August 5, 2015

«Αίας» καλών προθέσεων, φτωχών αποτελεσμάτων



Το έργο. Τρωικός Πόλεμος, ο Αχιλλέας είναι νεκρός και τα περίφημα όπλα του έχουν κατακυρωθεί -η «κρίση των όπλων» του Αχιλλέα, ποιος δηλαδή είναι αξιότερος να τα πάρει- στον Οδυσσέα. Έξαλλος με την αδικία και τη νοθεία που πίστεψε -όχι αβάσιμα…- πως διέπραξαν εις βάρος του, ο Σαλαμίνιος Αίας, ο θεωρούμενος δεύτερος τη τάξει, μετά τον Αχιλλέα, πιο ηρωικός πολεμιστής των Αχαιών, όρμησε να σφάξει τους Ατρείδες -τον Αγαμέμνονα και τον Μενέλαο-, που τους θεωρούσε υπεύθυνους για την απόφαση, και τον Οδυσσέα. Η Αθηνά, όμως, οργισμένη από την έπαρσή του, του θόλωσε το νου και εκείνοι που, τελικά, έσφαξε, μέσα στην τρέλα του, δεν ήταν παρά τα κοπάδια που οι Έλληνες είχαν κουρσέψει και οι βοσκοί τους.
Όταν η Αθηνά αποκαλύπτει στον Οδυσσέα -που το έχει υποψιαστεί -τι ακριβώς συνέβη και ο Αίας συνέρχεται, νοιώθοντας γελοιοποιημένος, ντροπιασμένος, ταπεινωμένος, ατιμασμένος αποφασίζει να αυτοκτονήσει. Ο τεκμηριωμένος σπαρακτικός λόγος της γυναίκας του, της Τέκμησσας, που προσπαθεί να τον αποτρέψει από μία τέτοια απόφαση επικαλούμενη την τύχη που θα έχουν, αν κάνει κάτι τέτοιο, ο γέροντας πατέρας του Τελαμών, ο μικρός γιος του Ευρυσάκης, τον οποίο φέρνει κοντά του, και η ίδια, δεν τον πείθει. Σε μία έρημη ακτή στήνει το σπαθί του και πέφτει πάνω του.

Ο αδελφός του ο Τεύκρος που φτάνει αργά και δεν προλαβαίνει να επέμβει και να τον σταματήσει και η Τέκμησσα δεν έχουν πια παρά να τον θρηνήσουν. Ο Τεύκρος, όμως, και να συγκρουστεί με τον Μενέλαο και τον Αγαμέμνονα που εμφανίζονται για να απαγορεύσουν την ταφή του εχθρού τους. Η σύγκρουση παίρνει διαστάσεις μέχρι που εμφανίζεται ο Οδυσσέας και κατευνάζει τα πνεύματα. Αγαμέμνων και Μενέλαος υποχωρούν και ο Τεύκρος ετοιμάζει το ξόδι του Αίαντα.
Ο «Αίας», η θεωρούμενη ως η αρχαιότερη από τις σωζόμενες τραγωδίες του Σοφοκλή (χρονολογείται μεταξύ 450 και 440 π.Χ.), δεν έχει την αρτιότητα των μεταγενεστέρων του, τα δύο μέρη στα οποία χωρίζεται αφήνουν μία αίσθηση μετατόπισης του άξονα αλλά δεν παύει να είναι μία τραγωδία με το δραματικό κύρος του Σοφοκλή. Που υμνεί την Τιμή.


Η παράσταση. Η Σύλβια Λιούλιου ακολούθησε στη σκηνοθεσία της, χρησιμοποιώντας για τους ρόλους και τον Χορό επτά μόνον ηθοποιούς, ένα θετικό δρόμο λιτότητας και σεβασμού στο κείμενο. Επέλεξε την παλαιά (1932), σε πεζό -αλλά σε πεντακάθαρη δημοτική-, μετάφραση του Παναγή Λορεντζάτου, που την ξανακοίταξε ο Νίκος Α. Παναγιωτόπουλος, αισθητά «παρών» στην παράσταση. Παράσταση η οποία είχε αρκετές καλές στιγμές αλλά, στο σύνολό της, μου φάνηκε διστακτική.
Η σκηνοθέτρια σαν να θέλησε να «γειώσει», να «αναλύσει» το κείμενο εμποδίζοντας την παράστασή της να απογειωθεί. Η κίνηση (που επιμελήθηκε η Χαρά Κότσαλη) καλή, με ενδιαφέρουσες ιδέες, οι φωτισμοί (του Δημήτρη Κασιμάτη) προσεγμένοι αλλά όλο το πράγμα έδειχνε υπερβολικά μελετημένο, όχι, όμως, κατασταλαγμένο. Η «ορθοφωνική» εκφορά του κειμένου, οι αργοί ρυθμοί και οι παύσεις, οι εντάσεις που ηχούσαν παράφωνα, οι μουσικές (του Άγγελου Τριανταφύλλου) -όχι πάντα απόλυτα ταιριαστές, το πληκτροφόρο που έπαιζε ζωντανά ο ίδιος νομίζω πως ήταν εκτός κλίματος-, οι οποίες διαρκώς «υποστήριζαν» τον λόγο σαν καρπός ανασφάλειας -ο μουσικός επίλογος άφησε μία επίγευση μελαγχολίας αλλά ήταν υπερβολικά μακρύς-, η μετωπικότητα, η διάρκεια η οποία ξεχείλωσε το έργο νομίζω πως λειτούργησαν αντίστροφα από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα και σαν να προσπάθησαν να επιβάλουν με εγκεφαλικό τρόπο μία ποιητική διάθεση.
Τα -ελάχιστα- σκηνικά -έξοχη η διακριτικά, υπαινικτικά αιματοποτισμένη άμμος της ορχήστρας- και, κυρίως, τα απλά, σε γαιώδη χρώματα, κοστούμια της Μαγδαληνής Αυγερινού βοήθησαν, πάντως, αποτελεσματικά στη λιτότητα που ήταν ένα από τα ζητούμενα της παράστασης.
Οι ερμηνείες. Η Σύλβια Λιούλιου δεν κατάφερε, επιπλέον, νομίζω, να τιθασεύσει τους ηθοποιούς της. Αν και ακολούθησαν τη γραμμή της, τους έλειπε η ομοιογένεια.

Ο Χάρης Φραγκούλης, ηθοποιός με προσόντα αισθητά, έμοιαζε να παίζει τον Αίαντα ερήμην των άλλων, με μία περιττή επίδειξη -μεταπτώσεις, κολπάκια…- τεχνικής που στην πραγματικότητα δεν τη διαθέτει ακόμα, και σε μία προσπάθεια «επεξήγησης», λέξη-λέξη, του ρόλου. Εξαιρετικά εκφραστική η Σοφία Κόκκαλη, δοσμένη ψυχή τε και σώματι, σπαρασσόμενη, ήταν ακόμα, πιστεύω, άγουρη για το ρόλο -ένα κοριτσάκι έβλεπα στην ορχήστρα, όχι μία γυναίκα ώριμη και κατασταλαγμένη, όπως πιστεύω ότι πρέπει να είναι η Τέκμησσα. Επιπλέον, αν θέλει να ασχοληθεί συστηματικά με την τραγωδία, θα πρέπει να δουλέψει πολύ τη φωνή της -δεν έφτανε, ζοριζόταν, ακουγόταν στριγκή, αδύναμη.
Στην «εκλογίκευση» του κειμένου είχε περιπέσει -προφανώς ήταν οι σκηνοθετικές οδηγίες- και ο Θάνος Τοκάκης (Μενέλαος), επίσης πολύ καλός ηθοποιός. Όπως και ο Μιχάλης Σαράντης -εκπληκτική και πάλι η κίνησή του- που εδώ μου φάνηκε λίγος ως Αγαμέμνων. Ικανοποιητικός αλλά χωρίς κάτι το ξεχωριστό, ο Νικόλας Χανακούλας (Οδυσσέας), άλλος ένας ηθοποιός με προσόντα. Ο Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης (Τεύκρος) υπερέβαλε σε εντάσεις και τον άκουγα να στομφάρει σε μία παράσταση που μόνο το στόμφο δεν επιζητούσε. O Άγγελος Τριανταφύλλου, πάλι, ως Άγγελος συνοδεία μουσικής που ο ίδιος έπαιζε, έβγαλε μία βαριά εκφορά του λόγου χωρίς, παρά την προσπάθειά του, να τον σημάνει.
Το συμπέρασμα. Μία σοβαρών προθέσεων, λιτή και καλαίσθητη παράσταση, χωρίς εξυπνάδες, που δεν δικαίωσε όμως, κατά τη γνώμη μου, τις προθέσεις της.

Μικρό Θέατρο Αρχαίας Επιδαύρου, Φεστιβάλ Επιδαύρου, 1 Αυγούστου 2015.

No comments:

Post a Comment