June 11, 2013

Ιπτάμενος Ολανδός κατέπεσε και συνετρίβη


Το έργο. Ο Ολανδός είναι ο καπετάνιος ενός πλοίου – φαντάσματος με πλήρωμα - φάντασμα. Κάποτε, στη διάρκεια μιας θύελλας, ορκίστηκε στο διάβολο πως θα πετύχαινε να διαπλεύσει ένα ακρωτήριο ακόμα κι αν στο μέλλον υποχρεωνόταν να ταξιδεύει συνέχεια. Ο διάβολος τον τιμώρησε για την αλαζονεία του καταδικάζοντάς τον να περιπλανιέται στις θάλασσες μέχρι την Δευτέρα Παρουσία και μόνο κάθε επτά χρόνια να πατάει το πόδι του στεριά, με την αίρεση να λυτρωθεί από την κατάρα αν βρει μια γυναίκα που να του ορκιστεί αιώνια πίστη.
Όταν κάποια στιγμή ποντίζει στα παράλια της Νορβηγίας και ακούει από τον Ντάλαντ, έναν άλλο καπετάνιο που συναντά, πως αυτός έχει μια ανύπαντρη κόρη την οποία παινεύει, τη ζητάει από τον πατέρα της σε γάμο γλυκαίνοντάς τον με θυσαυρούς. Η κόρη, η ρομαντική Ζέντα, που γνώριζε την ιστορία του καταραμένου ναυτικού και ήθελε εκείνη να είναι που θα τον λυτρώσει, ήταν σα να τον περίμενε. Μαγεύονται ο ένας με τον άλλο όταν συναντιούνται κι εκείνη του ορκίζεται αιώνια πίστη.
Με την Ζέντα όμως είναι ερωτευμένος ο Έρικ, ένας κυνηγός που εκείνη στο παρελθόν τον αγαπούσε και του είχε ορκιστεί πίστη. Ο Έρικ, όταν μαθαίνει για την καινούργια της αγάπη, την κατηγορεί. Ακούγοντας τα λόγια του ο Ολλανδός, χωρίς να ζητήσει εξηγήσεις, φεύγει, αφού αποκαλύπτει την ταυτότητά του. Η Ζέντα για να του αποδείξει πως την εννούσε την αιώνια πίστη πέφτει στη θάλασσα και χάνεται. Ο Ολανδός λυτρώνεται από την κατάρα.
Για το ποιητικό κείμενο του «Ιπτάμενου Ολανδού» του (1843), που το συνέθεσε ο ίδιος, ο Ρίχαρντ Βάγκνερ άντλησε από μία σατιρική νουβέλα του Χάινε, βασισμένη σ’ ένα θρύλο, χωρίς καθόλου να υιοθετήσει το σατιρικό της ύφος. Με όργανο το κείμενο αυτό _ που ηχεί σήμερα παλιό και κάπως ρομαντικά στομφώδες αλλά πόρρω απέχει από τα φτηνά λιμπρέτα της εποχής του, ο Βάγνερ κάνει το πρώτο του βήμα προς το μουσικό δράμα που οραματιζόταν, για πρώτη φορά χρησιμοποιώντας τα λάιτμοτίφ. Το αποτέλεσμα: μία όπερα που συγκαταλέγεται στις σημαντικές του ρεπερτορίου.

Η παράσταση. Ο Γιάννης Κόκκος ανέβασε, τονίζοντας τα μεταφυσικά στοιχεία του έργου με αργές, τελετουργικές κινήσεις, μία συμβατική, ανέμπνευστη κατά τη γνώμη μου παράσταση. Που στριμώχτηκε μέσα στα καλόγουστα αλλά ογκώδη και ακατάλληλα για την, ούτως ή άλλως, ακατάλληλη σκηνή-πασαρέλα του Ηρωδείου η οποία δυσκόλεψε και τους φωτισμούς του Μίχαελ Μπάουερ. Τα βίντεο του Ερίκ Ντιραντό, όταν δεν εξαφανίζονται στον -επίσης- ακατάλληλο για βιντεοπροβολές τοίχο του Ωδείου, έχουν ενδιαφέρον. Ενδιαφέροντα αλλά όχι καρπός εμπνευσμένης στιγμής και τα κοστούμια που υπογράφει επίσης ο Γιάννης Κόκκος. Από την παράστασή του κρατώ μόνο το εύρημα -αν και πολυχρησιμοποιημένο- της λευκοντυμένης κοπελίτσας με το καραβάκι με τα κόκκινα πανιά και τα βροντώδη, στο ρυθμό της μουσικής, χοροπηδητά των ναυτών στο μεγάλο χορωδιακό της τρίτης πράξης _ έχουν μια δυνατή, αρσενική ενέργεια.
Σε πολύ κακή στιγμή βρέθηκε η Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής υπό τον Λουκά Καρυτινό. Από την εισαγωγή με τα δραματικά ολισθήματα των πνευστών -των κυρίως υπεύθυνων για το απαράδεκτο μουσικό αποτέλεσμα- μέχρι το τέλος. Εκείνη, αντιθέτως, που βρήκα εξαιρετική, αν και κάπως δύσκαμπτη κινησιολογικά, ήταν η Χορωδία της ΕΛΣ. Γερά δεμένη από το διευθυντή της Αγαθάγγελο Γεωργακάτο έχει εξαιρετικές στιγμές ειδικά στα χορωδιακά των ανδρών.

Οι ερμηνείες. Η παράσταση έχει ατυχήσει και από πλευράς διανομής. Ο Γερμανός μπασοβαρύτονος Τόμας Γκατσέλι που είδα στο ρόλο του Ολανδού διαθέτει το κατάλληλο παράστημα και ένα πολύ καλής ποιότητας φωνητικό μέταλλο. Τραγουδάει, όμως, με ένα σώμα σφιγμένο, σχεδόν αγκυλωμένο ενώ η φωνή του με τον τρόπο που βγαίνει παραμορφώνει το πρόσωπό του. Μου άφηνε διαρκώς την αίσθηση πως έπασχε από σοβαρό κωλικό του εντέρου. Ο Βρετανός Ίαν Στόρεϊ (Έρικ) είναι ίσως κατάλληλότατος για λίντερ όχι όμως για Βάγκνερ. Η φωνή του, στον ανοιχτό τουλάχιστον χώρο, εξαφανίζεται ενώ η υποκριτική του περιορίζεται στα στοιχειώδη. Όπως και του αμερικανού μπάσου Γκρέγκορι Φρανκ (Ντάλαντ) που επίσης δεν βρήκα να διαθέτει κάποια εντυπωσιακή φωνή. Ακατάλληλος φωνητικά για Βάγκνερ και υποκριτικά, ως συνήθως, αμήχανος, ο Αντώνης Κορωναίος (Τιμονιέρης του Ντάλαντ). Ξεχώρισα την Μαίρη της ρωσίδας μέτζο Ελισάβετ Κλονόβσκαγια η οποία, όμως, περιορίστηκε, με τα μόνιμα δεμένα χάρια, σε μία τυποποιημένη _ πολύ νεότερη της Ζέντα… _ παραμάνα.
Το μεγάλο αγκάθι της παράστασης, μαζί με την ορχήστρα, η Ζέντα της αμερικανίδας σοπράνο Ζαν – Μισέλ Σαρμπονέ. Απέχουσα από το χαρακτηρισμό του λιμπρέτου _ στη μετάφραση της Τζένης Μαστοράκη _ «το γυναικείο φύλο δεν κοσμεί;» τον οποίο κάνει ο Ντάλαντ για την κόρη του, κακομακιγιαρισμένη, σε ηλικία πόρρω απέχουσα από της Σέντα, τραγούδησε σκληρά, ζορισμένα, με βιμπράτο, κάποιες στιγμές εκτός τόνου και με υποκριτική αδιάφορη που δεν μπορούσε να καλύψει τα φωνητικά της ελαττώματα.
Το συμπέρασμα. Μια άτυχη, κατά τη γνώμη μου, στιγμή της Λυρικής.

Ωδείο Ηρώδου Αττικού, Εθνική Λυρική Σκηνή, Φεστιβάλ Αθηνών, 9 Ιουνίου 2013.

No comments:

Post a Comment