Το Τέταρτο Κουδούνι / 9 Δεκεμβρίου 2019
Όταν έγραψα ότι στο «Άλμα» η Άντζελα Μπρούσκου ανεβάζει την «Μαρία Στούαρτ» του Φρίντριχ Σίλερ, με Ελισάβετ την Κατερίνα Μαραγκού και, κατόπιν, διάβασα, πως Μαρία θα ’ναι η Παρθενόπη Μπουζούρη σκέφτηκα πως είναι λάθος διανομή -ότι
θα ’πρεπε οι δυο ηθοποιοί να αντιστραφούν στους ρόλους. Τώρα που ’δα την παράσταση -η οποία κατέβηκε χτες, πριν την ώρα της, γιατί δεν πήγε καλά-, κατάλαβα ότι, κάποτε, οι ικανότητες του ηθοποιού να ενσαρκώνει ένα ρόλο είναι πάνω από ηλικίες και φιζίκ και διάθεση.
Η Κατερίνα Μαραγκού απέδειξε ότι Μπορεί: ερμήνευσε μια εξαιρετική, δυναμική, πειστική Ελισάβετ, με το κύρος και την πείρα, βέβαια, που διαθέτει. Η Παρθενόπη Μπουζούρη, αν και ηθοποιός καλή, δε μ’ έπεισε -η Μαρία της ήταν σκληρή και μονόχορδη.
Όσο για την παράσταση, καθαυτή, της Άντζελας Μπρούσκου, πάνω στην άριστη μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα, διασκευασμένη απ’ τη σκηνοθέτρια για έξι μόνο ηθοποιούς, τη
βρήκα, χωρίς ν’ απογειώνεται, μετρημένη, με καλούς ρυθμούς, μ’ ένα λειτουργικό και καλαίσθητο σκηνικό του Σταύρου Λίτινα -ο οποίος δεν είχε, όμως, πετύχει, κατά τη γνώμη μου, στα κοστούμια που συνυπέγραφε με τη σκηνοθέτρια-, με κάποια περιττά ξελαρυγγιάσματα και μ’ έναν θίασο ικανό: Νίκος Καρδώνης -πρώτος τη τάξει-, Γιάννης Σιαμσιάρης, Γιώργος Φριντζήλας, Γιώργος Τριανταφυλλίδης -ο πιο αδύναμος (Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή).
Κοιμήσου Περσεφόνη... Στου κόσμου το μπαλκόνι ποτέ μην ξαναβγείς...
Έγραφα στο «Τέταρτο Κουδούνι» που ’χε τον τίτλο «Για ένα πουκάμισο αδειανό, για μια Πολιτιστική Πρωτεύουσα…», στις 21 Ιανουαρίου 2016 -σχεδόν τέσσερα χρόνια πριν:
«Βόλος, Δελφοί, Ελευσίνα, Ιωάννινα, Καλαμάτα, Κέρκυρα, Λάρισα, Λέσβος Μεσολόγγι, Πειραιάς, Ρόδος, Σαλαμίνα, Σάμος, Τρίπολη -κατ’ αλφαβητική σειρά: δεκατέσσερις (!) είναι, τελικά, οι πόλεις που υπέβαλαν φάκελο, διαγκωνιζόμενες στον αγώνα δρόμου/πρόκρισης για το χρίσμα της Ευρωπαϊκής Πολιτιστικής Πρωτεύουσας το 2021 -που ’ναι, τότε, η σειρά μας να το λάβουμε, μοιράζοντάς το, όπως έχει καθιερωθεί, με μια άλλη ευρωπαϊκή χώρα, την Ρουμανία εν προκειμένω.
Υψηλές φιλοδοξίες αντιλαμβάνομαι, μεγάλες προσδοκίες υποπίπτουν στην αντίληψή μου, κλίμα ανάτασης εισπράττω, μεγάλο μεράκι βλέπω, άνθρωποι αξιόλογοι διαβάζω να ’χουν αναλάβει επικεφαλής των επιτροπών διεκδίκησης… Και λιγάκι απορώ: είναι σίγουροι για τις συνέπειες; Η μέχρι τώρα σχετική ελληνική πείρα δεν τους τρομάζει; Δεν ήξεραν; Ε, δε ρώταγαν; Γνωρίζω πως η μνήμη έχει κοντά ποδάρια, ειδικά στην Ελλάδα, αλλά δεν έχουν ακούσει ΤΙ συνέβη στις προηγούμενες -ελληνικές- περιπτώσεις Πολιτιστικής Πρωτεύουσας; Στην Θεσσαλονίκη -ειδικά…- το 1997; Στην Πάτρα το 2006; Όταν παραιτούνταν κι άλλαζαν ώσπου να πεις κύμινο οι καλλιτεχνικοί διευθυντές; Όταν τα λαμόγια εφόρμησαν καθέτως και βούτηξαν στο μέλι πατόκορφα; Όταν βούιξε ο τόπος απ’ τα σκάνδαλα -που όλα, βεβαίως, κουκουλώθηκαν; Που έως και σχετική βιβλιογραφία υπάρχει;
Για να μη μιλήσω για την πρώτη Πολιτιστική Πρωτεύουσα, την Αθήνα, το 1985, που ’χει πάρει διαστάσεις γεγονότος ιστορικού αλλά όπου κι εκεί, με το ΠΑΣΟΚ στο peak του, εν πλήρει δόξη, πολλοί και πολλά έφαγαν απ’ τα πολλά που μοιράστηκαν σε ημέτερους. Αλλά, είτε επειδή είχαμε την πρωτιά και ντρεπόμασταν, είτε επειδή υπήρχαν στο πρόγραμμα καλλιτέχνες μεγάλου βεληνεκούς, όπως ο Πίτερ Μπρουκ, ο Πέτερ Στάιν, ο Αντουάν Βιτέζ, ο Ζαν Λουί Μπαρό κι η Μαντλέν Ρενό…, συγκροτήματα όπως η Όπερα του Κόβεντ Γκάρντεν, ορχήστρες μεγάλες ή οργανώσεις όπως το Rock in Athens, που βούλωναν τα στόματά μας, είτε επειδή τα ονόματα της Μελίνας, που ’χε την πρωτοβουλία για το θεσμό, και του Ντασέν δεν άφηναν περιθώρια, πολλά δε βγήκαν στην επιφάνεια…
Δίνουν, δηλαδή, την ψυχή τους για ένα πουκάμισο αδειανό; Γιατί; Πιστεύουν ότι το 2021 όλα πια θα ’ναι καθαρά και ξάστερα και ρόδινα; Είθε. Κι ας μην το πιστεύω. Καθόλου.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…».
θα ’πρεπε οι δυο ηθοποιοί να αντιστραφούν στους ρόλους. Τώρα που ’δα την παράσταση -η οποία κατέβηκε χτες, πριν την ώρα της, γιατί δεν πήγε καλά-, κατάλαβα ότι, κάποτε, οι ικανότητες του ηθοποιού να ενσαρκώνει ένα ρόλο είναι πάνω από ηλικίες και φιζίκ και διάθεση.
Η Κατερίνα Μαραγκού απέδειξε ότι Μπορεί: ερμήνευσε μια εξαιρετική, δυναμική, πειστική Ελισάβετ, με το κύρος και την πείρα, βέβαια, που διαθέτει. Η Παρθενόπη Μπουζούρη, αν και ηθοποιός καλή, δε μ’ έπεισε -η Μαρία της ήταν σκληρή και μονόχορδη.
Όσο για την παράσταση, καθαυτή, της Άντζελας Μπρούσκου, πάνω στην άριστη μετάφραση του Γιώργου Δεπάστα, διασκευασμένη απ’ τη σκηνοθέτρια για έξι μόνο ηθοποιούς, τη
βρήκα, χωρίς ν’ απογειώνεται, μετρημένη, με καλούς ρυθμούς, μ’ ένα λειτουργικό και καλαίσθητο σκηνικό του Σταύρου Λίτινα -ο οποίος δεν είχε, όμως, πετύχει, κατά τη γνώμη μου, στα κοστούμια που συνυπέγραφε με τη σκηνοθέτρια-, με κάποια περιττά ξελαρυγγιάσματα και μ’ έναν θίασο ικανό: Νίκος Καρδώνης -πρώτος τη τάξει-, Γιάννης Σιαμσιάρης, Γιώργος Φριντζήλας, Γιώργος Τριανταφυλλίδης -ο πιο αδύναμος (Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή).
Κοιμήσου Περσεφόνη... Στου κόσμου το μπαλκόνι ποτέ μην ξαναβγείς...
Έγραφα στο «Τέταρτο Κουδούνι» που ’χε τον τίτλο «Για ένα πουκάμισο αδειανό, για μια Πολιτιστική Πρωτεύουσα…», στις 21 Ιανουαρίου 2016 -σχεδόν τέσσερα χρόνια πριν:
«Βόλος, Δελφοί, Ελευσίνα, Ιωάννινα, Καλαμάτα, Κέρκυρα, Λάρισα, Λέσβος Μεσολόγγι, Πειραιάς, Ρόδος, Σαλαμίνα, Σάμος, Τρίπολη -κατ’ αλφαβητική σειρά: δεκατέσσερις (!) είναι, τελικά, οι πόλεις που υπέβαλαν φάκελο, διαγκωνιζόμενες στον αγώνα δρόμου/πρόκρισης για το χρίσμα της Ευρωπαϊκής Πολιτιστικής Πρωτεύουσας το 2021 -που ’ναι, τότε, η σειρά μας να το λάβουμε, μοιράζοντάς το, όπως έχει καθιερωθεί, με μια άλλη ευρωπαϊκή χώρα, την Ρουμανία εν προκειμένω.
Υψηλές φιλοδοξίες αντιλαμβάνομαι, μεγάλες προσδοκίες υποπίπτουν στην αντίληψή μου, κλίμα ανάτασης εισπράττω, μεγάλο μεράκι βλέπω, άνθρωποι αξιόλογοι διαβάζω να ’χουν αναλάβει επικεφαλής των επιτροπών διεκδίκησης… Και λιγάκι απορώ: είναι σίγουροι για τις συνέπειες; Η μέχρι τώρα σχετική ελληνική πείρα δεν τους τρομάζει; Δεν ήξεραν; Ε, δε ρώταγαν; Γνωρίζω πως η μνήμη έχει κοντά ποδάρια, ειδικά στην Ελλάδα, αλλά δεν έχουν ακούσει ΤΙ συνέβη στις προηγούμενες -ελληνικές- περιπτώσεις Πολιτιστικής Πρωτεύουσας; Στην Θεσσαλονίκη -ειδικά…- το 1997; Στην Πάτρα το 2006; Όταν παραιτούνταν κι άλλαζαν ώσπου να πεις κύμινο οι καλλιτεχνικοί διευθυντές; Όταν τα λαμόγια εφόρμησαν καθέτως και βούτηξαν στο μέλι πατόκορφα; Όταν βούιξε ο τόπος απ’ τα σκάνδαλα -που όλα, βεβαίως, κουκουλώθηκαν; Που έως και σχετική βιβλιογραφία υπάρχει;
Για να μη μιλήσω για την πρώτη Πολιτιστική Πρωτεύουσα, την Αθήνα, το 1985, που ’χει πάρει διαστάσεις γεγονότος ιστορικού αλλά όπου κι εκεί, με το ΠΑΣΟΚ στο peak του, εν πλήρει δόξη, πολλοί και πολλά έφαγαν απ’ τα πολλά που μοιράστηκαν σε ημέτερους. Αλλά, είτε επειδή είχαμε την πρωτιά και ντρεπόμασταν, είτε επειδή υπήρχαν στο πρόγραμμα καλλιτέχνες μεγάλου βεληνεκούς, όπως ο Πίτερ Μπρουκ, ο Πέτερ Στάιν, ο Αντουάν Βιτέζ, ο Ζαν Λουί Μπαρό κι η Μαντλέν Ρενό…, συγκροτήματα όπως η Όπερα του Κόβεντ Γκάρντεν, ορχήστρες μεγάλες ή οργανώσεις όπως το Rock in Athens, που βούλωναν τα στόματά μας, είτε επειδή τα ονόματα της Μελίνας, που ’χε την πρωτοβουλία για το θεσμό, και του Ντασέν δεν άφηναν περιθώρια, πολλά δε βγήκαν στην επιφάνεια…
Δίνουν, δηλαδή, την ψυχή τους για ένα πουκάμισο αδειανό; Γιατί; Πιστεύουν ότι το 2021 όλα πια θα ’ναι καθαρά και ξάστερα και ρόδινα; Είθε. Κι ας μην το πιστεύω. Καθόλου.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…».
And the winner (;;;) was Ελευσίναααα! Πήρε το χρίσμα. Αλλά δεν ξέρω αν πήρε και τη χάρη. Το τι έχει συμβεί, στο μεταξύ, στην Ελευσίνα-Ευρωπαϊκή Πολιτιστική Πρωτεύουσα (;;;) 2021 τα βγάζει συνέχεια το ρεπορτάζ στη φόρα ή καταγγέλλονται -έως κι η ίδια η υπουργός Πολιτισμού και Αθλητισμού, που κάλεσε έκτακτες ενισχύσεις, τα κατάγγειλε. Και, όντως, καθόλου ρόδινα δεν είναι... Ήθελάν τα και παθάν τα. Καλά ξεμπλέγματα.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή..., επαναλαμβάνω.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή..., επαναλαμβάνω.
Συγκλονιστικό αλλά δύσκολο κείμενο: «Ο Μέγας Ιεροεξεταστής». Το αυτοτελές απόσπασμα απ’ τους «Αδελφούς Καραμάζοφ» του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι. Πόσο μάλλον να γίνει θέατρο -το ’χει κάνει εξαιρετικά ο Κωνσταντίνος Κωνσταντόπουλος παλιότερα.
Η Λυδία Κονιόρδου το αποτόλμησε στο Ίδρυμα «Μιχάλης Κακογιάννης», σε διασκευή και σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Χατζή. Αλλά, ύστερα από έναν πολύ άμεσο πρόλογο για να συνδέσει το κοινό με το κείμενο, υποδύθηκε, κατεβάζοντας τη φωνή, τον Μέγα Ιεροξεταστή. Πιστεύω πως ήταν λάθος. Σπουδαία ηθοποιός, που χειρίζεται έξοχα -όσο λίγοι- το λόγο, νομίζω πως ήταν ικανή να μας πει, να μας μεταφέρει, απλώς το κείμενο αυτό και τα μηνύματά του, ως διαμεσολαβητής όχι παίζοντας ρόλο. Παίζοντάς τον τραβούσε την προσοχή στην ερμηνεία της -βλέπαμε κι ακούγαμε πώς μια γυναίκα παίζει τον Μέγα Ιεροεξεταστή- αποσπώντας την προσοχή απ’ τα νοήματα.
«Εμένα το ‘Βόρεια Μακεδονία’ δεν μου βγαίνει εύκολα» εκμυστηρεύτηκε στον Σταύρο Τζήμα, σε συνέντευξή του στην «Καθημερινή», ο νέος, μ. Μπ. (μετά Μπουτάρη), δήμαρχος Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνος Ζέρβας. Ε, ας σφιχτεί λιγάκι. Εν ανάγκη υπάρχουν και υπακτικά.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή...
Η Λυδία Κονιόρδου το αποτόλμησε στο Ίδρυμα «Μιχάλης Κακογιάννης», σε διασκευή και σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Χατζή. Αλλά, ύστερα από έναν πολύ άμεσο πρόλογο για να συνδέσει το κοινό με το κείμενο, υποδύθηκε, κατεβάζοντας τη φωνή, τον Μέγα Ιεροξεταστή. Πιστεύω πως ήταν λάθος. Σπουδαία ηθοποιός, που χειρίζεται έξοχα -όσο λίγοι- το λόγο, νομίζω πως ήταν ικανή να μας πει, να μας μεταφέρει, απλώς το κείμενο αυτό και τα μηνύματά του, ως διαμεσολαβητής όχι παίζοντας ρόλο. Παίζοντάς τον τραβούσε την προσοχή στην ερμηνεία της -βλέπαμε κι ακούγαμε πώς μια γυναίκα παίζει τον Μέγα Ιεροεξεταστή- αποσπώντας την προσοχή απ’ τα νοήματα.
«Εμένα το ‘Βόρεια Μακεδονία’ δεν μου βγαίνει εύκολα» εκμυστηρεύτηκε στον Σταύρο Τζήμα, σε συνέντευξή του στην «Καθημερινή», ο νέος, μ. Μπ. (μετά Μπουτάρη), δήμαρχος Θεσσαλονίκης Κωνσταντίνος Ζέρβας. Ε, ας σφιχτεί λιγάκι. Εν ανάγκη υπάρχουν και υπακτικά.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή...
Η προσωπική μου αίσθηση ήταν πως στον Γιάννο Περλέγκα δεν αρέσει το βασισμένο στον «Πυγμαλιώνα» του Τζορτζ Μπέρναρντ Σο, αστραφτερό μιούζικαλ/οπερέτα «Ωραία μου κυρία» των Φρέντερικ Λόου (μουσική) και Άλαν Τζέι Λέρνερ (κείμενο και στίχοι). Κι όμως. Ανέλαβε να το σκηνοθετήσει στην «Εναλλακτική Σκηνή» της Λυρικής Σκηνής -σ’ εκδοχή χωρίς ορχήστρα αλλά με τη συνοδεία δυο πιάνων. Γιατί άραγε; Ίσως για να το ανατρέψει;
Αλλά πώς ανατρέπεις ένα κλασικό αμερικάνικο μιούζικαλ; Φορώντας μαύρες ζαρτιέρες στον γλωσσολόγο Καθηγητή Χίγκινς και κόκκινες ζαρτιέρες στον φίλο του Συνταγματάρχη Πίκερινγκ -«αχ αυτοί οι Άγγλοι, οι κουνιστοί...»; Ή με τα -μπανάλ πια, βαρέθηκα...- κατεβασμένα παντελόνια και τα μικρόφωνα με πόδι;
Ή περιφέροντας στην -ακατάλληλη για το συγκεκριμένο έργο- σκηνή της «Εναλλακτικής» δυο καλλίπυγες καμπαρετζούδες με μαύρες φιλέ κάλτσες κι αλογοκεφαλές, προφανώς εμπνευσμένες απ’ τη σκηνή των ιπποδρομιών του Άσκοτ που υπάρχει στο έργο; Ή κλείνοντας την Ελίζα και τις ερωτικές σκηνές σε κλουβί -«η καταπίεση της γυναίκας...», «η καταπίεση της κοινωνίας...»; Ή μεταφράζοντας ο ίδιος (με την Μαρία Κυριαζή) τις πρόζες και βάζοντας την Κυρία Έινσφορντ-Χιλ, έξω απ’ την Όπερα του Κόβεντ Γκάρντεν, να λέει «στα πατώματα» ή τον Χίγκινς να χρησιμοποιεί τη λέξη «τσουλί» -οπότε ΠΏΣ να διαχωριστεί το σλανγκ της Ελίζας; Ή αναλαμβάνοντας ο ίδιος, που ’χεις, όπως γράφεις στο πρόγραμμα, στη διάθεσή σου μόνο δυο μήνες για δοκιμές, σ’ ένα είδος που δεν ξέρεις, και τον πρωταγωνιστικό ρόλο του Χίγκινς -με μακιγιάζ νεκροζώντανου- και μάλιστα ΜΗ έχοντας τα φωνητικά προσόντα; Ή επιλέγοντας μια καλλίφωνη αλλά εντελώς ερασιτεχνική υποκριτικά Ελίζα, όπως η Βάσια Ζαχαροπούλου;
Ή μια διανομή αδύναμη για το είδος, πλην, ίσως, του Νικόλα Μαραζιώτη-Φρέντι; Ή αφήνοντας τον -ικανό υποκριτικά- Μιχάλη Τιτόπουλο ν’ αλωνίζει ξέφραγος κι ανεξέλεγκτος; Ή αγνοώντας κάθε αίσθηση του ρυθμού;
Αν τα επιχειρήσεις ολ’ αυτά, όμως, η ανατροπή που επιδιώκεις μπορεί να εξελιχθεί σε ανατροπή νταλίκας. Και να οδηγήσει σε σύγκρουση μετωπική. Με τραγικά αποτελέσματα. Και το θεατή/ακροατή σε τρεις ώρες δοκιμασίας, τρεις ώρες απόγνωσης -ένα εκτύπαε τ’ άλλο χέρι από την απελπισιά.
Θύμωσα. Πολύ (Φωτογραφίες:1, 3 Valeria Isaeva, 2, 4, 5 Ανδρέας Σιμόπουλος).
Αποσύρθηκαν, όπως διάβασα, η Γεωργία Μαυραγάνη, που ’χε αναλάβει τη σκηνοθεσία, κι ο συγγραφέας Δηµοσθένης Παπαµάρκος, που ’χε αναλάβει τη δραµατουργική επεξεργασία του έργου, απ’ τους «Βατράχους» του Αριστοφάνη τους οποίους είχαν ήδη συμφωνήσει, με τον απελθόντα καλλιτεχνικό διευθυντή του ΚΘΒΕ Γιάννη Αναστασάκη, να κάνουν με το Κρατικό, το καλοκαίρι (και) για το Φεστιβάλ Επιδαύρου -είχα γράψει στο «Τέταρτο Κουδούνι» στις 9 Οκτωβρίου. Μετά την ατυχεστάτων χειρισμών αποπομπή του απ’ την υπουργό Πολιτισμού και Αθλητισμού. Για
να μη δεσμεύσουν τον καινούργιο καλλιτεχνικό διευθυντή Νίκο Κολοβό και να τον αφήσουν να κάνει τη δική του επιλογή. Κι η παράσταση ακυρώθηκε.
Δεν ξέρω αν η απόφασή τους επείχε θέση διαμαρτυρίας για την απόλυση Αναστασάκη κι ένδειξης συμπαράστασης αλλά, αν δεν είναι αμετάκλητη κι επειδή θεωρώ ότι ήταν, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, μια ιδιαίτερα επιτυχημένη επιλογή, μετά τις εξαιρετικές «Ευμενίδες» που ’κανε φέτος η Γεωργία Μαυραγάνη με το Εθνικό στην Επίδαυρο, σκέφτηκα -ναι, μόνος μου...- ότι, αν ήμουν Νίκος Κολοβός, θα τους ζητούσα να το ξανασκεφτούν και να επανέλθουν. Εκτός κι αν ο κ. Κολοβός έχει κάτι πιο ενδιαφέρον να προτείνει.
Μεγάλη παραγωγή, κόσμος πολύς επί σκηνής, σκηνικά εντυπωσιακά του Κωνσταντίνου Ζαμάνη, πολλά κοστούμια, ζωντανή ορχήστρα, χορευτές... -το έργο του Ευγένιου Τριβιζά «Φρικαντέλα: η μάγισσα που μισούσε τα κάλαντα», μετασχηματισμένο σε όπερα για παιδιά απ’ τον Άλκη Μπαλτά, είδα, με τις βαφτιστήρες μου, στο «Christmas Theater». Τους άρεσε.
Εγώ βρήκα το έργο, όπως πάντα στον Τριβιζά, με πανέξυπνες ιδέες κι ευφυή γλωσσικά παιχνίδια αλλά λίγο «βιαστικό», αποσπασματικό και με πολλές κουραστικές επαναλήψεις στο δεύτερο μέρος, χωρίς ιδιαίτερη έμπνευση τη μουσική και προχειροστημένη, στο ανοικονόμητο γήπεδο που ’ναι το «Christmas Theater» -όπου όσοι δεν κάθονται κοντά βλέπουν τα επί σκηνής από δυο μεγάλες οθόνες- απ’ τον Φωκά Ευαγγελινό, άδετη, με κενά την παράσταση, μ’ απροετοίμαστα -δεν ήξεραν, ακόμα, καλά τα λόγια τους ή τα ξέχναγαν- τα παιδάκια της χορωδίας που ’χαν και μεγάλα μέρη πρόζας, ανέμπνευστες τις χορογραφίες και μ’ ατυχίες στη διανομή -ένας φωνητικά ζορισμένος, προβληματικός βαρύτονος...- που την έσωζε η μέτζο Ειρήνη Καράγιαννη-Φρικαντέλα, εξαιρετική ηθοποιός, έστω κι αν «άκουγα» την Σοφία Φιλιππίδου.
Εγώ βρήκα το έργο, όπως πάντα στον Τριβιζά, με πανέξυπνες ιδέες κι ευφυή γλωσσικά παιχνίδια αλλά λίγο «βιαστικό», αποσπασματικό και με πολλές κουραστικές επαναλήψεις στο δεύτερο μέρος, χωρίς ιδιαίτερη έμπνευση τη μουσική και προχειροστημένη, στο ανοικονόμητο γήπεδο που ’ναι το «Christmas Theater» -όπου όσοι δεν κάθονται κοντά βλέπουν τα επί σκηνής από δυο μεγάλες οθόνες- απ’ τον Φωκά Ευαγγελινό, άδετη, με κενά την παράσταση, μ’ απροετοίμαστα -δεν ήξεραν, ακόμα, καλά τα λόγια τους ή τα ξέχναγαν- τα παιδάκια της χορωδίας που ’χαν και μεγάλα μέρη πρόζας, ανέμπνευστες τις χορογραφίες και μ’ ατυχίες στη διανομή -ένας φωνητικά ζορισμένος, προβληματικός βαρύτονος...- που την έσωζε η μέτζο Ειρήνη Καράγιαννη-Φρικαντέλα, εξαιρετική ηθοποιός, έστω κι αν «άκουγα» την Σοφία Φιλιππίδου.
Είναι στη φύση μου να μην «είμαι κανενός». Ανέκαθεν. Αυτό τήρησα και στη δουλειά μου. Κι όταν δούλευα στα «Νέα» αλλά ακόμα περισσότερο αφ’ ότου άνοιξα το ιστολόγιο totetartokoudouni.blogspot.com.
Για παράδειγμα: ένθερμα υπερασπίστηκα τον Γιώργο Λούκο όταν ανέλαβε κι όσο κράτησε το Ελληνικό Φεστιβάλ, μ’ έβαλαν στόχο οι ατζέντηδες, όταν τους παραμέρισε, ως υποστηρικτή της απόφασής του -«θα τον εξοντώσω, έχω φίλο το διευθυντή της εφημερίδας», δήλωνε ένας τους δημοσίως-, αλλά όταν είδα τα σωστά της δουλειάς του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου που τον διαδέχτηκε δε δίστασα να τα επισημάνω ακούγοντας κακοήθειες. Υπερασπίστηκα τον Γιάννη Χουβαρδά και πριν το «Αμόρε», και στο «Αμόρε», και στο Εθνικό, εισπράττοντας μεροκάματο του τρόμου απ’ τον ορκισμένο εχθρό του, γοητεύτηκα από παραστάσεις του αλλά για παραστάσεις του που δε μου άρεσαν δε δίστασα να το γράψω. Εκτίμησα απέραντα τον Στάθη Λιβαθινό, τον υπερασπίστηκα, με τους ρουφιάνους και τους δολοπλόκους να με φέρνουν, εξαιτίας του, στο χείλος της απόλυσης, θαύμασα παραστάσεις του, αλλά, αν κάποιες δε μου άρεσαν, δε δίστασα να το γράψω. Και δεκάδες, εκατοντάδες ανάλογα παραδείγματα έχω -που εκτίμησα ανθρώπους αλλά, όταν πίστευα ότι κάνουν στραβή, έγραψα, ακόμα κι αν κάποιοι ήταν πιο κοντά μου, τη γνώμη μου, χωρίς ποτέ να πιστεύω ότι έχω το αλάθητο.
Δε διεκδίκησα «φιλίες» κι «ανταμοιβές» για την υποστήριξη, πικράθηκα αλλά, τελικά, τους έγραψα στα παλιά μου τα παπούτσια όσους μου ’κοψαν την καλημέρα, δεν έγλειψα κανένα για να γίνω αρεστός, δεν κολάκευσα κανένα, δεν προσπάθησα να πείσω κανέναν να με θεωρήσει «αιώνιο, ταμένο φίλο» και «υποστηρικτή μόνιμο, εις τον αιώνα τον άπαντα» και να με επαινεί στο facebook.
Στο κόσμο του Θεάτρου, στον οποίο αφιερώθηκα δεκαετίες τώρα, έμαθα ότι προς γαρ το τελευταίον εκβάν έκαστον των πριν υπαρξάντων κρίνεται... Έμαθα ότι η αχαριστία είναι η προμετωπίδα του -το ’ξερα, εν μέρει το κατανοώ ως «ειδική ευαισθησία», γι αυτό απέφυγα να ταυτίσω τη ζωή μου με τους ανθρώπους του θεάτρου, για να μην απογοητευτώ «μετά», βρήκα, ευτυχώς, και σημαντικότερα στη ζωή. Κι αν υπάρχουν εξαιρέσεις -ναι, υπάρχουν- λίγες είναι. Και μηνύσεις έφαγα, και ειρωνείες διάβασα, και παράπονα και βρισιές άκουσα, και υβριστικές επιστολές, επώνυμες κι ανώνυμες έλαβα -ή έλαβαν οι διευθυντές μου...-, και κακοήθειες, και λιβέλους χυδαίους μου ’γραψαν καλλιτέχνες, και «καλλιτέχνες», και κριτικοί, και δημοσιογράφοι, και πισώπλατες μαχαιριές δέχτηκα, και απειλές, και… μπλοκαρίσματα στο facebook. Αλλά ποτέ δεν πείστηκα να γράψω κάτι που δεν πίστευα. Και «κανενός δεν έγινα» -«μα κι εγώ νόμιζα ότι είσαι του τάδε...» απορούσε, κάποτε, κάποιος της διανόησης.
Με το μότο λοιπόν «δεν είμαι κανενός» -όχι, δε θεωρώ τον εαυτό μου αναμάρτητο- η στήλη «Το Τέταρτο Κουδούνι» έκλεισε στις 25 Νοεμβρίου τα είκοσι χρόνια της αφότου εμφανίστηκε -στις 25 Νοεμβρίου 1999- στα «Νέα». Έως το 2012 -δεκατρία χρόνια- στην εφημερίδα, απ’ το 2011 έως το 2012 -για ένα χρόνο- παράλληλα κι εδώ, στο totetartokoudouni.blogspot.com, που του ’δωσε τ’ όνομά της, κι απ’ το 2012 μέχρι σήμερα -επτά χρόνια- ανεξάρτητη -κι απελευθερωμένη απ’ τις δουλείες και τα «απαγορεύεται» της εφημερίδας-, αποκλειστικά στο ιστολόγιο. Δεν μπορώ να ξέρω τις αντοχές της(μου) αλλά, προς το παρόν, συνεχίζει.
Όλους που τη διαβάζετε και τη στηρίζετε μ’ οποιοδήποτε τρόπο ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ.
Δε διεκδίκησα «φιλίες» κι «ανταμοιβές» για την υποστήριξη, πικράθηκα αλλά, τελικά, τους έγραψα στα παλιά μου τα παπούτσια όσους μου ’κοψαν την καλημέρα, δεν έγλειψα κανένα για να γίνω αρεστός, δεν κολάκευσα κανένα, δεν προσπάθησα να πείσω κανέναν να με θεωρήσει «αιώνιο, ταμένο φίλο» και «υποστηρικτή μόνιμο, εις τον αιώνα τον άπαντα» και να με επαινεί στο facebook.
Στο κόσμο του Θεάτρου, στον οποίο αφιερώθηκα δεκαετίες τώρα, έμαθα ότι προς γαρ το τελευταίον εκβάν έκαστον των πριν υπαρξάντων κρίνεται... Έμαθα ότι η αχαριστία είναι η προμετωπίδα του -το ’ξερα, εν μέρει το κατανοώ ως «ειδική ευαισθησία», γι αυτό απέφυγα να ταυτίσω τη ζωή μου με τους ανθρώπους του θεάτρου, για να μην απογοητευτώ «μετά», βρήκα, ευτυχώς, και σημαντικότερα στη ζωή. Κι αν υπάρχουν εξαιρέσεις -ναι, υπάρχουν- λίγες είναι. Και μηνύσεις έφαγα, και ειρωνείες διάβασα, και παράπονα και βρισιές άκουσα, και υβριστικές επιστολές, επώνυμες κι ανώνυμες έλαβα -ή έλαβαν οι διευθυντές μου...-, και κακοήθειες, και λιβέλους χυδαίους μου ’γραψαν καλλιτέχνες, και «καλλιτέχνες», και κριτικοί, και δημοσιογράφοι, και πισώπλατες μαχαιριές δέχτηκα, και απειλές, και… μπλοκαρίσματα στο facebook. Αλλά ποτέ δεν πείστηκα να γράψω κάτι που δεν πίστευα. Και «κανενός δεν έγινα» -«μα κι εγώ νόμιζα ότι είσαι του τάδε...» απορούσε, κάποτε, κάποιος της διανόησης.
Με το μότο λοιπόν «δεν είμαι κανενός» -όχι, δε θεωρώ τον εαυτό μου αναμάρτητο- η στήλη «Το Τέταρτο Κουδούνι» έκλεισε στις 25 Νοεμβρίου τα είκοσι χρόνια της αφότου εμφανίστηκε -στις 25 Νοεμβρίου 1999- στα «Νέα». Έως το 2012 -δεκατρία χρόνια- στην εφημερίδα, απ’ το 2011 έως το 2012 -για ένα χρόνο- παράλληλα κι εδώ, στο totetartokoudouni.blogspot.com, που του ’δωσε τ’ όνομά της, κι απ’ το 2012 μέχρι σήμερα -επτά χρόνια- ανεξάρτητη -κι απελευθερωμένη απ’ τις δουλείες και τα «απαγορεύεται» της εφημερίδας-, αποκλειστικά στο ιστολόγιο. Δεν μπορώ να ξέρω τις αντοχές της(μου) αλλά, προς το παρόν, συνεχίζει.
Όλους που τη διαβάζετε και τη στηρίζετε μ’ οποιοδήποτε τρόπο ΣΑΣ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ.
Αυτος που τα γράφει ειναι τελείως άσχετος;;;
ReplyDeleteΑναρωτιέμαι!!!
Θα μπορούσατε να γίνετε λίγο πιο σαφής αγαπητέ/-ή Unknown;
ReplyDelete