June 23, 2012

«Αγγέλα»: έργο εντυπωσιακά ανθεκτικό, παράσταση παραφορτωμένη


Το έργο. Ένα έργο «ξεπερασμένο»: η «Αγγέλα» του Γιώργου Σεβαστίκογλου. Ένα έργο της εποχής του (1958). Με τη γλώσσα της, με την κοινωνική της διαστρωμάτωση, με τα εμφυλιοπολεμικά της απόνερα… Ένα έργο μαρξιστικό. Αθώα μαρξιστικό. Ένα έργο ρεαλιστικό _ που δεν ασπάζεται πάντως τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό έστω κι αν πρεμιέρα έκανε στην Σοβιετική Ένωση, όπου ο συγγραφέας ήταν αυτοεξόριστος, τη δεκαετία του ’50.  Κι όμως ένα έργο που χρόνο με το χρόνο, ανέβασμα με το ανέβασμα _ επιτυχημένο ή όχι _, αποδεικνύει ότι η ψυχή του σπαρταράει κάτω από το παλαιϊκό του ένδυμα. Γιατί το έργο του Σεβαστίκογλου έχει την ποιήση και την αλήθεια _ τη δική του αλήθεια _ βαθιά μέσα του.
Ο Σεβαστίκογλου ήταν ποιητής. Και παράλληλα ήταν άνθρωπος ζυμωμένος με το θέατρο _ το ήξερε από μέσα, σε όλες τις εκφάνσεις του. Ήξερε να γράψει ένα έργο θεατρικό. Και το έργο αυτό είναι έργο ωριμότητας. Ένα έργο που έχει την αύρα του Λόρκα και την πατίνα του νεορεαλισμού αλλά ο συγγραφέας του το έχει χειριστεί έτσι που ενώ θα μπορούσε σήμερα να εισπράττεται ως μελόδραμα παραμένει στο ρεπερτόριο και αγγίζει το θεατή ως λαϊκή τραγωδία.
Η Αγγέλα, κοριτσάκι ακόμα, φτάνει από το χωριό της στην Αθήνα και πηγαίνει να ζητήσει δουλειά σαν «υπηρεσία» _ υπηρέτρια, «δουλικό». Θα αντικαταστήσει ένα άλλο δεκαοκτάχρονο κορίτσι, την Τασία, που αυτοκτόνησε _ πήδηξε από το μπαλκόνι. Ο Σεβαστίκογλου ανταμώνει στη σκηνή τις υπηρέτριες των γειτονικών διαμερισμάτων: η στέρφα Γεωργία που σέρνεται πίσω από τον Στράτο, έναν νταβατζή που την κακομεταχειρίζεται αλλά εκείνη, για να μην τον χάσει τον βοηθάει να ξεβγάζει με την «παρέα» του κορίτσια και τον καλύπτει, η παρατημένη απ’ τον αγαπημένο της, πικραμένη μεγαλοκοπέλα Άννα, η ξεμυαλισμένη με το σινεμά, αλαφρόμυαλη Νέρα που πέφτει θύμα του Στράτου, η Φανή που παντρεύεται τον Μένιο, έναν αστυφύλακα που τον διώχνουν από το Σώμα, προφανώς για λόγους πολιτικούς, και καταντάει μικροπωλητής κι εκείνη για να μη χάσει τη δουλειά της ρίχνει το παιδί που περίμενε περιστρέφονται γύρω από την Αγγέλα. Που ερωτεύεται τον Λάμπρο, τον αδελφό της αδικοχαμένης Τασίας, έναν άνεργο, έντιμο νέο ο οποίος μόλις έχει απολυθεί από το Ναυτικό και ψάχνει, για να εκδικηθεί, τον αυτουργό της αυτοκτονίας της αδελφής του _ του λένε ψέμματα πως είχε αγαπητικούς κι ο τελευταίος την παράτησε γι αυτό πήδηξε απ’ το μπαλκόνι. Θα τον βρει στο πρόσωπο του Στράτου που τριγυρίζει και την Αγγέλα. Ο Στράτος αφού χάρηκε την Τασία προσπαθούσε να την πουλήσει σε μπορντέλο αλλά εκείνη προτίμησε να πηδήξει από το μπαλκόνι. Ο Λάμπρος δεν θα προλάβει να εκδικηθεί: η παρέα του Στράτου ένα βράδυ Αποκριάς θα τον μαχαιρώσει.
Ο Σεβαστίκογλου έχει τη σοφία να μην φέρει στη σκηνή κανένα αφεντικό _ για τον «κύριο» που τσιμπάει την Αγγέλα και μετά τη χαστουκίζει γιατί δεν του στάθηκε, για την «κυρία» της Φανής που την απείλησε να της κόψει το μισθό όταν έμαθε πως είναι έγκυος, για την άλλη «κυρία» της Αγγέλας που την φωνάζει για «ευκολία» Τασία επειδή την Τασία είναι που αντικατέστησε τα μαθαίνουμε από τις ίδιες. Έτσι η ταξική σύγκρουση και η περιρρέουσα μετεμφυλιακή, αντικομμουνιστική ατμόσφαιρα, στο φόρτε της τότε, προκύπτει έμμεσα, διακριτικά, χωρίς κορόνες. Και πιο επιβλητικά. Ενώ όλα πρόσωπα με τέχνη και λεπτές πινελιές χαρακτηρίζονται.
Ο Ένκε Φεζολλάρι που υπογράφει τη σκηνοθεσία αναμφισβήτητα διαθέτει μια εκρηκτική ενέργεια. Η ενέργεια αυτή φαίνεται στην παράσταση αλλά παρασύρει, φοβάμαι, το έργο και το συντρίβει. Η υπερφόρτωση με τραγούδια, έξοχα μεν τραγουδημένα από την Λόλα Γιαννοπούλου αλλά συχνά περιττά _ ή άτεχνα δεμένα _, τα ακόμα περισσότερο περιττά χορευτικά, η κουραστική υπερκινητικότητα (κίνηση Χαρά Κότσαλη), οι υπερβολικές εντάσεις, οι αστάθμητες κραυγές, αποσυντονίζουν την όποια σκηνοθετική γραμμή που φαίνεται να παραπαίει. Ενώ εκείνο το οποίο έχει τη μεγαλύτερη σημασία, οι λεπτομέρειες στην εποχή, που αυτές, κατά τη γνώμη μου, θα αναδείκνυαν τη διαχρονικότητα του έργου, και οι αποχρώσεις στην υποκριτική περνούν σε δεύτερη, αν όχι τρίτη μοίρα.
Για παράδειγμα. Δεν μπορεί _ είναι μεγάλο δραματουργικό λάθος _ η παράσταση να αρχίζει με όλους χαρωπά να χορεύουν το «Έχε γεια Παναγιά» στην έναρξη: η πρώτη, συγκλονιστική σκηνή του έργου, της αυτοκτονίας της Τασίας, που ακολουθεί, μια από τις σπάνιες _ και πολύ επικίνδυνες για τη συνέχεια _ σκηνές που ανοίγουν θεατρικό έργο με φορτίσιμο, αποδυναμώνεται εντελώς δραματουργικά _ ξεφουσκώνει. Ούτε το εύρημα με την τηλεόραση που κουβαλάει η Γεωργία ενώ οι υπηρέτριες παρακολουθούν από την ταράτσα την ταινία «στον σινεμά» που είναι πλάι τους μόνο από τον ήχο γιατί τους έχουν κρύψει την οθόνη, εκσυγχρονίζει το έργο.
Αν ο Ένκε Φεζολάρι ήθελε να μετατρέψει το έργο σε μιούζικαλ έπρεπε να δουλέψει δραματουργικά πολύ και με πολύ διαφορετικό τρόπο. Τώρα το αποτέλεσμα εισπράττεται ως γραφικό. Αδιάφορο αν το έργο έχει τη δυναμική να συγκινεί ακόμα.
Επιπλέον, ο γοητευτικός χώρος της εσωτερικής αυλής όπου παίζεται το έργο ελάχιστα έχει γίνει λειτουργικός. Παραμένει αναξιοποίητος και ασύνδετος με την παράσταση  _ σαν να παίζεται ερήμην του. Όσο για την Δάφνη Κούτρα που τον επιμελήθηκε θα έπρεπε να προσέξει λεπτομέρειες. Να καλύψει, για παράδειγμα, στον απόπατο _ έτσι τον έλεγαν τότε _ το καζανάκι και το «τηλέφωνο» του ντους που προφανώς πολύ μεταγενέστερα προστέθηκαν. Τα κοστούμια της, επίσης, ειδικά τα ομοιόμορφα μαύρα φορέματα των κοριτσιών καλαίσθητα αλλά μάλλον σε μιούζικαλ του Δαλιανίδη με παρέπεμψαν.
Οι ερμηνείες. Η παράσταση διαθέτει ικανούς ηθοποιούς που δεν έχουν οδηγηθεί προσεκτικά. Ελένη Βεργέτη, Κωνσταντίνος Μωραΐτης, Ίρις Πανταζάρα, Καλλιόπη Τζερμάνη κάνουν ό,τι μπορούν αλλά δεν με έπεισαν ότι έρχονται από τη δεκαετία του ’50. Ικανός φαίνεται και ο Βασίλης Μαργέτης αλλά ο Στράτος του μάλλον μάγκα της επιθεώρησης μου θύμισε. Κουρδισμένη σε υψηλές εντάσεις η καλή Κωνσταντίνα Τάκαλου βγαίνει πολύ σκληρή. Η Βίκυ Παπαδοπούλου είναι πανέμορφο κορίτσι αλλά και η εκφραστικότητά της είναι περιορισμένη και τα άλλα υποκριτικά της μέσα αδύναμα _ χρειάζεται πολλή δουλειά. Βρήκα πιο πειστικό τον Λάμπρο του Κωστή Καλλιβρετάκη.
Το συμπέρασμα. Καλές προθέσεις και ενέργεια αλλά άτσαλο, μουντζουρωμένο αποτέλεσμα σ' ένα έργο που ωριμάζει με το χρόνο

Αυλή στον Κεραμεικό, 20 Ιουνίου 2012.

No comments:

Post a Comment