November 20, 2024

Η κακιά η ώρα του Ισραέλ Γκαλβάν

 
Το Τέταρτο Κουδούνι / Τέτοιες Μέρες, Τέτοια Λόγια… 240 
 
 Είχα πάει να δω στην Λυρική Σκηνή την «Λέδη Μάκμπετ του Μτσενσκ» του Ντμίτρι Σοστακόβιτς το 2019 (σεζόν 2018/2019) με μεγάλη περιέργεια  Γιατί τη σκηνοθεσία είχε αναλάβει η κινηματογραφική Φανί Αρντάν. Κι είχα μεγάλη απορία αλλά και καχυποψία: γιατί άρχισε να σκηνοθετεί όπερα και γιατί διάλεξε το συγκεκριμένο έργο; Η παράσταση όχι απλώς με καθησύχασε. Ενθουσιάστηκα. Την ξαναείδα στην αναβίωσή της το 2023 -πέρσι, σεζόν 2023/2024- και δεν άλλαξα γνώμη.
Γι αυτό και δεν πήγαινα μαγκωμένος φέτος. Που η Φανί Αρντάν επανήλθε. Στην Λυρική. Για να σκηνοθετήσει και πάλι μια ρόσικη όπερα: τη μονόπρακτη «Αλέκο» του Σεργκέι Ραχμάνινοφ που παρουσιάστηκε στην Αίθουσα «Σταύρος Νιάρχος» σε δίπτυχο μαζί με τη θυελλώδη, επίσης μονόπρακτη,  όπερα  «Ο πύργος του  Κυανοπώγωνα» του Μπέλα Μπάρτοκ, σε αναβίωση της περσινής (2023/2024) σκηνοθεσίας του Θέμελη Γλυνάτση. 
Δυστυχώς αυτή τη φορά έπεσα έξω. Αδύναμο το τσιγγάνικης υποθέσεως έργο αλλά κι η Φανί Αρντάν φέτος δεν τα κατάφερε, κατά τη γνώμη μου. Κι η ευθύνη δεν είναι τόσο δική της, όσο της ενδυματολόγου-της Καταρζίνα Λεβίνσκα και, κυρίως, των χορογραφιών που καταλάμβαναν περισσότερη απ’ τη μισή διάρκεια της παράστασης: αφελείς έως παιδαριώδεις, κακόγουστες, μάταια χοροπηδητά κι ένα μπαλέτο σε άθλια φόρμα… Θυμήθηκα κάτι ανάλογες «εξωτικές» χορογραφίες στο «Δελφινάριο». Με πολύ καλύτερο μπαλέτο. Κι αποτέλεσμα.
Δεν είχα προλάβει να διαβάσω το πρόγραμμα και τους συντελεστές πριν απ’ την παράσταση. Στο διάλειμμα είδα τ’ όνομα του χορογράφου: Ισραέλ Γκαλβάν! Κι έμεινα ενεός -τυφλώθηκα.... Ο εξαιρετικός, ο πολυβραβευμένος ισπανός χορογράφος! Σε τόσο κακή στιγμή βρέθηκε; Ή δεν πολυενδιαφέρθηκε; 
Ο βαρύτονος Τάσης Χριστογιαννόπουλος στον επώνυμο ρόλο κάπως έσωσε το πράγμα. Κι η Ορχήστρα της Εθνικής Λυρικής Σκηνής που ο Ιταλός Φαμπρίτσιο Βεντούρα οδήγησε σωστά, ειδικά στον Μπάρτοκ.
Σίγουρα, πάντως, το δεύτερο μέρος του δίπτυχου δεν ήταν απλώς καλύτερο αλλά σαφώς η παράσταση του Θέμελη Γλυνάτση, με το σούπερ σκηνικό του Λέσλι Τράβερς, ήταν, φέτος, κατά πολύ βελτιωμένη.

Στο Φτερό / Όταν ο έρωτας μουτζώνει τους κανόνες

 

«Το σχολείο των γυναικών» του Μολιέρου / Σκηνοθεσία: Αλέξανδρος Μυλωνάς.
 


Ο ώριμος Αρνόλφος έχει παγιωμένες απόψεις για τις γυναίκες, για το γάμο, για τις άπιστες συζύγους. Τρέμει την εις βάρος του μοιχεία. Γι αυτό και, έως τώρα, έχει μείνει ανύπαντρος. Το ιδανικό γι αυτόν θα ήταν μία σύζυγος που θα είχε παραμείνει απομονωμένη από το κοινωνικό περιβάλλον και τους
«πειρασμούς» του μέχρι το γάμο της. Και αποπειράται να το εφαρμόσει: αναλαμβάνει την κηδεμονία της τετράχρονης Αγνής που την κλείνει σε μοναστήρι, δίνει αυστηρές οδηγίες για την ανατροφή της και, όταν εκείνη γίνεται 17 χρόνων, την παίρνει και, περιμένοντας την ενηλικίωσή της για να την παντρευτεί, ουσιαστικά, τη φυλακίζει, μαζί με ένα ζευγάρι υπηρετών, στο σπίτι 
που κρατάει με το επίθετο -για να αφήνει μία αίσθηση αριστοκρατικότητας...- Κύριος Ντε Λα Σους, όπου της διδάσκει τα σκληρά καθήκοντα μιας παντρεμένης γυναίκας και τους κανόνες που πρέπει η Αγνή να τηρεί.  Όμως άλλαι αι βουλαί ανθρώπων άλλα δε φύση και έρως κελεύουν… Ο νεαρός Οράτιος, γιος του Ορόντ, φίλου του Αρνόλφου, βλέπει την Αγνή, την ερωτεύεται, τρυπώνει στο σπίτι, όταν ο κηδεμόνας της «Κύριος ντε Λα Σους» απουσιάζει, 
τον ερωτεύεται και εκείνη και κάνουν σχέδια. Ο αφελής Οράτιος, όταν συναντάει τον Αρνόλφο, για τον οποίο δεν ξέρει ότι είναι ο Κύριος ντε Λα Σους, του εξομολογείται τον έρωτα του με το κορίτσι, οπότε ο εμβρόντητος Αρνόλφος
αρχίζει να παίρνει τα μέτρα του για να τον αποκλείσει από το σπίτι του και να τους χωρίσει. Εμφανίζεται, όμως, και ο Ορόντ, ο πατέρας του Οράτιου, με το φίλο-του Ανρίκ που έλειπε για χρόνια στην Αμερική. Έχουν συμφωνήσει να παντρέψουν -άλλο εμπόδιο για τους δύο νέους- τον Οράτιο με την κόρη του Ανρίκ. Όπου αποκαλύπτεται, όμως, ότι κόρη του Ανρίκ είναι η
Αγνή. Οι δύο ερωτευμένοι σμίγουν επίσημα πια, με την ευλογία των πατεράδων τους, και ο Αρνόλφος, που το σχέδιό του, όπως είχε προβλέψει ο φίλος του Κριζάλντ ο οποίος τον συμβούλευε να μην το εφαρμόσει, ναυάγησε, τρώει, απογοητευμένος, τη χυλόπιτα. Είναι «Το σχολείο γυναικών» (1662) του Μολιέρου, το πρώτο έργο του που ωθεί σε μία στροφή όχι μόνο το θέατρό του αλλά και το θέατρο της 
εποχής: ο Μολιέρος γράφει ένα πυκνό, έμμετρο έργο, με γερή αίσθηση της δραματικής οικονομίας, με άψογο κειμενικό ρυθμό, μία κωμωδία με καλογραμμένους χαρακτήρες μολονότι η κληρονομιά της κομέντια ντελ άρτε είναι ακόμα αισθητή. Εκείνο, όμως, που, χωρίς να χάνεται η ποίηση, 
κυριαρχεί είναι η δηλητηριώδης αλλά έξυπνα εγχυμένη στο έργο σάτιρα της κοινωνίας της εποχής του -και κατ’ επέκταση της Εκκλησίας- και της υποκρισίας της, των απόψεών της για τη θέση της γυναίκας και για το γάμο  Γι αυτό και «Το σχολείο γυναικών» ξεσήκωσε πολεμική κατά του συγγραφέα που απάντησε στους κατηγόρους και συκοφάντες του, από σκηνής, με τα δύο επόμενα έργα του -«Η κριτική του Σχολείου
γυναικών» και «Ο αυτοσχεδιασμός των Βερσαλιών». Ο Αλέξανδρος Μυλωνάς ως σκηνοθέτης -με συνεργάτιδα την Κατερίνα Φωτιάδη που επιμελήθηκε και την κίνηση στην οποία, εν πολλοίς, η παράσταση οφείλει τους εξαιρετικούς
ρυθμούς της, και με δραματολόγο την Εύα Σαραγά- δεν χρειάστηκε να αποδομήσει το έργο, να το περικόψει, να το κακοποιήσει, να προσθέσει κείμενα, να το διανθίσει με βρισιές, να βάλει γυμνά για να μας δείξει τη διαχρονικότητά του: οι θέσεις για την υποταγή της γυναίκας στο σύζυγο και στα, εκ του γάμου εκπορευόμενα, «καθήκοντά» της συνεχίζουν, παρά τα όσα μεσολάβησαν στους πάνω από τρεισήμισι αιώνες που κύλησαν, να έχουν ακλόνητους θιασώτες -το βλέπουμε γύρω μας καθημερινά...
Και αυτό είναι αυταπόδεικτο μέσα από το ίδιο το κείμενο του Μολιέρου. Του άρκεσε μόνο -έξυπνο εύρημα!- να βάλει επί σκηνής, ανάμεσα στα πρόσωπα του έργου με τα περίπου σύγχρονα κοστούμια, μία «Κυρία της Αυλής». Με κοστούμι εποχής Λουδοβίκου ΙΔ΄ -της εποχής του έργου. Να κινείται εύγλωττα βουβή. Αυτό τα έλεγε όλα: ότι πολλά, μεν, έχουν αλλάξει από τότε, αλλά και πάρα πολλά έχουν μείνει ίδια. Ο Αλέξανδρος Μυλωνάς επέλεξε για την παράσταση την υπέροχη, έμμετρη -και γι αυτό αξεπέραστη-
λιτή μετάφραση της Χρύσας Προκοπάκη και κατάφερε να διδάξει τους ηθοποιούς του να μην την «τραγουδούν». Το φινετσάτο σκηνικό -ένα σπίτι-κλουβί- που σχεδίασαν ο Λουκάς Μπάκας και η Φιλάνθη Μπουγάτσου, φωτισμένο έξοχα από την Βαλεντίνα Ταμιωλάκη, τα χαρούμενα, φωτεινά, σε μεθυστικά χρώματα κοστούμια του Άγγελου Μέντη, που σου ανοίγουν
την καρδιά, και οι, αρμονικά δεμένες με τα επί σκηνής δρώμενα, μουσικές του Θοδωρή Οικονόμου, παιγμένες ζωντανά από πέντε μουσικούς, δίνουν κύρος αλλά και ελαφράδα στην παράσταση. Που τη στηρίζει μία πολύ καλή διανομή: η Ελίνα Ρίζου (Αγνή) -έστω και αν δεν είναι το φιζίκ της 
απολύτως ταιριαστό με το ρόλο-, ο Αινείας Τσαμάτης (χαριτωμένος Οράτιος), το σπιρτόζο ζευγάρι των υπηρετών -Αλέν (Στέλιος Ιακωβίδης) και Ζορζέτ (Κατερίνα Πατσιάνη), ζουμεροί ηθοποιοί και οι δύο-, ο Λαέρτης Μαλκότσης (Κριζάλντ), ο Γιώργος Τζαβάρας (Ορόντ και Συμβολαιογράφος), ο Δρόσος Σκώτης (Ανρίκ) δίνουν το καλύτερό τους. Εκφραστική στη σιωπή της, η Μάγδα Καυκούλα (Κυρία της Αυλής). Πρώτη φορά βλέπω τον Γιάννη Μπέζο τόσο ενεργό στη σκηνή. Με εξαιρετικό τάιμινγκ και το δικό του, προσωπικό χιούμορ βγάζει υπαινικτικά, χωρίς να το εκβιάσει, γέλιο, δημιουργώντας, αν όχι τον καλύτερο, έναν από τους καλύτερους ρόλους του. Και στο φινάλε στάζει μία συγκινητική πίκρα για την «ήττα» του. Μία παράσταση που
κάποιοι, ίσως, δεν τη θεωρήσουν αρκετά «τολμηρή» αλλά είναι διακριτικά ιλαρή και απολαυστική (Φωτογραφίες: Χρήστος Συμεωνίδης).

(Πολύ καλοφτιαγμένο το έντυπο πρόγραμμα της παράστασης -υπεύθυνη Μαρία Καρανάνου, επιμέλεια ύλης Εύα Σαραγά)-, προχωράει μεθοδικά από τα ειδικά του έργου στα γενικά).

Θέατρο «Rex» / Σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη», Εθνικό Θέατρο, 13 Νοεμβρίου 2024.

November 15, 2024

Ντον Μπαζίλιο = Σταμπόγλης


 

Το Τέταρτο Κουδούνι / Τέτοιες Μέρες, Τέτοια Λόγια… 239

Όχι πολύ ψαγμένη στις λεπτομέρειες βρήκα την παράσταση του «Κουρέα της Σεβίλης» του Τζοακίνο Ροσίνι που τη σκηνοθεσία του υπέγραφαν ο Βασίλης Παπαβασιλείου κι η Νικολέτα Φιλόσογλου. Και που είδα στο «Ολύμπια Δημοτικό Μουσικό Θέατρο Μαρία Κάλλας» (πολύ μακροσκελής ο τίτλος...).
Μουσικά, πάντως, το ροσίνειο αριστούργημα ήταν μάλλον καλότυχο. Ο Γιώργος Ζιάβρας διηύθυνε την Συμφωνική Ορχήστρα του Δήμου Αθηναίων με κέφι και οίστρο ενώ κι η διανομή ήταν, σε γενικές γραμμές, ικανοποιητική. Δεν μπορώ, όμως, να μην ξεχωρίσω την Ροζίνα που τραγούδησε -και έπαιξε, αν και ο ρόλος δεν της ταίριαζε κουτί-, η μέτζο Άρτεμις
Μπόγρη η οποία ξέρει να στέκεται στη σκηνή και να μην τραγουδάει απλώς αλλά και να ερμηνεύει. Και τον υπέροχο Ντον Μπαζίλιο του μπάσου Χριστόφορου Σταμπόγλη: φωνή μεστή, ώριμη, που ο χρόνος τίποτα δεν της έχει αφαιρέσει αλλά, αντίθετα, της πρόσθεσε και υποκριτική που ο μπάσος κατέκτησε με τα χρόνια και την οποία έχει την ικανότητα να χρωματίζει μ’ ένα απολαυστικό χιούμορ -ταυτισμένος με το ρόλο!
(Μεταξύ μας: το άβολο αυτό θέατρο καθόλου δεν το ’χω νοσταλγήσει, όπως διαβάζω πολλούς να γράφουν… Τι να νοσταλγήσω: τα φοιτητικά εισιτήρια μηδενικής ορατότητας στο Β΄ θεωρείο, τις ασφυκτικά στημένες σειρές των καθισμάτων όπου, αναγκαστικά, σε τσαλαπατούν για να περάσουν ή τσαλαπατάς για να περάσεις, τη μυρωδιά στις τουαλέτες, τις επί χρόνια ξεκολλημένες ταπετσαρίες στους τοίχους της αίθουσας, τις παραστάσεις που ασφυκτιούσαν σ’ αυτή τη σκηνή;… Ε, όχι). (Φωτογραφίες: Κωνσταντίνος Σφυρίδας και Jay Raissis).

November 8, 2024

Ένα τανκ, τότε, σαν σήμερα…

 
Το Τέταρτο Κουδούνι / Τέτοιες Μέρες, Τέτοια Λόγια… 238 
 
Είδα την παράστασή την περσινή σεζόν. Στο «Θέατρο Τέχνης Κάρολος Κουν» της Φρυνίχου. Ήταν οι πρώτοι που ’καναν θέατρο για την Νύχτα του Πολυτεχνείου. Πέρσι που ’κλειναν 50 χρόνια ακριβώς. Η ομάδα «RMS Mataroa». Τρεις νέοι ηθοποιοί. Οι οποίοι έπαιζαν αλλά υπέγραφαν και τη δραματουργία ως ομάδα, βασισμένοι στο πολύτιμο βιβλίο «Όλη νύχτα εδώ», με προφορικές μαρτυρίες και μνήμες πολλών πρωταγωνιστών των γεγονότων, γνωστών ή και αφανών, τις οποίες έχει καταγράψει και επιμεληθεί ο ιστορικός Ιάσονας Χανδρινός.
Ο Μάνος Βαβαδάκης -που υπέγραφε τη σκηνοθεσία-, μαζί με την Κατερίνα Παπανδρέου και την Κατερίνα Πατσιάνη, μέσα απ’ τις μαρτυρίες αυτές αλλά κι από αρχειακό υλικό, μέσα από τραγούδια της εποχής και βίντεο, συνέθεσαν την παράσταση αυτή με τον τίτλο «Τανκ/Όλη νύχτα εδώ», με σεβασμό, συγκίνηση, χωρίς να αγιοποιούν, χωρίς να κρύβουν λάθη και στραβά, προσπαθώντας ν’ αναβιώσουν τη φοβερή εκείνη νύχτα που ’γραψε ιστορία, έστω κι αν η Ιστορία 
την παραμόρφωσε. 
Η παράσταση, στην οποία, ως λάιτ μοτίφ, αμείλικτα επανέρχονται οι φράσεις «Παππού, τι έκανες στη Χούντα;» και «Εσύ θυμάσαι που ήσουν στις 17 Νοέμβρη του ‘73;», για πολλούς λόγους, με συγκίνησε όσο λίγες την περσινή σεζόν. Κι είχα τύψεις που, για διάφορα προσωπικά θέματα, δεν κατάφερα κάτι να γράψω, όπως και για κάποιες άλλες που πολύ μου άρεσαν. Να, λοιπόν, η ευκαιρία!  
Το «Τανκ / Όλη νύχτα εδώ», όπως είναι ο τίτλος της παράστασης που απευθύνεται σε θεατές άνω των 12 ετών και που -ευτυχώς!- παρουσιάζεται, τα πρωινά, σε ομάδες μαθητών γυμνασίων και λυκείων, πρόσφατα, μάλιστα, τιμήθηκε με το Βραβείο Επιτελεστικών Τεχνών απ’ την Ελληνική Ένωση Κριτικών Θεάτρου και Παραστατικών Τεχνών, μ’ αφορμή την επέτειο του Πολυτεχνείου -την 51η πια- θα παιχτεί εκτάκτως στη  Σκηνή της οδού Φρυνίχου του «Θεάτρου Τέχνης», απ’ την ομάδα «RMS Mataroa», ανήμερα της επετείου, την Κυριακή 17 Νοεμβρίου, στις 12 το μεσημέρι, ενώ θ’ ακολουθήσει συζήτηση με τους συντελεστές.
Στη φετινή παράσταση παίζουν, εκτός απ’ το σκηνοθέτη Μάνο Βαβαδάκη, η Κατερίνα Ζησούδη κι η Ειρήνη Μακρή. Η σκηνογραφία είναι της Μαρίνας Νικητοπούλου, οι φωτισμοί της Μαριέττας Παυλάκη και βοηθοί σκηνοθέτη η Ειρήνη Μπαζάνη κι ο Κωνσταντίνος Τριαντακωνσταντής (Φωτογραφίες: Φώτης Σκουρλέτης).

October 28, 2024

Κουλουμπής αλλά και Δημήτριεφ

 
Το Τέταρτο Κουδούνι / Τέτοιες Μέρες, Τέτοια Λόγια… 237

Τον θυμάμαι απ’ το 1969. Όταν τον πρωτοείδα. Παπαγκένο. Στον «Μαγικό αυλό» του Μότσαρτ. Με την Λυρική, στο «Ολύμπια». Υπέροχος Παπαγκένο. Φωνητικά και σκηνικά. Ναι, σκηνικά, υποκριτικά. Γιατί ο Ανδρέας Κουλουμπής που έφυγε απ τη ζωή στις 24 Οκτωβρίου ήταν και πολύ καλός ηθοποιός -είδος σπάνιο και τότε στον κόσμο του λυρικού θεάτρου. Που λάμπρυνε, για πολλά χρόνια -δεκαετίες- την Λυρική Σκηνή με τις ερμηνείες του -και τι δεν έπαιξε! Ας είναι αναπαυμένος.
Ο Ανδρέας Κουλουμπής ήταν κι ο Ψάλτης στο «λαϊκό ορατόριο», όπως το χαρακτήρισε ο συνθέτης του, «Άξιον εστί» του Μίκη Θεοδωράκη,
πάνω στην ποιητική σύνθεση του Οδυσσέα Ελύτη. Αλλά απ’ το 1977 έως το 2009. Δεν ήταν ο πρώτος που τραγούδησε το μέρος του Ψάλτη. Πρώτος, απ’ την πρώτη ηχογράφηση του έργου σε LP δίσκο το 1964 αλλά κι απ’ την πρώτη ζωντανή παρουσίασή του σε συναυλία στο «Rex / Κοτοπούλη», την ίδια
επίσης χρονιά, ήταν ο ηθοποιός (για δεκαετίες στο Εθνικό) και τραγουδιστής -βαρύτονος- Θεόδωρος Δημήτριεφ. 
 
Που πέθανε το 2016 σε ηλικία 87 ετών. Ας τον θυμηθούμε.

Στο Φτερό / Δύο εις σάρκα μίαν ή Όπου το θύμα υποχρεώνεται να γίνει θύτης

 

«Ιφιγένεια εν Αυλίδι»/«Ιφιγένεια εν Ταύροις» του Κρίστοφ Βίλιμπαλντ Γκλουκ, λιμπρέτο «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» (Ρασίν, Ευριπίδης) Μαρί Φρανσουά Λουί Γκαν Λε Μπλαν, Διοικητής του Ρουλέ / «Ιφιγένεια εν Ταύροις» (Γκιμόν ντε λα Τους, Ευριπίδης) Νικολά Φρανσουά Γκιγιάρ / Μουσική διεύθυνση: Μίχαελ Χόφστέτερ. Σκηνοθεσία: Ντμίτρι Τσερνιάκοφ.

 

Η έφηβη Ιφιγένεια, κόρη του βασιλιά των Μυκηνών Αγαμέμνονα, αρχιστράτηγου των Ελλήνων στην εκστρατεία που ετοιμάζουν κατά της Τροίας, και της Κλυταιμνήστρας, γίνεται αντικείμενο έριδας: ο μάντης Κάλχας μεταφέρει ότι η θεά Άρτεμις ζητάει από τον Αγαμέμνονα που την πρόσβαλε 

να θυσιάσει στο βωμό της την κόρη του και ότι μόνον έτσι θα σηκώσει ευνοϊκούς ανέμους για να αποπλεύσει ο στόλος των Αχαιών που έχει καθηλωθεί στην Αυλίδα. Στο μεταξύ η Ιφιγένεια, αγνοώντας τα πάντα, φτάνει με τη μητέρα της στο στρατόπεδο την Ελλήνων για να παντρευτεί, όπως είχε

συμφωνηθεί, με τον Αχιλλέα. Ο Αγαμέμνων προσπαθεί να τη γλυτώσει στέλνοντάς την πίσω στις Μυκήνες με την πρόφαση ότι ο Αχιλλέας έχει δώσει αλλού την καρδιά του. Όταν εκείνος το μαθαίνει, το διαψεύδει, ζητάει εκδίκηση και πείθει την Ιφιγένεια και την Κλυταιμνήστρα ότι ο γάμος θα γίνει. Τα ελληνικά πληρώματα, όμως, ξεσηκώνονται. Το μυστικό για τη θυσία που ο Αγαμέμνων κρατούσε επτασφράγιστο φανερώνεται. Ο αρχιστράτηγος υποκύπτει, όταν μάλιστα και η Ιφιγένεια συγκατανεύει στη θυσία της για χάρη της πατρίδας. Ο Αχιλλέας, με την υποκίνηση της Κλυταιμνήστρας, ξεσηκώνεται. Γίνεται σύγκρουση. Όμως, τελικά, η Άρτεμις δίνει άφεση: η Ιφιγένεια δεν χρειάζεται να θυσιαστεί. Αρκεί να παντρευτεί με

τον Αχιλλέα. Αυτή είναι η «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» (1774), η γαλόφωνη «τραγωδία-όπερα», όπως την έχει χαρακτηρίσει ο συνθέτης της, του Βοϊμού αλλά εγκατεστημένου, τότε πια, στην Γαλία Κρίστοφ Βίλιμπαλντ Γκλουκ. Ο Γκλουκ, χρησιμοποιώντας το καλά δεμένο λιμπρέτο του Μαρί Φρανσουά Λουί Γκαν Λε Μπλαν, Διοικητή του Ρουλέ -ο οποίος βασίστηκε στην τραγωδία «Ιφιγένεια» του Ζαν Ρασίν που, με τη σειρά του, αντλεί από την τραγωδία του

Ευριπίδη «Ιφιγένεια η εν Αυλίδι»-, αφήνει πίσω του το ξεπερασμένο, πια, στατικό μπαρόκ και ανοίγει την αυλαία της κλασικής περιόδου η οποία δίνει έμφαση στο κείμενο με τη μουσική να το αναδεικνύει. Τον ίδιο δρόμο και με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση ο Γκλουκ ακολουθεί στη «Ιφιγένεια εν Ταύροις» (1779) -την οποία χαρακτηρίζει «λυρική τραγωδία»- και που καθόλου δεν τη συνέθεσε ως «σίκουελ» της «Ιφιγένειας εν Αυλίδι». Με οδηγό το επίσης αξιόλογο -ίσως και καλύτερο- λιμπρέτο

του Νικολά Φρανσουά Γκιγιάρ -επίσης γαλόφωνο, βασισμένο στην ομώνυμη τραγωδία του Γκιμόν ντε λα Τους, η οποία, και αυτή, αντλεί από την ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη-, ο Γκλουκ ξαναβρίσκει την Ιφιγένεια, είκοσι χρόνια μετά, στη Χώρα των Σκυθών -των Ταύρων-, όπου την έφερε η Άρτεμις για να λειτουργεί ως πρωθιέρεια στο ναό της. Επιφορτισμένη από το βασιλιά τους, τον Θόαντα, να σκοτώνει τους ξένους που θα βρεθούν στη χώρα, γιατί υπάρχει χρησμός ότι κάποιος ξένος θα τον σκοτώσει. Στην Σκυθία ξεβράζονται 
ναυαγοί ο Ορέστης που η Ιφιγένεια δεν αναγνωρίζει, όπως και εκείνος την αδελφή του, και ο φίλος του Πυλάδης, με την αποστολή να φέρουν πίσω στην Ελλάδα το άγαλμα της Αρτέμιδος. Η Ιφιγένεια δεν θέλει -είναι Έλληνες, συμπατριώτες της και μάλιστα από τις Μυκήνες- αλλά πρέπει να τους σκοτώσει. Απλώς, επιτρέπει στον εαυτό της να αφήσει τον ένα να ζήσει και να γυρίσει στην πατρίδα. Αφού οι δύο φίλοι φιλονικούν από
αγάπη ποιος θα είναι το θύμα, καθώς ο καθένας τους θέλει να γλυτώσει τον άλλο και όχι τον εαυτό του, ο κλήρος πέφτει στον Πυλάδη που αναλαμβάνει, όταν ο Ορέστης, που οι τύψεις τον κατατρύχουν για το φόνο της μάνας του, αποκαλύπτει στην Ιφιγένεια, χωρίς, όμως, να της φανερώσει την ταυτότητά του, ότι η Κλυταιμνήστρα σκότωσε τον πατέρα τους Αγαμέμνονα και ότι ο αδελφός της Ορέστης τον εκδικήθηκε σκοτώνοντάς την, να πάει γράμμα
της στις Μυκήνες, στην επιζώσα αδελφή τους Ηλέκτρα. Ενώ ετοιμάζουν τον Ορέστη για να τον σκοτώσει η Ιφιγένεια, εκείνος φανερώνει ποιος είναι. Τα δύο αδέλφια σμίγουν. Ο Θόας, όμως, απειλεί την Ιφιγένεια ότι θα τη θανατώσει επειδή αψήφησε την εντολή του να σκοτώσει και τους δύο. Αλλά ο Πυλάδης επανεμφανίζεται με ελληνικές ενισχύσεις και σκοτώνουν εκείνοι τον Θόαντα. Η Άρτεμις που
εμφανίζεται δίνει, τελικά, στον Ορέστη άφεση για τη μητροκτονία και τα δύο αδέλφια ξανασμίγουν για να γυρίσουν στην Ελλάδα, μαζί με τον Πυλάδη και το άγαλμα της θεάς. Ο Γκλουκ έχει γράψει μία όπερα αυστηρή, μετρημένη, χωρίς μελοδραματισμούς, που προσπαθεί να είναι κοντά στην
αρχαία ελληνική τραγωδία -«λυρική τραγωδία» την έχει χαρακτηρίσει. Ο ρόσος σκηνοθέτης Ντμίτρι Τσερνιάκοφ είχε μία καρποφόρα ιδέα: να σμίξει τις δύο όπερες σε μία παράσταση, με ένα μεγάλο διάλειμμα ανάμεσά τους (πρεμιέρα Ιούλιος 2024, Φεστιβάλ Εξ-αν-Προβάνς). Τις έχει φέρει σε μία σύγχρονη αλλά όχι συγκεκριμένη εποχή τονίζοντας  ότι, μεταξύ
τους, μεσολαβεί ένας πόλεμος, ο Τρωικός, με χιλιάδες θύματα. Με την Ιφιγένεια από θύμα να παίρνει το ρόλο του θύτη -αυτός είναι ο πόλεμος, δεν είναι άσπρο-μαύρο... Ως προς τη δραματουργία (Τατιάνα Βερεσάγκινα), βέβαια, έχω να παρατηρήσω πως δημιουργείται, στο τέλος της «Ιφιγένειας εν Αυλίδι», μία ασάφεια και σύγχυση καθώς η Άρτεμις παίρνει τη θέση της Ιφιγένειας και θυσιάζουν εκείνη. Τα σύγχρονα στοιχεία, πάντως, κατά τη γνώμη μου, δεν αλλοιώνουν με ακρότητες το πνεύμα των έργων και εξυπηρετούν διακριτικά τη σκηνοθετική
άποψη. Όπως, φυσικά, και το δεξιοτεχνικά φωτισμένο από τον Γκλεμπ Φιλστίνσκι, καλαίσθητο σκηνικό -αυτός ο λαβύρινθος «δωματίων», ένας σκελετός οίκου από σωλήνες νέον- «θολωμένο» στην αρχή, που υπογράφει ο ίδιος ο σκηνοθέτης. Αρμονικά, χρωματικά και όχι μόνο, τα κοστούμια της Γελένα Ζάιτσεβα (όλοι οι συντελεστές είναι Ρόσοι). Αν για τη σκηνοθεσία υπάρχουν κάποιες αντιρρήσεις,
νομίζω ότι δεν υπάρχουν για  το μουσικό μέρος. Ο γερμανός αρχιμουσικός Μίχαελ Χόφστέτερ οδηγεί την Ορχήστρα της ΕΛΣ σε ένα δυναμικό αλλά μετρημένο και ακριβέστατο, εξαιρετικό αποτέλεσμα σε όλο το δίπτυχο. Απολύτως συνεργάσιμη και η Χορωδία της ΕΛΣ υπό τη διεύθυνση του Αγαθάγγελου Γεωργακάτου. Αλλά και η διανομή ευτυχεί. Εξαίρετη η αμερικανίδα σοπράνο Κορίν Γουίντερς. Έφηβη Ιφιγένεια στο πρώτο έργο, ώριμη, πειστικότατα μεταμορφωμένη στο δεύτερο, επωμίζεται το βάρος του επώνυμου ρόλου και στα δύο, με αξιοθαύμαστη φωνητική επάρκεια αλλά και υποκριτική απόδοση. Ξεχώρισα τον Αχιλλέα του άγγλου τενόρου Άντονι Γκρέγκορι, την
Κλυταιμνήστρα της γαλίδας σοπράνο Βερονίκ Ζανς, τον Πυλάδη του γάλου τενόρου Στανισλάς ντε Μπαρμπεράκ, την Αρτέμιδα της Σούλας Παρασίδου. Αλλά και οι υπόλοιποι, καλά οδηγημένοι, δεν υστερούν: ο βαρύτονος Τάσης Χριστογιαννόπουλος (Αγαμέμνων), ο μπάσος Νικόλας Ντούρος (Πάτροκλος), ο μπάσος Πέτρος Μαγουλάς (Κάλχας), ο μπασοβαρύτονος Γιώργος Παπαδημητρίου (Αρκάς στο πρώτο έργο, Σκύθης και Λειτουργός στο δεύτερο), ο γάλος βαρύτονος  Αλεξάντρ Ντιαμέλ (Θόας), ο βαρύτονος Διονύσης Σούρμπης (Ορέστης), η σοπράνο Μαρία Μητσοπούλου (Ιέρεια). Μία ενδιαφέρουσα παράσταση -δεν θα έχετε εύκολα την ευκαιρία να δείτε τις δύο όπερες μαζί. Μη σας πτοήσει η διάρκειά της. Η μία ώρα και 50΄ της καθεμιάς όπερας (συνολικά τρεις ώρες και 40 λεπτά) σπάζουν με ένα διάλειμμα 55 λεπτών που ξεκουράζει. Μπράβο στην Λυρική που το τόλμησε! (Φωτογραφίες: 1-15 Βαλέρια Ισάεβα, 16 Ανδρέας Σιμόπουλος).
 
(Πληρέστατο, εξαιρετικό το δίγλωσσο -ελληνικά και αγγλικά- έντυπο πρόγραμμα/βιβλίο της παράστασης -υπεύθυνη έκδοσης Σοφία Κομποτιάτη).
 
Εθνική Λυρική Σκηνή / Αίθουσα «Σταύρος Νιάρχος» Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος», συμπαραγωγή Εθνική Λυρική Σκηνή-Φεστιβάλ του Εξ-αν- Προβάνς-Εθνική Όπερα του Παρισιού, 10 Οκτωβρίου 2024.

October 22, 2024

Δεκατρία στα δεκατέσσερα

 
 
Το Τέταρτο Κουδούνι / Τέτοιες Μέρες, Τέτοια Λόγια… 236
 

Ήταν 22 Οκτωβρίου 2011. Όταν το blog -το ιστολόγιο- totetartokoudouni.blogspot.com έκανε το… ντεμπούτο του. Ως… θυγατρικό της στήλης «Το Τέταρτο Κουδούνι» που έγραφα στην εφημερίδα «Τα Νέα» απ’ το 1999. Για να ανεξαρτητοποιηθεί την επόμενη χρονιά.
Σήμερα κλείνει τα 13 χρόνια του και μπαίνει στα 14. Και μέχρι τώρα που γράφω έχει 3.965.912 επισκέψεις.  Έχω αραιώσει τις αναρτήσεις αλλά… είμαστε ακόμα ζωντανοί.
Ευχαριστώ θερμά όλους σας τους πιστούς και τον LjA που απ’ την αρχή στέκεται για τα τεχνικά θέματα πλάι μου.

Στο Φτερό / Άνοιξη μέσα στο φθινόπωρο

 
Κρατική Ορχήστρα Αθηνών: συναυλία «Η Λεόνσκαγια ανοίγει τη χρονιά» / Μουσική διεύθυνση: Λουκάς Καρυτινός. Σολίστ: Ελίζαμπετ Λεόνσκαγια, πιάνο. 
 
«Μέσα στις κακοκαιρίες (σ.σ. υποθέτω πως το εννοούσε κυριολεκτικά και μεταφορικά) θα προσπαθήσουμε να σας φέρνουμε την άνοιξη» υποσχέθηκε ο Λουκάς Καρυτινός,  καλλιτεχνικός διευθυντής της Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών. Ανάμεσα στα λίγα λόγια που απηύθυνε στο κοινό, πριν αρχίσει η εναρκτήρια συναυλία της ΚΟΑ για τη σεζόν 2024/2025, με τον ίδιο στο πόντιουμ. Και για του λόγου το αληθές είχε καταρτίσει ανάλογα το πρόγραμμα της συναυλίας αυτής.
Που άνοιξε με τη χαρμόσυνη και χαρμόσυνα, λαμπερά παιγμένη από την ορχήστρα Εισαγωγή στην τελευταία όπερα του ρομαντικού Γερμανού Καρλ Μαρία φον Βέμπερ «Όμπερον» (1825-1826), γραμμένη πάνω σε αγγλικό λιμπρέτο. Την ανοιξιάτικη συνέχεια έδωσε η γεννημένη στην Γεωργία της τότε Σοβιετικής Ένωσης, από ροσική οικογένεια με εβραϊκές και πολονικές ρίζες, Ελίζαμπετ Λεόνσκαγια η οποία ζει, πια, στην Βιένη. Στα 78 της χρόνια η Κυρία Λεόνσκαγια, που αγαπήσαμε ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια με τη σουμπερτιάδα της -άπασες οι σονάτες για πιάνο του Φραντς Σούμπερτ, που έπαιξε σε τέσσερα ρεσιτάλ στο 
Μέγαρο Μουσικής από το 2018 έως και το 2020-, ακμαιότατη, ήταν η σολίστ στο υπέροχο Τρίτο Κοντσέρτο για πιάνο και ορχήστρα (1800, πρώτη εκτέλεση 1803) του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν -ομολογώ πως στα κοντσέρτα για πιάνο του γερμανού συνθέτη αγαπώ περισσότερο το Τρίτο και το Τέταρτο από το Πέμπτο, το διάσημο «Αυτοκρατορικό». Έργο με επιδράσεις από τον Μότσαρτ, ώριμο, αισθαντικό, βαθύ αλλά και ελκυστικό, που οδηγεί τον Μπετόβεν από τον κλασικισμό στο ρομαντισμό, ερμηνεύτηκε από την Ελίζαμπετ Λεόνσκαγια αποφασιστικά, με δυναμισμό, με λυρισμό, με σταθερότητα, με μέτρο, με εκφραστικότητα, με τη δεξιοτεχνία της αλώβητη
από τα 78 της χρόνια, με φρεσκάδα ανοιξιάτικη μέσα στο φθινόπωρό της -υπέροχη η καντέντσα στο πρώτο μέρος. Η ορχήστρα, με τον Λουκά Καρυτινό
-άλλος ακμαιότατος!- στο πόντιουμ, τη συνόδευσε με σεβασμό και ζεστασιά. Εναρμονισμένη με τις μοτσάρτιες απηχήσεις στο Κοντσέρτο του Μπετόβεν που ερμήνευσε, η Κυρία Λεόνσκαγια μας πρόσφερε ως ανκόρ το δεύτερο μέρος -andante- από τη Σονάτα για πιάνο αρ. 16 του Αυστριακού Βόλφγκανγκ Αμαντέους Μότσαρτ. Και η ορχήστρα έκλεισε τη συναυλία απολύτως ανοιξιάτικα: Συμφωνία αρ. 1 «Της Άνοιξης» (1841) του γερμανού ρομαντικού Ρόμπερτ Σούμαν -έργο επιγονικό αλλά γοητευτικό. Η εκτέλεση είχε κάποια ψεγάδια -κάποιες οξύτητες, κάποια έλλειψη συντονισμού...- αλλά δεν μείωσε τις γενικές
θετικές εντυπώσεις. Μία βραδιά ανοιξιάτικη και ρομαντική, με γερμανούς/γερμανόφωνους συνθέτες (Φωτογραφίες: Μαργαρίτα Νικητάκη).

(Ικανοποιητικό το δωρεάν πολύπτυχο πρόγραμμα-αφίσα της συναυλίας -υπεύθυνη έκδοσης Αλίκη Φιδετζή).

Μέγαρο Μουσικής Αθηνών / Αίθουσα «Χρήστος Λαμπράκης», Κρατική Ορχήστρα Αθηνών, 18 Οκτωβρίου 2024.
 

(Τη συναυλία παρακολούθησα με πρόσκληση που μου παραχώρησε απευθείας η ΚΟΑ).

October 2, 2024

Έκπληξη με το όνομα Τζένη Καζάκου

  
Το Τέταρτο Κουδούνι / Τέτοιες Μέρες, Τέτοια Λόγια… 235 
 
Έχει ωραία φιγούρα -αιθέρια. Ωραία φωνή. Πολύ καλή κίνηση. Και ψυχή. Και τσαγανό. Και αυτοσυγκέντρωση. Και είναι, μόλις, η πρώτη της εμφάνιση στη σκηνή. Μ’ ένα ρόλο που σπάει κόκαλα -την Οφηλία. Και τα καταφέρνει. Είναι καλή! Πολύ καλή! Κατά τη γνώμη μου. Θα έγραφα τα ίδια κι αν δεν είχε τ’ όνομα Τζένη Καζάκου. Που σημαίνει ότι είναι εγγονή της Τζένης Καρέζη και του Κώστα Καζάκου. Και κόρη της Τάνιας Τρύπη και του Κωνσταντίνου Καζάκου.
Έπαιξε την Οφηλία στον σεξπιρικό «Άμλετ» που ο Θέμης Μουμουλίδης ανέβασε με την «5η Εποχή» του, σε συμπαραγωγή με την «Εποχή Τέχνης» και την «Ars Aeterna», στην εμπνευσμένη μετάφραση του Γιώργου Χειμωνά, επεξεργασμένη απ’ το σκηνοθέτη που συρρίκνωσε το έργο σε διαστάσεις ανεκτές για περιοδεία. 
 
Η παράσταση (που την είδα στο Ηρώδειο) μου φάνηκε επίπεδη -καλά, πάντως, φωτισμένη απ’ τον Νίκο Σωτηρόπουλο και μουσικά τονισμένη απ’ τον Σταύρο Γασπαράτο- αλλά είχε καλούς ηθοποιούς: ο Αναστάσης Ροϊλός δεν είχε την πνευματικότητα που θα περίμενα από έναν Άμλετ αλλά έχει ικανότητες. Εξαιρετική Γερτρούδη η ώριμη πια Ιωάννα Παππά, ικανοποιητικός Κλαύδιος ο Μιχάλης Συριόπουλος, δυναμικός ο Θανάσης Δόβρης στους διάφορους ρόλους του… Εκείνο που δεν κατάλαβα είναι γιατί ο σκηνοθέτης οδήγησε τον Θοδωρή Σκυφτούλη να παίξει τόσο γκροτέσκα τον Πολώνιο και τον Νεκροθάφτη: ένα φάλτσο που, προσωπικά, με απώθησε.
Η Τζένη Καζάκου, βέβαια, στον πρώτο της ρόλο στη σκηνή, με ξάφνιασε. Θέλω να ελπίζω ότι θα δουλέψει, θα κάνει καλές επιλογές και δε θα πέσει με τα μούτρα στο λάκκο της τηλεόρασης και στα...παρελκόμενά της.
Δε θέλω να παραλείψω το έντυπο πρόγραμμα της παράστασης (συνεργάστηκαν οι Γεωργία Αλεβιζάκη, Γιώτα Καραγιάννη, Παναγιώτα Πανταζή): ένα ολόκληρο βιβλίο! Με το κείμενο της παράστασης, με εξαιρετικά σταχυολογημένα εξαιρετικά κείμενα και δίγλωσσο -ελληνικά και αγγλικά- στα βασικά του (Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή)..