April 30, 2015

Fuck το ΦΕΚ ή Η νύχτα μετά από τα λουκάνικα


Το Τέταρτο Κουδούνι /30 Απριλίου 2015 

Προς δεκάξι προορισμούς σ’ όλη την Ελλάδα ταξίδεψε, το Πάσχα, απ’ την Αθήνα, το Άγιο Φως. Ήξερα πως εδώ φτάνει το Μεγάλο Σάββατο απ’ τα Ιεροσόλυμα με ειδικό αεροσκάφος και πως το υποδεχόμαστε με τιμές αρχηγού κράτους. Ότι, μετά, κάνει και τουρνέ δεν το ’ξερα. Χαρά η Aegean κι η Olympic Air...
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή...




Εγώ είχα ξενιτευτεί. Σας το ’χα πει στο προηγούμενο «Τέταρτο Κουδούνι» -στις 9 Απριλίου: παίρνω των ομματιών μου και φεύγω στα ξένα μπας και γλυτώσω. Από -ΚΙ ΑΛΛΕΣ- δηλώσεις, επιστολές, συνεντεύξεις, ειδοποιήσεις για συνεντεύξεις Τύπου, ανακοινώσεις, μηνύματα, διαγγέλματα, διαβήματα, ενημερωτικά σημειώματα, απειλητικά σημειώματα, γνωστοποιήσεις, προειδοποιήσεις, non paper (έλα, Παναγία μου!!!, ναιαιαι, έως και τέτοια είχαμε), απαντήσεις, ανταπαντήσεις του Σωτήρη Χατζάκη, καλλιτεχνικού διευθυντή, τότε, του Εθνικού Θεάτρου, που ’πεφταν σαν το χαλάζι -κι ο τραυματισμένος καλλιτέχνης ν’ αναστενάζει. Στην Βουλγαρία κατέφυγα -που ’ναι και φτηνή-, στην Σόφια συγκεκριμένα. Έλεγα να ζητήσω πολιτικό άσυλο. Αλλά πού... Πού να γλυτώσω... Οχτώ μερούλες, όλες κι όλες, κάθισα και ναααα, να συνεχίζουν να εκτοξεύονται και να φτάνουν κι εκτός συνόρων δηλώσεις, επιστολές, συνεντεύξεις, ειδοποιήσεις για συνεντεύξεις Τύπου, ανακοινώσεις, μηνύματα, διαγγέλματα, διαβήματα, ενημερωτικά σημειώματα, απειλητικά σημειώματα, γνωστοποιήσεις, προειδοποιήσεις, non paper, λέει (έλα, Παναγία μου!!! [Ν.2]), απαντήσεις, ανταπαντήσεις απ’ τον Σωτήρη Χατζάκη.
Κι έεεερχεται η 21η Απριλίου. Του 2015. Κι ανήμερα, βλέπω ξαφνικά τον παυθέντα απ’ το αξίωμα Σωτήρη Χατζάκη και το επίσης παυθέν ΔουΣου του να ’χουν κάνει κατάληψη στο Εθνικό. Κι εκείνος, δεμένος χειροπόδαρα -σαν τον Οδυσσέα στις Σειρήνες- στη διευθυντική πολυθρόνα, να φωνάζει απ’ τη ντουντούκα «δε φεύγω, δε φεύγω, δε φεύγω», και «δεν περνάει ο φασισμός», κι «εδώ Εθνικό, εδώ Εθνικό», κι «εγώ φοράω παντελόνια», κι «η τιμή μου», κι «η αξιοπρέπειά μου» (σ.σ. η ΠΟΙΑ σας;;;), και «fuck το ΦΕΚ» κι ο Χορός του, τότε, ΔουΣου να πικροθρηνωδεί και να αιματοστηθοδέρνεται ως σύγχρονες Τρωάδες «αλί, αλί, οι συμβάσεις ήταν άψογες» κι «ω, άγιο φως της ΔΙΑΥΓΕΙΑΣ», κι η Άλκηστις Πρωτοψάλτη -ως Τελετουργός του Θρήνου- να πικροθρηνωδεί και να αιματοστηθοδέρνεται ακόμα δυνατότερα, με πάκα τα ευρά στα χέρια, και στα μπαλκόνια του Τσίλερ να ’χουν απλώσει τα κουρελόπανα «Σ’ ευχαριστούμε Σωτήρη Χατζάκη», που ’χαν απλώσει και στο ΚουΘουΒουΕ, όταν ο -και εκεί- καλλιτεχνικός διευθυντής έφευγε πιλαλώντας κατά το Εθνικό και τα ’χαν φυλάξει ως κειμήλια στο σεντούκι και τα κατέβασαν μαζί τους στην Αθήνα, κι από δεκάδες προσωπικότητες (σ.σ. ε;), λέει, του Πολιτισμού (μας) -ως «δεκάδες» γράφονται συνοπτικά οι 58 (μείον μία, 57, διότι ο Άκις Βλουτής δήλωσε πως ποτέ δεν υπέγραψε, μείον άλλη μία, 56, διότι η Άντζελα Μπρούσκου δήλωσε πως ποτέ δεν υπέγραψε, μείον άλλη μία, 55, διότι η Ιουλίτα Ηλιοπούλου δήλωσε πως ποτέ δεν υπέγραψε, κάτι σα «Δέκα μικροί νέγροι...)- να συλλέγουν οι εντεταλμένοι αυθόρμητες υπογραφές «διαμαρτυρόμΕΘΑ», και «το θεωρούμε σύμπτωμα νοσηρών κομματικών φαινομένων», και «free Σωτήρης», και «παρ’ τον Νίκο σου (Ξυδάκη) και μπρος», κι ο Χατζάκης να πετάει απ’ τα παράθυρα (του Τσίλερ) νεράτζα και ρεπερτόρια άρον-άρον συγκροτημένα και να ουρλιάζει βραχνιασμένος «λαϊκιστής; Ποιος; Εγώ λαϊκιστής; Μέχρι και Χουβαρδά σάς ξαναφέρνω», και στα υπόγεια να ’χει καταχωνιάσει, ανάμεσα σε βαρύτιμα κοστούμια της Έρσης Δρίνη, τις «Λωξάντρες», και τους Ξενόπουλους, και τις Ντόρες τις Γιαννακοπούλου, και τους Τσιφόρους, και τους Σακελλάριους-Γιαννακόπουλους, και τους Λαζόπουλους, και τους Μπέζους, και τους Φιλιππίδηδες, και τους ΆγαμοιΘύται, και τις «Μαντάμ Σουσούδες» κι ακόμα βαθύτερα «Το κοροϊδάκι της πριγκιπέσσας», και να παίζουν με τον Γιάννη τον Μετζικώφ ένα παράξενο game «Τρεις σκηνοθεσίες συν τρία σκηνικά/κοστούμια μείον ένα ίσον δύο συν ένα απλήρωτο ίσον και πάλι δύο», και μετά να παίζει μόνος του «Περνάει, περνάει ο Κιρκινέζος», και να καταφθάνουν, προς υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τού -πολιτικά διωκόμενου, λέει, άσπιλου και με το σπαθί του, ως γνωστόν, διορισμένου- Σωτήρη Χατζάκη, τα οποία καταπατώνται, εργάτες, αγρότες, φοιτητές, η Αρβελέρ της Σορβόνης, αντιπροσωπείες απ’ το Αζερμπαϊτζάν κι απ’ την Βενεζουέλα, έως κι ο Ιλάν Ρόνεν, πρόεδρος της Ένωσης Θεάτρων της Ευρώπης, απ’ το Ισραήλ -που ανήκει, επίσης ως γνωστόν, στην Ευρώπη.
Και μετά, κρακ-κρακ-κρακ, να ’ρχεται το τανκ και να ρίχνει την πόρτα του Εθνικού και παρ’ τον κάτω τον αντιπρόεδρο, τότε, του ΔουΣου -συγγραφέα του «Λάκκου της αμαρτίας» που παίζεται στο Εθνικό και σκηνοθέτη του «Ευτυχισμένες μέρες» του Μπέκετ, που, επίσης, παίζεται στο Εθνικό- Γιώργο Μανιώτη που ’ταν σκαρφαλωμένος πάνω της. Και μετά να αποκαλύπτεται πως οδηγός του τανκ ήταν ο Στάθης Λιβαθινός και συνοδηγός ο Θοδωρής Αμπαζής. 
Και μετά να βγαίνει ένα διάγγελμα προς τον λαόν, εις απλήν σαρκαστικήν καθαρεύουσαν, αχτύπητο. Κι ύστερα να μπαρκάρουν τον Σωτήρη Χατζάκη στο καράβι για την (πολιτιστική λέει) Μακρόνησο. Αλλά, πριν τον μπαρκάρουν, να κάνει συνέντευξη Τύπου «Όλα όσα θέλατε να μάθετε για το Εθνικό και δεν τολμούσατε να ρωτήσετε». Όπου να ’ναι ντυμένος δικηγόρος (του) Βγόντζας και να μιλάει ως Βγόντζας και να μην αφήνει τον άλλο, τον Χατζάκη στο naturel του, να σταυρώσει κουβέντα αλλά εκείνος όλο και να πετάγεται και να τσιρίζει «δε φεύγω, δε φεύγω, δε φεύγω». Και να ’ν’ εκεί παρόντες κι ο Νίκος Κούρκουλος κι η μνήμη του κι ο μακρονησιώτης πατέρας του Χατζάκη κι, επίσης, η μνήμη του. Κι ο Χατζάκης στη σκιά των μη λησμονημένων προγόνων του. Και μετά ο Χατζάκης-Χατζάκης κι ο Χατζάκης-Βγόντζας να καταθέτουν 322 αγωγές και 98 προσφυγές κατά παντός υπευθύνου. Και το ΚουΚουΕ και το ΠΑΣΟΚ και το «(να το πάρει το) Ποτάμι» και διάφοροι βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας, προσωπικότητες εκλεκτές -Βούλτεψη, Γκιουλέκας...-, να εκδίδουν ανακοινώσεις συμπαράστασης. Αλλά η Νέα Δημοκρατία να μην εκδίδει. Και να γράφουν στις εφημερίδες και στα φεϊσμπούκ πύρινα σχόλια περί νομιμότητος και περί του Κακού Ξυδάκη και περί του Άστεγου, Απολυμένου, Ταπεινωμένου Χατζάκη ακριβοδίκαιοι πολιστικοί συντάκτες αλλά και κάτι άσχετοι που ιδέα δεν είχαν περί Χατζάκη πριν ο ΣΥΡΙΖΑ γίνει κυβέρνηση... Κι απέξω να πλακώνονται χατζακικοί και αντιχατζακικοί.
Και μετά ξύπνησα. Μούσκεμα στον ιδρώτα -πιστίλι που λέγαμε στον Βόλο. «Τι έπαθες;» λέει ανήσυχος, ο διπλανός μου. «Φώναζες ‘Χατζάκης, Χατζάκης’ και ‘δεν περνάει ο Λιβαθινός’, αυτά τα βουλγάρικα λουκάνικα, σου το ’πα, είναι βαριά, τι τα ’θελες βραδυάτικα; Και μετά έπινα χαμομήλια να συνέλθω. Και μετά γυρίσαμε. Και παίζανε στην Αθήνα μια (υπερ)επιθεώρηση: «Τον Χατζάκη κι αν τον πλένεις, το σαπούνι σου χαλάς».
(Πάντως οι ελπίδες πως άλλες δηλώσεις, επιστολές, συνεντεύξεις, ειδοποιήσεις για συνεντεύξεις Τύπου, ανακοινώσεις, μηνύματα, διαγγέλματα, διαβήματα, ενημερωτικά σημειώματα, απειλητικά σημειώματα, γνωστοποιήσεις, προειδοποιήσεις, non paper (έλα, Παναγία μου!!! [Ν.3]), απαντήσεις, ανταπαντήσεις απ’ τον Σωτήρη Χατζάκη δε θα ’χουμε, μάλλον φρούδες, αλίμονο, αποδεικνύονται...).




«Μα δεν είσαι σοβαρός» θα μου πείτε. Τόσο σοβαρά θέματα τα ’κανες νούμερο επιθεωρησιακό; Μα αυτό ΑΚΡΙΒΩΣ -νούμερο επιθεωρησιακό- δεν είναι; Τέλος πάντων, οι ελαφροί ας με λέγουν ελαφρόν...
Αλλά, αν επιμένετε, να γίνω σοβαρός, ε, να γίνω. Και να γράψω δυο λόγια -διότι η ελληνική θεατρική πιάτσα περιορισμένη είναι κι όλοι, λίγο-πολύ, γνωριζόμαστε...- για την πέμπτη φάλαγγα που ξαμολύθηκε α-μέ-σως και -από πού να πιαστεί για να πει πως ο υπουργός έδιωξε τον ένα για να διορίσει τον άλλο ως κομματικά δικό του, αφού αυτό δεν ισχύει;- ύπουλα διοχετεύει όπου δει -για παράδειγμα σε εφημερίδες με τις οποίες έχει τις διασυνδέσεις της... -τις «εξηγήσεις» της γιατί ο Νίκος Ξυδάκης τοποθέτησε τον Στάθη Λιβαθινό ως νέο καλλιτεχνικό διευθυντή στο Εθνικό: σας γνωρίσαμε, σας γνωρίσαμε!...






Προς τι η τόση έκπληξη και η τόση απαξίωση; Που ο Σάκης Ρουβάς θα τραγουδήσει «Άξιον εστί»; Ότι η Ένωση Μουσικών και Θεατρικών Κριτικών του ’χε ήδη απονείμει το Βραβείο Αρχαίου Θεάτρου για την ερμηνεία του ως Διόνυσος στις «Βάκχες» δεν το ’χαν ακούσει; Και δεν ήταν αυτό ένα ισχυρό πρόκριμα για τη συνέχεια;



Δε σας είχα πει πως πάω στην Σόφια -και- δια καλλιτεχνικήν ενημέρωσιν; Όπως αυτά τα οποία διάβαζα, όταν ήμανε μικρός -ουουου, δεκαετία του ’60...- στις εφημερίδες, που όταν κλείνανε τα θέατρα το Πάσχα οι πρωταγωνιστές κι οι πρωταγωνίστριές μας -«θιασαρχικά ζεύγη», κυρίως, τότε- πηγαίνανε στο εξωτερικό «δια καλλιτεχνικήν τους ενημέρωσιν» -και να κι η συνοδευτική φωτογραφία στη σκάλα του αεροπλάνου.
Στην Σόφια άκουσα, λοιπόν, την Φιλαρμονική της πόλης σε μια μέτρια συναυλία με διευθυντή τον -γνωστό μας κι από ’δω- Σέρβο Ντέγιαν Σάβιτς αλλά με σολίστ μια κα-τα-πλη-κτική τουρκοκύπρια πιανίστα, την Ρουγιά Τάνερ, που έπαιξε συναρπαστικά το κοντσέρτο αρ. 21 του Μότσαρτ.
Στην Σόφια απογοητεύτηκα εντελώς, παρά το τεράστιο ρεπερτόριο που ’χει, στην Όπερα και Μπαλέτο της Σόφιας. Όπου είδα μια μετριότατη «Συλφίδα», στην κλασική χορογραφία του Μπουρνονβίλ, εντελώς μουχλιασμένη, πνιγμένη στην παντομίμα και με άθλια σκηνικά, απ’ το Μπαλέτο κι έναν επίσης μετριότατο «Ντον Κάρλο» του Βέρντι σε σκηνοθεσία Πλάμεν Καρτάλοφ -που ’χει ανεβάσει κάτι ανάλογες παραστάσεις και με την Λυρική και στην Θεσσαλονίκη... Ο μύθος περί βουλγαρικής όπερας κατέρρευσε μέσα μου. Αλλά εκείνο που δεν μπορούσαν να πιστέψουν τ’ αυτιά μου ήταν πως άκουγα και τις δυο βραδυές τόσο άθλια ορχήστρα -Μπόρις Σπάσοφ, ο μαέστρος στην «Συλφίδα», Γκριγκόρ Παλικάροφ στην όπερα. Όσο για τις φωνές, αχ, πού ’ναι εκείνες οι βουλγάρικες Μεγάλες Φωνές του παρελθόντος -Μπόρις Χρίστοφ, Νικολάι Γκιαούροφ, Γκένα Ντιμιτρόβα, Ράινα Καμπαϊβάνσκα, Νίκολα Γκιουζέλεφ...
Στην Σόφια αποζημιώθηκα, πάντως, απ’ το Εθνικό τους Θέατρο «Ιβάν Βάζοφ» -ωραίο θέατρο, πολύ μοιάζει στο Εθνικό μας- με τον «Άμλετ» -παράσταση του 2012 ενός, επίσης, ευρύτατου ρεπερτορίου- του Γιάβορ Γκ(ά)ρντεφ. Ολίγον Κακλέας, μ’ έναν Κλαύδιο σχεδόν νάνο αλλά -κυρίως- μ’ έναν ροκ συναρπαστικό Άμλετ –ενθουσιάστηκα!-, 

τον Λεονίντ Γιόβτσεφ, 32άρη, που έσφυζε από νιάτα και χιούμορ, παιχνιδιάρη, σαρκαστικό, κυνικό, οργισμένο, ανατροπέα της τάξης του. Με πρόσωπο ακτινοβόλο -πολύ μοιάζει στον δικό μας Μιχάλη Σαράντη-, μ’ ένα νευρώδες, λεπτό κορμί, μ’ εκπληκτική κίνηση -να χορεύει, στην αρχή ολόγυμνος, διονυσιασμένος-, μ’ ένα τρομερό χαμόγελο, φάτσα μοντέρνα, ο Λεονίντ Γιόβτσεφ είναι ένας γοητευτικός αλλά και σπουδαίος ηθοποιός που μαγνητίζει απ’ τη σκηνή. Και που δε βρίσκω δικό μας να τον παρομοιάσω -δεν ξέρω αν έχουμε ανάλογο. Θα θυμάμαι τους μονολόγους του -ήταν καθηλωτικοί.




Και Τζούντιθ Μαλίνα, και Φρανσουά Μασπερό, και Χρυσούλα Ζώκα, και Γκίντερ Γκρας, και Εδουάρδο Γαλεάνο, και Πέρσι Σλεντζ, και Μάγδα Κοτζιά, και Εύης Γαβριηλίδης; Ήτοι οκτώ τον αριθμόν απώλειες απ’ τον πολιτισμό μέσα σ’ έξι μέρες και δη πασχαλιάτικα -από Μεγάλη Παρασκευή μέχρι Τετάρτη του Πάσχα-, δηλαδή σε αργίες; Και να πρέπει να γράψουν τις νεκρολογίες τους; Ε, αυτό κι αν ήταν λαχείο... Για τους πολιτιστικούς συντάκτες μιλάω -κάτι ξέρω απ’ αυτά, ειδικά απ’ την Μαύρη εκείνη Κυριακή 11 Νοεμβρίου του 1990, που πέθαναν το πρωί ο Αλέξης Μινωτής κι απανωτά το βράδυ ο Γιάννης Ρίτσος, ακόμα το βλέπω εφιάλτη... Τους λυπήθηκε η ψυχή μου. Περισσότερο κι απ’ τους οικείους των μεταστάντων...

1 comment:

  1. ΚΙ ΕΓΩ ΣΆΓΑΠΑΩ!!! Γ.ΚΑΚΛΕΑΣ

    ReplyDelete