August 20, 2017

Όταν ο πληθωρισμός πνίγει τις επιτυχίες του Φεστιβάλ ή Η σκυτάλη ως άλοθι



Το Τέταρτο Κουδούνι / 20 Αυγούστου 2017 
(Για ελάχιστες ακόμα αναρτήσεις…)

Ένα Φεστιβάλ καλλιτεχνικά πετυχημένο: το φετινό Φεστιβάλ Αθηνών. Απ’ τα πιο πετυχημένα των τελευταίων χρόνων. Το λέω άνευ φόβου και πάθους. Όταν, ανάμεσα στις, ελληνικές και εισαγόμενες, εκδηλώσεις -θέατρο, χορός, μουσική, εικαστικά…- που κατάφερα να δω, μετρώ δεκατέσσερις που βρήκα από πολύ έως εξαιρετικά ενδιαφέρουσες και ικανές να σας συστήσω να τις δείτε -ας αναφέρω μόνο, απ’ τις ελληνικές, το καθηλωτικό «Αποτυχημένες απόπειρες αιώρησης στο εργαστήριό μου» του Δημήτρη Κουρτάκη, που θα επαναληφθεί το επόμενο καλοκαίρι
στην «Πειραιώς», δε θα τις απαριθμήσω όλες, έχω ήδη γράψει αναλυτικά γι αυτές στον καιρό τους- πιστεύω πως μόνο επιτυχημένο θα μπορούσα να χαρακτηρίσω το Φεστιβάλ -είναι υπεραρκετές. Πολύ ενδιαφέροντα, ανεξαρτήτως αποτελέσματος, και τα «Ανοίγματα στην Πόλη» -Αθήνα και Πειραιά- και το αφιέρωμα στην «Φόλκσμπίνε» -κι ας μη μου πάει καθόλου το ύφος της.
Μόνο που ολ’ αυτά τα ενδιαφέροντα πνίγηκαν μέσα στον πληθωρισμό: εκδηλώσεις, κάποτε συγγενικές, που καβαλούσαν η μια την άλλη, συνωστισμός σε κάποιες περιόδους και περίοδοι αναιμικές, κάποιες άλλες -άρα αμήχανος προγραμματισμός… Η διάρκεια του Φεστιβάλ, με τις προφεστιβαλικές εκδηλώσεις και κάποιες μεταφεστιβαλικές επαναλήψεις, επιμηκύνθηκε επικίνδυνα και το πήξιμο του προγράμματος, μαζί με τον μικρό αριθμό ημερών που διατέθηκαν για κάθε εκδήλωση, και πολλούς απέτρεψε -πόσα να δουν, πότε να τα δουν όλα και πόσα χρήματα να διαθέσουν;- ενώ η έγκαιρη ενημέρωση του κοινού απ’ τους δημοσιογράφους ήταν ανθρωπίνως αδύνατη -πώς να τα προλάβουν όλα, με ρέπλικες; Το Φεστιβάλ χρειάζεται ανάσες, χρειάζεται πιο οργανωμένη επικοινωνία, χρειάζεται πιο αυστηρές επιλογές, χρειάζεται καλύτερη τιμολογιακή πολιτική, χρειάζεται πιο επιδέξιους χειρισμούς -βλέπε στάσεις εργασίας του προσωπικού, διάθεση των εισιτηρίων για τις παραστάσεις Γουίλσον-Μπαρίσνικοφ...

Θέλω να ελπίζω ότι ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος -ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Φεστιβάλ- θα ’χει αντιληφθεί το πρόβλημα κι ότι θα το αντιμετωπίσει -πρέπει να το αντιμετωπίσει. Μ’ αυστηρότερες επιλογές και, βέβαια, με κάποιες επαναλήψεις των καλύτερων παραστάσεων -επαναλήψεις που συμφέρουν, υποθέτω, και οικονομικά το Φεστιβάλ, καθώς το «από στόμα σε στόμα» και τα όσα, στο μεταξύ, γράφτηκαν τους έχουν δώσει, από φέτος, φόρα. Το οφείλει σ’ όσους δεν πρόλαβαν να τις δουν.
Ταμειακά δεν ξέρω πώς πήγε το Φεστιβάλ. Η αίσθησή μου είναι πως δεν τα πήγε καλά -μ εξαίρεση τις σιγουράντζες. Και οι κάποιες αυξήσεις στις τιμές των εισιτηρίων και ο πληθωρισμός δεν πρέπει να βοήθησαν. Αλλά αυτά θα τα μάθουμε στην απολογιστική συνέντευξη Τύπου.
Όσο για το Φεστιβάλ Επιδαύρου θα τα πούμε, όταν δω στο Ηρώδειο και τις «Βάκχες» του Έκτορα Λυγίζου που δεν μπόρεσα να δω εκεί. 



Μπορεί να σας απογοητεύσω αλλά δεν έχω καμιά ιστορία «ΕΓΩ κι η Ζωή Λάσκαρη» να σας αφηγηθώ. Κι ούτε μια φωτογραφία των δυο μας να σας αναρτήσω. Διότι ποτέ δε μας είχαν βγάλει φωτογραφία μαζί. Ας είναι αναπαυμένη. Μετά τα τόσα «Καλό παράδεισο» και «Στη γειτονιά των αγγέλων» που, μεταξύ πολλών άλλων, γράφτηκαν κι ακούστηκαν, ε, τη χρειάζεται την ανάπαυση…


Τον «Κοριολανό» (χρονολογείται μεταξύ 1605 και 1608) του Σέξπιρ θ’ ανεβάσει απ’ τον Οκτώβριο, τα Δευτερότριτα, στο «Σημείο», όπου έκανε, πέρσι -2016/2017-, την πρώτη εμφάνισή του ως σκηνοθέτης με τον «Βέρθερο» του Γκέτε, ο νεαρός Αλέξανδρος Διαμαντής. Στον επώνυμο ρόλο, ο Ιωάννης Παπαζήσης και Βολούμνια η Παρθενόπη Μπουζούρη (Φωτογραφία Κάτια Σωτηρίου, Ελπίδα Μουμουλίδου). 
Ο «Κοριολανός» έχει παιχτεί τέσσερις φορές στην Ελλάδα. 
Τον πρωτοπαρουσίασε, το -δύσκολο- χειμώνα 1973/1974, το ΚΘΒΕ, στην Θεσσαλονίκη, στο θέατρο της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, σε σκηνοθεσία Κωστή Μιχαηλίδη, με τον Γιάννη Βόγλη ως Κοριολανό.
Το καλοκαίρι του 1999 το έργο ανέβασε για το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας ο Γεωργιανός Ρόμπερτ Στούρουα, με Κοριολανό τον Γιώργο Κιμούλη, καλλιτεχνικό διευθυντή, τότε, του Θεάτρου το οποίο, με την παράσταση αυτή, συμμετείχε στο Φεστιβάλ Αθηνών -στο Ηρώδειο.
Στο Φεστιβάλ Αθηνών -του 2005, μ’ επανάληψη το επόμενο καλοκαίρι του 2006- τον «Κοριολανό» σκηνοθέτησε στο Ηρώδειο επίσης, ο Μιχάλης Κακογιάννης, με τον Βλαδίμηρο Κυριακίδη στον επώνυμο ρόλο. 
Αλλά στο Φεστιβάλ Αθηνών (του 1985, χρονιάς της Αθήνας-(πρώτης) Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης) τη σεξπιρική τραγωδία παρουσίασε και το Εθνικό Θέατρο της Μεγάλης Βρετανίας, σε σκηνοθεσία Πίτερ Χολ με μια συντριπτική ερμηνεία 

του επώνυμου ρόλου απ’ τον Μεγάλο Ίαν ΜακΚέλεν, που, όσους την είδαμε, μας έχει σημαδέψει -η μόνη ζωντανή εμφάνιση του κορυφαίου ηθοποιού στην Ελλάδα.
Το θέατρο «Σημείο», εκτός του «Κοριολανού», έχει προγραμματίσει για τον επόμενο χειμώνα, όπως ήδη γράφτηκε, την «Φαίδρα» (1928) της Μαρίνα Τσβετάεβα, που θα πρωτοπαρουσιαστεί -τον Νοέμβριο- στην Ελλάδα, σε σκηνοθεσία Νίκου Διαμαντή, με την Ιωάννα Μακρή στον επώνυμο ρόλο και Θησέα τον Πέρη Μιχαηλίδη -παράσταση για την οποία επιχορηγήθηκε απ’ το Υπουργείο Πολιτισμού- και την «Φαίδρα» του Γιώργου Βέλτσου (την άνοιξη) ενώ θα φιλοξενήσει και την παράσταση «Ζωή μετά χαμηλών πτήσεων» του Δημήτρη Αγορά, πάνω σε κείμενα του Αρκά και με τους Δημήτρη Κανέλλο, Έλενα Αρβανίτη, Έλενα Τυρέα, Δημήτρη Αγορά, Αλέξη Βιδαλάκη, Στέφανο Κοσμίδη, Μαρία Μπαλούτσου, Χαρά Τσιτομενέα, που παίχτηκε τον περσινό χειμώνα στο «Vault».



Θυμάμαι που γραφα στο «Τέταρτο Κουδούνι» την 1 Σεπτεμβρίου 2015 για τον Θανάση Παπαγεωργίου που μαζί με τους παλαιότερους «παρέδιδε», λέει, «στους νεότερους συνεργάτες του τη σκυτάλη για να συνεχίσουν την πορεία που ξεκίνησε» στην «Στοά» του Ζωγράφου. Λίγο μπερδεμένα μας τα ’λεγε αλλά δεν έδωσα μεγάλη σημασία. Πάντως, τη σεζόν 2015/2016, ο ίδιος -που «παρέδιδε τη σκυτάλη»- σκηνοθέτησε, τελικά, το «Δάφνες και πικροδάφνες» των Δημήτρη Κεχαΐδη και Ελένης Χαβιαρά, το οποίο επαναλήφθηκε πέρσι -σεζόν 2016/2017. Οπότε, επίσης, επαναλήφθηκε, κι ο μονόλογος «Αντριάνα», γραμμένος και σκηνοθετημένος επίσης απ’ τον ίδιο τον Θανάση Παπαγεωργίου -που «παρέδωσε τη σκυτάλη»- μ ερμηνεύτρια -εξαιρετική, ομολογουμένως, ερμηνεία, είχα γράψει κάτι ύμνους στο «Τέταρτο Κουδούνι», στις 23 Μαΐου 2013 -τη σύζυγό του Εύα Καμινάρη.
«Θα εννοούσε ότι παραδίδει τη σκυτάλη ως ηθοποιός» είχα σκεφτεί. Μα να, τώρα, που αναγγέλλει ότι θ’ ανεβάσει τον επόμενο χειμώνα μονόλογο για τον Μάρκο Βαμβακάρη, τον οποίο θα σκηνοθετήσει και θα ερμηνεύσει ο ίδιος. Θα μετάνιωσε φαίνεται -δεν εξηγείται αλλιώς- και πήρε τη σκυτάλη πίσω. Εκτός κι αν ήταν ένας εύσχημος τρόπος, ένα άλοθι -«οι παλαιότεροι που δίνουν τη σκυτάλη στους νεότερους»…- να ξεφορτωθεί το βάρος 

της Λήδας Πρωτοψάλτη που μηδέ την είδαμε μηδέ την απαντήσαμε πλέον στην «Στοά». Μεγάλο, όντως, βάρος -ειδικό βάρος Ταλάντου- η Λήδα Πρωτοψάλτη. Κι είναι πασίγνωστο ότι αυτή ήταν, βασικά, η οποία στήριξε υποκριτικά, για δεκαετίες ολόκληρες, την «Στοά». Για να μην ξεχνιόμαστε…



«Ψυχή στα μανταλάκια» είναι ο τίτλος της -βασισμένης σε διηγήματα της Ιωάννας Καρυστιάνη απ’ τις συλλογές της «Κυρία Κατάκη» και «Καιρός σκεπτικός»- παράστασης που θα παρουσιάσει την επερχόμενη χειμερινή θεατρική περίοδο, απ’ το πρώτο δεκαήμερο του Νοεμβρίου, ο Βασίλης Βλάχος στο θέατρό του «Αλεξάνδρεια» της πλατείας Αμερικής, σε διασκευή και 
σκηνοθεσία Εύης Δημητροπούλου, με σκηνικά και κοστούμια Λέας Κούση κι ένα ειδικά γραμμένο τραγούδι του Νότη Μαυρουδή. Στη διανομή, Βασίλης Βλάχος, Τζένη Σκαρλάτου, Αλέξανδρος Τσακίρης, Κάτια Σπερελάκη, Ελισάβετ Σταυρίδου, Θωμάς Βούλγαρης.
«Όταν διαβάζω τα κείμενα της Ιωάννας Καρυστιάνη», σημειώνει η σκηνοθέτρια -που ’χει, ήδη, ανεβάσει, το 2010/2011, στο «Μικρό Θέατρο» το οποίο είχε δημιουργήσει στην Θεσσαλονίκη, τη, βασισμένη σε διηγήματα απ’ τις ίδιες συλλογές
της Ιωάννας Καρυστιάνη, παράσταση «Κοινή αλήθεια»- «νοιώθω ότι με τις λέξεις της δημιουργεί ακριβώς τις εικόνες που της χρειάζονται για να ζωντανεύει το εφήμερο. Οραματίζεται τους αντιήρωές της που παίρνουν το τιμόνι αλλιώς, πάνε κόντρα στη λεωφόρο ενός ‘μαζοποιήμενου’ δήθεν ‘όλοι μαζί’. Οι χαρακτήρες της είναι πρόσωπα που έχουν υπόσταση, μπορεί να μην έχουν τα απαραίτητα για ένα εξοχικό, για ένα ταξίδι ή να έχουν πληρώσει με το ακριβό τίμημα της ελευθερίας την ελάχιστη αστική πολυτέλεια, έχουν, όμως, να μιλήσουν και να πουν αυτό που εννοούν. Οι πράξεις τους έχουν αντίκρισμα, ακόμη και τα όνειρα τους, όσα μπορούν να τα διατηρούν μέσα στην καθημερινότητα, στοχεύουν σε μια άλλη, ανώτερη πραγματικότητα.
Οι μοναχικοί της Καρυστιάνη, είτε στην πόλη βρίσκονται είτε στην επαρχία, μας ανοίγουν τη ψυχή τους και λένε με ειλικρίνεια εκείνα που δεν μπορούμε να δούμε και να πούμε. Τολμούν να προχωρούν δίχως καβάτζες, να παλινωδούν ανάμεσα στο γλέντι, στο θρήνο και στον αυτοσαρκασμό. 
Η παράσταση μέλημά της έχει να δώσει χώρο στα οράματα της πραγματικότητας που μας προσφέρει η συγγραφέας. Έτσι επέλεξα κείμενα από τις συλλογές διηγημάτων ‘Η κυρία Κατάκη’ και ‘Καιρός σκεπτικός’ και στάθηκα σ’ εκείνους τους ανθρώπινους μηχανισμούς που βρίσκονται ‘εκτός λειτουργίας’, σε ό,τι είναι αμήχανο και ό,τι κινητοποιεί τη δυνατότητα για το διαφορετικό».



Με την αφορμή αυτή και μ’ αφορμή την -όχι επιτυχημένη, κατά τη γνώμη μου- παράσταση του έργου «Οι προεδρίνες (1990) του Αυστριακού Βέρνερ Σβαμπ, την οποία ανέβασε, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, η Ζωή Χατζηαντωνίου, με Ρούλα Πατεράκη, Μαρία Κατσιαδάκη, Εύη Σαουλίδου, να θυμίσω ότι το έργο είχε ήδη ανεβεί στην Ελλάδα: στην Θεσσαλονίκη, τη σεζόν 2002/2003 και με τον τίτλο «Οι Παναγίες», ακριβώς απ’ την Εύη Δημητροπούλου στο «Μικρό Θέατρο». 


Έγραφα στο «Τέταρτο κουδούνι» στις 13 του περασμένου Οκτωβρίου 2016:
«Ενθουσιάστηκα, φέτος το καλοκαίρι, με τους ‘Επτά επί Θήβας’ του Τσέζαρις Γκραουζίνις. Τους είδα στην Ελευσίνα, με Ετεοκλή τον Γιάννη Στάνκογλου, είπα να πάω και στην αμέσως επόμενη στάση τους, στην Πετρούπολη, για να ξαναδώ την παράσταση και να δω και τον Χρίστο Στυλιανού ως Ετεοκλή -μια και παίζονταν με διπλή διανομή στο ρόλο (σ.σ. φέτος λέω να τους ξαναδώ στον Βύρωνα, στις 5 Σεπτεμβρίου). 


Πικρά μετάνιωσα. Διότι είδα τους ‘Επτά επί Θήβας’ με το λόγο του Αισχύλου και τις μουσικές του Δημήτρη Θεοχάρη, τις ευαίσθητες, τις αντιστικτικές στο κείμενο, μιξαρισμένα με ήχους ποπ-τζαζ που έφταναν απ’ το γιγαντιαίων διαστάσεων καφέ-εστιατόριο ‘Terra Petra’ το οποίο ο Δήμος της Πετρούπολης έχει χτίσει κολλητά στο χώρο των θεάτρων -όπου, το καλοκαίρι, με υπερηφάνεια οργανώνει το Διεθνές (τρομάρα τους!) Φεστιβάλ Πέτρας- και το ’χει δώσει για εκμετάλλευση σε ιδιώτη.
Και δεν ήταν μοναχά οι στεντόρειες μουσικές που το ευνοϊκό (;) αεράκι τις έφερνε γλυκά να μπερδεύονται με τον Αισχύλο. Ήταν κι οι στεντόρειες φωνές του ίδιου, αυτοπροσώπως, του ιδιοκτήτη(;), μάνατζερ (;) -δεν ξέρω ακριβώς- του αναψυκτήριου, που εισέβαλε στο χώρο μπροστά απ’ το θέατρο κι άρχισε να διαπληκτίζεται εις επήκοον κοινού και ηθοποιών γιατί, λέει, κάποιοι θεατές πήγαν και του διαμαρτυρήθηκαν για τις μουσικές και ζητούσε τα ρέστα κι απειλούσε ‘θα σας τη διαλύσω την παράσταση’. Καταλαβαίνετε…
Οπότε, σας συνιστώ, απ’ το επόμενο καλοκαίρι, όταν ακούτε Διεθνές Φεστιβάλ Πέτρας, μακριά…».
Το «επόμενο καλοκαίρι» τρέχει ήδη. Κι εγώ σας θυμίζω: μακριά -ειδικά αν πρόκειται για θεατρικές παραστάσεις- από «Θέατρο Πέτρας» και το επιλεγόμενο «Διεθνές Φεστιβάλ Πέτρας». Πάρτε τους με τις πέτρες. Εκτός κι αν το καθεστώς, φέτος, άλλαξε. Κι έβαλαν το θέατρο σε προτεραιότητα -πριν απ’ το αναψυκτήριο. Οπότε πάω πάσο (Φωτογραφία: Τάσος Θώμογλου).



Το σημερινό «Τέταρτο Κουδούνι» δεν μπορεί παρά να ’ναι αφιερωμένο στην Αριστούλα Ελληνούδη. Την ηθοποιό, τη δημοσιογράφο και κριτικό θεάτρου, επί πολλές δεκαετίες, του «Ριζοσπάστη». Κι αγωνίστρια. Δεν ήταν φίλη μου η Αριστούλα Ελληνούδη. Ήταν συνάδελφος και γνωστή μου. Εκείνο που ’χει, όμως, σημασία είναι ότι την Εκτιμούσα. Την Εκτιμούσα γιατί παρέμεινε Συνεπής στην αριστερή (όσο κι αν έχει ευτελιστεί η λέξη, εδώ διατηρεί την πρωταρχική της σημασία) ιδεολογία, χωρίς αυτό να διαβρώσει και να κατακυριεύσει την αισθητική της. Υπέφερε πάρα πολλά στη ζωή της αλλά κι αγωνίστηκε πάρα πολύ στη ζωή της η Αριστούλα Ελληνούδη -«Τίποτα δεν ήταν αυτονόητο για εκείνη. Ο απών πατέρας, η κυνηγημένη και άρρωστη μάνα, η ρετσινιά του μπάσταρδου παιδιού σε ένα ανηλεές μετεμφυλιακό κράτος, ο αγώνας για το ψωμί που συνδέθηκε με τον αγώνα για τη μόρφωση, το καθημερινό παρών στην Ασφάλεια, η παραμονή από γιάφκα σε γιάφκα πρώτα κι έπειτα το κρυφτό μες στις σπηλιές, δίπλα στο Μοναστήρι της Καισαριανής και στα παραγκόσπιτα, η παιδική εργασία, το ξύλο και οι προσβολές» είπε ο γιος της, ο Γιάννος Περλέγκας -η ζωή δεν ήταν στοργική μαζί της, πολλά της στέρησε αλλά της έκανε στο τέλος κι ένα δώρο, αυτόν το γιο- στον αποχαιρετισμό του, στο ξόδι της. Για να συμπληρώσει: «Αυτό που προσπαθώ να πω, είναι πώς η μητέρα μου ταυτίστηκε σε δραματικό βαθμό με την ήττα της προηγούμενης απ αυτήν γενιάς και δεν μπόρεσε να βγει ποτέ απ’ αυτό. Ενώ πέτυχε τόσα πράγματα -γνώρισε τον πατέρα μου, ερωτεύτηκε, βγήκε στο θέατρο, έπειτα στην εφημερίδα και με την αυτομόρφωση, επί της ουσίας, κατάφερε να επανεφεύρει τον εαυτό της ως πνευματικό άνθρωπο, ρίχτηκε ως κομμουνίστρια σε όλους τους κοινωνικούς αγώνες, γέννησε εμένα, ΔΟΘΗΚΕ δηλαδή στη ζωή, δεν μπόρεσε, όμως, να αποτινάξει από πάνω της την αίσθηση της τραγικότητας της μοίρας της». Μεγάλη κουβέντα. Αυτό ήταν πάντα γραμμένο στο βλέμμα της. Που θα το θυμάμαι.

No comments:

Post a Comment