τόσο νέο άνθρωπο. Μια εικόνα προχειρότητας, με τους ηθοποιούς, εδώ, εγκαταλειμμένους στην τύχη τους, με την καλή Μαρία Κίτσου αφημένη να ερμηνεύει την Μάγκι με μια χωρίς μέτρο υπερβολή σα να κάνει βωβό κινηματογράφο, με μια ηθοποιό να παίζει το ανυπόφορο κοριτσάκι του έργου μπεμπεδίστικα, όπως έπαιζαν κάποιες μεγάλες τα παιδάκια στις παραστάσεις για παιδιά προ Ξένιας Καλογεροπούλου … Και μέσα σ’ όλους τους νέους της 

διανομής, ο παλαιότερος Νικήτας Τσακίρογλου-Μπιγκ Ντάντι να παίζει πιο μοντέρνα απ’ όλους, με χιούμορ και να σώζει την τιμή των όπλων.
Βέβαια, στις «κριτικές του κοινού», στη διαβόητη στήλη στο «Αθηνόραμα», κάποιος διαφωνεί μαζί μου: «Αρκετά καλή παράσταση με ενδιαφέρον σκηνοθεσία» διαβάζω. Γνώμες… (Φωτογραφίες: Αγγελική Κοκκοβέ). 




Στο «Θησείον», απανωτά, την ίδια βραδιά είδα και την «Νεκρή ζώνη» του Χάρολντ Πίντερ. Δύσβατο αλλά υψηλής ποίησης έργο που ο σκηνοθέτης Κώστας Φιλίππογλου το κουμαντάρησε καλά, δικαιολογημένα ενώνοντας τα νήματά του με του Μπέκετ -ποτέ, ίσως, όσο στο έργο αυτό, δε συναντώνται τόσο οι δυο μεγάλοι ποιητές του 20ου αιώνα. Και το κουαρτέτο των πρωταγωνιστών -ο Γιώργος Αρμένης, ο εξαιρετικός Αντώνης Καρυστινός, ο Γιάννης Στεφόπουλος κι ο Αλέκος Συσσοβίτης, που, αθόρυβος, διακριτικός, μετρημένος, χρόνο με το χρόνο, παράσταση με την παράσταση (πάντα καλά επιλεγμένες), ρόλο με το ρόλο, διαρκώς εξελίσσεται κι έχει γίνει πια ένας πρώτης τάξεως ρολίστας-, καλοδεμένο, προωθεί, με κύρος, την άποψη αυτή.
Δυστυχώς οι «ρακοσυλλεκτικές» σκηνογραφικές κι ενδυματολογικές επιλογές της Όλγας Μπρούμα έχουν, κατά τη γνώμη μου, χαντακώσει την παράσταση που, διαφορετικά, πιστεύω ότι θα απογειωνόταν (Φωτογραφία: Νίκος Πανταζάρας).

Φίλος βρέθηκε την πρωτοχρονιά στην Βαρσοβία. Κι είδε δυο παραστάσεις.
Θέατρο, στο «Τέατρ Ντραματίτσνι» -«Δραματικό Θέατρο»-, το «Τρένα υπό ειδική εποπτεία», μεταφορά στη σκηνή του ομώνυμου μυθιστορήματος του Τσέχου Μπόχουμιλ Χράμπαλ -γνωστό μας απ’ την τσεχοσλοβάκικη ταινία (1966) «Ο άνθρωπος που έβλεπε τα τρένα να περνούν» (κατά τον ελληνικό τίτλο) του Γιρζί Μένζελ (που τιμήθηκε φέτος στην «Μπερλινάλε»), βραβευμένη με το Όσκαρ Καλύτερης Ξενόγλωσσης Ταινίας το 1967 -σε σκηνοθεσία του επίσης Τσέχου Γιάκουμπ Κρόφτα. Μου επεσήμανε: όλοι οι θεατές με τα καλά τους -κοστούμια με γραβάτα οι άντρες-, η παράσταση, προγραμματισμένη στις εννιά, άρχισε στις εννιά ακριβώς, ένα ζευγάρι που φτασε «καθυστερημένο» -δηλαδή τα φώτα είχαν χαμηλώσει αλλά η αυλαία δεν είχε ακόμα ανοίξει-, όταν η ταξιθέτρια τους έδειξε τις θέσεις τους που ήταν στο μέσον κάποιας σειράς, για να μην ενοχλήσει προτίμησε να φύγει (!!!!) και κανένα κινητό δεν ήχησε και καμιά δόνηση κινητού δε γουργούρισε και καμιά οθόνη κινητού δε φωτίστηκε στη διάρκεια της παράστασης... Που τον ενθουσίασε όπως κι οι ηθοποιοί, με πρωταγωνιστή τον 27χρονο, σπουδαγμένο στην Βαρσοβία, Γεοργιανό Οτάρ Σαραλίτζε (Φωτογραφία: Katarzyna Chmura-Cegiełkowska).
Ψάχνοντας το πρόγραμμα της παράστασης που μου ’φερε ο φίλος μου τι ανακάλυψα; Ότι διευθυντής του «Ντραμάτιζνι» είναι ο Ταντέους Σλομποτζιάνεκ, ο συγγραφέας του έξοχου «Η τάξη μας». Που ανέβασαν ο Γιάννης Καλαβριανός, τη σεζόν 2015/2016, στην Λευκωσία, για τον Θεατρικό Οργανισμό Κύπρου -η παράσταση είχε προγραμματιστεί για δυο βραδιές και στο Φεστιβάλ Αθηνών του 2016 αλλά, λόγω αιφνίδιας ασθένειας ηθοποιού, την πρώτη βραδιά διακόπηκε και τη δεύτερη δεν παίχτηκε- κι ο Τάκης Τζαμαργιάς στο Εθνικό, την περσινή σεζόν 2016/2017, σε μια έξοχη παράσταση που επαναλήφθηκε και στην αρχή της φετινής.
Είδε και όπερα ο φίλος μου. Τον «Μαγικό αυλό» του Μότσαρτ. Στο περίφημο, ιστορικό «Τεάτρ Βιέλκι» («Μεγάλο Θέατρο»), απ’ τα μεγαλύτερα της Ευρώπης, με περίπου 2000 θέσεις, ηλικίας 185 ετών -εγκαινιάστηκε, στη σημερινή πλατεία Θεάτρου της Βαρσοβίας το 1833, καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς, εκτός απ’ την πρόσοψή του που διασώθηκε, το 1939, απ’ τους γερμανικούς 

βομβαρδισμούς, όταν ο Χίτλερ εισέβαλε στην Πολονία ξεκινώντας τον Δεύτερο Παγκόσμιο, και ανοικοδομήθηκε/αναστηλώθηκε μετά τον Πόλεμο για να εγκαινιαστεί πάλι το 1965 στεγάζοντας την Εθνική Όπερα και το Εθνικό Μπαλέτο.

Ξεφυλλίζοντας το πρόγραμμα διαβάζω: σκηνοθεσία Σουζάν Αντράντε-Μπάρι Κόσκι -μια παραγωγή (2012) της «Κόμισε Όπερ» του Βερολίνου (o Αυστραλός Μπάρι Κόσκι, ο πρώτος Εβραίος που σκηνοθέτησε στο Φεστιβάλ του Μπάιρόιτ -μόλις το περασμένο καλοκαίρι, του 2017- είναι ο καλλιτεχνικός διευθυντής της «Κόμισε») που παρουσιάζεται, με ντόπια διανομή, στο «Βιέλκι». Κάτι μου θυμίζει, κάτι μου θυμίζει, κοιτάζω την ιστοσελίδα της δικής μας Λυρικής, 
η ίδια παραγωγή θα παρουσιαστεί, με δικό μας λυρικό δυναμικό, από 31 Μαρτίου στο ΚΠΙΣΝ! Ο φίλος μου μού μίλησε για μια εξαιρετική παράσταση, σχεδόν χορογραφημένη, βασισμένη σε καταπληκτικό animation του Πολ Μπάριτ, που παραπέμπει σε Μεσοπόλεμο, σε καμπαρέ, σε σουρεαλισμό, στον «Νοσφεράτου» του Μούρναου, σε ταινίες του Μπάστερ Κίτον και σε «λουκ» Λουίζ Μπρουκς. Ίδωμεν. Αναμένω με μεγάλη ανυπομονησία (Φωτογραφίες: 1,3,4. Magda Hueckel-Sliwinska. 2. Iko Freese).

No comments:

Post a Comment