November 29, 2025

Στο Φτερό / Σε μαύρο, γκρίζο, άσπρο

 
«Τόσκα» του Τζάκομο Πουτσίνι, λιμπρέτο (Σαρντού) Τζουζέπε Τζακόζα - Λουίτζι Ίλικα. Μουσική διεύθυνση: Πάολο Καρινιάνι, σκηνοθεσία: Νίκος Σ. Πετρόπουλος (αναβίωση: Ίων Κεσούλης). 
 
Στην πολιτικά ανάστατη Ρόμη του 1800 -με τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη να συγκρούεται με τις δυνάμεις του Παπικού Κράτους, να επικρατεί -με τον Πάπα να εξορίζεται στην Γαλία- και να έχει εγκαθιδρύσει το 1798 τη βραχύβια Ρωμαϊκή Δημοκρατία που καταλύεται άδοξα, τους παπικούς να ανακτούν την  


εξουσία και με τον Βοναπάρτη, μετά τη νικηφόρα γι αυτόν, Μάχη του Μαρένγκο, να επανέρχεται και να κυριαρχεί- δύο φλογερά ερωτικά πάθη βράζουν: ο μεγάλος έρωτας και η σχέση ανάμεσα στην παθολογικά ζηλότυπη ντίβα της όπερας Φλόρια Τόσκα και τον δημοκρατικό 
ζωγράφο Μάριο Καβαραντόσι αλλά και το ασίγαστο, ανικανοποίητο, χωρίς ανταπόκριση πάθος, επίσης για την Τόσκα, του αντιδραστικού εκπροσώπου του κακού, αρχηγού της Αστυνομίας βαρόνου Σκάρπια. Ο Καβαραντόσι κρύβει στη βίλα του τον πολιτικό κρατούμενο Αντζελότι, εκ των ηγετών της καταλυμένης Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, ο οποίος έχει δραπετεύσει από
τη φυλακή. Οι χαφιέδες του Σκάρπια δεν βρίσκουν στη βίλα το δραπέτη αλλά συλλαμβάνουν το ζωγράφο για ύποπτη συμπεριφορά. Και τον βασανίζουν για να αποσπάσουν την πληροφορία πού κρύβεται ο δραπέτης, ενώ στο πλαϊνό δωμάτιο βρίσκεται η Τόσκα, που ακούει τις κραυγές του, με τον Σκάρπια. Ο οποίος, επιπλέον, εκμεταλλεύεται τη ζήλια της. Εκείνη, πανικόβλητη για την τύχη του Μάριο και γνωρίζοντας το μυστικό, αποκα
λύπτει ότι το κρησφύγετο του Αντζελότι είναι το πηγάδι της βίλας, όπου, πριν τον συλλάβουν, εκείνος αυτοκτονεί. Ο Μάριο, που θεωρεί ότι η Τόσκα τον πρόδωσε, φυλακίζεται και δίνεται διαταγή εκτέλεσής του. Ο Σκάρπια εκβιάζει την Τόσκα να του δοθεί για να σώσει τον εραστή της: η εκτέλεσή του θα είναι εικονική και εκείνη θα έχει στα χέρια της την άδειά του να περάσουν οι δύο τους τα σύνορα. Κάτω από αφόρητη πίεση η Τόσκα

του λέει ότι δέχεται αλλά δεν υποκύπτει: πριν ο Σκάρπια την κάνει δική του τον μαχαιρώνει και φεύγει για το φρούριο του Σαντ’ Άντζελο, όπου ο Μάριο, φυλακισμένος, περιμένει την εκτέλεσή του, για να τον ενημερώσει, έγκαιρα, ότι πρέπει να υποκριθεί πως πέφτει 
νεκρός από τα άσφαιρα βόλια του εκτελεστικού αποσπάσματος. Η «εικονική» εκτέλεσή του πραγματοποιείται, μόνο που δεν είναι καθόλου «εικονική»... Ο Σκάρπια έχει προλάβει να δώσει συνθηματικά τη σχετική οδηγία. Η Τόσκα, όταν αντιλαμβάνεται πως είναι νεκρός και ενώ πλησιάζουν οι διώκτες της, καθώς έχουν ανακαλύψει τη δολοφονία του Σκάρπια, ρίχνεται στο κενό από τις επάλξεις και αυτοκτονεί. Είναι η «Τόσκα» (1900) του Ιταλού Τζάκομο Πουτσίνι που, σαν σήμερα ακριβώς, έφυγε από τη ζωή πριν 

από 100 χρόνια -εξ ου και φέτος τιμάται αυτή η επέτειος. Πάνω στο -με αδυναμίες...- λιμπρέτο των Τζουζέπε Τζακόζα και Λουίτζι Ίλικα που βασίστηκαν στο ομώνυμο δράμα (1887) του Γάλου  Βικτοριέν Σαρντού, ο Τζάκομο Πουτσίνι, επιμένοντας στο ρεαλισμό -όπως, στην εποχή του, τον αντιλαμβάνονταν- και αγγίζοντας τα όρια της σχολής του βερισμού, 

έχει συνθέσει την «Τόσκα« του, μία από τις πιο ελκυστικές αλλά και πιο δημοφιλείς όπερες του ρεπερτορίου. Με έντονη τη δραματική αίσθηση -το «Te Deum», παράλληλα με τον Σκάρπια να βυσσοδομεί, για παράδειγμα- και με κορυφώσεις συναρπαστικές. Ο Νίκος Σ. Πετρόπουλος σκέφτηκε, όταν ανέλαβε αρχικά τη συγκεκριμένη σκηνοθεσία (2007), να μεταφέρει το έργο 

από το 1800 στο 1944, τη ρευστή περίοδο της κατάρρευσης του φασιστικού καθεστώτος που ο Σκάρπια το εκπροσωπεί ως Αρχηγός της Αστυνομίας. Δεν ήταν κακή η ιδέα, υπάρχουν αντιστοιχίες αλλά πώς να «χωρέσει» ο Βοναπάρτης ή η μάχη του Μαρένγκο στο σκηνοθετικό αφήγημα; Κλωτσάνε... Η παράσταση, που έχει γνωρίσει πολλές επαναλήψεις από την Λυρική Σκηνή, επαναλαμβάνεται και πάλι, σε αναβίωση που υπογράφει ο Ίων Κεσούλης. Θα ήθελα, πάντως, να επισημάνω κάποιες λεπτομέρειες 

που δεν ξέρω αν πρέπει να αποδοθούν στη σκηνοθεσία ή στην αναβίωση: το χαμηλού επιστόμιου δοχείο όπου ο Νεωκόρος πετάει τα «μαραμένα» λουλούδια μπροστά από το άγαλμα της Μαντόνας θα έπρεπε να είναι κάτι βαθύτερο ή τα λουλούδια να είναι από μαλακότερο υλικό, ώστε να μην ακούγεται ο ήχος που προδίδει ότι είναι πλαστικά. Το πανί με τον οποίο είναι πρόχειρα δεμένο το πληγωμένο μπράτσο του Αντζελότι δεν μπορεί να είναι δεμένο ΈΞΩ από το σακάκι του και τόσο ματωμένο. Και το πορτρέτο του Μουσολίνι, που διακρίνεται, κάπως αχνά, ψηλά είναι, επίσης, εκτός  

χρόνου -1944: ο Μουσολίνι, μετά την απόβαση των Συμμάχων στην Νότια Ιταλία είχε καθαιρεθεί από το βασιλιά Βιτόριο Εμανουέλε Γ΄ ήδη από τον Ιούλιο του 1943, είχε εξοριστεί και είχε αντικατασταθεί στην πρωθυπουργία από το στρατάρχη Μπαντόλιο και μόνο τον Σεπτέμβριο του ‘43 απελευθερώθηκε από τους Γερμανούς, που είχαν εισβάλει στην Βόρεια Ιταλία, και διορίστηκε υποτυπώδης πρωθυπουργός-μαριονέτα της Ιταλικής Κοινωνικής Δημοκρατίας  -κοινώς Δημοκρατίας του Σαλό- την οποία δημιούργησαν, άρα δεν είναι πια στα πράγματα ώστε να υπάρχει πορτρέτο του στο γραφείο του Σκάρπια. Επίσης ακατανόητη μου έχει φανεί, εξαρχής, 
 
η εκτέλεση του Καβαραντόσι πλάτη στο απόσπασμα και με τον κρατούμενο λυτό και καθισμένο σε καρέκλα ανάποδα, πόζα που παραπέμπει στη... γνωστή φωτογραφία του μοντέλου, κολ γκερλ πολυτελείας Κριστίν Κίλερ, του «σκανδάλου Προφιούμο», υπουργού Πολέμου, που έριξε την κυβέρνηση  
ΜακΜίλαν, στηνΑγγλία, το 1963. Η παράσταση, πάντως, είναι υψηλής αισθητικής χάρη, κυρίως, στα σκηνικά -πολύ καλά φωτισμένα από τον Χρήστο Τζιόγκα- που υπογράφει ο ίδιος ο σκηνοθέτης -και, κατά βάση, σκηνογράφος- Νίκος Σ. Πετρόπουλος και στα κοστούμια του. Αισθητική όλη σε μαύρο, γκρίζο και λίγο λευκό που αποδίδει εξαιρετικά τη σκοτεινιά της εποχής και του έργου. Άρτια είναι και τα μουσικά αποτελέσματα της παράστασης: ο Ιταλός αρχιμουσικός Πάολο Καρινιάνι οδηγεί την Ορχήστρα της 
ΕΛΣ με γνώση και μέτρο. Εξίσου καλά είναι και τα αποτελέσματα της Χορωδίας της ΕΛΣ υπό τον Αγαθάγγελο Γεωργακάτο και της Παιδικής Χορωδίας της ΕΛΣ υπό την Κωνσταντίνα Πιτσιάκου. Πολύ καλός και πειστικός, όπως συνήθως, ο μπάσος Πέτρος Μαγουλάς (Αντζελότι), σωστός ο μπασοβαρύτονος Γιάννης Γιαννίσης (Νεωκόρος), εξυπηρετικοί ο μπασοβαρύτονος Γιώργος Παπαδημητρίου ( Σαρόνε και Δεσμοφύλακας), η σοπράνο Πέννυ Ρίζου (Βοσκός off, που το  
τραγούδι του ακούγεται ως μετάδοση -με «παράσιτα»- από το ραδιόφωνο του Δεσμοφύλακα) και ο τενόρος Γιάννης Καλύβας (αστυνομικός Σπολέτα). Ο βαρύτονος Δημήτρης Πλατανιάς (Σκάρπια), στο υψηλό επίπεδό του, χωρίς να το ξεπερνά. Η μετακλημένη σοπράνο Αλεξάνδρα Κούζακ έχει φωνή με έξοχες στιγμές και συμπαθητική υποκριτική αλλά δεν ΕΙΝΑΙ Τόσκα, απλώς παίζει την Τόσκα. Ξεχώρισα τον μετακλημένο αργεντινό τενόρο Μαρσέλο Πουέντε. Ο Καβαραντόσι του είναι απολύτως πειστικός, με ζεστά ηχοχρώματα, πολύ καλή τεχνική και με φωνητικό εύρος ικανοποιητικότατο. Μία βραδιά που δεν προδίδει τον Πουτσίνι και την «Τόσκα» του (Φωτογραφίες: Γιάννης Αντώνογλου).

(Στο, όπως πάντα, ικανοποιητικό επίπεδό του, το δίγλωσσο -ελληνικά και αγγλικά- έντυπο πρόγραμμα-βιβλίο της παράστασης -επιμέλεια έκδοσης Σοφία Κομποτιάτη. Ξεχώρισα το -παλαιότερο- γλαφυρότατο κείμενο του Νίκου Α. Δοντά «Ένα θρίλερ με πολλές πτυχές». Βρίσκω, πάντως, ακατανόητη την έλλειψη από τη συνέντευξη στην Σοφία Κομποτιάτη του σκηνοθέτη-σκηνογράφου, στον οποίο μάλιστα είναι αφιερωμένη η παράσταση, μιας φωτογραφίας του).
 
Εθνική Λυρική Σκηνή / Αίθουσα «Σταύρος Νιάρχος», Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος», 28 Νοεμβρίου 2025.

November 20, 2025

Γυναίκα πάσχουσα

 
Το Τέταρτο Κουδούνι / Τέτοιες Μέρες, Τέτοια Λόγια… 267 




Στην Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση άρχισε, ήδη, παραστάσεις, πλέον, ο «Οιδίποδας του Ρόμπερτ Άικ. Αλλά θα ’ταν παράλειψή μου να μην αναφερθώ, έστω και καθυστερημένα, στην προηγούμενη παράσταση που φιλοξενήθηκε εκεί: «Το παρελθόν» («Le Passé») του Ζιλιέν Γκοσλέν (2021). Γιατί η 
παράσταση και μου άρεσε πολύ και ήταν σημαντική. Ξεκινώντας απ’ τη δραματουργία: ο Γκοσλέν, καλλιτεχνικός διευθυντής του «Οντεόν Θέατρο της Ευρώπης» στο Παρίσι, «ειδικευμένος» στη μεταφορά πεζών στο θέατρο και στις διασκευές, αυτή τη φορά ασχολήθηκε με τον ρόσο συγγραφέα της αρχής του 20ου αιώνα Λεονίντ Αντρέγεφ: συνέθεσε, διασκεύασε και μετασχημάτισε, με θαυμαστή επιδεξιότητα, σε κείμενο θεατρικό, διηγήματα αλλά και θεατρικά του επικεντρώνοντας την παράστασή του στο θεατρικό του Αντρέγεφ «Εκατερίνα Ιβάνοβνα».  
Η ομώνυμη ηρωίδα του, αφού επιβιώνει από μια δολοφονική απόπειρα του συζύγου της, καταφεύγει σε μια ζωή «ακόλαστη», για να καταλήξει στην τρέλα. Γοργοί, θυελλώδεις ρυθμοί, παροξυσμικές καταστάσεις, κοινωνικές άβυσσοι κι ένας παραλληλισμός με τη σημερινή ζωή των γυναικοκτονιών και της βίας κατά των γυναικών αλλά με κοστούμια της εποχής του Αντρέγιεφ. Το ταυτόχρονο βίντεο που μεγεθύνει πρόσωπα και καταστάσεις, διαρκώς παρόν, 

σχεδόν καταχρηστικά, μια γκροτέσκα, ιδιαίτερα τολμηρή, ασπρόμαυρη σκηνή απ’ τις εννιά της παράστασης -κάτι σαν ιντερμέδιο-, σκηνή που δεν μπόρεσα να αντιληφθώ τη χρησιμότητά της, ηθοποιοί σπρωγμένοι στα άκρα και στην υπερβολή, με κορυφαία την Βικτοριά Κενέλ που επιδεικνύει αξιοσημείωτη αντοχή στις σκηνικές «κακουχίες» της, διάρκεια της παράστασης πάνω από τέσσερις ώρες αλλά ομολογώ πως δεν έπληξα. 


Ο Γκοσλέν φέρνει στη σκηνή την κακοποίηση της γυναίκας για την οποία τώρα μιλούμε αλλά τότε έκρυβαν ή θεωρούσαν φυσιολογική. Με πολύ δυνατά αποτελέσματα.

November 19, 2025

Στο Φτερό / Μπαρόκ που χαλαρώνει και τονώνει


Μπαρόκ Ορχήστρα του Φεστιβάλ Μπαρόκ Μουσικής: συναυλία «Από τις ‘Τέσσερις Εποχές’ του Αντόνιο Βιβάλντι στη ‘Θύελλα και Ορμή’ του Καρλ Φίλιπ Εμάνουελ Μπαχ». Μουσική διεύθυνση: Λίνα Τουρ Μπονέτ. Σολίστ: Λίνα Τουρ Μπονέτ, μπαρόκ βιολί, Δήμος Γκουνταρούλης, βιολοντσέλο.
 

Από τη συνάντηση χορωδιών σε φεστιβάλ μπαρόκ μουσικής: η «Εναλλακτική Σκηνή» της Λυρικής αγαπάει την ποικιλία και το δείχνει. Έτσι, και πάλι, φιλοξενεί, με καλλιτεχνική επιμέλεια του τσελίστα Δήμου Γκουνταρούλη και σε συνεργασία με το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης, το Φεστιβάλ Μπαρόκ 

Μουσικής, με θέμα, φέτος, «Η εποχή των μεταβάσεων», Άκουσα την πρώτη συναυλία του «Από τις ‘Τέσσερις Εποχές’ του Αντόνιο Βιβάλντι στη ‘Θύελλα και Ορμή’ του Καρλ Φίλιπ Εμάνουελ Μπαχ». Η οποία άνοιξε με το δημοφιλέστερο, ίσως, έργο της μπαρόκ εποχής: «Οι τέσσερις εποχές» του Ιταλού 
(Βενετσιάνου) Αντόνιο Βιβάλντι. Από τη συλλογή του των 12 κοντσέρτων (1718-1720, πρώτη έκδοση 1725) «Η αναμέτρηση της αρμονίας με την επινόηση», έργο 8. Ένα έργο πρώιμης προγραμματικής μουσικής, όπου, στα τέσσερα κοντσέρτα του για βιολί, έγχορδα και μπάσο κοντίνουο, ο Βιβάλντι περιγράφει μουσικά τη φύση στις τέσσερις εποχές της -«Άνοιξη», «Καλοκαίρι», 
«Φθινόπωρο», «Χειμώνας»- που δίνουν και τα ονόματά τους στα τέσσερα κοντσέρτα. Ο συνθέτης αρμονικά περιγράφει ρυάκια που κελαρύζουν, πουλιά  που κελαηδούν, ένα βοσκό με τον σκύλο του που γαβγίζει, μύγες που βουίζουν μέσα στην καλοκαιρινή ζέστη, φθινοπωρινές καταιγίδες, χιονισμένα τοπία, χειμωνιάτικες φωτιές που ζεσταίνουν… Γλαφυρά, χαρούμενα, μελωδικά, με στιλ αλλά και με ανθρωπιά, χωρίς να φοβάται τη φύση όταν αγριεύει. Το σύνολο της Μπαρόκ Ορχήστρας του Φεστιβάλ 

-12  μουσικοί-, εμψυχωμένο από τη διαρκώς χαμογελαστή ισπανίδα βιολονίστρια Λίνα Τουρ Μπονέτ που, εκτός από τη μουσική διεύθυνση, κρατούσε και το μέρος της σολίστ, έδωσε μία διαυγή, δυναμική αλλά και λυρική ερμηνεία εξαίρετη αυτού του πολυακουσμένου έργου. Παράλληλα σε μία, υψωμένη στο βάθος της σκηνής, οθόνη με κορνίζα, εν είδει ζωγραφικού πίνακα, 

προβάλλονταν πίνακες της εποχής -που σε κάποιους δινόταν ηλεκτρονικά και κίνηση-, με θέματα σχετικά με τα θέματα του κάθε κοντσέρτου, αλλά και, μεταφρασμένα στα ελληνικά, σονέτα, προφανώς του ίδιου του Βιβάλντι, που συνοδεύουν τις παρτιτούρες περιγράφοντας τη μουσική του. Το δεύτερο μέρος  

ήταν αφιερωμένο στο πέμπτο παιδί και δευτερότοκο γιο του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, τον Καρλ Φίλιπ Εμάνουελ Μπαχ, επίσης συνθέτη που τα, τελευταία χρόνια, το έργο του έχει επανεκτιμηθεί και έχει ιδιαίτερα εκτιμηθεί. ενταγμένο στο αισθητικό κίνημα «Sturm und Drang» («Θύελλα και οργή»), στο μεταίχμιο μπαρόκ και κλασικισμού και ως πρόδρομος του ρομαντισμού. Το πρόγραμμα περιλάμβανε τη σύντομη
αλλά εξαιρετική Συμφωνία H. 661 (1773) του γερμανού συνθέτη, που το σύνολο ερμήνευσε άψογα, με την Λίνα Τουρ Μπονέτ στη θέση της εξάρχουσας βιολονίστριας και, για φινάλε, το Κοντσέρτο του για βιολοντσέλο H. 432 (1750), «πειραγμένο», καθώς το δεύτερο μέρος του είχε αντικατασταθεί από το αντίστοιχο του Κοντσέρτου για βιολοντσέλο H. 439. Σολίστας, ο ίδιος ο Δήμος Γκουνταρούλης που έδωσε μία πολύ καλή ερμηνεία βιρτουόζου. Μία βραδιά που με χαλάρωσε και με ηρέμησε και με τόνωσε. Έχετε μπροστά σας άλλες τρεις συναυλίες του Φεστιβάλ -με διαφορετικά αλλά εξίσου ενδιαφέροντα προγράμματα-, αύριο και στις 21 και 22 Νοεμβρίου, Να πάτε! (Φωτογραφίες: Βαλέρια Ισάεβα).

(Διαφωτιστικό το δίγλωσσο -ελληνικά, αγγλικά- έντυπο πρόγραμμα για όλο το Φεστιβάλ -υπεύθυνος έκδοσης Χαράλαμπος Γωγιός, κείμενα Δήμος Γκουνταρούλης).

Εθνική Λυρική Σκηνή / Εναλλακτική Σκηνή, Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος», Φεστιβάλ Μπαρόκ Μουσικής «Η Εποχή των Μεταβάσεων», 16 Νοεμβρίου 2025.

November 17, 2025

Αγνή Μπάλτσα: η αποθέωση στα Βραβεία Όπερας

 

Το Τέταρτο Κουδούνι / Τέτοιες Μέρες, Τέτοια Λόγια… 266 
 



Αγνή Μπάλτσα! Η δική μας. Που έγινε, ως Agnes Baltsa, όλου του κόσμου. Δεν ξέρω αν ήταν «η καλύτερη μέτζο στον κόσμο» όπως είχε πει ο Χέρμπερτ φον Κάραγιαν. Αλλά σίγουρα ήταν μια απ’ τις καλύτερες. Για μας είναι ό,τι σημαντικότερο πρόσφερε η Ελλάδα στη λυρική τέχνη -στον κόσμο της όπερας-, μετά την Μαρία Κάλλας. Η βράβευσή της με το Βραβείο Συνολικής Προσφοράς, στην τελετή των Διεθνών Βραβείων Όπερας 2025, δεν ήταν απλώς δίκαιη, ήταν επιβεβλημένη. Κι όταν, μάλιστα, η διεθνής αυτή τελετή, η 12η 
στη σειρά, πραγματοποιήθηκε στο απαστράπτον κτίριο της δικής μας  Εθνικής Λυρικής Σκηνής ήταν άκρως τιμητική και απολύτως ταιριαστή. Με την Αγνή Μπάλτσα, τη δική μας κι όλου του κόσμου, εξίσου απαστράπτουσα κι όμορφη και κομψότατη κι ακμαιότατη, να το παραλαμβάνει ευχαριστώντας, χωρίς να ξεχάσει τους μέντορές της, τον Χρήστο Λαμπράκη και τον αρχιμουσικό Χέρμπερτ φον Κάραγιαν, αλλά -η συγκινητική νότα- και την αδελφή της Αλέκα, το alter ego της, πάντα πλάι της -και στην Λυρική βέβαια, την Πέμπτη. Και με το κοινό να πετάγεται, με την εμφάνισή της, όρθιο και να χειροκροτεί αποθεωτικά. 
Κι είναι ευτύχημα που, μετά την ελληνική πρωτιά της, με την «Κάρμεν» της, στο Ηρώδειο, στο Φεστιβάλ Αθηνών του 1984, έχουμε καταφέρει να την ακούσουμε -και να τη δούμε, γιατί είναι κι εξαιρετική ηθοποιός/ερμηνεύτρια- εδώ, και σάλλους σπουδαίους ρόλους, χάρη στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, καθώς και ως -συγκλονιστική- Κλυταιμνήστρα στην «Ηλέκτρα» του Ρίχαρντ Στράους, με την οποία εγκαινίασε λαμπρά το νέο κτίριό της η Λυρική στο Κέντρο Πολιτισμού «Σταύρος Νιάρχος», το 2017, με αρχιμουσικό τον Βασίλη Χριστόπουλο και σκηνοθέτη τον Γιάννη Κόκκο -άλλα δυο σπουδαία τέκνα της Ελλάδας που τη 
λαμπρύνουν στα εξωτερικό. 
Πέραν, όμως, της βράβευσης της Μεγάλης -με την ουσιαστική έννοια του επιθέτου...- Μπάλτσα, η τελετή δεν διέψευσε τις προσδοκίες. Ήταν αντάξια των υποσχέσεων: εξαιρετικά καλά οργανωμένη, σφιχτή, χωρίς κοιλιές, σκηνοθετημένη απ’ τον Κωνσταντίνο Ρήγο και την Κατερίνα Πετσατώδη 
και διάστικτη με αποσπάσματα από ελληνικές μουσικές -Θεοδωράκη, Σακελλαρίδη, Σαμάρα, Κουμεντάκη, Καρρέρ και Σκαλκώτα-, με την Ορχήστρα της ΕΛΣ υπό τον Κωνσταντίνο Τερζάκη, τη Χορωδία της με διευθυντή τον  Αγαθάγγελο Γεωργακάτο και την Παιδική Χορωδία της με διευθύντρια την Κωνσταντίνα Πιτσιάκου, με τους σολίστ μονωδούς -Δημήτρης Πλατανιάς, Βασιλική Καραγιάννη, Γιάννης Χριστόπουλος, Μαρία Κοσοβίτσα- και το Μπαλέτο της στον Ηπειρώτικο Χορό του Σκαλκώτα να δίνουν τα καλύτερά τους. Όσο για τον παρουσιαστή Πέτροκ Τρελόνι του BBC -η γιορτή μεταδιδόταν τηλεοπτικά σ’ όλο τον κόσμο-, άψογα ενημερωμένος και με χιούμορ, έδειξε την 



πείρα του: τέλειος! 
Πολλοί κι άξιοι οι βραβευμένοι -καλλιτέχνες και θεσμοί- στις πολλές κατηγορίες. Θα ξεχωρίσω μόνον τον εξαιρετικό μπασοβαρύτονο Νίκολας Μπράουνλι που, αφού τιμήθηκε με 
το Βραβείο Άνδρα Ερμηνευτή, τραγούδησε συναρπαστικά το υπέροχο «Te Deum» του Σκάρπια απ’ το φινάλε της πρώτης πράξης της «Τόσκα» του Πουτσίνι με τη συμπαράσταση της Χορωδίας μας. 
Πολλά και τιμητικά ακούστηκαν για την Όπερα μας και τον καλλιτεχνικό διευθυντή της, συνθέτη Γιώργο Κουμεντάκη που πέτυχε, με την οικονομική στήριξη του Ιδρύματος «Σταύρος Νιάρχος», η τελετή να οργανωθεί στην Ελλάδα. Δικαίως (Φωτογραφίες: 1,2,6,7 Χάρης Ακριβιάδης, 3,4,5 Γιάννης Αντώνογλου).

November 15, 2025

Πώς έσμιξαν καλλικέλαδα κορίτσια από την Ολανδία και οι «Chóres» μας



Το Τέταρτο Κουδούνι / Τέτοιες Μέρες, Τέτοια Λόγια… 265
 
Γέμισε κορίτσια και γυναίκες -ομόρφυνε- η Εναλλακτική Σκηνή της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Που χει, σχεδόν πάντα, καλές και πρωτότυπες ιδέες και κάνει προτάσεις ενδιαφέρουσες, όπως αυτή η συνάντηση του δικού μας χορωδιακού συνόλου «Chóres» με την Εθνική Νεανική Γυναικεία Χορωδία της Ολανδίας. 
Οι «μικρές Ολανδέζες», ως μετακλημένο συγκρότημα, άνοιξαν τη συναυλία μ’ ένα σουιδικό παραδοσιακό και συνέχισαν με Τζουζέπε Βέρντι -τους «Ύμνους προς την Παρθένο Μαρία», το αρ. 3 απ’ τα «Τέσσερα Ιερά Κομμάτια» σε ποίηση του Ντάντε. Ακολούθησαν έργα γραμμένα από συνθέτες του 20ου αιώνα ενώ, ως φινάλε της παρουσίας τους, έκλεισαν με την παγκόσμια πρώτη του σημαδιακού για την Ελλάδα και την αρχαιότητά της έργου της σύγχρονής μας συμπατριώτισσάς τους Σιζάνε Κόνινγκς «Διόσκουροι». Τη χορωδία -πάνω από 20 νέες με τα καθημερινά τους ντυμένες, μια πανσπερμία- διηύθυναν, στο 
 
πρώτο μέρος, η -πανύψηλη- Ιρένε Φερμπίρχ, και, στο δεύτερο, ο Λάσλο Νόρμπερτ Νέμες που μοιράζονται και την καλλιτεχνική διεύθυνσή της ενώ δυο κομμάτια εκτέλεσε μόνη της, χωρίς διευθυντή, η Χορωδία. Μια χορωδία πολύ υψηλού επιπέδου -ε-ξαι-ρε-τι-κής ποιότητας. 
Στη συνέχεια, στη σκηνή απλώθηκαν, ντυμένες στα λευκά ή εκρού,  οι 

δικές μας «Chóres» -πάνω από 40 άτομα που την καλλιτεχνική διεύθυνσή τους έχει η Μαρίνα Σάττι και τη γενική ο Χαράλαμπος Γωγιός- οι οποίες ισορρόπησαν το πρόγραμμα, μετά τα έντεχνα των Ολανδών, ερμηνεύοντας παραδοσιακά τραγούδια απ’ όλη την Ελλάδα, επεξεργασμένα για χορωδία, με την Ειρήνη Πατσέα να διευθύνει και τον Σταύρο Αλέξανδρο Ικμπάλ να έχει την 
κινησιολογική επιμέλεια -πέρασε ο καιρός που οι χορωδίες τραγουδούσαν ακινητοποιημένες 
Το φινάλε της συναυλίας ήταν συγκινητικό: οι δυο χορωδίες έσμιξαν για να τραγουδήσουν στα ολανδικά ένα παραδοσιακό ολανδικό τραγούδι και στα ελληνικά ένα παραδοσιακό της Κύπρου -καρπούς πολύωρων δοκιμών. Μια βραδιά αλλιώτικη αλλά σίγουρα κερδισμένη. Μπράβο! (Φωτογραφίες: Γιάννης Αντώνογλου),