February 8, 2013

Συνταγή αλλά επιτυχημένα εκτελεσμένη




Το έργο. Δυο αδέλφια. Οι Μπάμπιτ. Ο Ρέιμοντ, ο μεγαλύτερος, και ο Τσάρλι. Ο Τσάρλι, στο Λος Άντζελες, άνθρωπος της πιάτσας, με αντιπροσωπεία αυτοκινήτων, με λαμογιές στην πλάτη του για να την κρατήσει, αγνοεί την ύπαρξη του δεύτερου. Η μάνα τους έχει πεθάνει όταν ήταν νήπια, με τον πατέρα του δεν διατηρεί καμία επαφή, μια σχέση μίσους τους δένει _ ή μάλλον τους χωρίζει _ καθώς πιστεύει πως δεν του στάθηκε και γι αυτό έχει εγκαταλείψει μικρός το πατρικό του, στο Σινσινάτι του Οχάιο, ρίχνοντας μαύρη πέτρα πίσω του.
Ο Ρέιμοντ ζει πάντα στο Σινσινάτι, από παιδάκι σε ένα ψυχιατρικό ίδρυμα όπου τον έχει κλείσει ο πατέρας τους: είναι ένας ιδιοφυής αυτιστικός. Με μεγάλα προβλήματα επικοινωνίας και επαφής, με φοβίες, αλλά και με καταπληκτικές ικανότητες απομνημόνευσης.
Ο Τσάρλι ανακαλύπτει την ύπαρξή του όταν βρεθεί στο Σινσινάτι για την κηδεία του πατέρα του. Τον ειδοποίησαν πως πέθανε ενώ ετοιμαζόταν να φύγει για Σαββατοκύριακο με την αρραβωνιαστικιά του, την Σούζαν, με την οποία συνεργάζεται στη δουλειά του και η οποία θα τον ακολουθήσει στο Σινσινάτι. Μετά την κηδεία πληροφορείται πως ο πατέρας άφησε ολόκληρη την περιουσία του _ επτά εκατομμύρια δολάρια _ σε άγνωστο, μη κατονομαζόμενο πρόσωπο, με διαχειριστή ένα φίλο του γιατρό. Από τον οποίο θα μάθει πως το «άγνωστο πρόσωπο» είναι ο αδελφός του που δεν γνώριζε πως υπάρχει.
Ο Τσάρλι δεν μπορεί να το αποδεχθεί, πόσω μάλλον όταν χρωστάει 100.000 δολάρια και είναι χρεωκοπημένος. Αποφασίζει να κινηθεί δικαστικά για να πάρει την κηδεμονία του Ρέιμοντ _ και τη μισή περιουσία _ και τον «απάγει» με το σκοπό να γυρίσουν μαζί στο Λος Άντζελες για να συναντήσουν τους δικηγόρους του _ θα ταξιδέψουν με αυτοκίνητο, ο Ρέιμοντ αρνείται να μπει σε αεροπλάνο. Καταλήγουν στο Λας Βέγκας όπου ο Τσάρλι φτάνει στο σημείο να χρησιμοποιήσει στο καζίνο την ικανότητα της αριθμομνημόνευσης του Ρέιμοντ για να σηκώσει την μπάνκα και να αποκτήσει τα 100.000 δολάρια που έχει χάσει _ η Σούζαν αηδιασμένη με τις μεθοδεύσεις του σηκώνεται και φεύγει.
Ο Τσάρλι, όμως, αφού αποδεχθεί τον αυτισμό του αδελφού του , σιγά σιγά _ μνήμες από τα παιδικά τους χρόνια επανέρχονται, κοινές τους στιγμές στο παρελθόν ανακτώνται… _ αρχίζει να δένεται μαζί του, μεταστρέφεται και αποφασίζει να τον αναλάβει αδιαφορώντας για την κληρονομιά. Αλλά ο ψυχίατρος που εξετάζει τον Ρέιμοντ διαπιστώνει πως ο αυτιστικός άνδρας αδυνατεί να αποφασίσει μόνος του αν θέλει να πάει με τον αδελφό του ή να παραμείνει στο ίδρυμα. Άρα, θα πρέπει εκεί να μείνει. Τα δυο αδέλφια χωρίζουν με την υπόσχεση του Τσάρλι να έρχεται συχνά να βλέπει τον Ρέιμοντ.
Ο Νταν Γκόρντον, σεναριογράφος ο ίδιος, προσάρμοσε για τη σκηνή (2009), με τον ίδιο τίτλο, το σενάριο των Μπάρι Μόρροου και Ρόναλντ Μπας για την ταινία (1988) του Μπάρι Λέβινσον «Ο άνθρωπος της βροχής –Rain Man», μένοντας πιστός στο πρωτότυπο. Το κείμενο, με σύντομες σκηνές που προδίδουν την καταγωγή του αλλά όχι, πάντως, θεατρικά αδύναμο, έχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας συνταγής Χόλιγουντ / Μπρόντγουέι: θέμα συγκινητικό, έναν ήρωα με πρόβλημα _ μπορεί να είναι αυτιστικός, ψυχικά διαταραγμένος, κωφός, περιθωριακός, ορφανό, κακοποιημένο παιδάκι, έγχρωμος, υπέρβαρος, ναυαγός, αμνησιακός, με κάποια σπάνια ασθένεια, βιασμένη γυναίκα… _, χειρισμό «πολιτικά ορθό», διαλόγους έξυπνους, χιούμορ, συγκίνηση, λίγο σεξ _ όλα στις σωστές δόσεις… Με αποκλειστικό στόχο και μέλημα να αρέσει και να κόψει πολλά εισιτήρια. Ο Γκόρντον, όπως συμβαίνει σε όλα τα ανάλογα έργα, δεν προχωρεί βαθύτερα από την επιφάνεια. Και πέρα από το να δώσει ένα έργο καλοζυγισμένο.
Η παράσταση. Ο Δημήτρης Λιγνάδης που υπογράφει τη σκηνοθεσία κράτησε τις ισορροπίες δεξιοτεχνικά. Έξυπνα ποιών δεν επεδίωξε σκηνοθετισμούς σε ένα έργο που οπωσδήποτε θα τις κλωτσούσε _ εν ου παικτοίς _ και σε ένα είδος θεάτρου που απευθύνεται στο ευρύ κοινό. Αλλά ούτε αδιαφόρησε λειτουργώντας αφ’ υψηλού ως απλός διεκπεραιωτής. Αγκάλιασε στοργικά το κείμενο ακουμπώντας στην εξαίρετη μετάφραση του Θοδωρή Πετρόπουλου _ η καλύτερή του νομίζω, με λαμπρά ελληνικά _ , έδωσε άψογους ρυθμούς στην παράσταση, όπου μπορούσε να κάνει κάτι διαφορετικό, όπως στις πρώτες σκηνές στο γραφείο του Τσάρλι και μέσα στην τρέλα που επικρατεί, με τους επί σκηνής τρεις να «καβαλούν» ο ένας τα λόγια του άλλου, το έπραξε, δημιούργησε θεατρικά πειστικές καταστάσεις και έδωσε ένα φινάλε πολύ συγκινητικό αλλά όχι μελοδραματικό.
Δυστυχώς την παράσταση δεν τη βοηθάει, νομίζω, το σκηνικό της Εύας Νάθενα. Ιδιαίτερα καλόγουστο, δεν το βρήκα λειτουργικό ενώ αυτό ακριβώς επιδιώκει: δεν καταφέρνει να μεταμορφωθεί, παρά τη βοήθεια των φωτισμών του Αλέκου Γιάνναρου, στους πολλούς διαφορετικούς χώρους που ζητάει το έργο. Ικανοποιητικά τα κοστούμια της εκτός από της Σούζαν μετά την κηδεία συνδυασμένο μ’ αυτά τα μποτάκια...
Ερμηνείες. Άπειροι ο Σπύρος Κυριαζόπουλος και η Μαρία Μπεληγιάννη που το δείχνει περισσότερο. Επαρκής ο Θοδωρής Ρωμανίδης, ικανοποιητική η Κλέλια Ρένεση, ακόμα πιο ικανοποιητικός ο Γιάννης Καρατζογιάννης, αν και κάπως «ορθοφωνικός». Ο Χρήστος Χατζηπαναγιώτης έχει επωμιστεί ένα ρόλο αβανταδόρικο, από αυτούς που οπωσδήποτε θα αρέσουν. Τον φέρει εις πέρας με καλή τεχνική, με χιούμορ και με συγκίνηση. Αλλά θα τον ήθελα πιο χαλαρό, πιο σύνθετο. Τον Γιάννη Στάνκογλου τον θέλει το σανίδι: έχει άνεση και κίνηση καλά γειωμένη αλλά διαθέτει και αμεσότητα και εκφραστικότητα. Αν και δεν πείθει για αντιπρόσωπος αυτοκινήτων του Λος Άντζελες, έκλεψε τις εντυπώσεις μου.
Το συμπέρασμα. Μια καλή παράσταση ενός αναλώσιμου έργου.

θέατρο «Γκλόρια», 6 Φεβρουαρίου 2013.


No comments:

Post a Comment