November 1, 2017

Πέρα από τα όρια ή Η υστερία που σκοτώνει ή Αίμα και χρυσός




Το έργο. Ένα, από τη φύση του, δύσκολο και υψηλών απαιτήσεων έργο, την «Ηλέκτρα» (1909) του Ρίχαρντ Στράους, του κορυφαίου, ίσως, γερμανού συνθέτη στο γύρισμα από τον 19ο στον 20ο αιώνα, που δεν το είχε ποτέ παρουσιάσει, επέλεξε η Εθνική Λυρική Σκηνή για να εγκαινιάσει επίσημα τη μετεγκατάστασή της στο «Κέντρο Πολιτισμού/Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος» και τη νέα της περίοδο κατά την οποία ελπίζω και εύχομαι να εδραιώσει την ανανέωσή της.
Γραμμένη (1909) στο απόγειο της καριέρας του Στράους, η «Ηλέκτρα» ακουμπάει πλήρως στο ομώνυμο έργο (1903) του αυστριακού ποιητή Χούγκο φον Χόφμανσταλ, ελεύθερη μεταγραφή της «Ηλέκτρας» του Σοφοκλή -ο Χόφμανσταλ διατηρεί την πλοκή αλλά ξεφεύγει εντελώς από το κείμενο, με έξοχα, πάντως, ποιητικά αποτελέσματα-, και έχει χαρακτηριστεί από το συνθέτη της, που προσεκτικά απέφυγε το χαρακτηρισμό «όπερα», «μονόπρακτη τραγωδία»: ο Στράους μελοποιεί το έργο, με κάποιες τροποποιήσεις στο κείμενο, χωρίς να χρειαστεί «λιμπρέτο». Βέβαια η τραγωδία του Χόφμανσταλ -και κατ’ επέκταση του Στράους- πόρρω απέχει από το πνεύμα και το ύφος της αρχαίας ελληνικής τραγωδίας: επικεντρώνεται στην εμμονική αφοσίωση της  
Ηλέκτρας -ουσιαστικά, μία εξαγριωμένη, ζωντανή νεκρή- στη μνήμη του -δολοφονημένου από τη μητέρα της Κλυταιμνήστρα και τον εραστή της, εξάδελφό του, Αίγισθο- πατέρα της, του Αγαμέμνονα, και το πέραν των ορίων, μέχρι την υστερία -μία σκύλα την οποία έχουν περιθωριοποιήσει αλλά έχει και η ίδια αυτοπεριθωριοποιηθεί-, μανικό πάθος της για εκδίκηση που περιμένει να υλοποιήσει ο απών αδελφός της Ορέστης. Ο οποίος επιστρέφει στον οίκο των Ατρειδών, στο Άργος, από την Φωκίδα, όπου τον είχαν απομακρύνει από μικρό, και, για να θολώσει τα νερά και να κινηθεί άνετα, φέρνει, καθώς δεν τον αναγνωρίζουν, το δήθεν μαντάτο ότι ο Ορέστης σκοτώθηκε. Τότε η Ηλέκτρα, αφού προσπαθεί να πείσει την αδελφή της Χρυσοθέμιδα να εκδικηθούν 
αλλά εκείνη -«κόρη της Κλυταιμνήστρας» την ονομάζει περιφρονητικά η Ηλέκτρα- αρνείται, γιατί θέλει να ζήσει μία ήσυχη ζωή, παίρνει την απόφαση να σηκώσει στους ώμους της την εκδίκηση. Μέχρι που ο Ορέστης της αποκαλύπτει την ταυτότητά του και, τελικά, παίρνει την εκδίκηση για την οποία η αδελφή του διψάει: σκοτώνει τη μητέρα του και τον Αίγισθο. Ο μόνος λόγος για τον οποίο η Ηλέκτρα ζούσε έχει εκλείψει. Γι αυτό, μετά από έναν πρωτόγονο, μαιναδικό χορό θριάμβου, όπου σαν να ξεσπάει η υστερία της, να ξεχύνεται και να την πνίγει, πέφτει νεκρή. Αυτή είναι η Κάθαρσις στο σκοτεινό, εξπρεσιονιστικό, δυνατό δράμα του Χόφμανσταλ, που απηχεί τις ψυχαναλυτικές θεωρίες της εποχής του με σεξπιρικές παραπομπές -μνήμες Λέδης Μακμπέθ στη άυπνη

από τις τύψεις Κλυταιμνήστρα, τα, α λα Κλαύδιος στον «Άμλετ», φώτα που ζητάει η ίδια, όπως και, αργότερα, ο Αίγισθος… Ένα δράμα το οποίο έχει μετατραπεί από τον Στράους σε ένα εξαιρετικά σφιχτοδεμένο, τραχύ, αρχέγονων, βαρβαρικών ήχων, εκρηκτικό, ηφαιστειώδες μουσικοθεατρικό έργο, με τεράστιους συμφωνικούς όγκους, που φτάνει στα όρια της τονικότητας για να την ξεπεράσει κάποιες στιγμές και με το οποίο ο Στράους συνεχίζει, ωθώντας τις φωνές στο μη περαιτέρω, επάξια, στον 20ο αιώνα, τους δρόμους που άνοιξε ο Βάγκνερ στο μουσικό δράμα τον 19ο -ένα έργο συ-ντρι-πτι-κό.

Η παράσταση. Ο Γιάννης Κόκκος που ανέλαβε τη σκηνοθεσία, με καλλιτεχνική συνεργάτρια και δραματουργό την Αν Μπλανκάρ, συνειδητοποίησε αυτό το «πέρα από τα όρια» κειμένου και μουσικής και το υπηρέτησε, σε μία παράσταση άριστα κινημένη -μία διάχυτη υποψία, ένα διάχυτος τρόμος…-, αναζητώντας και βρίσκοντας τα νήματα ανάμεσα στον Σοφοκλή και στους Στράους/Χόφμανσταλ, μέσα από τα -ιδανικά φωτισμένα από τον

Βινίτσιο Κέλι και με λειτουργικότατες, πάνω τους, τις προβολές που σχεδίασε ο Σέρτζιο Μετάλι/Ideogramma S.R.L.- επιβλητικά εξπρεσιονιστικά σκηνικά του: ζοφερά σκότη, μία πνιγηρή ατμόσφαιρα ανάμεσα και κάτω από μνημειακά μεγέθη, υπολείμματα μιας παλαιάς δόξας -της δόξας των Χρυσών Μυκηνών- βουτηγμένα στο αίμα -ένας μύθος που έχει καταντήσει κόλαση-, ένα χρυσό «κλουβί», ένα άγαλμα του ένδοξου βασιλέα Αγαμέμνονα που, ανάποδα κρεμασμένο, έχει καταντήσει σφάγιο, όπως και συνέβη… Ας μην ξεχνούμε ότι ο Γιάννης Κόκκος, πρώτα και πάνω από όλα, είναι ένας σπουδαίος σκηνογράφος.
Τα φαιά κοστούμια της Λιλής Κεντάκα, πέραν τόπου και χρόνου -αλλά με εμφανή τα στοιχεία από την ελληνική παράδοση-, υπέροχα τα περισσότερα -έξοχο το μαύρο της Ηλέκτρας, μ’ αυτά τα μαύρα, βρόμικα μποτάκια στα πόδια της αλλά δεν μου άρεσαν των Ακολούθων της Κλυταιμνήστρας-, δεμένα γερά με τους χαρακτήρες που τα φορούν, ως προέκτασή τους, συντελούσαν στη ζοφερή ατμόσφαιρα. Ο Γιάννης Κόκκος συνέθεσε μία, κατά τη γνώμη μου πάντα, δυνατή παράσταση.

Γεγονός, το μουσικό μέρος της. Ο Βασίλης Χριστόπουλος επέστρεψε στην Ελλάδα για να οδηγήσει -σταθμός στην καριέρα του- την ενισχυμένη Ορχήστρα της ΕΛΣ πέρα, επίσης, από τα όριά της: ένας ήχος αστραφτερός και μαζί σκοτεινός, τρομακτικός, που κεραυνοβολούσε -ένα επίτευγμα. Άψογη και η, υπό τη διεύθυνση του Αγαθάγγελου Γεωργακάτου, Χορωδία της ΕΛΣ.
Οι ερμηνείες. Στο αποτέλεσμα, βέβαια, τα μάλα συνέβαλε η επιτυχημένη διανομή. Η μέτζο Αγνή Μπάλτσα, με πολύ καλά διατηρημένη την εξαιρετική φωνή της, απόλυτα κυρίαρχη των άριστων υποκριτικών της μέσων και γερά γειωμένη στο σανίδι, ως Κλυταιμνήστρα, η υψηλού φωνητικού επιπέδου -αλλά κάπως άχρωμη υποκριτικά- γερμανίδα σοπράνο Γκουν-Μπριτ Μπάρκμιν ως Χρυσόθεμις, ο βαρύτονος Δημήτρης Τηλιακός-Ορέστης, ο ολανδός τενόρος Φρανκ φαν Άκεν-Αίγισθος αλλά και οι υπόλοιποι -έλληνες- καλλιτέχνες στους μικρότερους ρόλους είχαν αρθεί στο ύψος της περίστασης.


Σταματώ με θαυμασμό στη γερμανίδα σοπράνο Ζαμπίνε Χογκρέφε: άψογη φωνητικά -αν και, σε κάποιες, λίγες, στιγμές, την υπερκάλυπτε η ορχήστρα- έδωσε  μία εκφραστικότατη, βιωματική ερμηνεία, μία ερμηνεία συναρπαστική: ήταν η ταπεινωμένη, μαραζωμένη, μαδημένη Ηλέκτρα που η υστερία για εκδίκηση τη βγάζει από το πετσί της και βγάζει επί σκηνής τα σπλάχνα της χρησιμοποιώντας τα μέλη του σώματός της ιδανικά: συγκλονιστική στη σκηνή με την Κλυταιμνήστρα -σαν σκυλί κυνηγιάρικο που φερμάρει το θήραμά του την τριγυρίζει-, συγκλονιστική στη σκηνή της αναγνώρισης του Ορέστη- η καλύτερη σκηνή της παράστασης-, συγκλονιστική στον τελικό θριαμβικό/επιθανάτιο χορό της. 
Το συμπέρασμα. Μία παράσταση υψηλού επιπέδου που αξίζει να ενταχθεί στο ρεπερτόριο της Λυρικής (Φωτογραφίες από πάνω. 1, 2, 3, 4, 5, 6, 7, 8, 11, 12: Ανδρέας Σιμόπουλος. 9, 10: Χάρης Ακριβιάδης).

No comments:

Post a Comment