«Ο χορός της φωτιάς» του Άρη Μπινιάρη / Σκηνοθεσία: Άρης Μπινιάρης
Αφορμή ήταν οι μνήμες από τις διώξεις, με τραγικά επακόλουθα -σφαγές, εκτελέσεις, βιασμοί, λεηλασίες, πυρπολήσεις, καταναγκαστική εργασία, αγριότητες, εκτοπίσεις, πορείες θανάτου...-,
των Ελλήνων του Πόντου, την περίοδο 1914-1923, από το κίνημα των Νεοτούρκων, που επικράτησε και πήρε τα ηνία της εξουσίας στην υπό κατάρρευση Οθωμανική Αυτοκρατορία επιδιώκοντας την εθνοκάθαρση, και, στη συνέχεια, από το κεμαλικό καθεστώς -ο ξεριζωμός, όχι, πάντως, χωρίς αντίσταση και όχι χωρίς, επίσης, αγριότητες και από την ελληνική πλευρά, του ποντιακού ελληνισμού με συνέπεια το θάνατο και την προσφυγιά εκατοντάδων χιλιάδων Ποντίων, που χαρακτηρίζεται ως γενοκτονία, αν και δεν έχει αναγνωριστεί έτσι διεθνώς. Ο Άρης Μπινιάρης, μελετώντας τη σχετική βιβλιογραφία και τις -συχνά συγκλονιστικές- μαρτυρίες αυτών που επέζησαν εμπνεύστηκε και δραματοποίησε μία ποιητική σύνθεση, ένα χορικό, ένα ρέκβιεμ για
τους ξεριζωμένους, τον «Χορό της φωτιάς». Στο κείμενο, βέβαια, δεν ακούγονται καν οι λέξεις Πόντος, Πόντιοι, Αρμένιοι, Νεότουρκοι, Κεμάλ..., δεν υπάρχουν τοπικές και χρονικές
αναφορές και αυτό είναι θετικό γιατί δίνει στο θέμα μία παγκοσμιότητα και το ανάγει, πέραν του συγκεκριμένου τόπου και χρόνου, σε άλλες, ανάλογες, θηριωδίες που έχουν διαπραχθεί ή διαπράττονται ακόμα, εν ονόματι εθνικισμών και θρησκειών. Οι
εθνοκαθάρσεις και οι ξεριζωμοί, οι σφαγές και οι εκτοπίσεις, οι προσφυγιές και οι αναγκαστικές, βίαιες μεταναστεύσεις έπλητταν και συνεχίζουν να πλήττουν, χωρίς σταματημό, χωρίς ανάσα, την ανθρωπότητα... Το πρώτο μέλημα του Άρη Μπινιάρη, ως προς το κείμενο, τη δραματουργία και τη σκηνοθεσία που υπογράφει, ήταν η μουσικότητα. Και σ’ αυτή, όπως και στις προηγούμενες
παραστάσεις του σκηνοθέτη, εκτός από τη μουσική που είναι ενσωματωμένη, που είναι ο έτερος, πλην του λόγου, πόλος της, το βάρος δίνεται στη μουσικότητα αυτού καθαυτού του λόγου. Αλλά ο Άρης Μπινιάρης, πέραν του τρόπου που συνθέτει το κείμενο, που συνθέτει τις φράσεις του, με την επιλογή των λέξεων, με την προσοχή που δίνει στους «ήχους» τους, με τις διαρκείς επαναλήψεις υπό τον τύπο λάιτ μοτίφ, ως σκηνοθέτης πια, διδάσκει και στους ηθοποιούς μία μετρική εκφορά του λόγου δίνοντας έμφαση στους ρυθμούς και οδηγώντας τους σε μία χορικότητα που αγγίζει τα στάσιμα του αρχαίου δράματος -η εμπειρία του από τις «Βάκχες»-σταθμό που έκανε στην «Στέγη» του Ιδρύματος Ωνάση στάθηκε, προφανώς, εξαιρετικά χρήσιμη. Η αίσθησή μου ήταν της εκτέλεσης μίας παρτιτούρας, με τις υφέσεις,
τις διέσεις, τα ημιτόνια της, που οδηγείται στο κρεσέντο ενός ποντιακού χορού. Οι έντεκα ηθοποιοί του αφηγούνται, με τρόπο ποιητικό, «τραγουδούν» τελετουργικά την περιπέτεια ενός λαού
που ζούσε ευτυχισμένος μέχρι να πέσει θύμα των ιστορικών συνθηκών, μέχρι να πάρει τα μαχαίρια για να γλυτώσει από τον αφανισμό που δεν τον γλύτωσε τελικά, μέχρι να ξεριζωθεί και να μεταφυτευτεί σε ξένα χώματα: μία, σχεδόν ιερή, τελετουργία. Πέραν ψυχολογισμών και συναισθηματισμών -η συγκίνηση αποφεύγεται. Στη σκηνοθεσία συμπαρίστανται ενεργά, αποφασιστικά θα έλεγα, η Στέλλα Κάλτσου με τους συγκλονιστικούς φωτισμούς της που, ουσιαστικά, πλέκουν τα νήματα της δραματουργίας και η Ματίνα Μέγκλα με
τα εκπληκτικά, πτυχωτά, σε υπέροχα συνδυασμένες, μεθυστικές αλλά, ταυτόχρονα, και λιτές, μονοχρωμίες, κοστούμια της και με τα πλισέ υφάσματα με τα οποία τυλίγονται οι ηθοποιοί και τα οποία καθορίζουν το ύφος της παράστασης παραπέμποντας ανεπαισθήτως στην αρχαιότητα -συναρπαστική αισθητική χωρίς να επιδεικνύεται. Η απόλυτη λιτότητα των σκηνικών του
Κωστή Καραντάνη και η εξαιρετική δουλειά του video artist Γιώργου Δασκαλόπουλου, άλλα δύο συν. Φυσικά η πολύ ενδιαφέρουσα μουσική του Φώτη Σιώτα -που εκτελείται ζωντανά από τρεις μουσικούς, με ηχογραφημένη την ποντιακή λύρα-, αντλώντας από την ποντιακή παράδοση αλλά πειραγμένη, αυτονομούμενη σε ροκ ύφος, πυροδοτεί τη διαρκή επί
σκηνής κίνηση του Χορού συμβάλλοντας καθοριστικά στο παραστασιακό αποτέλεσμα που θα μπορούσε να παραπέμπει και στα Αναστενάρια. Αποτέλεσμα για το οποίο συντονίζονται ιδανικά οι έντεκα ηθοποιοί: Κατερίνα Δημάτη, Γρηγορία Μεθενίτη, Ελένη Μπούκλη, Δώρα Ξαγοράρη, Λεωνή Ξεροβάσιλα, Μάνος Πετράκης, Κώστας Σεβδαλής, Νικος
Τσολερίδης, Ορέστης Χαλκιάς, με τους έξοχους Χρήστο Λούλη και Ιωάννα Παππά, χωρίς να διασπούν το σύνολο, να ξεχωρίζουν εν είδει κορυφαίων του Χορού. Δύο οι παρατηρήσεις μου. Μία
επουσιώδης: το κορίτσι που μοιράζει στους άλλους τις σπάθες δεν μπορεί να τις παραδίδει κρατώντας τες από τις λάμες. Η βασική: ο σκηνοθέτης επαναλαμβάνει το λάθος που έχει κάνει και στο «Ύψωμα 731» το οποίο παίζεται στο θέατρο «Πορεία»: τα
μικρόφωνα-ψείρες, οι εντάσεις στην εκφορά που ζητάει από τους ηθοποιούς και οι εντάσεις της μουσικής επικαλύπτουν ή εμποδίζουν το λόγο -το κείμενο δεν ακούγεται σε απαγορευτικό ποσοστό που φτάνει και το 50%. Επίσης, μου κάνει εντύπωση η εμμονή του σε κείμενα και παραστάσεις που αναφέρονται στον πόλεμο και στη βία. Αν έχετε εκ των προτέρων υπόψιν σας ότι δεν θα δείτε ένα ρεαλιστικό δράμα «για την γενοκτονία των Ποντίων» αλλά ένα μουσικό-ποιητικό δρώμενο που αντλεί από την ιστορία χωρίς να προσπαθεί να την αναπαραστήσει, να πάτε (Φωτογραφίες: οι ανυπόγραφες Κωστής Σωχωρίτης).
(Ικανοποιητικό το έντυπο πρόγραμμα, με πολλές πληροφορίες που, όμως, σε αντίθεση με την παράσταση που το αποφεύγει, εντοπίζουν το θέμα της στο ξερίζωμα του ποντιακού ελληνισμού).
των Ελλήνων του Πόντου, την περίοδο 1914-1923, από το κίνημα των Νεοτούρκων, που επικράτησε και πήρε τα ηνία της εξουσίας στην υπό κατάρρευση Οθωμανική Αυτοκρατορία επιδιώκοντας την εθνοκάθαρση, και, στη συνέχεια, από το κεμαλικό καθεστώς -ο ξεριζωμός, όχι, πάντως, χωρίς αντίσταση και όχι χωρίς, επίσης, αγριότητες και από την ελληνική πλευρά, του ποντιακού ελληνισμού με συνέπεια το θάνατο και την προσφυγιά εκατοντάδων χιλιάδων Ποντίων, που χαρακτηρίζεται ως γενοκτονία, αν και δεν έχει αναγνωριστεί έτσι διεθνώς. Ο Άρης Μπινιάρης, μελετώντας τη σχετική βιβλιογραφία και τις -συχνά συγκλονιστικές- μαρτυρίες αυτών που επέζησαν εμπνεύστηκε και δραματοποίησε μία ποιητική σύνθεση, ένα χορικό, ένα ρέκβιεμ για
τους ξεριζωμένους, τον «Χορό της φωτιάς». Στο κείμενο, βέβαια, δεν ακούγονται καν οι λέξεις Πόντος, Πόντιοι, Αρμένιοι, Νεότουρκοι, Κεμάλ..., δεν υπάρχουν τοπικές και χρονικές
αναφορές και αυτό είναι θετικό γιατί δίνει στο θέμα μία παγκοσμιότητα και το ανάγει, πέραν του συγκεκριμένου τόπου και χρόνου, σε άλλες, ανάλογες, θηριωδίες που έχουν διαπραχθεί ή διαπράττονται ακόμα, εν ονόματι εθνικισμών και θρησκειών. Οι
εθνοκαθάρσεις και οι ξεριζωμοί, οι σφαγές και οι εκτοπίσεις, οι προσφυγιές και οι αναγκαστικές, βίαιες μεταναστεύσεις έπλητταν και συνεχίζουν να πλήττουν, χωρίς σταματημό, χωρίς ανάσα, την ανθρωπότητα... Το πρώτο μέλημα του Άρη Μπινιάρη, ως προς το κείμενο, τη δραματουργία και τη σκηνοθεσία που υπογράφει, ήταν η μουσικότητα. Και σ’ αυτή, όπως και στις προηγούμενες
παραστάσεις του σκηνοθέτη, εκτός από τη μουσική που είναι ενσωματωμένη, που είναι ο έτερος, πλην του λόγου, πόλος της, το βάρος δίνεται στη μουσικότητα αυτού καθαυτού του λόγου. Αλλά ο Άρης Μπινιάρης, πέραν του τρόπου που συνθέτει το κείμενο, που συνθέτει τις φράσεις του, με την επιλογή των λέξεων, με την προσοχή που δίνει στους «ήχους» τους, με τις διαρκείς επαναλήψεις υπό τον τύπο λάιτ μοτίφ, ως σκηνοθέτης πια, διδάσκει και στους ηθοποιούς μία μετρική εκφορά του λόγου δίνοντας έμφαση στους ρυθμούς και οδηγώντας τους σε μία χορικότητα που αγγίζει τα στάσιμα του αρχαίου δράματος -η εμπειρία του από τις «Βάκχες»-σταθμό που έκανε στην «Στέγη» του Ιδρύματος Ωνάση στάθηκε, προφανώς, εξαιρετικά χρήσιμη. Η αίσθησή μου ήταν της εκτέλεσης μίας παρτιτούρας, με τις υφέσεις,
τις διέσεις, τα ημιτόνια της, που οδηγείται στο κρεσέντο ενός ποντιακού χορού. Οι έντεκα ηθοποιοί του αφηγούνται, με τρόπο ποιητικό, «τραγουδούν» τελετουργικά την περιπέτεια ενός λαού
που ζούσε ευτυχισμένος μέχρι να πέσει θύμα των ιστορικών συνθηκών, μέχρι να πάρει τα μαχαίρια για να γλυτώσει από τον αφανισμό που δεν τον γλύτωσε τελικά, μέχρι να ξεριζωθεί και να μεταφυτευτεί σε ξένα χώματα: μία, σχεδόν ιερή, τελετουργία. Πέραν ψυχολογισμών και συναισθηματισμών -η συγκίνηση αποφεύγεται. Στη σκηνοθεσία συμπαρίστανται ενεργά, αποφασιστικά θα έλεγα, η Στέλλα Κάλτσου με τους συγκλονιστικούς φωτισμούς της που, ουσιαστικά, πλέκουν τα νήματα της δραματουργίας και η Ματίνα Μέγκλα με
τα εκπληκτικά, πτυχωτά, σε υπέροχα συνδυασμένες, μεθυστικές αλλά, ταυτόχρονα, και λιτές, μονοχρωμίες, κοστούμια της και με τα πλισέ υφάσματα με τα οποία τυλίγονται οι ηθοποιοί και τα οποία καθορίζουν το ύφος της παράστασης παραπέμποντας ανεπαισθήτως στην αρχαιότητα -συναρπαστική αισθητική χωρίς να επιδεικνύεται. Η απόλυτη λιτότητα των σκηνικών του
Κωστή Καραντάνη και η εξαιρετική δουλειά του video artist Γιώργου Δασκαλόπουλου, άλλα δύο συν. Φυσικά η πολύ ενδιαφέρουσα μουσική του Φώτη Σιώτα -που εκτελείται ζωντανά από τρεις μουσικούς, με ηχογραφημένη την ποντιακή λύρα-, αντλώντας από την ποντιακή παράδοση αλλά πειραγμένη, αυτονομούμενη σε ροκ ύφος, πυροδοτεί τη διαρκή επί
σκηνής κίνηση του Χορού συμβάλλοντας καθοριστικά στο παραστασιακό αποτέλεσμα που θα μπορούσε να παραπέμπει και στα Αναστενάρια. Αποτέλεσμα για το οποίο συντονίζονται ιδανικά οι έντεκα ηθοποιοί: Κατερίνα Δημάτη, Γρηγορία Μεθενίτη, Ελένη Μπούκλη, Δώρα Ξαγοράρη, Λεωνή Ξεροβάσιλα, Μάνος Πετράκης, Κώστας Σεβδαλής, Νικος
Τσολερίδης, Ορέστης Χαλκιάς, με τους έξοχους Χρήστο Λούλη και Ιωάννα Παππά, χωρίς να διασπούν το σύνολο, να ξεχωρίζουν εν είδει κορυφαίων του Χορού. Δύο οι παρατηρήσεις μου. Μία
επουσιώδης: το κορίτσι που μοιράζει στους άλλους τις σπάθες δεν μπορεί να τις παραδίδει κρατώντας τες από τις λάμες. Η βασική: ο σκηνοθέτης επαναλαμβάνει το λάθος που έχει κάνει και στο «Ύψωμα 731» το οποίο παίζεται στο θέατρο «Πορεία»: τα
μικρόφωνα-ψείρες, οι εντάσεις στην εκφορά που ζητάει από τους ηθοποιούς και οι εντάσεις της μουσικής επικαλύπτουν ή εμποδίζουν το λόγο -το κείμενο δεν ακούγεται σε απαγορευτικό ποσοστό που φτάνει και το 50%. Επίσης, μου κάνει εντύπωση η εμμονή του σε κείμενα και παραστάσεις που αναφέρονται στον πόλεμο και στη βία. Αν έχετε εκ των προτέρων υπόψιν σας ότι δεν θα δείτε ένα ρεαλιστικό δράμα «για την γενοκτονία των Ποντίων» αλλά ένα μουσικό-ποιητικό δρώμενο που αντλεί από την ιστορία χωρίς να προσπαθεί να την αναπαραστήσει, να πάτε (Φωτογραφίες: οι ανυπόγραφες Κωστής Σωχωρίτης).
(Ικανοποιητικό το έντυπο πρόγραμμα, με πολλές πληροφορίες που, όμως, σε αντίθεση με την παράσταση που το αποφεύγει, εντοπίζουν το θέμα της στο ξερίζωμα του ποντιακού ελληνισμού).
Δημοτικό Θέατρο Πειραιά / Σκηνή «Δημήτρης Ροντήρης», «Performing Arts and Entertainment ltd», 11 Δεκεμβρίου 2019.
No comments:
Post a Comment