December 15, 2013

Ο καθημερινός φασισμός ή Ο τσάμικος των τεράτων

Το έργο. Ένα -ανώνυμο- χωριό. Της αγνής ελληνικής υπαίθρου. Όλοι εκεί έχουν τα παρατσούκλια τους. Εκεί ο Γιάννης ο Μουνής που απόκτησε το δικό του γιατί δεν γνώρισε πατέρα, μεγάλωσε ανάμεσα σε γυναίκες. «Παράξενο τρένο», σιωπηλός, μονήρης, που ζωγραφίζει πάνω στα χάρτινα τραπεζομάντηλα του καφενέ όλους και όλα όσα συμβαίνουν στο χωριό -νωπογραφίες ολόκληρες. Εκεί κι ο αγροίκος ο Παντζαράς που δεν χάνει την ευκαιρία να σπάει στο ξύλο την οικογένειά του: την Νίτσα, την Παντζάραινα, τη γυναίκα του που πολλά πάρε-δώσε είχε με τον Μουνή αλλά όταν άρχισαν να την κουτσομπολεύουν τα έκοψε, την Ντόστω Γλίνα, την πεθερά του, την ανήμπορη και άπλυτη, που βρωμάει, και τα Παντζαράκια του, το Φροσάκι το κακοσούλουπο και κακάσχημο, που το φωνάζουνε Κωλαθηνά, το όμορφο το μικρό, το Λουκούδι, και τους άχαρους, τους ψηλούς, τους δίδυμους τους πανομοιότυπους, με τα αυτιά τα τεράστια -τον Αργύρη, που τον έχει κουρέψει με την ψιλή για να τους ξεχωρίζει, και τον Νίκο με την αφάνα το μαλλί εξ ου και Αφάνας. Αυτούς που όσο μεγαλώνανε τόσο και πιο πολύ μοιάζανε στον Μουνή και τόσο τα κουτσομπολιά φουντώνανε στο χωριό και τόσο φούντωνε και ο Παντζαράς που, στο τέλος, εκτός εαυτού, έκοψε μια μέρα το αυτί του Αργύρη και τον βάλανε φυλακή. Αφήστε που γκαστρώθηκε η Κωλαθηνά η οποία ποτέ δεν έβγαινε από το σπίτι… -από ποιον; Άγνωστο…
Εκεί ο παπα-Χαράλαμπος με την παπαδιά του, που της τρώει κι αυτή τις σβουριχτές της, και στο καροτσάκι το γιο τον ανάπηρο, τον Κωστή, με πόδια παράλυτα και μυαλό μισερό, που όταν ήταν παιδάκι τον βασάνιζε ο πατέρας του μέχρι να καταλάβουν πως δεν ήταν τεμπέλικο αλλά άρρωστο. Και που οι Παντζαραίοι τον ζητάνε για γαμπρό και τον παντρεύουνε, άρον-άρον, με την Κωλαθηνά -ποια θα τον έπαιρνε το σακάτη;...- για να κουκουλώσουν την εγκυμοσύνη της και η μάνα της, η κυρά-Νίτσα, την πρώτη νύχτα του γάμου, γιατί η κόρη της δεν τα καταφέρνει, καβαλάει στα σκοτεινά τον Κωστή ως Κωλαθηνά δήθεν, για να τον πείσει ότι το παιδί που θα γεννηθεί είναι δικό του. Εκεί και ο Αντώνης ο καφετζής με την Χαϊβάνα, τη γυναίκα του, και το γιο τον οκτάχρονο, τον Χρηστάκη, που ζαχαρώνει το Λουκούδι, τη συμμαθήτριά του, και μαζεύει -κάτι νοιώθει- αυτά τα ζωγραφισμένα τα τραπεζομάντηλα του Μουνή και τα φυλάει.
Εκεί η Μάλαμα με το σύζυγο τον Σιχτάνη και τα ντερέκια τις τρεις κόρες. Που τη μία, την Αθηνά, την όμορφη και ζωηρούλα και καλαμπουρτζού, όταν ο πατέρας της συστήνει στα κορίτσια να μην πιάσει καμιά τους την ανθοδέσμη της νύφης του ύποπτου γάμου που πολλοί από το χωριό τον μποϊκοτάρησαν και εκείνη αντιμιλάει -«όχι, θα την πιάσω»-, της κλείνει το στόμα με ταινία, τη δένει χειροπόδαρα και την κρεμάει σαν σφαχτάρι από το τσιγκέλι που κρεμούν το αρνί το πασχαλιάτικο για να μην πάει στο γάμο. Εκεί και η δασκάλα η Μαρία η Σούσκα που βασανίζει τα όμορφα τα κορίτσια του σχολείου και κρύβει τα χρόνια της.
Εκεί η Πόπη, η κομμώτρια που το κομμωτήριό της είναι το κέντρο του κουτσομπολιού, με τον Μπερδούλια τον άντρα της -άλλος αγριάθρωπος- που πήγε να τον πεθάνει το γιο τους, τον μικρό τον Λαζάρ, όταν τον έπιασε να σπιουνεύει, εντεταλμένος από τη μάνα του, τις γυναίκες κρυμμένος κάτω από το γαμήλιο τραπέζι και ο γάμος σχόλασε νωρίς. Εκεί, στης Πόπης το κομμωτήριο, η κυρά-Νίτσα η Παντζάραινα θα σύρει τον Νίκο της τον Αφάνα -που, μετά το μαχαίρι που σήκωσε ο πατέρας στον αδελφό του και το αυτί που του έκοψε, έχει πέσει στην ψυχοπάθεια και κρύβει τα μαχαίρια στο χώμα και τα αυτιά του με τα χέρια του- να του ισιώσει την αφάνα για να τις κρύψει τις αυτάρες τις πληγιασμένες που τις κοροϊδεύει όλο το χωριό. Και εκεί, όταν η Πόπη τα ισιώσει τα μαλλιά του και τις κρύψει τις αυτάρες και μάνα και γιος φύγουν, η Ανθή η καλαμπουρτζού θα τους πει πως τον έκανε η Πόπη τον Αφάνα σαν την  Κατερίνα τη Γιουλάκη. Και θα πνιγούν, θα ξεραθούν στα γέλια όλες. Έστω και αν της Ανθής το γέλιο θα καταλήξει σε κλάμα σπαρακτικό. Γιατί εκείνο που η Ανθή ήθελε -και δεν θα το καταφέρει- ήταν να φύγει από το χωριό αυτό.
Το χωριό που εικόνα της κοινωνίας μας είναι και που –πολύ…-της μοιάζει: υποκρισία, σκληρότητα, βία, μίσος, κακία, αναισθησία, άντρες σαδιστές… Μία πινακοθήκη τεράτων. Αν δεν είναι αυτό ο φασισμός -ο καθημερινός φασισμός-, τότε τι είναι φασισμός;… Η Λένα Κιτσοπούλου, απαισιόδοξη, απελπισμένη, απεγνωσμένη, ελάχιστες αχτίδες φωτός αφήνει να περάσουν -το Λουκούδι ίσως, ο Χρηστάκης…- στο διήγημά της «Ο Μουνής» (περιλαμβάνεται στη συλλογή της «Μεγάλοι δρόμοι», Εκδόσεις Μεταίχμιο, 2010) όπου προβάλλει ανάγλυφα την κοινωνία αυτή -τη δικιά μας.
Ένα διήγημα που, παρά το ότι κάπως παραπαίει ως προς τον άξονά του -τα ζωγραφισμένα τραπεζομάντηλα και ο Μουνής εγκαταλείπονται στο τέλος και το κέντρο μετατοπίζεται στην Ανθή-, παρά τον υπερβάλλοντα νατουραλισμό του που πολύ αγαπάει η συγγραφέας, έχει μία δύναμη ζωική, μία γλώσσα κρουστή, άμεση, μία ταχύτητα χειμάρου. Και καταγράφει με τόση ενάργεια -σαν τις παράξενες τις ζωγραφιές του Μουνή- τους χαρακτήρες αυτούς στις 59 σελίδες του που σε αφοπλίζει και σε συνεπαίρνει. Ένα διήγημα γραμμένο με μία οργή, με μία επιθετικότητα αναρχικού, που, λίγο να τις ξύσεις όμως, από κάτω κρύβουν μία βαθύτατη, πληγωμένη ευαισθησία. Ένα διήγημα που δεν ξέρω αν θα φανώ ασεβής αλλά εμένα τον αξεπέραστο Δημήτρη Χατζή μου θύμισε. Και ας απέχει παρασάγγας από τον τρόπο εκείνου.
Η παράσταση. Αυτό το διήγημα το έκανε παράσταση θεατρική η νεανική ομάδα «4Frontal». Και το έχει κάνει καλή θεατρική παράσταση. Παράσταση εξαιρετική.
Ο Παντελής Δεντάκης που υπογράφει τη σκηνοθεσία στόχευσε σωστά και πέτυχε διάνα. Η παράστασή του, που ανοίγει με τους πέντε νεαρούς ηθοποιούς να συλλαβίζουν, να πιπιλίζουν, να σφυρίζουν προκλητικά το παρατσούκλι του ήρωα και μπαίνει στο ψαχνό με έναν στεντόρειο, πανηγυρτζίδικο, «λεβέντικο» τσάμικο -το «Ένας αητός καθότανε»- ο οποίος επανέρχεται αντιστικτικά προς τα τεκταινόμενα -ή μάλλον προς αυτά που οι ηθοποιοί αφηγούνται-, μεταφέρει το πνεύμα, το τσαγανό του βιβλίου όχι απλώς με ακρίβεια αλλά σε πλήρη, εντυπωσιακή ταύτιση. Κρατώντας τις λεπτές ισορροπίες, χωρίς καμία στιγμή να χάνει τον έλεγχο και να μπατάρει. Το χοντροκομμένο, το «χωριάτικο», το αθυρόστομο ποτέ δεν εξελίσσεται σε χυδαίο.
Βεβαίως και οι περικοπές που αναγκαστικά έγιναν -το διήγημα είναι αρκετά μεγάλο- μειώνουν κάπως την αποτελεσματικότητα του κειμένου -διαβάζοντάς το διαπίστωσα πως τίποτα δεν μπορείς να κόψεις, τίποτα δεν μπορείς να πετάξεις, τίποτα δεν είναι περιττό- αλλά ο τρόπος που προσεγγίζεται, η επιδεξιότητα με την οποία η αφήγηση γίνεται θέατρο, η εκτέλεση από το σύνολο -ένα βάρβαρο κουιντέτο θα το χαρακτήριζα-, οι καταιγιστικοί ρυθμοί, το απολαυστικό χιούμορ με την πικρή, δηλητηριώδη, τραγική στόφα που σε ανατριχιάζει και σε παγώνει, αποστομώνουν.
Η κίνηση που επιμελήθηκε η καλή Αγγελική Στελλάτου, τα εμπνευσμένα από τα ζωγραφισμένα τραπεζομάντηλα του Μουνή σκηνικά και τα κοστούμια της Γεωργίας Μπούρδα, η μουσική του Κώστα Νικολόπουλου και οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη βοηθούν στο εξαιρετικό αποτέλεσμα.
Οι ερμηνείες. Οι πέντε πολύ νέοι ηθοποιοί, καλά διδαγμένοι, τα δίνουν όλα: υπερασπίζονται την παράσταση από τα σπλάχνα τους. Είναι ο Σταύρος Γιαννουλάδης, ο Θανάσης Ζερίτης, η Ελένη Κουτσιούμπα, η Νεφέλη Μαϊστράλη και η Αριστέα Σταφυλαράκη. Και δεν είναι εύκολο να ταυτιστείς με τέρατα... Μπράβο!
Το συμπέρασμα. Ένα συγκλονιστικό κείμενο σε μία συναρπαστική παράσταση που θα σας καθηλώσει -σίγουρα από τις καλύτερες της χρονιάς. Να πάτε! Μη φοβηθείτε ότι θα σας σοκάρει. Η ζωή γύρω μας, οι άστεγοι στους δρόμους, αυτοί που ψάχνουν στα σκουπίδια σοκάρουν περισσότερο.

«Θέατρο του Νέου Κόσμου» /Κάτω Χώρος, από την ομάδα «4Frontal», 1 Δεκεμβρίου 2013.

No comments:

Post a Comment