Η συνέντευξη αυτή δημοσιεύτηκε στα ΝΕΑ στις 27 Ιανουαρίου 2007, με τις γνωστές, λόγω χώρου, περικοπές. Την αναρτώ αυτούσια, με ελάχιστες διορθώσεις, στη μνήμη του Καλλιτέχνη Γιώργου Πάτσα που έφυγε από τη ζωή τη νύχτα.
«Το θέατρο άρχισε να με ενδιαφέρει από μικρό. Χωρίς να ξέρω τι και πώς. Χωρίς να με πάρει κανείς από το χέρι και να με πάει. Μόνος μου άρχισα να πηγαίνω. Από πιτσιρικάς. Με εξαίρεση τις δυο φορές που ο πατέρας μου με κατέβασε στην Επίδαυρο να δω την Κάλλας. Πήγαινα στο Κρατικό απ’ την πρώτη του παράσταση, στο Εθνικό όταν ερχόταν στην Θεσσαλονίκη, στο ‘Θέατρο Τέχνης’… Θυμάμαι πόσο καθοριστικό ήταν όταν είδα την ‘Ευρυδίκη’ του Ανούιγ. Είχα φύγει μαγεμένος».
Και την απόφαση να ασχοληθείτε ειδικά με τη σκηνογραφία-ενδυματολογία πότε την πήρατε;
«Από την πρώτη στιγμή, τη σκηνογραφία ήθελα. Μου άρεσε το θέατρο αλλά ούτε μια στιγμή δεν είπα ‘θέλω να γίνω ηθοποιός’» λέει ο Γιώργος Πάτσας.
Γεννήθηκε στη Σαλονίκη. Το ’44. Και εκεί μεγάλωσε. Οι ρίζες του πατέρα από την Δυτική Μακεδονία, της μάνας από την Κωνσταντινούπολη. Δεν του αρέσει να θυμάται τα παιδικά του χρόνια -δεν ήταν ευτυχισμένα. Και δεν του αρέσει να τα κουβεντιάζει. Η δουλειά του προέχει.
Σπουδές στη Σχολή Βακαλό, η επίδραση του Γιώργου Βακαλό, πρώτη του «ανεπίσημη» δουλειά τα σκηνικά για έναν «Τροβατόρε» στην Θεσσαλονίκη το 1965, η πρώτη του «καθαρά επαγγελματική», στο ΚΘΒΕ το ’68: «Ταρτούφος» του Μολιέρου, σκηνοθέτης ο Κυριαζής Χαρατσάρης, διευθυντής του Θεάτρου τότε ο Γιώργος Κιτσόπουλος. Θεωρεί καθοριστική τη συνάντηση μαζί του. Είδε σχέδιά του, του ζήτησε να κάνει μακέτες, του άρεσαν και τον πρότεινε στο σκηνοθέτη ο οποίος ήδη τον γνώριζε. Αυτό ήταν.
Τριάντα εννιά χρόνια «επίσημα» στο θέατρο, ο Γιώργος Πάτσας ανάσα δεν έχει πάρει: πάνω από τετρακόσιες δουλειές του στο θέατρο, την όπερα, τον κινηματογράφο μετράω στο εξαίσιο λεύκωμα για τη δουλειά του που κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις «Ergo» -«ευχαριστώ πολύ τον Παναγιώτη Αναστασόπουλο που πολλά ρισκάρισε με την έκδοση αυτή» μου λέει.
Κάθεται απέναντί μου, τον βλέπω -χρόνια τον ξέρω- κι απορώ -χρόνια απορώ: πώς αυτός ο χαμηλόφωνος, χαμηλότονος, ντροπαλός, ελάχιστα «κοινωνικός» άνθρωπος, ο «λάθε βιών», κατάφερε να κάνει μια τόσο ζηλευτή καριέρα, να τύχει αλλεπάλληλων βραβεύσεων -με κορυφαία τα δύο ασημένια μετάλλια που μας έφερε από την Κουαντρενιάλ Σκηνογραφίας της Πράγας το 1995 και το 2003- και να συγκαταλέγεται στους εντελώς κορυφαίους σκηνογράφους-ενδυματολόγους μας; Φαίνεται πως οι καρποί της δουλειάς του υπερέβησαν τις… βλαβερές συνέπειες του «αντιεπικοινωνιακού προφίλ» του. Γιατί ο Γιώργος Πάτσας μπορεί να οργανώσει μαγικά σκηνικά περιβάλλοντα, από την Επίδαυρο μέχρι τα πιο μίζερα και δύσκολα ελληνικά θεατράκια και να σχεδιάσει κοστούμια υπέροχα «ακτινοσκοπώντας» τα κείμενα των συγγραφέων και αναδεικνύοντας τις παραστάσεις, κάποτε, και σε γεγονότα.
Η επόμενη καθοριστική του συνάντηση ήταν ο Σπύρος Ευαγγελάτος.
«Εντελώς καθοριστική. Ο Κιτσόπουλος ήταν που με σύστησε και στον Σπύρο. Κάναμε το καλοκαίρι του ’69 στο Θέατρο Κήπου τις ‘Εκκλησιάζουσες’. Όλο το καλοκαίρι παιζότανε η παράσταση, άφησε εποχή. Έμαθα πολλά από τον Ευαγγελάτο. Εκτός από την αξία που έχει ως σκηνοθέτης είναι και εξαίρετος άνθρωπος. Του οφείλω πολλά και σε επίπεδο καλλιτεχνικό αλλά και σε επίπεδο φιλίας».
Τι σας εμπνέει περισσότερο; Το ίδιο το έργο που αναλάβατε ή ο σκηνοθέτης;
«Ο σκηνοθέτης είναι κάτι το καθοριστικό. Είτε το θέλουμε είτε όχι. Δεν μου αρέσει να δουλεύω ερήμην της σκηνοθετικής γραμμής. Προσπαθώ να βλέπω τι θέλει ο άνθρωπος που κατευθύνει την όλη ροή και το ύφος της παράστασης. Προσπαθώ, ακόμα κι όταν έχω αντιρρήσεις, να γίνουν πιο ξεκάθαρα τα πράγματα. Μου αρέσει το παιχνίδι να ερμηνεύουμε τον ίδιο συγγραφέα με ένα σκηνοθέτη με ένα τρόπο, με ένα άλλο σκηνοθέτη με άλλο τρόπο, με ένα άλλο σκηνοθέτη με ένα τρίτο τρόπο… Μου αρέσει η αλλαγή. Μπορεί από τους τρόπους αυτούς εγώ να προτιμώ ένα. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει και να τον επιβάλω σε όλους τους σκηνοθέτες. Δεν είναι στη λογική μου αυτό».
Προσπαθείτε να φέρετε με τρόπο το σκηνοθέτη στα νερά σας;
«Προσπαθώ. Αλλά μόνο όταν πιστεύω πως έχω κάτι να πω. Και για το καλό της παράστασης. Όχι για να περάσει το δικό μου. Προς Θεού!».
Και η συνεργασία σας με τους σκηνοθέτες; Φτάσατε ποτέ στο σημείο να θέλετε να τα βροντήξετε και να φύγετε;
«Όχι, δεν τσακώνομαι. Ούτε τα έχω ποτέ βροντήξει».
Οι μικρές, δύσκολες σκηνές -κολώνες, στρίμωγμα…-, όπου κάνετε και ξανακάνετε σκηνικά, σας καταπιέζουν ή είναι πρόκληση;
«Είναι πρόκληση. Μου αρέσουν αυτοί οι ‘δύστροποι’ και μικροί χώροι. Με εμπνέουν. Μου αρέσει στους χώρους αυτούς η σχέση των ηθοποιών με το θεατή. Την ιταλική σκηνή ομολογώ ότι δεν την πολυθέλω. Κλείνει η αυλαία, χωρίζεται το θέατρο στους ηθοποιούς και στους θεατές… Δεν μου αρέσει αυτό».
«Προσπαθούσα και προσπαθώ να βλέπω όσο περισσότερες παραστάσεις μπορώ στο εξωτερικό», μου λέει. «Έτσι έμαθα και μαθαίνω. Έτσι προχώρησα στην αφαίρεση, έτσι προχώρησα στη λιτότητα».
«Προσπαθούσα και προσπαθώ να βλέπω όσο περισσότερες παραστάσεις μπορώ στο εξωτερικό», μου λέει. «Έτσι έμαθα και μαθαίνω. Έτσι προχώρησα στην αφαίρεση, έτσι προχώρησα στη λιτότητα».
Μπήκατε ποτέ στον πειρασμό να ξεπατικώσετε κάτι που σας γοήτευσε;
«Πολλά με γοήτευσαν. Αλλά όχι για να τα ξεπατικώσω. Αλλά στοιχεία τους έχουν περάσει στις δουλειές μου. Αναμφισβήτητα».
Και ο πειρασμός να κάνετε «αισθητή» την παρουσία σας μέσω της εικαστικότητας της δουλειάς σας;
«Νομίζω πως πρέπει να θέλουμε να κάνουμε αισθητή την παρουσία μας. Όχι με την έννοια να ‘βγούμε μπροστά’, ως πρωταγωνιστές. Αλλά δεν μπορεί αυτά που κάνουμε να είναι ‘ανώδυνα’. Να μη ‘γράφουνε’, να μην υπάρχουν… Ο ηθοποιός είτε μικρό ρόλο έχει, είτε μεγάλο δεν πρέπει να τα δώσει όλα;».
Πώς αντιμετωπίζετε την αισθητική του μεταμοντέρνου;
«’Μεταμοντέρνο’ τι σημαίνει; Το κιτς; Αν ναι, τότε δεν μπορώ να πω ότι αγαπάω αυτή την αισθητική που ευδοκιμεί κυρίως στον γερμανόφωνο χώρο. Εκτιμώ πράγματα που γίνονται αλλά δεν θέλω εγώ να τα κάνω. Δεν με ενδιαφέρει. Δεν μου ’ρχεται…». Γελάει. «Εκτός κι αν γίνει με συγκεκριμένο σκοπό. Τις τελευταίες δεκαετίες, όμως, χρησιμοποιούν το κιτς επίμονα. Είτε κάνουν αρχαία τραγωδία, είτε Σέξπιρ, είτε Τσέχοφ, είτε σύγχρονο θέατρο, το κιτς στην πρώτη γραμμή. Μα, σκοινί - κορδόνι; Ίσως κάνω λάθος αλλά πιστεύω πως, αν φύγει από τη μόδα και βλέπουνε αυτές τις δουλειές οι νεότερες γενιές, μάλλον θα γελάνε».
Κάνετε πρόζα, όπερα, κινηματογράφο… Τι προτιμάτε;
«Την πρόζα. Δεν την αλλάζω με τίποτα».
Τι υλικά προτιμάτε;
«Τα σύγχρονα. Προτιμώ να μην έχω βαμμένα τελάρα. Δεν θέλω αναπαράσταση υλικών. Αν χρειάζεται ξύλο, θέλω να είναι ξύλο, αν χρειάζεται σίδερο θέλω να είναι σίδερο. Αυθεντικά υλικά. Και αν είναι δυνατόν να μην τα βάφουμε».
Το πλαστικό; Δεν είναι ψυχρό;
«Και τα πλαστικά χρησιμοποιώ, και τα βινίλ, αν χρειάζεται, και το πλεξιγκλάς πολύ… Και το μέταλλο. Δεν είναι ψυχρό το μέταλλο. Αλλά κάτι ψυχρό στη σκηνή είναι πάρα πολύ γοητευτικό. Για μένα τουλάχιστον».
Όταν σχεδιάζετε ένα κοστούμι αφήνεστε στην έμπνευσή σας ή παίρνετε υπόψη σας και τον ηθοποιό που θα το φορέσει, το σώμα του…;
«Χρειάζεται να τα παντρεύει κανείς. Πάρα πολλές φορές ρωτάω τους ίδιους τους ηθοποιούς, πριν ακόμα ξεκινήσω, πώς φαντάζονται το κοστούμι τους. Ιδιαίτερα όταν δεν αισθάνομαι σίγουρος ο ίδιος. Και πολλές φορές με έχουν βοηθήσει».
Σκηνικά ή κοστούμια;
«Μου αρέσουν και τα δύο γιατί προσπαθώ να τα ταιριάξω. Πολλές φορές που έκανα μόνο τα σκηνικά και όχι και τα κοστούμια το μετάνιωσα. Νοιώθω ότι δεν κολλάνε. Δεν με ενδιαφέρει το κοστούμι να προβάλλεται ως κοστούμι. Όσο πιο απλά τα κοστούμια, τόσο καλύτερα. Σε οποιοδήποτε θεατρικό είδος».
Δεν έχετε κουραστεί; Κάνετε, κατά μέσο όρο, πάνω από δέκα δουλειές το χρόνο.
«Σωματικά έχω λίγο κουραστεί. Αλλά η διάθεσή μου δεν έχει κουραστεί. Το πρόβλημα είναι αλλού: να εξακολουθεί κανείς να κάνει κάποια πράγματα φρέσκα ακολουθώντας το ρυθμό της εποχής του».
Και πώς το καταφέρνει;
«Πιστέψτε με, είναι πάρα πολύ δύσκολο».
Με συνεργασίες με νεότερους;
«Σίγουρα. Αλλά και παρακολουθώντας τα ρεύματα του καιρού. Στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Χρειάζεται να έχεις τις κεραίες σου τεντωμένες.
Αν του ζητούσαν απολογισμό;
«Θεωρώ πως έκανα το μάξιμουμ που μπορούσα να κάνω. Πόσο καλά ή πόσο άσχημα το έκανα δεν είμαι εγώ αρμόδιος να το κρίνω. Θεωρώ, πάντως, ότι ήμουν τυχερός. Μου δόθηκαν ευκαιρίες. Αν δεν μπόρεσα να τις εκμεταλλευτώ μόνο εγώ φταίω. Κανένας, μα απολύτως κανένας άλλος».
Η κόρη του από τον πρώτο του γάμο -με την Μαλβίνα Κάραλη-, η Μαριάννα -στα εικοσιοκτώ-, ο γιος του Νικηφόρος -στα πέντε-, η γυναίκα του -η σκηνοθέτρια Νικαίτη Κοντούρη- είναι τα πρόσωπα από τα οποία αντλεί.
Και το λεύκωμα αυτό το κάνατε για να δούμε εμείς συγκεντρωμένη τη δουλειά σας ή για να τη δείτε εσείς;
Γελάει.
«Αυτή την ερώτηση, κατά κάποιο τρόπο, την έχω υποβάλει κι εγώ στον εαυτό μου. Το λεύκωμα αυτό καταρχάς κάνει καλό σε μένα. Ποτέ δεν μπορώ να ανατρέξω στο αρχείο μου. Τα είχα ξεχάσει όσα έκανα. Μ’ αυτή την ευκαιρία τα θυμήθηκα. Και μπήκαν όλα σε ένα τόμο που μπορώ να τον ξεφυλλίσω κι εγώ κι όποιος άλλος θέλει».
Συγκεντρώνοντας το υλικό πώς νιώσατε;
«Συγκινήθηκα».
Έχετε απογοητευτεί καθόλου;
«Πολλές φορές. Θεωρώ, όμως, καλό σημάδι ότι έχω διαγράψει πάρα πολλά απ’ όσα έχω κάνει. Κανονικά τα έχω διαγράψει. Και όχι μόνο από τις παλιές μου δουλειές αλλά και από τις πρόσφατες. Κάνει καλό η αυτοκριτική. Ακόμα και για τις δουλειές που θεωρώ καλές έχω τις αμφιβολίες μου. Πρέπει να περάσουν χρόνια για να κατασταλάξουν μέσα μου».
Η φετινή δραστηριότητα του Γιώργου Πάτσα
** «Οιδίπους τύραννος» (σκηνικά και κοστούμια) στο θέατρο «Αλεξαντρίνσκι» / Αγία Πετρούπολη (σκηνοθεσία Θεόδωρος Τερζόπουλος).
** «Ματωμένος γάμος» (σκηνικά) στο θέατρο «Κάππα» για το Εθνικό Θέατρο (σκην. Σωτήρης Χατζάκης).
** «Ντόλι» (σκηνικά και κοστούμια) στο Βασιλικό Θέατρο / Θεσσαλονίκη για το ΚΘΒΕ (σκην. Γιάννης Ιορδανίδης) -επανάληψη.
** «Machinal» (σκηνικά και κοστούμια) στο θέατρο της ΕΜΣ / Θεσσαλονίκη για το ΚΘΒΕ (σκην. Νικαίτη Κοντούρη).
** «Παντρολογήματα» στο «Θέατρο Τέχνης»-Φρυνίχου (σκην. Γιάννης Μπέζος).
** «Ξενοδοχείο των δύο κόσμων» (σκηνικά και κοστούμια) στο «Αμφι – Θέατρο» (σκην. Σπύρος Ευαγγελάτος).
** «Εφτά λογικές απαντήσεις» (σκηνικά και κοστούμια) στο «Απλό Θέατρο» (σκην. Αντώνης Αντύπας).
** «Ήταν όλοι τους παιδιά μου» (σκηνικά και κοστούμια) στο θέατρο «Καρέζη» (σκην. Γιάννης Ιορδανίδης).
** «Ντα» (σκηνικά) στο θέατρο «Βασιλάκου (σκην. Γιώργος Μιχαλακόπουλος).
** Λεύκωμα «Ο ήχος του άδειου χώρου-Σκηνογραφίες 1965-2005» (Εκδόσεις «Ergo», Αθήνα, 2007. Σελ. 372. Τιμή: 85 ευρώ) (Φωτογραφία 1: Ανδρέας Σιμόπουλος).
Εξαιρετική συνέντευξη!
ReplyDeleteΕυχαριστώ.
ReplyDelete