March 21, 2025

Άδυτα, άδυτα, ειστ’ εδώ;

 
Το Τέταρτο Κουδούνι / Τέτοιες Μέρες, Τέτοια Λόγια… 245

«Καυτηριάζει το χάος του ελληνικού θεάτρου»,
«Μας μεταφέρει στα άδυτα του θεάτρου» διάβαζα προκαταβολικά για την παράσταση. Θα το τολμήσουν; Αν ναι, μπράβο τους! Θα τους εκτιμήσω ακόμα περισσότερο. Ξεκίνησα με μεγάλα καλάθια. 
Τελικά, ψάχνοντας για «άδυτα» κι αναζητώντας το «χάος», είδα ένα άτολμο, βιαστικό και μάλλον πρόχειρο κακέκτυπο εράνισμα απ’ «Το σώσε» («Noises Off») του Μάικλ Φρέιν, το «Βίρα τις άγκυρες» των Παπαθανασίου και Ρέππα, γιατί όχι και το γουντιαλενικό «Σφαίρες πάνω απ’ το Μπρόντγουαίη» («Bullets over Broadway»). Ε, merde, alors…

March 15, 2025

Ο πρώτος Άθολ Φούγκαρντ στην Ελλάδα

 

Το Τέταρτο Κουδούνι / Τέτοιες Μέρες, Τέτοια Λόγια… 244

 

Στις 8 Μαρτίου πέθανε, στα 92 του, στο Κέιπ Τάουν, ο Άθολ Φούγκαρντ, ο κορυφαίος θεατρικός συγγραφέας της Νότιας Αφρικής. Ο οποίος θαρραλέα, με τόλμη, με πείσμα είχε αγωνιστεί έμπρακτα κατά του ρατσιστικού καθεστώτος του

απαρτχάιντ της πατρίδας του απ’ την πρώτη στιγμή της καριέρας του και σ’  όλη του τη ζωή, συνεργαζόμενος με μαύρους ηθοποιούς στη σκηνή. 
Στην Ελλάδα έχουν παιχτεί
όχι πολλά έργα του αλλά εκείνο που θέλω να θυμίσω είναι πως ο πρώτος που τον παρουσίασε εδώ ήταν ο ηθοποιός/σκηνοθέτης Τάκης Βουτέρης με το τότε -προκάτοχο του «Θεάτρου των Εξαρχείων» που ίδρυσε κατόπιν- «Θέατρο του Πειραιά», στο

θεατράκι της οδού Αλκιβιάδου 104β, τη σεζόν 1978/1979: ανέβασε «Το νησί» του που ο Φούγκαρντ συνυπογράφει με τους μαύρους ηθοποιούς συνεργάτες του Τζον Κάνι και Ουίνστον Ντσόνα οι οποίοι και έπαιζαν στην πρεμιέρα και, στη συνέχεια, στο εξωτερικό τους δύο ρόλους του έργου -οι ήρωές του, ενώ είναι κρατούμενοι του ρατσιστικού καθεστώτος στις φυλακές ενός νησιού, κρυφά ετοιμάζουν την «Αντιγόνη» του Σοφοκλή βρίσκοντας τις αντιστοιχίες με τη ζωή τους και το περιβάλλον όπου ζουν.

March 4, 2025

Στο Φτερό / Ο Ρέπιν δίνει φτερά στον Σοστακόβιτς και ο Νεστερόβιτς στον Ραχμάνινοφ

 
Κρατική Ορχήστρα Αθηνών: συναυλία «Ο Βαντίμ Ρέπιν ξανά στην Κ.Ο.Α. / Έτος Σοστακόβιτς» / Μουσική διεύθυνση: Μιχάλ Νεστερόβιτς. Σολίστ: Βαντίμ Ρέπιν, βιολί. 
 
 
Κρατούσε την ανάσα του. Το κοινό. Όσο έπαιζε ο Βαντίμ Ρέπιν. Απόλυτη ησυχία. Συγχωρούσες ακόμα και το κινητό που ακούστηκε στην καντέντσα -στο σόλο του, στο τέλος του τρίτου από τα τέσσερα μέρη. Του Κοντσέρτου για βιολί
και  ορχήστρα αρ.1 (1947-1948, πρώτη εκτέλεση 1955) του Ντμίτρι Σοστακόβιτς. Το οποίο ο ρόσος βιολονίστας ερμήνευσε στο πλαίσιο του «Έτους Σοστακόβιτς» -για τα 50 χρόνια από το θάνατό του, το 1975- που έδωσε και το

δεύτερο τίτλο της συναυλίας της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, με τον Πολονό Μιχάλ Νεστερόβιτς στο πόντιουμ, μαζί με τον πρώτο «Ο Βαντίμ Ρέπιν ξανά στην Κ.Ο.Α.». Σπουδαίος βιολονίστας -και  ήταν μεγάλη χαρά που τον ξανακούσαμε,
δύο χρόνια ακριβώς μετά τη συμμετοχή του ως σολίστ στην πανηγυρική συναυλία για τα 80 χρόνια της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών το 2023. Τότε με Τσαϊκόφσκι, τώρα με Σοστακόβιτς. Ένα έργο της ωριμότητας του συνθέτη, σε τέσσερα μέρη, όπου ο σολίστας περνάει από μία μελαγχολική ατμόσφαιρα σε ένα νευρώδες σκέρτσο, εκτελεί μία τεράστια, ιλιγγιώδη καντέντσα που απαιτεί υπερβατική δεξιοτεχνία -να θυμίσω ότι το έργο γράφτηκε για τον κορυφαίο Νταβίντ Όιστραχ και εκτελέστηκε, για πρώτη
φορά, από τον ίδιο- για να καταλήξει σε ένα σαρωτικό πρέστο. Ο Βαντίμ Ρέπιν, λυρικός αλλά και δυναμικός, δεξιοτέχνης μοναδικός αλλά και με βαθιά μουσικότητα, ανταποκρίθηκε απολύτως στις απαιτήσεις του κοντσέρτου -συγκλονιστικός!-, άξια πλαισιωμένος από την ορχήστρα. Αποθεώθηκε κι ας μη μας χάρισε, δυστυχώς -εμφανώς κατάκοπος-, ανκόρ. Στο δεύτερο μέρος άλλο ένα σπουδαίο ρόσικο μουσικό δημιούργημα, παλαιότερο: η -κάπως παραγνωρισμένη, όπως και όλες οι 
συμφωνίες του- Συμφωνία αρ. 2 (1906-1907, πρώτη εκτέλεση 1908) του Σεργκέι Ραχμάνινοφ. Μία αρτεσιανή πηγή μελωδικών θεμάτων, μεγάλης διάρκειας αλλά καθηλωτική, συναρπαστική -ένα λυρικό αριστούργημα. Η ΚΟΑ, μετά από τις «οξύτητες» και τις έντονες δυναμικές του Σοστακόβιτς, μπήκε, άξια οδηγούμενη από την μπαγκέτα του Νεστερόβιτς στην καρδιά του ύστερου ρομαντισμού απογειώνοντας τη συναυλία. Μία από τις βραδιές της Κρατικής Ορχήστρας που θα θυμόμαστε (Φωτογραφίες: Μαργαρίτα Νικητάκη).

(Χρηστικότατο, όπως πάντα, το δωρεάν έντυπο πολύπτυχο πρόγραμμα-αφίσα της συναυλίας -υπεύθυνη έκδοσης Αλίκη Φιδετζή, σύνταξη κειμένων Τίτος Γουβέλης).

Μέγαρο Μουσικής Αθηνών / Αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης», Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, 27 Φεβρουαρίου 2025.
 
(Τη συναυλία παρακολούθησα με πρόσκληση που μου παραχώρησε απευθείας η ΚΟΑ).

February 23, 2025

Στο Φτερό / Αμείλικτο πεπρωμένο

 

«Η δύναμη του πεπρωμένου» του Τζουζέπε Βέρντι. Λιμπρέτο (Σααβέδρα, Σίλερ) Φραντσέσκο Μαρία Πιάβε (συμπληρώσεις Αντόνιο Γκισλαντσόνι) / Μουσική διεύθυνση: Πάολο Καρινιάνι. Σκηνοθεσία: Ροδούλα Γαϊτάνου. 

 

Σεβίλη, μέσα 18ου αιώνα. Ο Ντον Αλβάρο, αριστοκρατικής γενιάς αλλά από το Περού και με ινδιάνικο αίμα, ερωτεύεται την Λεονόρα, κόρη του μαρκίσιου του Καλατράβα ο οποίος τον απεχθάνεται, εκείνη ανταποκρίνεται και αποφασίζουν να κλεφτούν. Τους προλαβαίνει, όμως, ο πατέρας της και στη σύγκρουσή του με τον Αλβάρο, όταν εκείνος, για να δείξει τις ειρηνικές του προθέσεις, πετάει κάτω
το όπλο του, αυτό εκπυρσοκροτεί και σκοτώνει τον Καλατράβα που καταριέται την κόρη του. Το ζευγάρι χωρίζεται και χάνεται. Ένα χρόνο μετά, σε ένα πανδοχείο ο Κάρλο ντι Βάργκας, αδελφός της Λεονόρα, μεταμφιεσμένος σε φοιτητή και με αλλαγμένο όνομα, ψάχνει τον Αλβάρο και την αδελφή του να τους εκδικηθεί για το θάνατο του πατέρα τους. Η Λεονόρα, που βρίσκεται εκεί, αποκρύπτοντας την ταυτότητά της και ντυμένη άντρας, τον

αναγνωρίζει και κρύβεται, ενώ από κάποιες κουβέντες, καταλαβαίνει ότι ο Αλβάρο δεν έχει γυρίσει στην Αμερική και, λανθασμένα, πείθεται ότι απλώς την έχει προδώσει. Ταυτόχρονα, η Πρετσιοζίλα, μία όμορφη νεαρή τσιγγάνα, προτρέπει τους άντρες να πάνε όλοι να πολεμήσουν για την απελευθέρωση της Ιταλίας. Η Λεονόρα καταφεύγει σε ένα γειτονικό μοναστήρι όπου αποφασίζει να ζήσει την υπόλοιπη
ζωή της σε ένα ερημητήριο, εντελώς απομονωμένη. Ο ηγούμενος Πατέρας Γκουαρντιάνο στον οποίο εμπιστεύεται την αλήθεια, την προειδοποιεί για τις δυσκολίες που θα έχει να αντιμετωπίσει και την οδηγεί σε μία σπηλιά όπου θα της φέρνει να τρώει ο ίδιος. Στο μεταξύ, στην Ιταλία, ο Αλβάρο, που πιστεύει ότι η Λεονόρα είναι νεκρή και έχει καταταγεί στον ισπανικό στρατό, συναντάει τον Κάρλο που, επίσης, έχει καταταγεί με άλλο όνομα και τον σώζει από την επίθεση δύο δολοφόνων. Συνδέονται με βαθιά φιλία χωρίς ο ένας να γνωρίζει ποιος είναι ο άλλος. Ο Αλβάρο τραυματίζεται βαριά στη μάχη και,
καθώς κινδυνεύει να πεθάνει, εμπιστεύεται στο φίλο του μία κασετίνα με γράμματα ζητώντας να του υποσχεθεί ότι, αν πεθάνει, θα τα κάψει χωρίς να τα διαβάσει. Ο Κάρλο κάτι υποψιάζεται και ανοίγει την κασετίνα όπου βρίσκει ένα πορτρέτο της αδελφής του. Οπότε καταλαβαίνει ποιος είναι ο φίλος του ο οποίος, τελικά, επιζεί. Όταν ο Αλβάρο συνέρχεται, μονομαχεί με τον Κάρλο που δεν ξεχνάει την εκδίκηση. Τους χωρίζουν και ο Αλβάρο αποφασίζει να κλειστεί σε μοναστήρι. Το μοναστήρι, όπου καταφεύγει ως πατήρ Ραφαήλ, είναι στην Ισπανία και είναι αυτό που κοντά του βρίσκεται το ερημητήριο της Λεονόρα. Ο Κάρλο που το μαθαίνει ορμάει εναντίον του και μονομαχούν. Ο Αλβάρο τον

τραυματίζει θανάσιμα και τρυπώνει στη σπηλιά της Λεονόρα. Εκεί οι δύο ερωτευμένοι αναγνωρίζονται. Εκείνη τρέχει στον λαβωμένο αδελφό της που, όμως, πριν ξεψυχήσει, τη μαχαιρώνει: η εκδίκηση ολοκληρώνεται. Ο Αλβάρο έχει τιμωρηθεί (Στην πρώτη εκδοχή του έργου ο Αλβάρο πέφτει σε έναν κοντινό γκρεμό και σκοτώνεται). Είναι «Η δύναμη του
πεπρωμένου» (1862) του Τζουζέπε Βέρντι. Το λιμπρέτο του Ιταλού  Φραντσέσκο Μαρία Πιάβε -βασισμένο στο έργο «Δον Αλβάρο ή Η δύναμη του πεπρωμένου» (1835) του ισπανού Άνχελ δε Σααβέδρα, 3ου δούκα του Ρίβας και με μία σκηνή προσαρμοσμένη από «Το στρατόπεδο του Βάλενστάιν» (1798), πρώτο έργο της τριλογίας «Βάλενστάιν» του Γερμανού Φρίντριχ φον Σίλερ- συναγωνίζεται το λιμπρέτο του Σαλβατόρε Καμαράνο για τον «Τροβατόρε»: απιθανότητες, κενά, ασυνέπειες, συμπτώσεις, 
συμπτώσεις, συμπτώσεις εξωφρενικές, εξηγήσεις τραβηγμένες από τα μαλλιά -ένα από τα χειρότερα λιμπρέτα που βρέθηκαν στα χέρια του Βέρντι. Και όμως, με τη μοναδική ικανότητά του, το μεταμόρφωσε σε μία όπερα πλήρη, πλούσια, που σφύζει από μελωδίες ενός ώριμου πια συνθέτη και με τα
καθοδηγητικά μοτίβα -λάιτ μοτίφ- να αναπτύσσονται. Ενώ, με αλλεπάλληλες αλλαγές και προσαρμογές, με αφορμή διάφορα μεταγενέστερα ανεβάσματά της, την εξέλιξε, με βασικότερη τη δεύτερη εκδοχή της (1869) στην οποία -με τη συνεργασία του Αντόνιο Γκισλαντσόνι στις προσθαφαιρέσεις και τροποποιήσεις του λιμπρέτου- πρόσθεσε την υπέροχη, ορμητική εισαγωγή που γνωρίζουμε και άλλαξε το φινάλε. Η Ροδούλα Γαϊτάνου που  ανέλαβε τη σκηνοθεσία έδωσε μία νοικοκυρεμένη αλλά συμβατική παράσταση, με κάποια ευρήματα καλού γούστου αλλά χωρίς εκπλήξεις: τοποθέτησε το έργο στον 20ο αιώνα με απόηχους από τους δύο Παγκόσμιους Πολέμους τονίζοντας το «πόλεμος πάντων πατήρ», ως το στοιχείο που επηρεάζει απολύτως τη ζωή των ηρώων. Αλλά δεν κατάφερε την υπέρβαση.
Όσο κι αν τη βοήθησε η αισθητική της παράστασης: τα σκηνικά (εκτός από τη σκηνή του δάσους με τους σταυρούς από σωλήνες νέον που μου θύμισε καμπαρέ…), υποβλητικά φωτισμένα -ζοφερά σκοτάδια- από τον Ιταλό Τζουζέπε ντι Ιόριο, του Γιώργου Σουγλίδη, τα κοστούμια του και τα βίντεο του Άγγλου Ντικ Στρέικερ που υπηρετούσαν τη σκηνοθετική άποψη. Χωρίς ιδιαίτερη έμπνευση η κινησιολογία της Δήμητρας Καστέλλου. Η παράσταση ενισχυόταν μουσικά από την καλή απόδοση της
Ορχήστρας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής υπό τον ιταλό αρχιμουσικό Πάολο Καρινιάνι και τη συμμετοχή της διδαγμένης από τον Αγαθάγγελο Γεωργακάτο  Χορωδίας της ΕΛΣ που ο ρόλος της είναι καίριος στη συγκεκριμένη όπερα. Ο αργεντινός τενόρος Μαρσέλο Πουέντε (Ντον Αλβάρο) νομίζω ότι ξεχώρισε στη διανομή -ζεστό φωνητικό μέταλλο και ισχυρή φωνή- ενώ ο βαρύτονος Δημήτρης Πλατανιάς (Ντον Κάρλο), αν και καθόλου πειστικός όταν δηλώνει «φοιτητής»…, τον συναγωνίστηκε. Ικανοποιητικός ο μπάσος Πέτρος Μαγουλάς (Μαρκίσιος του Καλατράβα και Ηγούμενος. Με ελλείψεις, υποκριτικές και φωνητικές, η λευκοροσίδα μέτζο Οξάνα Βόλκοβα  ως Πρετσιοζίλα (ένας 
ρόλος που μοιάζει στριμωγμένος στο έργο χωρίς ουσιαστικό λόγο) δεν με έπεισε. Βρήκα χωρίς υπερβάσεις και κάπως δύσκαμπτο τον μπασοβαρύτονο Γιάννη Γιαννίση (Αδελφός Μελιτόνε). Η ρουμάνα, στέλεχος της Λυρικής, σοπράνο Τσέλια Κοστέα (Λεονόρα), επίσης ηλικίας όχι ταιριαστής με το ρόλο, έχει πολλές δυνατότητες αλλά η φωνή της
μοιάζει να έχει  κάπως στεγνώσει. Η μέτζο  Ιωάννα-Βασιλική Κοράκη (Κούρα), ο μπασοβαρύτονος Γιώργος Παπαδημητρίου (Δήμαρχος), ο τενόρος Γιάννης Καλύβας (Μάστρο-Τραμπούκο) και ο ρόσος βαρύτονος Μαξίμ Κλονόφσκι (Χειρουργός) βοήθησαν κατά τις δυνάμεις τους. Μία παράσταση χωρίς εξάρσεις αλλά όχι και χωρίς ενδιαφέρον (Φωτογραφίες: 1 Valeria Isaeva, 2, 7, 8, 13 Andreas Simopoulos, 3, 4, 5, 6, 9, 10, 11, 12 Giannis Antonoglou).

(Καλοφτιαγμένο το -δίγλωσσο, ελληνικά και αγγλικά- έντυπο πρόγραμμα της παράστασης -υπεύθυνη έκδοσης Σοφία Κομποτιάτη. Βρίσκω, πάντως, μάλλον περιττή τη συνέντευξη με τον/την σκηνοθέτη/-τρια, που τελευταία έχει καθιερωθεί. Ό,τι σκέφτεται για την παράσταση είναι προτιμότερο να τα εκθέτει στη σκηνή παρά να τα περιγράφει).

Εθνική Λυρική Σκηνή / Αίθουσα «Σταύρος Νιάρχος», Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος», 2 Φεβρουαρίου 2025. 

February 9, 2025

Στο Φτερό / Δεν είδε τον Πάπα, τον Πάπα, τον Πάπα...

 
«Θέλω να δω τον Πάπα» του Θεόφραστου Σακελλαρίδη, λιμπρέτο (Ενεκέν) Θεόφραστος Σακελλαρίδης / Μουσική διεύθυνση: Νίκος Βασιλείου. Σκηνοθεσία: Νατάσα Τριανταφύλλη.
 

Ξεπερασμένο είδος η ελληνική οπερέτα. Τα λιμπρέτα της ακούγονται αφελή. Τα αστεία της, παιδαριώδη. Οι μουσικές της είναι μόνο που την απογειώνουν. Και είναι αρκετές  οπερέτες που, λόγω της μουσικής τους, απογειώνονται.  Με  

πρώτες τις οπερέτες του Θεόφραστου Σακελλαρίδη. Τα τελευταία χρόνια υπάρχει μία τάση επανανακάλυψης και επανεκτίμησης των έργων αυτών. Από καλλιτέχνες και θεωρητικούς που ενδιαφέρονται, υποστηρίζουν 
την αναβίωση και αποκαθιστούν τα χαμένα ή λανθάνοντα ή αφημένα στη φθορά έργα. Πιο πρόσφατη περίπτωση, η οπερέτα του Θεόφραστου Σακελλαρίδη «Θέλω να δω τον Πάπα» (1920): ένα νιόπαντρο ζευγάρι, η Άννα και ο Αδριανός, ξεκινάει για ταξίδι του μέλιτος στην Ιταλία αλλά η επιμονή της συζύγου «να δει τον Πάπα», αίτημα που ο σύζυγος αρνείται κατηγορηματικά να ικανοποιήσει, οδηγεί στη ρήξη στην οποία, όταν οι
νεόνυμφοι επιστρέφουν, εμπλέκονται τα σόγια και η Ρίτα, μία «ελευθερίων ηθών» καμπαρετζού, ρήξη, πάντως, που καταλήγει σε επαναπροσέγγιση του ζευγαριού και σε λύση του… προβλήματος. Χωρίς Πάπα… Η οπερέτα για να αναβιώσει και να σταθεί σήμερα, θέλει πολλή δουλειά: δραματουργική και σκηνοθετική. Και ηθοποιούς-τραγουδιστές με ιδιαίτερες ικανότητες. Εδώ, τη
σκηνοθεσία υπογράφει η Νατάσα Τριανταφύλλη, με την ‘Ελενα Τριανταφυλλοπούλου να έχει αναλάβει τη δραματουργική επεξεργασία και τη διασκευή του λιμπρέτου που έχει γράψει ο ίδιος ο Σακελλαρίδης, βασισμένος στη φάρσα του Γάλου Μορίς Ενεκέν «Οικιακές χαρές (1894). Δεν ξέρω, βέβαια, το πρωτότυπο λιμπρέτο αλλά το κείμενο ρέει,
σκοντάφτει μόνο σε κάποιες παρεμβάσεις ή κάποιες προσθήκες δια στόματος του υπηρέτη Δημοσθένη, που προσπαθούν, εις μάτην, να προσδώσουν κύρος και βάρος στο ανάλαφρο εργάκι. Η
Νατάσα Τριανταφύλλη έχει δώσει ελαφράδα και καλούς ρυθμούς στο παραστασιακό αποτέλεσμα με μία συμβατική παράσταση. Η απορία μου είναι πώς και δεν εκμεταλλεύτηκε τα «σόκιν» υπονοούμενα του έργου, που ξεκινούν από τον τίτλο του. Η «ταυτότητα» του «Πάπα» νομίζω πως εύκολα ανιχνεύεται, όταν, μάλιστα, δίνεται η πληροφορία πως σε κάποιο από τα σωζόμενα χειρόγραφά του Σακελλαρίδη υπάρχει η διόρθωση του «θέλω να δω τον Πάπα» σε
«θέλω να δω το μουσουργό Πουτσίνι»… Την παράσταση δεν βοηθούν οι μάλλον αφελείς χορογραφίες (υπεύθυνη κινησιολογίας Δήμητρα Μητροπούλου) ούτε τα φωτισμένα από τον Χρήστο Τζιόγκα άχρωμα σκηνικά της Τίνας Τζόκα, που η μετακίνησή τους καμία αίσθηση αλλαγής δεν δημιουργεί, όχι όμως και τα
καλόγουστα κοστούμια της. Μουσικά η παράσταση έχει την κεφάτη υποστήριξη του Νίκου Βασιλείου που διευθύνει με νεύρο, επιτυχώς ένα μικρό σύνολο μουσικών για το οποίο ο Γιάννης Μπελώνης προσάρμοσε την αποκατάσταση της ενορχήστρωσης που την έκανε ο ίδιος. Η διανομή έχει τα υπέρ της -η εγνωσμένης υποκριτικής δεινότητας σοπράνο Τζούλια Σουγλάκου (Κυρία Λατρούδη, μητέρα της Άννας), η καλλίφωνη σοπράνο Χρύσα Μαλιαμάνη (Άννα), ο πολύ καλός, με ταιριαστή «προπολεμική» φιγούρα, τενόρος Νικόλας Μαραζιώτης (Αδριανός), ο ηθοποιός Αντώνης Κυριακάκης,πολύ άνετος υποκριτικά και με χιούμορ Υπηρέτης Δημοσθένης, ενώ ο μαέστρος Νίκος Βασιλείου με άνεση συμμετέχει και στη διανομή με τις λίγες
ατάκες του Ενωμοτάρχη. Ο βαρύτονος Βαγγέλης Μανιάτης (Λατσούδης, πατέρας της Άννας) και, κυρίως, ο τενόρος Δημήτρης Σιγαλός (Βαρονάς, θείος του Αδριανού) δυστυχώς κινούνται σε υποκριτικό επίπεδο μαθητικής παράστασης. Αφήνω τελευταία τη μέτζο Μαρισία Παπαλεξίου. Λυγερή, σέξι, τραγανή, με υπέροχη κίνηση και εξαιρετικό χορό, με πολύ καλή φωνή και με υψηλό υποκριτικό επίπεδο -πολυτάλαντη-, κλέβει, «νόμιμα», χωρίς τερτίπια, την παράσταση, τέλεια ως Αρτίστα

Ρίτα. Νομίζω πως η Λυρική πρέπει να την αξιοποιήσει περισσότερο (Φωτογραφίες: Βαλέρια Ισάεβα).

(Πολύ καλό το δίγλωσσο -ελληνικά και αγγλικά- στα βασικά έντυπο πρόγραμμα της παράστασης -υπεύθυνος έκδοσης και επιμέλεια ύλης Χαράλαμπος Γωγιός, συνεργάτιδα Μαρία Κακογιάννη. Εξαιρετικά διαφωτιστικό το κείμενο του Αλέξανδρου Ευκλείδη. Μου έλειψαν οι ελληνικοί υπέρτιτλοι στην παράσταση).

Εθνική Λυρική Σκηνή / «Εναλλακτική Σκηνή», Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος», 7 Φεβρουαρίου 2025.