Το Τέταρτο Κουδούνι / 2 Αυγούστου 2017
(Για… περιορισμένο αριθμό αναρτήσεων)
Είχα ενθουσιαστεί με το «Cock» της, μου ’χε αρέσει πολύ ο «Γυάλινος κόσμος» της, ενθουσιάστηκα με τις «Ψευδαισθήσεις» της, ενθουσιάστηκα με τον «Φάουστ» της, ενθουσιάστηκα με το «1984» της αλλά η «Άλκηστη» της Κατερίνας Ευαγγελάτου, στην Επίδαυρο, με το Εθνικό Θέατρο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ, προσωπικά, με απογοήτευσε.
Σαφέστατη, αν και κάπως «εύκολη», η γραμμή της -περίοδος χούντας, Άδμητος τύραννος-Γεώργιος Παπαδόπουλος, ευφυής, αν και νεκρολαγνική, η λύση με το πτώμα-Άλκηστη της εξόδου κλπ-, η επιλογή της «καθημερινής», χωρίς λογοτεχνικές αξιώσεις, μετάφρασης του Κώστα Τοπούζη την έκανε σαφέστερη αλλά -για μένα- έως εκεί. Η υλοποίηση;
Καθόλου δε συμφωνώ με την τόσο φωναχτή, τόσο σκληρή, τόσο χοντροκομμένη παρώδηση -δεν υπάρχουν τρυφερές στιγμές, δεν υπάρχουν λεπτές αποχρώσεις στο έργο ν’ ανασυρθούν; Σ’ όλα η γλώσσα έξω; Μα η ισορρόπηση των αντίρροπων στοιχείων του έργου του Ευριπίδη δε θα ’ταν μια πιο σύνθετη, πιο ψαγμένη σκηνοθετική δουλειά; Εγώ, απλώς, μια παράσταση «υστερική» είδα, με ξενισμένη, α λα Λευτέρης Βογιατζής, εκφορά του λόγου, που δεν τη δικαιολόγησα, με σπασμωδική κίνηση του Χορού, μ’ ενδιαφέρον το σκηνικό της Εύας Μανιδάκη κι ακόμη πιο ενδιαφέρουσα τη μουσική του Γιώργου Πούλιου αλλά με κοστούμια που μου φάνηκαν πρόχειρα και με το διονυσιασμό του Χορού στο τέλος -το τι σκόνη φάγαμε…- εντελώς αδικαιολόγητο -ή, ίσως, δικαιολογημένο, μόνο και μόνο, για να εκμαιεύσει, ως άκριτα εντυπωσιοθηρικός, το χειροκρότημα… Και μ’ έναν
σφιγμένο Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο -ηθοποιό καλό-, οδηγημένο να χτυπιέται, να ξελαρυγγιάζεται, να κινείται σαν ανδρείκελο, με στρεβλωμένο σώμα, με μούτες και -κυρίως- με μια -ανυπόφορη για μένα- μονοτονία στην εκφορά του λόγου -απ’ την πρώτη μέχρι την τελευταία στιγμή, ΟΛΑ, στον ίδιο τόνο. Και με θαμπή κι υποβαθμισμένη την Άλκηστη της - επίσης καλής ηθοποιού- Κίττυς Παϊταζόγλου.
Μόνο τον Γιάννη Φέρτη -Φέρη αξιοθαύμαστα στιβαρό κι αποτελεσματικό παρά τα 79 (προς 80) χρόνια του- ξεχώρισα, τον Σωτήρη Τσακομίδη-Θάνατο και τον, μεταξύ κομέντια και κλόουν και Τζόκερ του «Μπάτμαν», Ηρακλή του Δημήτρη
Παπανικολάου- όχι, όμως, στην τελευταία σκηνή του. Καθόλου δε γέλασα, κουράστηκα, εκνευρίστηκα με τα ξεφωνητά -αυτό το συνεχές «τελάλημα» του κειμένου από φωνές τσιτωμένες έως εκεί που δεν παίρνει και παράτονες-, αφήστε που εκείνη την κακομεταχείριση, το σούρσιμο του σώματος της Άλκηστης-Κίττυς Παϊταζόγλου το βρήκα βάναυσο -όλα έχουν ένα όριο.
Αλλά, βέβαια, δε θ’ αρνηθώ τα γέλια, το θερμό χειροκρότημα, τα «μπράβο» του κοινού -η παράσταση άρεσε. Ούτε θ’ αγνοήσω τις θετικές έως υμνητικές κριτικές και γνώμες που διάβασα. Στη μειοψηφία, πάλι, βρίσκομαι… (Φωτογραφίες: Πάτροκλος Σκαφίδας).
(Η ανάλυση, πάντως, του Βάιου Λιάπη στο χορταστικό και με καλές επιλογές πρόγραμμα για έργο/παράσταση πολύ σαφής κι ενδιαφέρουσα).
Μα 80 (ογδόντα) θίασοι; Κι οι 80 άξιοι να επιχορηγηθούν; Μα τόσοι πολλοί; Απ’ τους 166 που κάνανε αίτηση; Οι μισοί; Νόμιζα πως η επαναφορά, απ’ την υπουργό Λυδία Κονιόρδου, του θεσμού των επιχορηγήσεων, μετά από εξάχρονη παύση και με δεδομένο την αξιόλογη επιτροπή, θα οδηγούσε σε μια ριζική επανεκτίμηση, σε μια ουσιαστική επανεξέταση και σ’ ένα εκ βάθρων ξανακοίταγμα του θεσμού. Διαψεύστηκα. Πανηγυρικά. Η αγρανάπαυση δεν απέδωσε.
Τα πράγματα κουκουλώθηκαν όπως-όπως κι οι επιχορηγήσεις μοιράστηκαν, όπως τον παλιό, καλό καιρό -μια απ’ τα ίδια-, επί δικαίους και αδίκους, με τη μορφή ελεημοσύνης.
Φανταστείτε, μόνον, πως στους δέκα -απ’ τους 80 (ογδόντα) επιχορηγηθέντες θιάσους- πετάχτηκε ένα κόκαλο των 5.000 ευρώ στον καθένα! Κι οι ελεηθέντες -απ’ το ολότελα καλή κι η Παναγιώταινα, σου λέει- δείχνουν ικανοποιημένοι. Και κανείς τους δε βγαίνει να πει: ο βασιλιάς είναι γυμνός. Κρίμα.
Στη μειοψηφία βρέθηκα και με τον «Κύκλωπα» του Παντελή Δεντάκη και του Φεστιβάλ Επιδαύρου -στο «Μικρό Θέατρο». Σατυρικό το -εξαίρετα μεταφρασμένο απ’ τον Παντελή Μπουκάλα- δράμα του Ευριπίδη, όλα επιτρέπονται, το ερμαφρόδιτο του Σιληνού και των Σατύρων του Χορού αντιληπτό, δεν αντιλήφθηκα, όμως, τον αποχρώντα λόγο για τον οποίο η -αποκλειστικά- αντρική διανομή του έργου μεταποιήθηκε σε -αποκλειστικά- γυναικεία. Κι ας ήταν καλές οι ηθοποιοί της διανομής αυτής -με καλύτερη, νομίζω, την Άννα Καλαϊτζίδου-Οδυσσέα.
Δεν κατάλαβα, επίσης, όλον τον προαγώνα της παράστασης με «σάουντρακ» τραγούδια του Γιάννη Καλατζή- homage στον πρόσφατα εκλιπόντα τραγουδιστή ήταν; Ούτε, γιατί, ενώ το ύφος ήταν γκροτέσκο, ανακατεύτηκαν -χωρίς να ισορροπούν, κατά τη γνώμη μου- δραματικά στοιχεία, κατάλαβα. Και γιατί να κλείσει η παράσταση με το θρήνο -εξαιρετικά ερμηνευμένο απ’ την Στεφανία
Γουλιώτη- του -χωρίς ελπίδα ερωτευμένου με την Γαλάτεια- Κύκλωπα απ’ τα «Ειδύλλια» του Θεόκριτου; Ναι, του Κύκλωπα είναι ο θρήνος, ήρωα και του έργου, αλλά με το ύφος της παράστασης πώς έδενε; Κι ακόμα περισσότερο πώς έδεναν με το θρήνο τα πυροτεχνήματα που εκτοξεύτηκαν, καπάκι με τη λήξη του, για φινάλε; Αφήστε που το όλον κάπως σε μουτζούρα -συντελούντων σκηνικών και κοστουμιών- μου ’φερε…
Αλλά η πλειοψηφία -και των φίλων μου που μαζί είδαμε την παράσταση- πολύ ευχαριστήθηκε. Άλλα, προφανώς, εισέπραξε. Κρίμα να μην τα εισπράξω κι εγώ (Φωτογραφίες: Κική Παπαδοπούλου).
Στην κατά Αριστοφάνη «Ειρήνη», μουσική παράσταση του Νίκου Κυπουργού, όμως, που την είδα, το ίδιο διήμερο, στο μεγάλο θέατρο, απ’ το Εθνικό, μπορεί να μην απογειώθηκα αλλά δεν έφυγα και δυσαρεστημένος. Ντυμένη με μουσικές αγαπησιάρικες, που ακολουθούν τη λυρική γραμμή των «Ορνίθων» του Χατζιδάκι κι όχι νεότερων προσπαθειών που είδαν περισσότερο τον «αγωνιστικό», τον πολιτικό, τον «έθνικ» Αριστοφάνη και λιγότερο τον λυρικό, με πολλά κλεισίματα του ματιού απ’ τον Κυπουργό προς άλλους, παλαιότερους, ομοτέχνους του -κάποτε πολύ συγκινητικά-, καλά προετοιμασμένη μουσικά, στημένη με μέτρο απ’ τον Κωνσταντίνο Αρβανιτάκη, η παράσταση έμοιαζε, στην πρεμιέρα της, τουλάχιστον, που είδα, να μην έχει δεθεί ακόμα.
Νομίζω ότι όλα ξεκινούσαν απ’ τον Τζίμη Πανούση-Τρυγαίο. Μετρημένος, περισσότερο Τρυγαίος παρά Πανούσης, στερούνταν, όμως, τον αέρα του θεάτρου -κι ας είναι χρόνια στο σανίδι αλλά «αλλιώς»- και, περισσότερο, της Επιδαύρου. Όταν έριχνε τις ατάκες του με τον τρόπο του, τον πονηρούτσικο, τον υποδόριο, τον «ύπουλο» ήταν πολύ καλός αλλά, μετά, σα να ’χανε την ενέργειά του, σα να «’πεφτε». Κι αυτό απορρύθμιζε το αποτέλεσμα. Με κάτι αψυχολόγητες παύσεις -ίσως η παράσταση δεν ήταν ακόμα
έτοιμη-, με το Χορό να τον ακολουθεί με ένταση, με τον Ερμή-Τάση Χριστογιαννόπουλο σε ακόμα μεγαλύτερη ένταση και με φωνάρα -τελικά κλέβει την παράσταση-, οι ρυθμοί χάνονταν. Θέλω να πιστεύω ότι στις επόμενες παραστάσεις οι σωστοί ρυθμοί θα βρεθούν κι η παράσταση θα δεθεί και θα συνέλθει.
Στα συν, πάντως, και η πολύ καλή δουλεία του Στάθη Μήτσιου στην εικονική σκηνογραφία/3D projection mapping που γέμισε διαφορετικά το χώρο μαζί με τους φωτισμούς του Αλέκου Αναστασίου, και τα ελκυστικά κοστούμια σε λευκό -και λίγο μαύρο- της Ελένης Μανωλοπούλου,
και η δυναμική του Αιμιλιανού Σταματάκη-Πόλεμου (την Ειρήνη Καράγιαννη-Ειρήνη σαν, κάπως, να την κατάπιε ο χώρος), και η δουλειά ηθοποιών σε μικρότερους ρόλους -σκίζουν η Ευγγελία Καρακατσάνη και, κυρίως, ο Νίκος Καρδώνης-, και η υπό τον Γιώργο Πέτρου «Καμεράτα-Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής», και ο καλά δουλεμένος φωνητικά Χορός. Και, κυρίως, το λιμπρέτο του Δημοσθένη Παπαμάρκου. Το βρήκα εξαιρετικό (Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή).
Η προς Ναυπακτίους (-τιώτες) επιστολή της Ισαποστόλου Μαργαρίτας Θεοδωράκη εν ονόματι του Κυρίου Ημών Μίκη -περί ακύρωσης της συναυλίας της Λαϊκής Ορχήστρας «Μίκης Θεοδωράκης» στο Κάστρο του Αντιρρίου-, συνοδευόμενη απ’ το μνημειώδες, συναρπαστικό σχετικό φωτογραφικό κολάζ, θα μπορούσε άνετα να ενταχθεί σε μια επιθεώρηση, αν η θεατροποίησή της σε δραματικό μονόλογο δεν ήταν αυτονόητη…
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…
Κορακιάσαμε στην Επίδαυρο, στο «Μικρό Θέατρο», στην «Μήδεια» του Δημήτρη Καρατζά -επαναλαμβάνεται, στο «Πορεία» του Δημήτρη Τάρλοου, πια, 5 με 17 Σεπτεμβρίου και νομίζω ότι καθόλου δε θα χάσει, δεν είχε εξαρτήσεις η παράσταση απ’ το χώρο όπου πρωτοπαίχτηκε, να τη δείτε!-, όπως σας έγραφα, στις 5 Ιουλίου, στο «Τέταρτο Κουδούνι» (Φωτογραφία: Nikko Patrelakis). Καθώς, αν και με βαρβάτο καύσωνα, στο θέατρο δεν υπήρχε κρύο νερό παρά μόνο χλιαρό, από έναν μίζερο ψύκτη. Στον «Κύκλωπα», όμως, το μηχάνημα που δίνει μπουκαλάκια με νερό κρύο ήταν εκεί. Εκεί ήταν, απ’ ό,τι έμαθα, ήδη απ’ τη δεύτερη φετινή παράσταση -το «Πυρ» της Ιώς Βουλγαράκη- που δεν την είδα, πώς να τα προλάβω όλα; Είχε μεριμνήσει η Βαρβάρα Λαζαρίδου, από φέτος υπεύθυνη όχι μόνο του Αρχαίου Θεάτρου της Επιδαύρου αλλά και του «Μικρού Θεάτρου» της Αρχαίας Επιδαύρου -αμ’ κι αυτό το μπέρδεμα με τα ονόματα των δυο θεάτρων για εντελώς ανόητους τοπικιστικούς λόγους…
Διάβασα σε ιστότοπο άρθρο με τίτλο «Όταν η Επίδαυρος γιούχαρε τον Κουν, τον Χουβαρδά και τον Μαρμαρινό…». Να βάλουμε τα πράγματα στη θέση τους. Το κοινό, ναι, γιούχαρε τους «Όρνιθες» του Κουν αλλά στο Ηρώδειο, το 1959 (κι όχι το 1957), ποτέ στην Επίδαυρο. Στην Επίδαυρο -όπου ΤΟΤΕ πρωτομπήκε το
«Θέατρο Τέχνης»-, το ’75, τους αποθέωσε. Για να μη σας πω τι έγινε το ’86, στην τελευταία αναβίωση απ’ τον ίδιο το Δάσκαλο… Αλλά και το ’88, στην αναβίωση, μετά το θάνατό Του, απ’ τον Γιώργο Λαζάνη και τον Μίμη Κουγιουμτζή. Κι η «Ηλέκτρα» του Μαρμαρινού είχε γελάκια, είχε αναταραχή αλλά ΔΕΝ γιουχαΐστηκε. Και καθόλου «τα τελευταία χρόνια δεν εκδηλώνονται γιουχαΐσματα και αποδοκιμασίες στην Επίδαυρο». Γιουχαΐστηκαν ο «Οιδίπους τύραννος» του Στούρουα το 1989, γιουχαΐστηκαν οι «Βάκχες» του Λάγκχοφ το 1997, το 2008 γιουχαΐστηκε -κι αν γιουχαΐστηκε…- η «Μήδεια» του Βασίλιεφ αλλά κι ο «Αγαμέμνων» της Μπρούσκου, το 2009 γιουχαΐστηκαν οι «Πέρσες» του Γκότσεφ…
Κανείς δεν μπορεί να ’χει δει όλες τις παραστάσεις ενός Φεστιβάλ 63 χρόνων και να ’ναι αυτόπτης μάρτυς. Αλλά καλό είναι, όταν πιάνουμε ένα θέμα, λίγο να το ψάχνουμε…
Το αλήστου μνήμης κανάλι SevenX, εκεί, στις αρχές της δεκαετίας του 2000, που πρόβαλε καμιά δεκαπενταριά -εξαιρετικές αλλά το πολύ το «Κύριε ελέησον»…- ταινίες και ξανά και ξανά και ξανά, έχει αρχίσει να μου θυμίζει το Action24. Ξανά-μανά τα ίδια φιλμ. Ε, πόσες φορές να τη δεις την «Στράντα» του Φελίνι; Και πόσες την «Καμπίρια»;
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…
Κατηφόριζα στην Επίδαυρο, μετά τον «Οιδίποδα επί Κολωνώ» των Σταύρου Τσακίρη-Κώστα Καζάκου-Δημήτρη Λιγνάδη, για το πάρκινγκ. Στο οίκημα του «Ξενία», που φιλοξενούσε για κάποια χρόνια μέρος της συλλογής του -αλήστου μνήμης, τι ντροπή!- Θεατρικού Μουσείου σχετιζόμενο με την Επίδαυρο, άκουσα τις φωνούλες. Και μπήκα: μια ομάδα παιδάκια μαζεμένα, να… ξεφαντώνουν με ειδικευμένους παιδαγωγούς.
Ήταν η δημιουργική απασχόληση παιδιών κατά τη διάρκεια της παράστασης που παρακολουθούν οι γονείς ή οι κηδεμόνες τους οι οποίοι μπορούν να τα εμπιστευτούν εκεί και να τα παραλάβουν μετά τη λήξη της. Η -αξιέπαινη και πολύ αποτελεσματική- δράση/εργαστήριο που το Φεστιβάλ καθιέρωσε από πέρσι, με πρωτεργάτρια την ειδικευμένη και με πείρα θεατρολόγο Τζωρτζίνα Κακουδάκη. Και που απευθύνεται σε παιδιά 4 έως 12 ετών.
Η θεματική των εργαστηρίων -θεάτρου, κίνησης, μουσικής, εικαστικών- εμπνέεται απ’ τα θέματα της εκάστοτε παράστασης, μ’ ενότητες χωρισμένες και διαμορφωμένες ανάλογα με το γνωστικό και ηλικιακό επίπεδο των παιδιών, έτσι ώστε να λειτουργεί το εργαστήριο ως μια γέφυρα επικοινωνίας, μέσω της οποίας κηδεμόνες και παιδιά μπορούν να μοιραστούν, μέσα απ’ το δικό τους φίλτρο, τα θέματα της παράστασης που παίζεται στο θέατρο.
Έκτοτε, κάθε φορά που περνώ από ’κει, μετά το τέλος της κάθε παράστασης, στήνω αυτί και μάτι κι ευφραίνομαι.
Αν είσαι εκδότης κι έχεις προσλάβει -και πρόσφατα μάλιστα- στο έντυπό σου μια δόκιμη κριτικό θεάτρου, που, συμφωνείς, διαφωνείς, ξέρεις ότι ΞΕΡΕΙ κι ότι ξέρει ΠΟΛΥ ΚΑΛΑ, ε, δεν κάθεσαι να γράψεις, πρώτος, για την παράσταση που είδες -και που είδε κι εκείνη και για την οποία πρόκειται να γράψει κριτική στο ΙΔΙΟ έντυπο- έναν ύμνο. Με διάφορες -καθόλου πειστικές- δικαιολογίες για το λόγο που το κάνεις και με φερετζέδες και με υστερόγραφο «τώρα περιμένω και την κριτική τής ……. Που ασφαλώς θα είναι πιο σαφής και έγκυρη από τις ανωτέρω εντυπώσεις» (!!!). Δηλαδή όχι ύμνο αλλά τίποτα δε γράφεις. Διότι είναι, τουλάχιστον, άκομψο. ΤΙ επιδιώκεις; Να την προλάβεις -τούκα πρω; Να την προκαταλάβεις; Να την επηρεάσεις; Να τη φέρεις σε δύσκολη θέση που, έτσι κι αλλιώς, την έφερες; Να φανείς εξυπνότερος; Πάντως, ό,τι κι αν επιδιώκεις, φάουλ είσαι. Και παραπέμπεις ακριβώς σ’ ό,τι και σ’ όσους έκραζες μέχρι τώρα. Και σ’ εποχές που νομίζαμε ότι τις έχουμε αφήσει πίσω μας.
Μνήμη, αυτό ο «Τέταρτο Κουδούνι», Λεωνίδα Λιακόπουλου που ’φυγε απ’ τη ζωή στις 17 Ιουλίου. Στο μυαλό μου -στο μυαλό όλων μας-, άρρηκτα δεμένος -όπως κι όλη του η οικογένεια- με το Φεστιβάλ Επιδαύρου. Ας ειν’ αναπαυμένος. Θα τον θυμάμαι.
ευχαριστούμε πολύ κ. Σαρηγιάννη
ReplyDelete