December 3, 2013

«Μπόρκμαν» του Μπόγρη






Το έργο. Οι αδελφές Ρεντχάιμ. Δίδυμες. Η Έλα αγάπησε τον Γιον Γκάμπριελ Μπόρκμαν. Κι εκείνος την αγάπησε. Αλλά τελικά παντρεύτηκε την αδελφή της, την Γκούνχιλντ. Θυσίασε την Έλα. Εν ψυχρώ. Για χάρη του φίλου του, του Χίνκελ, που την ήθελε. Γιατί ο Μπόρκμαν ήταν πολύ φιλόδοξος. Και από τον Χίνκελ εξαρτιόταν η καριέρα του. Αναδείχτηκε σε διευθυντή τράπεζας. Αλλά οι φιλοδοξίες του δεν είχαν όριο. Γιος μεταλλωρύχου, έκανε σχέδια παράτολμα να αποκτήσει τον έλεγχο όλων των πηγών ενέργειας του τόπου του. Χρησιμοποίησε, για να φτάσει στο σκοπό του, κάθε μέσο –αυτοπροβολή, πολυτελή, επιδεικτική ζωή, έφτασε κοντά σε θώκο υπουργικό… Τον τρόπο τον έβρισκε στα λεφτά των καταθετών. Έκανε κατάχρηση -εκατομμύρια. Μόλις θα πετύχαινε, σχεδίαζε να τα βάλει στη θέση τους. Λίγες μέρες μένανε. Αλλά τότε ο Χίνκελ που τα ήξερε όλα και που δεν είχε καταφέρει να αποκτήσει την Έλα, θεωρώντας υπεύθυνο γι αυτό τον Μπόρκμαν, τον πρόδωσε. Τα σχέδια ναυάγησαν, η κατάχρηση αποκαλύφθηκε, χρεωκοπία της τράπεζας, θα τον κλείσουν μέσα για πέντε χρόνια.
Η γυναίκα του και ο μικρός γιος του, ο Έρχαρτ –η οικογένειά του-, δεν θα καταστραφούν μόνον οικονομικά. Θα σπιλωθεί το όνομά τους –βρισκόμαστε άλλωστε στον 19ο αιώνα ακόμα, όταν αυτά μετρούσαν περισσότερο από σήμερα… Θα τους σώσει η πληγωμένη Έλα. Η περιουσία της δεν εξανεμίστηκε. Ο Μπόρκμαν το μόνο που δεν είχε αγγίξει ήταν τα δικά της χρήματα στην τράπεζα – η Έλα συνέχιζε να είναι ό,τι πιο ακριβό είχε. Θα τους παραχωρήσει σπίτι να μένουν και θα αναλάβει, καθώς είναι μόνη και ανύπαντρη, να αναθρέψει τον Έρχαρτ.
Έχουν περάσει οκτώ χρόνια από την αποφυλάκιση του Μπόρκμαν. Ο οποίος, όλα αυτά τα χρόνια, ζει απομονωμένος στον δεύτερο όροφο του σπιτιού -η Γκούνχιλντ δεν θέλησε ποτέ να του μιλήσει, να τον συναντήσει καν, τον μισεί. Εκείνος βαυκαλίζεται με το όνειρο ότι θα αποκατασταθεί και θα πραγματοποιήσει τα σχέδιά του. Επισκέπτες του, μόνον ο παλιός, ταπεινός, αφελής μικροϋπάλληλός του, ο Φόλνταλ, που του έχει μείνει πιστός, και η κόρη του Φόλνταλ, η νεαρή Φρίντα, που του παίζει πιάνο.
Ο Έρχαρτ, εικοσάρης πια, έχει φύγει από το σπίτι της θείας του και σπουδάζει. Γύρω του θα παιχτεί το σκληρό παιχνίδι -μία διελκυστίνδα- των δύο αδελφών που η καθεμιά τους τον θέλει υπό την επιρροή της. Η Γκούνχιλντ ονειρεύεται να ανακτήσει όσα έχασε και να δικαιωθεί μέσω του γιου της, η Έλα θέλει να τον πάρει πάλι κοντά της πριν πεθάνει -είναι άρρωστη, οι μέρες της είναι μετρημένες και το ξέρει- και να του δώσει το όνομά της. Ο ΄Ερχαρτ, όμως, θα πετάξει μακριά απ’ αυτόν τον νοσηρό περίγυρο. Έχει συνδεθεί με μία, κατά δέκα χρόνια μεγαλύτερη του, χωρισμένη, «ανοιχτόμυαλη» γειτόνισσα, την Κυρία Βίλτον, η οποία έχει την Φρίντα υπό την προστασία της, και μαζί τους -ένα ακόμη ιψενικό τρίγωνο υπονοείται…- φεύγει στην Ιταλία παρά τις προσπάθειες της μητέρας του να τον κρατήσει. Ο Μπόρκμαν θα πεθάνει κοντά στην Έλα, μακριά από το σπίτι του, μέσα στην παγωμένη νύχτα –ένας θάνατος που σα να τον έχει προκαλέσει ο ίδιος. Μόνον τότε οι δύο αδελφές -σκιές πια, χωρίς ελπίδα, ζωντανές νεκρές, όπως ζωντανός νεκρός ήταν από πριν ο ήδη και κλινικά νεκρός Μπόρκμαν- θα βάλουν κατά μέρος το μίσος και πάνω από το νεκρό κορμί του θα δώσουν τα χέρια: δεν έχουν πια να περιμένουν τίποτα.
Έργο-ογκόλιθος, καλοχτισμένο, δομημένο με τον τρόπο που μόνον ο νορβηγός συγγραφέας ήξερε να δομεί, αυστηρό, περίτεχνο στην απλότητά του, σαν γοτθικός ναός, ο «Γιον Γκάμπριελ Μπόρκμαν» (1896), έργο της ωριμότητας του Χένρικ Ίψεν -το προτελευταίο του-, μοιάζει αυτοκριτική του -σαν να ταυτίζεται ο Ίψεν με τον ήρωά του συνεχίζοντας την προβληματική του «Αρχιμάστορα Σόλνες». Στη νατουραλίστικη γραμμή των προηγούμενων έργων του και με κοινωνικές αναφορές, σιγά-σιγά, όπως και ο «Σόλνες», απογειώνεται προς τον συμβολισμό.
Η παράσταση. Ο Σταμάτης Φασουλής, ικανός εμψυχωτής/σκηνοθέτης στο μουσικό θέατρο και στην κωμωδία, φιλοδοξούσε πάντα και συνεχίζει να φιλοδοξεί να σκηνοθετήσει και «σοβαρότερο» θέατρο -Τσέχοφ, Πίντερ, Ίψεν… Κάτι σαν απωθημένο δικαίωσης. Δεν νομίζω πως του ταιριάζει το είδος. Επιπλέον, όμως, η επιθυμία του αυτή συγκρούεται με το σύνδρομο Ανδρέα Βουτσινά από το οποίο επίσης πάσχει: μία εμμονή να ευτελίζει το δραματικό κείμενο με χαριτωμενιές και κωμικά στοιχεία παίζοντας εν ου παικτοίς. Μήπως, προφανώς, και η πολλή «σοβαρότητα» του «σοβαρού» έργου κουράσει το λεγόμενο «ευρύ» κοινό που θα πάει να δει Φασουλή και η παράσταση δεν κόψει εισιτήρια… Αλλά πώς να συνδυαστούν αυτά; Άλλο το αγγλικής κοπής και σχολής σκηνικό χιούμορ, άλλο το ζουμερό λαϊκό της ελληνικής ηθογραφίας.
Την ίδια γραμμή έχει ακολουθήσει και στη σκηνοθεσία του «Μπόρκμαν», όπως τιτλοφορήθηκε επί το απλούστερον το έργο στα ελληνικά. Και η γραμμή αυτή, το νήμα αυτό πιάνεται από την αρχή. Από την «απόδοση», δηλαδή, του έργου, που υπογράφει ο ίδιος: σωστά ελληνικά αλλά που παραπέμπουν σε Μπόγρη, αν όχι σε Τσιφόρο -«κορίτσι πράμα», «μου τον ξεμυάλισες»… Πάνω στο κείμενο αυτό ο Σταμάτης Φασουλής έστησε μία παράσταση άνευρη και συμβατική, χωρίς καμία άποψη πέρα από την προσπάθειά του να ελαφρύνει το έργο. Αλλά χωρίς ούτε και στην προσπάθεια αυτή να υπάρχει συνέπεια. Η καμαριέρα Μαλένα που δίνεται σαν εξυπνακίστικο δουλάκι ελληνικής κωμωδίας, η Φρίντα που διδάχτηκε σαν χαζοπιπίνι και η Κυρία Βίλτον που θυμίζει την Εύα από το «Φιντανάκι» του Παντελή Χορν, με έμφαση μάλιστα παιγμένες, ασφυκτιούν, καταπλακώνονται από τον «Μακάβριο χορό» του Σεν-Σανς που έχει επιλεγεί ως σοβαροφανές λάιτ μοτίφ της παράστασης και συγκρούονται με το ολίγον από «Πολίτη Κέιν» φινάλε. Το αποτέλεσμα μου άφησε την εντύπωση ελληνικής τηλεοπτικής δραματικής σειράς με ένθετα καλαμπούρια.
Ταιριαστά με την ατμόσφαιρα του έργου αλλά όχι με τη σκηνοθετική γραμμή, τα, φωτισμένα σωστά από τον Λευτέρη Παυλόπουλο, σκηνικά της Εύας Μανιδάκη. Δεν είδα, βέβαια, καμία ουσιαστική διαφοροποίηση για την τελευταία σκηνή. Ευπρεπή και τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη, μου φάνηκε, όμως, αφελής η ιδέα οι νέοι του έργου _ Έρχαρτ, Φρίντα, Κυρία Βίλτον… _ να είναι σύγχρονα ντυμένοι. Έτσι θα αντιληφθεί ο θεατής πως το έργο αφορά την εποχή μας;
Οι ερμηνείες. Βρήκα ανώριμο και αδύναμο τον Γιάννη Καπελέρη. Η Αμαλία Νίνου, η Νάνα Παπαδάκη και η Ελευθερία Μπενοβία κάνουν σωστά αυτό που τους ζήτησε η σκηνοθεσία. Η καλή Σμαράγδα Σμυρναίου μοιάζει να προσπαθεί να αποφύγει το γενικό ύφος. Η Πέμη Ζούνη είναι μία πολύ καλή ηθοποιός. Αλλά με μικρό «ειδικό βάρος». Πιστεύω πως δεν κάνει για ιψενικό ρόλο, ακόμα και στη σκηνοθεσία αυτή. Είναι άψογη αλλά παίζει Νόελ Κάουαρντ, παίζει Τέρενς Ράτιγκαν, παίζει Τερζάκη, ίσως, όχι Ίψεν όμως. Ο Γιώργος Ζιόβας, αν και διδαγμένος να παίξει τον Φόλνταλ γραφικά, δίνει την πιο ισορροπημένη, ίσως, ερμηνεία της παράστασης.
Ο Γιώργος Κιμούλης, μετά από το καλοκαιρινό ιντερμέδιο της Μήδειας οπότε και βγήκε από τον εαυτό του, ξαναγυρίζει, δυστυχώς, στα χωρικά του ύδατα φορώντας μία μάλλον ατυχή λευκή περούκα: μανιερισμοί, το «μάτι του τρελού», τραυλίσματα, ψάξιμο της λέξης, γελάκια στον αέρα, μεταπτώσεις, «κορόνες», τικ δήθεν φυσικού παιξίματος, μούτες, μορφασμοί, «υπερεκφραστικά» χέρια, θεατρινισμοί εύκολοι… Τι κρίμα… Επιπλέον, συμφωνώντας απόλυτα προφανώς με τη σκηνοθεσία, συμπλέει: εκμεταλλευόμενος όσες ατάκες τού δίνουν το ελάχιστο περιθώριο, τις ρίχνει, κωμικώ τω τρόπω, εκμαιεύοντας το γέλιο. Μόνο στην τελευταία σκηνή ένοιωσα να υπάρχει κάποια αλήθεια στην ερμηνεία του.
Το συμπέρασμα. Μία παράσταση ευπρεπής που θυμίζει όμως ελληνικό σίριαλ και όχι Ίψεν.

Θέατρο «Δημήτρης Χορν», 27 Νοεμβρίου 2013.

No comments:

Post a Comment