June 30, 2013

Μέγας Αλέξανδρος: απ’ την Ροξάνη και την Λιζάουρα ποια να διαλέξει;


Το έργο. Ο (Μέγας) Αλέξανδρος έχει φτάσει στην Ινδία μετά από τη νικηφόρα, επική εκστρατεία του στην Ασία. Καιρός για… έρωτες. Εκείνο που τον απασχολεί είναι δυο γυναίκες: η Ροξάνη, περσίδα πριγκίπισσα, αιχμάλωτή του, και η Λιζάουρα, μια πριγκίπισσα από την Σκυθία. Θέλει και τις δύο, και οι δύο τον θέλουν, αλλά δεν αποφασίζει σε ποια θα κατασταλάξει. Αλλά και ο πιστός υποστηρικτής του Ταξίλης, ο βασιλιάς των Ινδιών, ο οποίος χρωστάει στον Αλέξανδρο ζωή και θρόνο, είναι ερωτευμένος με την Λιζάουρα. Η οποία, προς το παρόν, τον αποκρούει. Η αντιπαλότητα των δύο γυναικών και η αναποφασιστικότητα του Αλέξανδρου _ απ’ την Ροξάνη και την Λιζάουρα ποια να διαλέξει;…_ κυριαρχούν στο έργο.
Παράλληλα, όμως, ο στρατηλάτης μακεδόνας βασιλιάς, τρελαμένος από τη ματαιοδοξία έως και μεγαλομανία ανακηρύσσει εαυτόν Υιό του Διός. Ο μόνος από το περιβάλλον του που τολμάει να υψώσει φωνή αντίθεσης στην κίνηση αυτή είναι ο φίλος του ο στρατηγός Κλείτος. Αλλά και ο στρατηγός Λεονάτος οργανώνει με τους φίλους του, καθώς δεν μπορούν πια να ανεχτούν την αλαζονεία του Αλέξανδρου, μία απόπειρα εναντίον του. Η απόπειρα θα αποτύχει, ο Αλέξανδρος θα φυλακίσει, με δεσμοφύλακα τον Κλέωνα ο οποίος συγκαταλέγεται στους κόλακές του, τον Κλείτο αλλά ο Λεονάτος και οι δικοί του τον απελευθερώνουν φυλακίζοντας τον Κλέωνα _ που, επίσης, τελικά, ελευθερώνεται _ και ετοιμάζονται πια για ένοπλη σύγκρουση με τον Αλέξανδρο. Η επέμβαση του Ταξίλη με τα στρατεύματά του οδηγεί τη συνωμοσία σε κατάρρευση. Ο Αλέξανδρος, πάντως, μεγαλόψυχα παρέχει χάρη και _ επιτέλους! _ αποφασίζει: η Ροξάνη θα μείνει κοντά του ενώ η Λιζάουρα κατοχυρώνεται στον ερωτευμένο Ταξίλη. Τέλος καλό, όλα καλά. Το μπαρόκ θριαμβεύει!
Ο «Αλέξανδρος» (1726), «σοβαρή όπερα» του Τζορτζ Φρίντερικ Χέντελ δεν καταχωρείται στα πρώτης γραμμής έργα του αλλά, έτσι κι αλλιώς, έχει την αξία μιας όπερας του Χέντελ. Το _ ιταλικό _ λιμπρέτο του Πάολο Αντόνιο Ρόλι, το οποίο ακομπλεξάριστα, όπως συχνότατα συνέβαινε την εποχή εκείνη, αντλεί από άλλο, πρόσφατο λιμπρέτο, έχει όλα τα χαρακτηριστικά του μπαρόκ _ πώς εκείνο έβλεπε την αρχαιότητα και την προσάρμοζε στα ήθη του _, όλες τις υπερβολές και τις απιθανότητές του που καθιστούν την όπερα αυτή σήμερα, τελικά, κωμική: ο Αλέξανδρος των Ρόλι και Χέντελ δεν είναι καθόλου Μέγας… Και η σχέση του με την ιστορία, αμυδρή.
Η παράσταση. Αυτό το είδε καθαρά η αμερικανίδα χορογράφος Λουσίντα Τσάιλντς που έχει αναλάβει, εκτός από τη χορογραφία, και τη σκηνοθεσία. Και το εκμεταλλεύτηκε δεόντως. Με εξαιρετικό τρόπο. Λεπτό και καλαίσθητο. Στήνοντας με χιούμορ που ποτέ δεν γλιστράει στο γκροτέσκο και στη χοντροκοπιά αλλά και με γνώση μία παράσταση που μάλλον ειρωνική θα μπορούσα να τη χαρακτηρίσω παρά παρωδία. Μία παράσταση πολύπλοκη που δεν επιδεικνύει, όμως, την πολυπλοκότητά της.
Η ιδέα της να τοποθετήσει στα κινηματογραφικά πλατό της δεκαετίας του ’30 την όπερα του Χέντελ, ως ταινία που γυρίζεται στην μπαρόκ _ με τα μέτρα του τότε Χόλιγουντ _ μορφή της αλλά τα γυρίσματα διακόπτονται και η πλοκή συνεχίζεται, κυρίως, στο παρασκήνιο ως σύγκρουση ενός ερωτικού τριγώνου _ που και είναι στην πραγματικότητα _, έδωσε περιεχόμενο και ζωντάνια στο βαρετό, ξεπερασμένο κείμενο και στις σχοινοτενείς άριες μπραβούρας. Οι ελευθερίες που πήρε η Λουσίντα Τσάιλντς αγγίζουν συχνά την  αυθαιρεσία αλλά το αποτέλεσμα τη δικαιώνει καθώς καταφέρνει _ και με τις ευφυείς χορογραφίες της, από κλακέτες μέχρι βαλς! _ να κρατήσει το μέτρο και να μην της ξεφύγει ο έλεγχος.
Παράλληλα ο συνδυασμός των διαφορετικών εποχών _ αρχαιότητα του μύθου, μπαρόκ του έργου και Χόλιγουντ του ’30 της σκηνοθεσίας _ αποδεικνύεται ερεθιστικός. Και αφορμή για το σκηνογράφο – ενδυματολόγο Πάρι Μέξη να οργιάσει. Στα εξαίρετα, λειτουργικά σκηνικά του και στα έξοχα κοστούμια του, όπου επιδέξια συνδυάζει σε άψογη ισορροπία την αρ ντεκό με το μπαρόκ και τα ανατολικίζοντα στοιχεία _ υποδειγματική δουλειά! _, η παράσταση πολλά χρωστάει. Πολύτιμη η συνεργασία του Μπρούνο Μπένε στη διδασκαλία της μπαρόκ χορογραφίας και του Γιώργου Τέλλου στους φωτισμούς.
Μεγάλο μερίδιο της επιτυχίας οφείλεται, βέβαια, στο μουσικό σκέλος: στην Καμεράτα – Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής που έπαιξε άψογα _ με ελάχιστα ολισθήματα _ σε όργανα εποχής και στον Γιώργο Πέτρου που, εξελισσόμενος κατακόρυφα, τη διηύθυνε υποδειγματικά κατέχοντας το ύφος και ισορροπώντας τις φωνές. 
Οι ερμηνείες. Η παράσταση έχει την ευτυχία να ερμηνεύεται από μία θαυμάσια _ και καλοδιαλεγμένη _ στο σύνολό της διανομή. Ο κροάτης κόντρα-τενόρος Μαξ Εμάνουελ Τσέντσιτς / Αλέξανδρος, η φυσικότατη στη σκηνή σλοβάκα σοπράνο Αντριάνα Κουτσέροβα / Λιζάουρα, ο καταλανός κόντρα-τενόρος Σαβιέρ Σαβάτα / Ταξίλης _ έξοχος στην πρώτη σκηνή του _, ο ρώσος μπάσος Πάβελ Κουντίνοφ / Κλείτος, ο ισπανός τενόρος Χουάν Σάντσο / Λεονάτος και ο δικός μας κόντρα-τενόρος Νίκος Σπανός / Κλέων διαθέτουν όλοι εξαίρετες φωνές και οι περισσότεροι _ ο Νίκος Σπανός είναι αμήχανος στη σκηνή _ ικανοποιητικές υποκριτικές ικανότητες. Αλλά θα ξεχωρίσω τη γαλλίδα μέτζο Μπλαντίν Στασκιεβίτς: η Ροξάνη της είναι καρπός αρμονικής συνύπαρξης μιας ωραίας εμφάνισης, μιας σπουδαίας φωνής, γνώσης του ύφους, εξαίρετης υποκριτικής και πολύ καλής κίνησης. 
Το συμπέρασμα. Έστω κι αν πλήττετε με το μπαρόκ,  την παράσταση αυτή αξίζει να τη δείτε. Θα σας ικανοποιήσει απόλυτα.

Μέγαρο Μουσικής Αθηνών / Αίθουσα «Αλεξάνδρα Τριάντη», Φεστιβάλ Αθηνών, 28 Ιουνίου 2013.

No comments:

Post a Comment