April 1, 2015

Tαξίδι στην καρδιά του ερέβους


17ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης / Α

Αν ένα Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου, όπως της Θεσσαλονίκης, είναι για μένα ένα ταξίδι σε κόσμους της φαντασίας γοητευτικούς, ένα Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ, όπως της Θεσσαλονίκης -και πάλι-, είναι κάτι περισσότερο: ένα ταξίδι σε κόσμους πραγματικούς, μακρινούς αλλά και σε κόσμους της ψυχής, προσωπικούς.
17ο, λοιπόν, φέτος Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης -«Εικόνες του 21ου Αιώνα» ο τίτλος του-, ο Δημήτρης Εϊπίδης, ο ιδρυτής και διευθυντής του, είναι πάντα εκεί και κάνει, μαζί με τους πολύτιμους συνεργάτες του, καλά τη δουλειά του, η Δήμητρα Νικολοπούλου και τα άλλα κορίτσια του Γραφείου Τύπου είναι πάντα εκεί, πάντα με τη γνώριμη ευγένεια και προθυμία τους, οι Θεσσαλονικιοί -φίλοι, γνωστοί αλλά και άγνωστοι- πάντα νοιώθω να εκπέμπουν μια αλλιώτικη ζεστασιά κι έκανα δώρο στον εαυτό μου εφτά μέρες γι αυτό το «ταξίδι σε κόσμους μακρινούς» μαζί με έναν «ομοϊδεάτη» φίλο.


Δευτέρα 16 Μαρτίου, φτάνουμε με το τρένο και κατευθείαν στο «Ολύμπιον»: «Το σύνδρομο του χιμπαντζή» του Μαρκ Σμιντ (Ολλανδία, 2014-ενταγμένο στην Ενότητα «Περιβάλλον»). 
Ένα «ψυχιατρικό» ίδρυμα για χιμπαντζήδες που έζησαν μακριά από το φυσικό τους περιβάλλον και μία ομάδα ειδικών που προσπαθεί να βοηθήσει ιδρυματοποιημένα ζώα που «μοιάζουν στον άνθρωπο» και που έζησαν όλη τους τη ζωή με ανθρώπους -άλλο σαν ζώο τσίρκου, άλλο κοντά σε μια αλκοολική γυναίκα που το πότιζε αλκοόλ και της έκανε συντροφιά πενήντα χρόνια...- να μάθουν -δεν φαντάζεστε πόσο δύσκολο είναι...- να ζουν «φυσιολογικά»: μαζί, σαν ζώα και πάλι. Πάντα όμως κλεισμένα σε κλουβιά. Είναι αδύνατον πια να τα αφήσουν στη φύση. Μία κατάσταση που μοιάζει αδιέξοδη και που ο σκηνοθέτης χειρίζεται αποστασιοποιημένα -απλώς τη δείχνει.
Βουτηγμένη από παιδί στα βιβλία, μυαλό σπάνιο -ένας φίλος της αποκαλύπτει στην ταινία πως στα 14 της του ανέλυε την «Κριτική του καθαρού λόγου» του Καντ!-, «γραφιάς» από παιδάκι, παντρεμένη στα φοιτητικά της χρόνια με έναν άνθρωπο που θαύμαζε και με ένα γιο, συνειδητοποιημένη, στη συνέχεια, λεσβία, σε μόνιμες ερωτικές σχέσεις με γυναίκες, ακτιβίστρια, φεμινίστρια, συγγραφέας τολμηρή, με θέσεις πολιτικές προκλητικές έως ακραίες για τα αμερικανικά δεδομένα -«η επίθεση στους Δίδυμους Πύργους ήταν τρομοκρατική ενέργεια ή συνέπεια της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής;» έγραψε λίγες μέρες μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001-, η Σούζαν Σόνταγκ σημάδεψε την εποχή της και θεωρείται σήμερα από τους πιο φωτισμένους στοχαστές του 20ου αιώνα. Το ντοκιμαντέρ «Σχετικά με τη Σούζαν Σόνταγκ» της Νάνσι Κέιτς (ΗΠΑ, 2014, Ενότητα «Πορτρέτα: Ανθρώπινες Διαδρομές») φωτίζει, μέσα από αρχειακό υλικό, παλιές συνεντεύξεις της Σόνταγκ και πλούσιες μαρτυρίες, τη συγγραφέα, τη γυναίκα, την κριτικό, το πολιτικό μυαλό, πολύπλευρα αλλά προορίζεται μάλλον για την τηλεόραση παρά για τον κινηματογράφο.


Τρίτη 17 Μαρτίου και η κινηματογραφική μέρα ανοίγει... ασυνήθιστα: «Παύλος-Ένας ασυνήθιστος βασιλιάς» του Νίκου Πολίτη (Ελλάδα, 2014, «Ελληνικό Πανόραμα»). Όπως ήταν για μένα αναμενόμενο ο σκηνοθέτης έχει ετοιμάσει ένα πορτρέτο-αγιογραφία, καλοφτιαγμένο πάντως, με τον τέως βασιλιά Κωνσταντίνο, την βασίλισσα Σοφία της Ισπανίας και την πριγκίπισσα Ειρήνη -τα τρία παιδιά του Παύλου- να μιλούν για τον πατέρα τους και τον πρίγκιπα Μιχαήλ, τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και πρόσωπα του τότε βασιλικού περιβάλλοντος να καταθέτουν τις μαρτυρίες τους -ελάχιστες οι ουσιαστικές. 
Πολλά είναι που αποσιωπούνται -αν και η παρουσία του αμερικανού στρατηγού Βαν Φλιτ, που, ουσιαστικά, κατηύθυνε τον ελληνικό στρατό κατά των ανταρτών στον Εμφύλιο Πόλεμο, στο τζιπ με τους τότε βασιλείς είναι εύγλωττη...- ενώ γίνεται μία προσπάθεια «ξεπλύματος» της βασίλισσας Φρειδερίκης που πολλά ράμματα υπάρχουν για τη γούνα της... Η συμμετοχή ορισμένων πανεπιστημιακών προσπαθεί να ισορροπήσει τα πράγματα και να δώσει μία επίφαση αντικειμενικότητας αλλά η ισορροπία ανατρέπεται πλήρως όταν την ταινία καλείται να κλείσει ο συνώνυμος του παππού του -και επίδοξος διάδοχος- Παύλος, γιος του Κωνσταντίνου, που γεννήθηκε μετά τον θάνατο του Παύλου και δεν τον γνώρισε καν, δίκην συνέχειας που η οικογένεια και οι βασιλόφρονες θα φιλοδοξούσαν να υπάρξει.
Αφιερωμένο στη σεξουαλική ιδιαιτερότητα το δίπτυχο («Ελληνικό Πανόραμα») με το οποίο ανοίγω τις απογευματινές προβολές.
Σε μία εβδομηντάχρονη θεσσαλονικιά τρανς και στην καθημερινότητά της -ο ακτιβισμός δεν την αφήνει καθόλου αδιάφορη- είναι αφιερωμένη η μικρού μήκους «Νανά» της Λάρα Κρίστεν (Ελλάδα, 2015). Παίρνοντας υπόψιν πως πρόκειται για σπουδαστική δουλειά, εξαιρετικό το αποτέλεσμα. Χάρη, κυρίως, στην έξω καρδιά Νανά -κάποτε ήταν άντρας παντρεμένος με δύο παιδιά- που η ζεστασιά, το χιούμορ και η αμεσότητά της εξουδετερώνουν μία αίσθηση μοναξιάς την οποία αναμφισβήτητα εκπέμπει και, τελικά, αφοπλίζουν.
Στα «Καλιαρντά» (Ελλάδα, 2014) η Πάολα Ρεβενιώτη επιχειρεί μία έρευνα πάνω στη «κρυπτογραφική» -από τη δεκαετία του ’40 μέχρι τη Μεταπολίτευση- γλώσσα των ελλήνων ομοφυλόφιλων, που ψήγματά της ακόμα κυκλοφορούν και αρκετές λέξεις της έχουν παρεισφρύσει στην καθομιλουμένη, τη διεξάγει με μεγάλη σοβαρότητα και τεκμηριωμένα, καταλήγοντας, τελικά, να παρουσιάσει, χωρίς όμως να εκτραπεί από τον άξονά της, μία περιδιάβαση στην εξέλιξη της -καθόλου αμελητέας, παρά τις διώξεις- ομοφυλόφιλης ζωής στην Ελλάδα του 20ου αιώνα: μαρτυρίες -η Νανά είναι και εδώ παρούσα-, χιούμορ και μία ελευθερία στην έκφραση που δεν τις αναιρεί η κινηματογραφική απειρία -με ατυχέστερες στιγμές τις «αναπαραστάσεις» διαλόγων στα καλιαρντά από νέους ανθρώπους του σήμερα κινηματογραφημένους στο Ζάππειο. 
Το Ολοκαύτωμα επανέρχεται στο «Θα πέσει η νύχτα» του Αντρέ Σίνγκερ (Μεγάλη Βρετανία/ΗΠΑ/Ισραήλ/Δανία, 2014, Ενότητα «Η Καταγραφή της Μνήμης») με άξονα -και νέο στοιχείο- την τότε ανάθεση στον Άλφρεντ Χίτσκοκ να επιμεληθεί σκηνοθετικά μία ταινία πάνω στο κινηματογραφημένο υλικό από την απελευθέρωση, το 1945, των γερμανικών στρατοπέδων συγκέντρωσης, ταινία που τελικά ποτέ δεν ολοκληρώθηκε για λόγους πολιτικούς. Αλλά ο σκηνοθέτης, αν και έχει δουλέψει πολύ συγκροτημένα, παραμελεί το θέμα του και επικεντρώνεται στο υλικό. Σπαρακτικό πάντα, ανατριχιαστικό, φρικιαστικό αλλά πολυχρησιμοποιημένο. Και όταν ήδη υπάρχει η μικρού μήκους «Νύχτα και ομίχλη» του Αλέν Ρενέ...
Μία διαφορετική όψη της αφρικανικής ηπείρου θέλησε να δώσει ο Όσβαλντ φον Ριχτχόφεν -που στο μεταξύ έχασε τη μάχη με το θάνατο- με το τρίπτυχο ντοκιμαντέρ του -συν-σκηνοθέτης ο Γκέρνοτ Άσχοφ- «35 αγελάδες και ένα καλάσνικοφ» (Γερμανία, 2014, «Όψεις του Κόσμου»). Οι θεόγυμνοι άντρες της φυλής Σούρμα στην Νότια Αιθιοπία, που ασχολούνται -πηγαίο, αβίαστο καλλιτεχνικό τάλαντο- με το body painting πάνω στα αγαλμάτινα κορμιά τους -το πρώτο αυτό μέρος παραπέμπει στα «μαύρα» ντοκιμαντέρ του Ζαν Ρους- και οι παλαιστές της Κινσάσα (στην Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό) -μεταξύ τους και ένας αλμπίνος που, δακτυλοδεικτούμενος στην Αφρική, βρίσκει εκεί μία δικαίωση- οι οποίοι επιδίδονται στο κονγκολέζικο κατς μέσα, όμως, από βουντού και φετίχ, είναι όντως όψεις όχι συνηθισμένες. Αλλά το δεύτερο από τα τρία μέρη, για το κίνημα των sapeurs στην Μπραζαβίλ του Κονγκό -αφρικανοί δανδήδες ντυμένοι στην τρίχα, με κοστούμια σε εκτυφλωτικά χρώματα, γραβατωμένοι, με μαντηλάκια στο τσεπάκι, φανταχτερά ρολόγια στο χέρι και πούρα στο στόμα, κραυγαλέοι αλλά καλαίσθητα, μεθυστικά κραυγαλέοι, που έως και σε επιδείξεις μόδας επιδίδονται- είναι εκείνο που εκτοξεύει την ταινία στην ευφορία -την ευφορία του διαφορετικού. Αδιάφορο αν τα τρία μέρη μοιάζουν να συνδέονται χαλαρά και να μην υπηρετούν, τελικά, έναν κοινό άξονα.


Η Τετάρτη 18 Μαρτίου είναι ίσως η πιο ενδιαφέρουσα μέρα μας στο φεστιβάλ. Ξεκινάει με ένα σοκ: «Το ημερολόγιο του Κισανγκάνι» (Αυστρία, 1998, «Αφιερώματα») είναι μία από τις πέντε ταινίες του Αφιερώματος στον αυστριακό ντοκιμενταρίστα Χούμπερτ Ζάουπερ. Μετά τον εμφύλιο πόλεμο στην Ρουάντα -γενοκτονία της φυλής των Τούτσι από την φυλή των Χούτου-, το 1994, δεκάδες χιλιάδες προσφύγων Χούτου, καθώς τα πράγματα γύρισαν εναντίον τους, έχουν καταφύγει στο γειτονικό Ζαΐρ, όπου αφανίζονται σιγά-σιγά από την πείνα, τις αρρώστιες, την έλλειψη φαρμάκων και τις διώξεις. Το 1997 το συνεργείο του Ζάουπερ ακολουθεί την αποστολή του ΟΗΕ στην καρδιά του ερέβους. Εξαθλιωμένοι άνθρωποι, σχεδόν ζόμπι, δεξιά και αριστερά της χορταριασμένης σιδηροδρομικής γραμμής, βλέπουν τις ελπίδες τους για επαναπατρισμό να αναζωπυρώνονται. Θα τους συγκεντρώσουν σε καταυλισμούς. Αλλά πατρίδα δεν θα ξαναδούν. Μερικές εβδομάδες αργότερα ο «Απελευθερωτικός Στρατός» του Λοράν Καμπιλά -που θα ανατρέψει το καθεστώς Μομπούτου Σέσε Σέκο και θα μετονομάσει το Ζαΐρ σε Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό- θα τους σφάξει όλους. 80.000 άτομα θα αφανιστούν. Η εικόνα του -δίχρονου; Τρίχρονου;- παιδιού που οι γονείς του το έχουν εγκαταλείψει στην απεγνωσμένη φυγή τους και που κάποιος του συνεργείου ανασηκώνει για να δει αν είναι ζωντανό -ναι, είναι, κοκκαλιασμένο, παγωμένο κορμάκι αλλά τα μάτια του κοιτάζουν τριγύρω...- θα με ακολουθεί σ’ όλη μου τη ζωή. 45 λεπτά στην κόλαση.
Το ντοκιμαντέρ «Φασμπίντερ-Ν’ αγαπάς χωρίς απαίτηση» (Δανία, 2015, «Πορτρέτα: Ανθρώπινες διαδρομές») του Κρίστιαν Μπραντ Τόμσεν, φίλου του πρόωρα χαμένου γερμανού σκηνοθέτη διαθέτει ένα μεγάλο ατού: βιντεοσκοπημένες τη δεκαετία του ’70 συνεντεύξεις του Τόμσεν με τον Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ, που ποτέ δεν έχουν δημοσιοποιηθεί. Μαζί με μαρτυρίες συνεργατών του όπως η ηθοποιός Ιρμ Χέρμαν, που ερωτευμένη μαζί του, είχε δεχτεί, όπως η ίδια ομολογεί, να γίνει υποχείριό του -ιδιαίτερη εντύπωση μου προκάλεσε η απουσία της Χάνα Σιγκούλα-, συγκροτούν ένα επαρκέστατο -αν και με κάποιες κοιλιές- πορτρέτο του ανατρεπτικού, πανσεξουαλικού και αυτοκαταστροφικού Φασμπίντερ, που ομολογώ, πάντως, πως δεν με απογείωσε.
«Ο γύρος του κόσμου σε 50 συναυλίες» (Ολανδία, 2014, «Μουσική και Χορός») της Χέντι Χόνιχμαν θα μπορούσε να είναι ένα τυπικό μουσικό ντοκιμαντέρ πάνω σε μία παγκόσμια περιοδεία της Βασιλικής Ορχήστρας Κονσέρτχεμπάου του Άμστερνταμ -την πραγματοποίησε το 2013 γιορτάζοντας τα 125 χρόνια της. Δεν είναι. Η σκηνοθέτρια, που ακολούθησε την ορχήστρα στο Μπουένος Άιρες, στο Γιοχάνεσμπουργκ και στην Αγία Πετρούπολη, επικεντρώνεται σε ατομικές περιπτώσεις. Μουσικών και -το βασικότερο- ακροατών. Ο μουσικός που τηλεφωνεί από το Μπουένος Άιρες στα παιδιά του, μουσικοί σε μία ταβερνούλα μετά τη συναυλία -ο Μάρις Γιάνσονς τους διευθύνει-, ο κρουστός με τα κύμβαλα που εξομολογείται πόσο δύσκολο του είναι όταν παίζουν την Έβδομη του Μπρούκνερ, όπου, στη μιάμιση ώρα της διάρκειάς της, χρειάζεται να τα χτυπήσει μία μόνο φορά (!) και πόσο συγκεντρωμένος πρέπει να είναι -πρόκειται για το άνοιγμα της ταινίας και της προσδίδει αμέσως τον αέρα ενός ευεργετικού χιούμορ-, οι δύο βιολονίστες που πάνε στο αγαπημένο τους ζαχαροπλαστείο του Μπουένος Άιρες, βγάζουν τα βιολιά τους και παίζουν αποκλειστικά για τη ζαχαροπλάστισσα φίλη τους που δεν μπόρεσε να πάει στη συναυλία της ορχήστρας και που την παίρνουν τα κλάματα, ο ταξιτζής του Μπουένος Άιρες που λατρεύει την κλασική μουσική και αυτήν ακούει στο ταξί του και που θα πάει με τη γυναίκα του να ακούσει την Κονσέρτχεμπάου, ο μαύρος μουσικός του Σοουέτο που ονειρεύτηκε από παιδί να γίνει βιολονίστας, όταν άκουσε τον Μενουχίν να παίζει, και που ο πατέρας του του βρήκε ένα δοξάρι με το οποίο έπαιζε στον αέρα μέχρι να βρει δάσκαλο και να πραγματοποιήσει το όνειρό του, ο υπέροχος ογδοντάχρονος φιλόμουσος ρώσος κύριος, ο οποίος «έχει μοιράσει την ευτυχία του» ανάμεσα στον Στάλιν που εκτέλεσε τον πατέρα του και έστειλε τον ίδιο σε στρατόπεδο συγκέντρωσης και στον Χίτλερ, καθώς, κατόπιν, τον συνέλαβαν οι Γερμανοί και βρέθηκε σε γερμανικό στρατόπεδο, και του οποίου ένα δάκρυ κυλάει στο μάγουλό του, όταν όρθιος χειροκροτεί την Κονσέρτχεμπάου στο φινάλε μιας εκτέλεσης Σοστακόβιτς, πλουτίζουν την ταινία με μία ανθρωπιά σπάνια. Ενθουσιάστηκα.
Στους «Ανθρωπιστές» (Γερμανία, 2014, «Μικρές Αφηγήσεις») ο Μαξιμίλιαν Χάζλμπέργκερ στέκεται σε δύο συγκλονιστκές ανθρώπινες περιπτώσεις με άξονα την ερωτική ζωή τους: ο Γιόχεν, με νοητικά προβλήματα, παθαίνει ερωτική εμμονή για μία πόρνη με την οποία συνευρίσκεται και της γίνεται στενός κορσές, παρά τη δικαστική απαγόρευση που του απαγορεύει να την πλησιάσει, μέχρι που εκείνη τον χαστουκίζει. Ο Σβεν, μυαλό κοφτερό, με χιούμορ αυτοσαρκαστικό αλλά με σώμα στρεβλωμένο, καθηλωμένος σε αναπηρικό αμαξίδιο, αναζητάει εμμονικά το σεξ και το βρίσκει στο διαδίκτυο πληρώνοντας τους περιστασιακούς συντρόφους του -άντρες και γυναίκες, μια και δεν έχει ακόμα αποφασίσει τι δρόμο θα ακολουθήσει. Δυνατό αποτέλεσμα, ειδικά στη δεύτερη περίπτωση, αλλά αναρωτιέμαι πού μπορεί να φτάσουν τα όρια ενός κινηματογραφιστή και αν δεν χρησιμοποιεί, έστω και με τη συγκατάθεσή τους, τους ανθρώπους αυτούς ως αντικείμενα για να ικανοποιήσει τις φιλοδοξίες του...

Αίθουσες «Ολύμπιον» / «Παύλος Ζάννας» / «Τώνια Μαρκετάκη» /«Φρίντα Λιάππα» / «Τζων Κασσαβέτης» / «Σταύρος Τορνές», 17ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, 16, 17, 18 Μαρτίου 2015.

No comments:

Post a Comment