«Ιφιγένεια εν Αυλίδι»/«Ιφιγένεια εν Ταύροις» του Κρίστοφ Βίλιμπαλντ Γκλουκ, λιμπρέτο «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» (Ρασίν, Ευριπίδης) Μαρί Φρανσουά Λουί Γκαν Λε Μπλαν, Διοικητής του Ρουλέ / «Ιφιγένεια εν Ταύροις» (Γκιμόν ντε λα Τους, Ευριπίδης) Νικολά Φρανσουά Γκιγιάρ / Μουσική διεύθυνση: Μίχαελ Χόφστέτερ. Σκηνοθεσία: Ντμίτρι Τσερνιάκοφ.
Η έφηβη Ιφιγένεια, κόρη του βασιλιά των Μυκηνών Αγαμέμνονα, αρχιστράτηγου των Ελλήνων στην εκστρατεία που ετοιμάζουν κατά της Τροίας, και της Κλυταιμνήστρας, γίνεται αντικείμενο έριδας: ο μάντης Κάλχας μεταφέρει ότι η θεά Άρτεμις ζητάει από τον Αγαμέμνονα που την πρόσβαλε
να θυσιάσει στο βωμό της την κόρη του και ότι μόνον έτσι θα σηκώσει ευνοϊκούς ανέμους για να αποπλεύσει ο στόλος των Αχαιών που έχει καθηλωθεί στην Αυλίδα. Στο μεταξύ η Ιφιγένεια, αγνοώντας τα πάντα, φτάνει με τη μητέρα της στο στρατόπεδο την Ελλήνων για να παντρευτεί, όπως είχε
συμφωνηθεί, με τον Αχιλλέα. Ο Αγαμέμνων προσπαθεί να τη γλυτώσει στέλνοντάς την πίσω στις Μυκήνες με την πρόφαση ότι ο Αχιλλέας έχει δώσει αλλού την καρδιά του. Όταν εκείνος το μαθαίνει, το διαψεύδει, ζητάει εκδίκηση και πείθει την Ιφιγένεια και την Κλυταιμνήστρα ότι ο γάμος θα γίνει. Τα ελληνικά πληρώματα, όμως, ξεσηκώνονται. Το μυστικό για τη θυσία που ο Αγαμέμνων κρατούσε επτασφράγιστο φανερώνεται. Ο αρχιστράτηγος υποκύπτει, όταν μάλιστα και η Ιφιγένεια συγκατανεύει στη θυσία της για χάρη της πατρίδας. Ο Αχιλλέας, με την υποκίνηση της Κλυταιμνήστρας, ξεσηκώνεται. Γίνεται σύγκρουση. Όμως, τελικά, η Άρτεμις δίνει άφεση: η Ιφιγένεια δεν χρειάζεται να θυσιαστεί. Αρκεί να παντρευτεί με
τον Αχιλλέα. Αυτή είναι η «Ιφιγένεια εν Αυλίδι» (1774), η γαλόφωνη «τραγωδία-όπερα», όπως την έχει χαρακτηρίσει ο συνθέτης της, του Βοϊμού αλλά εγκατεστημένου, τότε πια, στην Γαλία Κρίστοφ Βίλιμπαλντ Γκλουκ. Ο Γκλουκ, χρησιμοποιώντας το καλά δεμένο λιμπρέτο του Μαρί Φρανσουά Λουί Γκαν Λε Μπλαν, Διοικητή του Ρουλέ -ο οποίος βασίστηκε στην τραγωδία «Ιφιγένεια» του Ζαν Ρασίν που, με τη σειρά του, αντλεί από την τραγωδία του
Ευριπίδη «Ιφιγένεια η εν Αυλίδι»-, αφήνει πίσω του το ξεπερασμένο, πια, στατικό μπαρόκ και ανοίγει την αυλαία της κλασικής περιόδου η οποία δίνει έμφαση στο κείμενο με τη μουσική να το αναδεικνύει. Τον ίδιο δρόμο και με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση ο Γκλουκ ακολουθεί στη «Ιφιγένεια εν Ταύροις» (1779) -την οποία χαρακτηρίζει «λυρική τραγωδία»- και που καθόλου δεν τη συνέθεσε ως «σίκουελ» της «Ιφιγένειας εν Αυλίδι». Με οδηγό το επίσης αξιόλογο -ίσως και καλύτερο- λιμπρέτο
του Νικολά Φρανσουά Γκιγιάρ -επίσης γαλόφωνο, βασισμένο στην ομώνυμη τραγωδία του Γκιμόν ντε λα Τους, η οποία, και αυτή, αντλεί από την ομώνυμη τραγωδία του Ευριπίδη-, ο Γκλουκ ξαναβρίσκει την Ιφιγένεια, είκοσι χρόνια μετά, στη Χώρα των Σκυθών -των Ταύρων-, όπου την έφερε η Άρτεμις για να λειτουργεί ως πρωθιέρεια στο ναό της. Επιφορτισμένη από το βασιλιά τους, τον Θόαντα, να σκοτώνει τους ξένους που θα βρεθούν στη χώρα, γιατί υπάρχει χρησμός ότι κάποιος ξένος θα τον σκοτώσει. Στην Σκυθία ξεβράζονται
ναυαγοί ο Ορέστης που η Ιφιγένεια δεν αναγνωρίζει, όπως και εκείνος την αδελφή του, και ο φίλος του Πυλάδης, με την αποστολή να φέρουν πίσω στην Ελλάδα το άγαλμα της Αρτέμιδος. Η Ιφιγένεια δεν θέλει -είναι Έλληνες, συμπατριώτες της και μάλιστα από τις Μυκήνες- αλλά πρέπει να τους σκοτώσει. Απλώς, επιτρέπει στον εαυτό της να αφήσει τον ένα να ζήσει και να γυρίσει στην πατρίδα. Αφού οι δύο φίλοι φιλονικούν από
αγάπη ποιος θα είναι το θύμα, καθώς ο καθένας τους θέλει να γλυτώσει τον άλλο και όχι τον εαυτό του, ο κλήρος πέφτει στον Πυλάδη που αναλαμβάνει, όταν ο Ορέστης, που οι τύψεις τον κατατρύχουν για το φόνο της μάνας του, αποκαλύπτει στην Ιφιγένεια, χωρίς, όμως, να της φανερώσει την ταυτότητά του, ότι η Κλυταιμνήστρα σκότωσε τον πατέρα τους Αγαμέμνονα και ότι ο αδελφός της Ορέστης τον εκδικήθηκε σκοτώνοντάς την, να πάει γράμμα
της στις Μυκήνες, στην επιζώσα αδελφή τους Ηλέκτρα. Ενώ ετοιμάζουν τον Ορέστη για να τον σκοτώσει η Ιφιγένεια, εκείνος φανερώνει ποιος είναι. Τα δύο αδέλφια σμίγουν. Ο Θόας, όμως, απειλεί την Ιφιγένεια ότι θα τη θανατώσει επειδή αψήφησε την εντολή του να σκοτώσει και τους δύο. Αλλά ο Πυλάδης επανεμφανίζεται με ελληνικές ενισχύσεις και σκοτώνουν εκείνοι τον Θόαντα. Η Άρτεμις που εμφανίζεται δίνει, τελικά, στον Ορέστη άφεση για τη μητροκτονία και τα δύο αδέλφια ξανασμίγουν για να γυρίσουν στην Ελλάδα, μαζί με τον Πυλάδη και το άγαλμα της θεάς. Ο Γκλουκ έχει γράψει μία όπερα αυστηρή, μετρημένη, χωρίς μελοδραματισμούς, που προσπαθεί να είναι κοντά στην αρχαία ελληνική τραγωδία -«λυρική τραγωδία» την έχει χαρακτηρίσει. Ο ρόσος σκηνοθέτης Ντμίτρι Τσερνιάκοφ είχε μία καρποφόρα ιδέα: να σμίξει τις δύο όπερες σε μία παράσταση, με ένα μεγάλο διάλειμμα ανάμεσά τους (πρεμιέρα Ιούλιος 2024, Φεστιβάλ Εξ-αν-Προβάνς). Τις έχει φέρει σε μία σύγχρονη αλλά όχι συγκεκριμένη εποχή τονίζοντας ότι, μεταξύ
τους, μεσολαβεί ένας πόλεμος, ο Τρωικός, με χιλιάδες θύματα. Με την Ιφιγένεια από θύμα να παίρνει το ρόλο του θύτη -αυτός είναι ο πόλεμος, δεν είναι άσπρο-μαύρο... Ως προς τη δραματουργία (Τατιάνα Βερεσάγκινα), βέβαια, έχω να παρατηρήσω πως δημιουργείται, στο τέλος της «Ιφιγένειας εν Αυλίδι», μία ασάφεια και σύγχυση καθώς η Άρτεμις παίρνει τη θέση της Ιφιγένειας και θυσιάζουν εκείνη. Τα σύγχρονα στοιχεία, πάντως, κατά τη γνώμη μου, δεν αλλοιώνουν με ακρότητες το πνεύμα των έργων και εξυπηρετούν διακριτικά τη σκηνοθετική
άποψη. Όπως, φυσικά, και το δεξιοτεχνικά φωτισμένο από τον Γκλεμπ Φιλστίνσκι, καλαίσθητο σκηνικό -αυτός ο λαβύρινθος «δωματίων», ένας σκελετός οίκου από σωλήνες νέον- «θολωμένο» στην αρχή, που υπογράφει ο ίδιος ο σκηνοθέτης. Αρμονικά, χρωματικά και όχι μόνο, τα κοστούμια της Γελένα Ζάιτσεβα (όλοι οι συντελεστές είναι Ρόσοι). Αν για τη σκηνοθεσία υπάρχουν κάποιες αντιρρήσεις, νομίζω ότι δεν υπάρχουν για το μουσικό μέρος. Ο γερμανός αρχιμουσικός Μίχαελ Χόφστέτερ οδηγεί την Ορχήστρα της ΕΛΣ σε ένα δυναμικό αλλά μετρημένο και ακριβέστατο, εξαιρετικό αποτέλεσμα σε όλο το δίπτυχο. Απολύτως συνεργάσιμη και η Χορωδία της ΕΛΣ υπό τη διεύθυνση του Αγαθάγγελου Γεωργακάτου. Αλλά και η διανομή ευτυχεί. Εξαίρετη η αμερικανίδα σοπράνο Κορίν Γουίντερς. Έφηβη Ιφιγένεια στο πρώτο έργο, ώριμη, πειστικότατα μεταμορφωμένη στο δεύτερο, επωμίζεται το βάρος του επώνυμου ρόλου και στα δύο, με αξιοθαύμαστη φωνητική επάρκεια αλλά και υποκριτική απόδοση. Ξεχώρισα τον Αχιλλέα του άγγλου τενόρου Άντονι Γκρέγκορι, την Κλυταιμνήστρα της γαλίδας σοπράνο Βερονίκ Ζανς, τον Πυλάδη του γάλου τενόρου Στανισλάς ντε Μπαρμπεράκ, την Αρτέμιδα της Σούλας Παρασίδου. Αλλά και οι υπόλοιποι, καλά οδηγημένοι, δεν υστερούν: ο βαρύτονος Τάσης Χριστογιαννόπουλος (Αγαμέμνων), ο μπάσος Νικόλας Ντούρος (Πάτροκλος), ο μπάσος Πέτρος Μαγουλάς (Κάλχας), ο μπασοβαρύτονος Γιώργος Παπαδημητρίου (Αρκάς στο πρώτο έργο, Σκύθης και Λειτουργός στο δεύτερο), ο γάλος βαρύτονος Αλεξάντρ Ντιαμέλ (Θόας), ο βαρύτονος Διονύσης Σούρμπης (Ορέστης), η σοπράνο Μαρία Μητσοπούλου (Ιέρεια). Μία ενδιαφέρουσα παράσταση -δεν θα έχετε εύκολα την ευκαιρία να δείτε τις δύο όπερες μαζί. Μη σας πτοήσει η διάρκειά της. Η μία ώρα και 50΄ της καθεμιάς όπερας (συνολικά τρεις ώρες και 40 λεπτά) σπάζουν με ένα διάλειμμα 55 λεπτών που ξεκουράζει. Μπράβο στην Λυρική που το τόλμησε! (Φωτογραφίες: 1-15 Βαλέρια Ισάεβα, 16 Ανδρέας Σιμόπουλος).
(Πληρέστατο, εξαιρετικό το δίγλωσσο -ελληνικά και αγγλικά- έντυπο πρόγραμμα/βιβλίο της παράστασης -υπεύθυνη έκδοσης Σοφία Κομποτιάτη).
Εθνική Λυρική Σκηνή / Αίθουσα «Σταύρος Νιάρχος» Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα «Σταύρος Νιάρχος», συμπαραγωγή Εθνική Λυρική Σκηνή-Φεστιβάλ του Εξ-αν- Προβάνς-Εθνική Όπερα του Παρισιού, 10 Οκτωβρίου 2024.
No comments:
Post a Comment