February 10, 2020

Στο Φτερό / Της πόζας και της εκζήτησης


«Το καινούργιο σπίτι» του Κάρλο Γκολντόνι / Σκηνοθεσία: Γιάννης Σκουρλέτης. 


Βενετσιάνος αστός του 18ου αιώνα, ο οποίος, με τη φιλοδοξία της κοινωνικής ανόδου, ξόδεψε άσκεπτα την οικογενειακή περιουσία και έκανε, πρόσφατα, γάμο με μία κακομαθημένη, φαντασμένη αλλά άφραγκη αριστοκράτισσα, την Καικιλία, που οι απαιτήσεις της τον έχουν φέρει στα όρια της χρεοκοπίας, ο
άβουλος Αντζολέτο δεν βάζει μυαλό: παρασυρμένος από την Καικιλία, νοικιάζει για χάρη της, μετασκευάζει και επιπλώνει, ένα μεγάλο καινούργιο σπίτι, ένα παλάτσο, πέρα και πάνω από τις οικονομικές του δυνατότητες, χρωστώντας στους πάντες, χωρίς, όμως, ποτέ να μπορεί να ικανοποιήσει τη γυναίκα του η οποία βρίσκεται και σε διαρκείς προστριβές με την αδελφή του, την σε
ηλικία γάμου αλλά ανύπαντρη, καθώς δεν έχει προίκα, Μενεγκίνα, που θα μείνει μαζί τους, επίσης δυσαρεστημένη με το καινούργιο σπίτι καθώς έχασε τον Λορεντσίνο, νεαρό γείτονα στο παλιό σπίτι,
με τον οποίο φλέρταρε. Οι ελπίδες όλων είναι, πια, στραμμένες στον πλούσιο αλλά γκρινιάρη και θυμωμένο με τον ανιψιό του, για τις σπατάλες του και τον γάμο για τον οποίο δεν τον ενημέρωσε, μπακάλη θείο Χριστόφορο. Ο οποίος, τελικά -ο από μηχανής θείος Χριστόφορος- θα πειστεί και θα τους βοηθήσει με τον όρο, καθότι προσγειωμένος, να εγκαταλείψουν τη σκέψη για το «καινούργιο σπίτι» και να μην το κατοικήσουν ποτέ. «Το καινούργιο σπίτι» (1760) είναι μία χυμώδης κωμωδία

που ο  ώριμος, πολυγραφότατος Κάρλο Γκολντόνι έχει γράψει με την εξαιρετική αίσθηση δραματικής οικονομίας την οποία διέθετε, που δεν πλατειάζει, σφιχτή, με καλά διαγραμμένους χαρακτήρες 
και ας χρησιμοποιεί ο βενετσιάνος συγγραφέας υλικά από προηγούμενα έργα του. Μία κωμωδία που σατιρίζει τη βενετσιάνικη κοινωνία της εποχής του και την τάση της να μην έχει μάθει να απλώνει τα πόδια της μέχρις εκεί που φτάνει το πάπλωμα. Άρα απολύτως επίκαιρη στις οικονομικά ξέφραγες μέρες που ζούσαμε μέχρι πρόσφατα. Το σκηνοθέτη Γιάννη Σκουρλέτη δεν τον απασχόλησε αυτό. Τον απασχόλησε, πρωταρχικά, να δείξει -και δεν έχει άδικο- μία μουχλιασμένη, νεκρή,

σάπια κοινωνία. Αλλά, για να το εκφράσει, η ιδέα του ήταν να τοποθετήσει την παράστασή του σε έναν ταφικό χώρο, κάτι ανάμεσα σε κατακόμβες και μπαρόκ 

μαυσωλεία, με έναν queer χορευτή, μαύρο άγγελο του θανάτου, να περιφέρεται απειλητικά και τις γειτόνισσες από τον πάνω όροφο, αδελφές Κέκκα και Ροζίνα, με συμπεριφορά βαμπίρ -κάτι από ατμόσφαιρα Τιμ Μπάρτον. Βρήκα αυτή την ιδέα-μεταφορά αφελή, επιφανειακή. Επιπλέον ο σκηνοθέτης στιλιζάρισε την παράσταση στο έπακρον 

φορτώνοντάς τους ρόλους (κίνηση Τάσος Καραχάλιος) με μεγάλες, χορευτικές, οπερατικές κινήσεις και διαρκείς πόζες, που, προσωπικά, τις θεώρησα εντελώς περιττές έως άκρως εξεζητημένες. Ο Γιάννης Σκουρλέτης έστησε ένα μνημειακό σκηνικό, καλόγουστο αλλά ψυχρό και καθόλου λειτουργικό, που έπαιζε το ρόλο διακοσμητικού στοιχείου 

και όχι σκηνικού, ισοπεδώνοντας τους δύο χώρους των τριών πράξεων, ενώ στα κοστούμια επέλεξε ένα ανακάτεμα εποχών και στιλ από τον 18ο αιώνα έως τα κόμικς, καθόλου, κατά τη γνώμη μου, αποδοτικό. Και όλα αυτά πάνω στην απλή, άμεση, λαϊκή μετάφραση της Ειρήνης Μουντράκη -να επισημάνω μόνον ότι η Μενεγκίνα είναι κουνιάδα της Καικιλίας και η Καικιλία νύφη της Μενεγκίνα, κάπως αυτά έχουν μπερδευτεί-, η οποία αποτρέπει κάθε εκζήτηση. Έτσι η εκζήτηση του παραστασιακού αποτελέσματος εξογκωνόταν και

προβαλλόταν περισσότερο, με τη μετάφραση και τα επί σκηνής να αλληλογρονθοκοπούνται. Δυστυχώς ούτε οι μουσικές και τα α λα μπαρόκ -σε στίχους του- τραγούδια του Πάνου Ηλιόπουλου, που 
τραγουδούσε ο βαρύτονος Χάρης Ανδριανός, με έπεισαν. Όπως πεπεισμένοι δεν μου φάνηκαν και οι ηθοποιοί της διανομής. Υποχρεωτικά ακολουθούσαν, βέβαια, τη σκηνοθετική γραμμή αλλά όχι με την ίδια όρεξη. Ο καλός Ντένης Μακρής υπερέβαλλε δίνοντας έναν Αντζολέτο που δεν κατάλαβα γιατί έπρεπε να είναι τόσο «θηλυκός». Η Εύη Σαουλίδου και, κυρίως, ο Θανάσης Δήμου 

ήταν οι μόνοι που, χωρίς να «ανεξαρτητοποιηθούν», είχαν ξεφύγει από τη σκηνοθετική παγίδα κρατώντας επιτυχώς τις ισορροπίες.

Θέατρο «Rex» / Σκηνή «Μαρίκα Κοτοπούλη», Εθνικό Θέατρο, 7 Φεβρουαρίου 2020.

No comments:

Post a Comment