March 5, 2013

Μόνο αίμα, μόνο στάχτη…




Το έργο. Ο νέος που εμφανίζεται από το πουθενά, χωρίς να γνωρίζει τίποτα για τον εαυτό του ούτε καν το όνομά του εκτός από το όνομα της μητέρας του, στο φανταστικό κάστρο του Μονσαλβάτ, κάπου στην Ισπανία του Μεσαίωνα, όπου εδρεύει η αδελφότητα του Γκράαλ, των ιπποτών που περιβάλλουν τον βασιλιά Τιτουρέλ στον οποίο έχει ανατεθεί η φύλαξη του Άγιου Δισκοπότηρου _ του Γκράαλ, του κύπελου από το οποίο ο Ιησούς είχε πιει στον Μυστικό Δείπνο _ και της Ιερής Λόγχης _ της λόγχης με την οποία ένας Ρωμαίος στρατιώτης είχε λογχίσει την πλευρά του Εσταυρωμένου _ , θα αποδειχθεί, τελικά, πως είναι ο «ανόητος και αγνός» νέος που περιμένουν, σύμφωνα με μια προφητεία, να τους λυτρώσει.
Το Γκράαλ στενάζει: ο Αμφόρτας, ο γιος του Τιτουρέλ, στον οποίο ο πατέρας του είχε αναθέσει τη φύλαξη των ιερών κειμηλίων ξεκίνησε να νικήσει τον Κλίνγκσορ _ ένας από τους ιππότες του Γκράαλ που κρίθηκε ανάξιος, αποπέμφθηκε και ενσαρκώνει το πνεύμα του κακού _ αλλά στο μαγικό κάστρο του αποπλανήθηκε από μια γυναίκα και ο Κλίνγκσορ τού άρπαξε την Ιερή Λόγχη πληγώνοντάς τον μ’ αυτή στο πλευρό _ μια πληγή ανίατη που αιμάσσει και τον βασανίζει, όσα βάλσαμα και να του φέρει η Κούντρι, μια μυστηριώδης γυναίκα χωρίς ηλικία, αγγελιαφόρος στο Γκράαλ, που, αφότου γέλασε με τον Χριστό πάνω στον Σταυρό, σέρνει μια κατάρα ανά τους αιώνες. 
Ο νέος θα παραστεί στην τελετή αποκάλυψης του Γκράαλ. Θα μείνει κατάπληκτος αλλά δείχνει να μην έχει καταλάβει τίποτα. Ο Γκούρνεμαντς, ο αρχαιότερος των ιπποτών, που τον είχε υποδεχτεί, απογοητευμένος, τον διώχνει.
Στη δεύτερη πράξη, όμως, ο ανώνυμος νέος θα βρεθεί στο κάστρο του Κλίνγκσορ. Η Κούντρι, όργανο του μάγου, μεταμορφωμένη σε όμορφη νέα, από την οποία θα μάθει και το όνομά του _ Πάρσιφαλ _, θα προσπαθήσει να τον αποπλανήσει όπως έκανε και με τον Αμφόρτας. Ο Πάρσιφαλ της δίνει ένα φιλί μα αισθάνεται ένα πόνο δεξιά στο στήθος και θυμάται το βάσανο του Αμφόρτας. Αποκρούει την ερωτική πρόσκληση / πρόκληση της Κούντρι κι ενώ εκείνη τον καταριέται να μην μπορέσει να ξαναγυρίσει στο Γκράαλ, ο Πάρσιφαλ αποσπά την Ιερή Λόγχη από τον Κλίνγσορ που εξαφανίζεται μαζί με το κάστρο του.
Στη τρίτη πράξη έχουν περάσει πολλά χρόνια από την προηγούμενη. Η κατάρα έχει αρθεί και ο Πάρσιφαλ, εξουθενωμένος μετά από πολλές περιπέτειες, σαν άλλος Οδυσσέας, φτάνει με την Ιερή Λόγχη στο Γκράαλ ανήμερα Μεγάλη Παρασκευή, τη μέρα που ο Τιτουρέλ έχει πεθάνει. Η Κούντρι, ως άλλη Μαρία Μαγδαληνή, του πλένει τα πόδια, εκείνος τη βαφτίζει χριστιανή ενώ ο γέροντας πια Γκούρνεμαντς μυρώνει τον Πάρσιφαλ και τον χρίει βασιλιά του Γκράαλ. Στο ξόδι του Τιτουρέλ ο Πάρσιφαλ θα αγγίξει με την Λόγχη την πληγή του Αμφόρτας που ζητάει να τον σκοτώσουν για να τελειώσει το βάσανό του και θα τη θεραπεύσει. Και θα αποκαλύψει το κρυμμένο για χρόνια Δισκοπότηρο. Η Κούντρι, λυτρωμένη από την κατάρα, αφήνει την τελευταία της πνοή. 

Ο «Πάρσιφαλ» (1882), το κύκνειο άσμα του Ρίχαρντ Βάγνερ _ που έχει αντλήσει από το γραμμένο τον 13ο αιώνα επικό ποίημα του Βόλφραμ φον Έσενμπαχ «Πάρτσιφαλ» και το ποίημα του Κρετιέν ντε Τρουά «Πάρσιφαλ ή Το Έπος του Γκράαλ» και είναι επηρεασμένος από τις θεωρίες του Σοπενχάουερ _ και, ουσιαστικά, η πνευματική διαθήκη του, πέρα από το βαθύτατα θρησκευτικό του θέμα _ το λιμπρέτο δεν είναι παρά μία χριστιανική παραβολή _ που προσωπικά με αφήνει αδιάφορο, είναι ένα κορυφαίο πνευματικό έργο και, ανεπιφύλακτα, ένα αριστούργημα της μουσικής.
Η παράσταση. Ο σκηνοθέτης Φρανσουά Ζιράρ (γνωστός μας από τον κινηματογράφο και τις ταινίες _ μεταξύ άλλων _ «Το κόκκινο βιολί», «Μετάξι», «Τριάντα δύο ταινίες μικρού μήκους για τον Γκλεν Γκουλντ») έσκυψε πάνω από το αριστούργημα αυτό με σεβασμό. Και οργάνωσε στην Μετροπόλιταν Όπερα της Νέας Υόρκης, απ’ όπου την είδαμε σε απευθείας μετάδοση, μία παράσταση που παρά τα σύγχρονα κοστούμια της υπηρετεί και αναδεικνύει το πνεύμα του έργου και την πνευματικότητά του.
Απόλυτα στιλιζαρισμένη η πρώτη πράξη, «ασπρόμαυρη» με λίγο κόκκινο, αποκλειστικά «καθιστή» στην αρχή, με κίνηση αργή και ελάχιστη στη συνέχεια, σε ένα τοπίο στεγνό, έχει τη μορφή επιβλητικής και υποβλητικής τελετουργίας _ ορατοριακή σχεδόν _, όπως της αρμόζει. Με μνήμες εξπρεσιονισμού η «κόκκινη», βουτηγμένη στο αίμα που σιγά – σιγά ποτίζει τα κατάλευκα κοστούμια και τα κατάλευκα σεντόνια η δεύτερη _ στην οποία βρήκα κάποιες αδυναμίες _ ενώ η τρίτη, της Μεγάλης Παρασκευής, «γκρίζα», σε ένα τοπίο στάχτης, υπηρετεί περισσότερο το συμβολισμό του έργου. Και όμως, παρά το διαφορετικό τους ύφος, οι τρεις πράξεις, σχεδόν χορογραφημένες _ αλλά με διακριτικότητα _ δένουν σε ένα παραστασιακό σώμα έξοχο που ρέει αργά ακολουθώντας τους συγκλονιστικούς όγκους της βαγκνερικής μουσικής. Εμένα προσωπικά με καθήλωσε παρά την σχεδόν εξάωρη _ συμπεριλαμβανομένων, πάντως, δύο περίπου σαρανταπεντάλεπτων διαλειμμάτων _ διάρκειά της.
Ο σκηνοθέτης στηρίχτηκε κυρίως στα εκπληκτικά σκηνικά ενός οραματιστή σκηνογράφου, του Μάικλ Λαβίν _ πλάνα «ξεκολλημένα» από κλασικούς πίνακες _, στα μαγικά βίντεο _ αυτοί οι συγκλονιστικοί ουρανοί… _ του Πίτερ Φλάερτι, στους μοναδικούς φωτισμούς του Ντέιβιντ Φιν αλλά και στα κοστούμια του Τιμπό Φανκράενενμπρουκ και στις χορογραφίες της Καρολάιν Τσόα.
Ο Ντανιέλε Γκάτι διηύθυνε την Ορχήστρα και τη σπουδαία χορωδία της Μετροπόλιταν με τρόπο στιβαρό αλλά και μετρημένο ώστε να αρθούν στο ύψος των περιστάσεων.
(Στα συν της μετάδοσης να προσθέσω την εξαιρετική βιντεοσκόπηση _ που άγγιζε την κινηματογράφηση).
Οι ερμηνείες. Η παράσταση ευτυχεί και στη διανομή της. Οι πέντε κύριοι ρόλοι _ αλλά και όλοι οι δευτερεύοντες _ υπηρετούνται από καλλιτέχνες που και θαυμάσιες φωνές, βαγκνερικού μεγέθους διαθέτουν αλλά και ικανοί ερμηνευτές αποδεικνύονται μέσα από τον τρόπο που οδηγήθηκαν από το σκηνοθέτη: τον μπασοβαρύτονο Γιεβγκένιι Νικίτιν (Κλίνγκσορ) _ ίσως ο υποκριτικά πιο αδύναμος _, τη σοπράνο Καταρίνα Νταλάιμαν (Κούντρι), αν και κάπως ώριμη για την πανέμορφη νέα που απαιτεί η δεύτερη πράξη, το βαρύτονο Πιέτερ Ματέι, έξοχο Αμφόρτας, ρόλο ιδιαίτερα δύσκολο υποκριτικά, τον σπουδαίο τενόρο Γιόνας Κάουφμαν στον επώνυμο ρόλο, έστω κι αν η φωνή του χρειάζεται να μεγαλώσει κι άλλο για βαγκνερικούς ρόλους. Κορυφαίος, ο επιβλητικός Γκούρνεμαντς του μπάσου Ρενέ Πάπε: τραγούδι και ερμηνεία εμβληματικά.
Το συμπέρασμα. Μετά τον τσαϊκοφσκικό «Ονιέγκιν» του Ντμίτρι Τσερνιάκοφ και της Όπερας «Μπαλσόι», που μας παρουσίασε το Φεστιβάλ Αθηνών στο Μέγαρο το καλοκαίρι του 2011, είναι η σημαντικότερη παράσταση όπερας που έχω δει _ έστω και δεν την είδα ζωντανά. Θα έπρεπε να επαναπροβληθεί. Αν κυκλοφορήσει σε dvd μην το χάσετε!

Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, 2 Μαρτίου 2013.

No comments:

Post a Comment