November 14, 2014

Το «ύποπτο» φιλί του προπονητή


Το Τέταρτο Κουδούνι / Έκτακτο

Έναν ακόμα καταλανό θεατρικό συγγραφέα -αλλά και σκηνοθέτη-, τον Ζουζέπ Μαρία Μιρό θα μας κάνει γνωστό στην Ελλάδα η μεταφράστρια -και φιλόλογος και θεατρολόγος- Μαρία Χατζηεμμανουήλ, ταμένη τα τελευταία χρόνια, μαζί με τους μαθητές και συνεργάτες της, στη γνωριμία του ελληνόφωνου κοινού με τα πλούσια κοιτάσματα του σύγχρονου ισπανικού, ισπανόφωνου και, κυρίως, καταλανικού θεάτρου. 
Στο θέατρο «Αργώ» θ’ ανεβεί, σε μετάφρασή της, το έργο του Μιρό «Η αρχή του Αρχιμήδη» -έκανε την παγκόσμια πρεμιέρα του στην Βαρκελώνη το 2012 σε σκηνοθεσία του συγγραφέα, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Γκρεκ κι έχει τιμηθεί το 2011 με το ισπανικό θεατρικό Βραβείο «Μπορν». 
Το έργο αρχίζει τη μέρα που οι «Μικροί Ιππόκαμποι», μια ομάδα κολύμβησης παίδων, θ’ αρχίσει να κολυμπάει χωρίς σωσίβιο.  Αυτή η σημαντική στιγμή για τους μικρότερους της πισίνας γίνεται αφορμή να έρθουν στο φως υποψίες, αμφιβολίες, φόβοι. Η Άννα, διευθύντρια του κολυμβητικού ομίλου, ζητάει εξηγήσεις απ’ τον Τζόρντι, τον προπονητή των «Μικρών Ιππόκαμπων», για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετώπισε την άρνηση ενός μικρού αγοριού να μπει στην πισίνα χωρίς σωσίβιο επειδή φοβόταν.  Ο Τζόρντι τη διαβεβαιώνει πως αντέδρασε με λεπτότητα χωρίς ούτε να το μαλώσει ούτε να το τρομάξει.  Αλλά οι γονείς του βλέπουν με ανησυχία το γεγονός πως ο Τζόρντι, για να ηρεμήσει το παιδί, το αγκάλιασε και του έδωσε ένα φιλί. 
Μέσα στο χλωριούχο περιβάλλον της δημοτικής πισίνας-παραβολή της μέχρι υπερβολής ασηπτικής κοινωνίας μας-, ο Ζουζέπ Μαρία Μιρό κτίζει μια ιστορία με αφορμή κάτι που δεν ξέρουμε αν είναι ή όχι αληθινό: πρόκειται για ένα αθώο φιλί στο μάγουλο, όπως επαναλαμβάνει ακούραστα ο προπονητής, ή υπήρχε πράγματι πονηρή πρόθεση;  Τα γεγονότα παρουσιάζονται μέσα από δυο εκ διαμέτρου αντίθετες αναγνώσεις που παραμένουν αμετακίνητες απ’ την αρχή ως το τέλος του έργου με αποτέλεσμα να είναι ο θεατής εκείνος που καλείται να λύσει τελικά το δύσκολο δίλημμα. 
Το θέμα που θέτει το έργο δεν είναι αν ο προπονητής είναι ένοχος για παιδοφιλία ή αθώος, αφού δεν υπάρχει καμιά αντικειμενική ένδειξη που να νομιμοποιεί τη μια άποψη ή την άλλη. Το θέμα είναι τι είδους κοινωνικό μοντέλο είναι αυτό που επιβάλλεται στην Δύση. Τελικά η κοινή γνώμη καταδικάζει τον εκπαιδευτή όχι γι’ αυτό που έκανε αλλά γι’ αυτό που θα μπορούσε να είχε κάνει. 
«H Αρχή του Αρχιμήδη» θα παρουσιαστεί σε σκηνοθεσία του νέου σκηνοθέτη Θοδωρή Βουρνά. Ο Αλέξανδρος Νικόλαος Ζιώγας θα έχει την καλλιτεχνική διεύθυνση και το σχεδιασμό των φωτισμών έχει αναλάβει η Κατερίνα Μαραγκουδάκη. Στη διανομή, Αντιγόνη Κουλουκάκου, Παναγιώτης Μαλικούρτης, Βασίλης Τσιγκριστάρης, Αλέξιος Κοτσώρης. Η πρεμιέρα έχει οριστεί για τις 6 Φεβρουαρίου. 
Σημειώστε, πάντως, πως αμέσως μετά, τον Μάρτιο, και δεύτερο έργο του -πολυγραφότατου-Ζουζέπ Μαρία Μιρό θα παρουσιαστεί στα ελληνικά: το νεότερο (2013) «Nerium Park». Που θ’ ανεβεί στην Κύπρο, στο θέατρο «Διόνυσος» της Λευκωσίας, απ’ τον ομώνυμο θεατρικό οργανισμό σε μετάφραση της ομάδας «Els de Paros» -ήτοι, στα καταλανικά, «Οι Παριανοί»- την οποία αποτελούν ο Δημήτρης Ψαρράς, ο Γιάννης Μαντάς, ο Αλέξανδρος Μπαβέας κι η Μαρία Χατζηεμμανουήλ και σκηνοθεσία Μαγδαλένας Ζήρα.

November 13, 2014

«Τέχνης» ανέστη αλλά...


Το Τέταρτο Κουδούνι / 13 Νοεμβρίου 2014

Αναστημένο το βλέπω το «Θέατρο Τέχνης» υπό τη νέα καλλιτεχνική διευθύντριά του Μαριάννα Κάλμπαρη: συνεχής δραστηριότητα, ενδιαφέρουσες καταρχήν προτάσεις, φιλοξενούμενες ομάδες όχι όποιες λάχει, πρόσωπα φρέσκα, ανοίγματα, καλές ιδέες, έξυπνη, προσαρμοσμένη στις συνθήκες πολιτική στις τιμές των εισιτηρίων... Σαφώς κι ένας καινούργιος άνεμος που μοιάζει ούριος πνέει πια στο «Θέατρο Τέχνης». Μακάρι! Αν τα καταφέρει -γυναίκα νέα, έξυπνη, μορφωμένη, καλλιεργημένη, δραστήρια, μέσα στα πράγματα, ουσιαστική είναι, δεν αεροβατεί, εξαιρετική ιδέα η επιλογή της για τη θέση- θα ’ναι κερδισμένο ένα πολύ, μα πολύ δύσκολο στοίχημα. Και θα ’ναι χαρά μας, των απελπισμένων πια για την τύχη του Θεάτρου του Κουν και την κατιούσα που ’χε πάρει εδώ και χρόνια και την οσμή μούχλας και παρακμής την οποία απέπνεε κι η οποία γινόταν αισθητή απ’ το πρώτο σκαλοπάτι που κατέβαινες για το «Υπόγειο», απ’ το κατώφλι ακόμα της Φρυνίχου... -που όσοι τα γράφαμε ανακηρυσσόμασταν εχθροί του λαού. 
Το πρόγραμμα που ανακοίνωσε η Μαριάννα Κάλμπαρη για την πρώτη αυτή σεζόν της, την ανανεωτική, είναι πολύ ελκυστικό και, ευτυχώς, δεν υπακούει σε λαϊκίστικους συμβιβασμούς τύπου «ποιοτικό συν εμπορικό με άρωμα life style» που ασπάζονται και ευαγγελίζονται κι έχουν ενστερνιστεί κι εφαρμόζουν Εθνικό και ΚουΘουΒουΕ.  Εκείνο που με φοβίζει είναι το λιθαράκι που βάζει και το «Θέατρο Τέχνης» στον ανησυχητικό πλέον -για μένα τουλάχιστον- θεατρικό πληθωρισμό: παραστάσεις, αναλόγια, χορός, μουσικές, παράλληλες εκδηλώσεις... κατά δεκάδες. Πότε και πόσοι θα προλάβουν να τα δουν ολ’ αυτά -ειδικά τις παραστάσεις; Πότε και πόσοι της δημοσιογραφίας και της κριτικής θα προλάβουν να γράψουν δυο αράδες έστω; Είθε η πολιτική αυτή ν’ αποδώσει, και να φέρει κόσμο, και να φέρει νέους στις δυο αίθουσες του «Τέχνης». Αλλά... 




Άλλη μια συγκλονιστική παράσταση στην «Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών» του Ιδρύματος Ωνάση -κι άσε να χύνουν χολή οι «αντιφρονούντες». Ο Λέμι Πονιφάζιο συνέθεσε για τους «Mau» του ένα οπτικοακουστικό ποίημα που θα μου μείνει αξέχαστο. Δεν κατανόησα, ομολογώ, τις προθέσεις του αλλά μαγεύτηκα. Τι ομορφιά βγάζουν οι εικόνες του, πόσο δεμένη η κίνηση με τους ήχους του! Εκείνον τον «άγγελο», τον βουτηγμένο στο αίμα πώς να τον ξεχάσω; 



«Ένας νέος θεατρικός χώρος που εδράζεται σε μία από τις ιστορικότερες περιοχές της πρωτεύουσας ετοιμάζεται να ανοίξει από 14 Νοεμβρίου τις πύλες του για το αθηναϊκό κοινό. Ο λόγος για την ‘Ακαδημία Πλάτωνος’ που [....] αποτελεί ένα νεοσύστατο εγχείρημα που φιλοδοξεί να φιλοξενήσει τις πιο ενδιαφέρουσες τάσεις της θεατρικής Αθήνας» διαβάζω ξανά και ξανά και ξανά στα αλλεπάλληλα  δελτία Τύπου που με πληροφορούν για το «καινούργιο» θέατρο. 


Να ξεκαθαρίσουμε, όμως, τα πράγματα: το θέατρο αυτό ούτε «νέο» ούτε «νεοσύστατο» είναι. Ήταν ένα ερειπωμένο συνεργείο που, ΗΔΗ απ’ το 2010, ο σκηνοθέτης Δημήτρης Σεϊτάνης κι οι άνθρωποί του το μετέτρεψαν, μετά από αιματηρή δουλειά εννέα μηνών, σ’ έναν πολύ ενδιαφέροντα θεατρικό χώρο με τ’ όνομα «Ακαδήμεια» όπου στέγασε το δικό του «Θέατρο Νέων» για τέσσερα ολόκληρα χρόνια -οκτώ σεζόν, γιατί το λειτουργούσε στην υπέροχη αυλή του και ως θερινό. Εκεί ανέβασε ή φιλοξένησε αρκετές παραστάσεις. Το καλοκαίρι, μετά από μια δύσκολη περιπέτεια υγείας που είχε και λόγω οικονομικών προβλημάτων, ο Δημήτρης Σεϊτάνης έχασε το θέατρο. Το οποίο άλλαξε χέρια. Και τώρα (ΞΑΝΑ)ανοίγει με καινούργιο θίασο. «Καλλιτεχνική διευθύντριά» του, όπως αναφέρεται, η νεαρή ηθοποιός Κρίστελ Καπερώνη. Που δεν την ήξερα. Έψαξα και βρήκα πως πρόκειται για την κόρη της ηθοποιού Γιούλης Ηλιοπούλου -μήπως τη θυμάστε; Βιντεοκασέτες, τηλεπαρουσιάστρια στην εκπομπή «Λογοδοσμένοι»...- η οποία μάλιστα, μεταξύ των άλλων που θα παιχτούν εκεί, θα παρουσιάσει με την Παιδική Σκηνή της για έβδομη, λέει, χρονιά την «Βασίλισσα του χιονιού» του Άντερσεν και για πρώτη το  «Παραμύθι χωρίς όνομα» της Πηνελόπης Δέλτα. 
Δεν ξέρω τι επεμβάσεις έγιναν στον ΗΔΗ ΔΙΑΜΟΡΦΩΜΕΝΟ σε θέατρο χώρο. Αν, απλώς, τον έβαψαν και του μετέτρεψαν ελαφρώς τ όνομα -από «Ακαδήμεια» σε «Ακαδημία Πλάτωνος»- ή αν τον άλλαξαν ριζικά -απ’ τις φωτογραφίες που μου ’στειλαν ουσιαστικές διαφορές δε βλέπω, το θέατρο το ήξερα. Αλλά και να ’γιναν ριζικές αλλαγές, πιστεύω πως από σεβασμό στην -πολύ- σκληρή δουλειά που έκανε ένας συνάδελφός τους μετατρέποντας το ερείπιο σε θέατρο εις βάρος της τσέπης και της υγείας του, όφειλαν να το αναφέρουν σε μια, έστω, αράδα ή, τουλάχιστον, να μη διεκδικούν τόσο προκλητικά πρωτιές. Το θέατρο δεν αρχίζει απο ’κει που αρχίζουμε εμείς, μια συνέχεια είναι. Κάποιοι ξέρουμε και θυμόμαστε αυτή τη συνέχεια -και μιλούμε, δεν κάνουμε τους καλούς μ’ όλους και δεν αντιγράφουμε δελτία Τύπου, όσο καλογραμμένα κι αν είναι... Κατά τα άλλα εύχομαι στους καινούργιους της «Ακαδημίας Πλάτωνος» (τέως «Ακαδήμειας») καλή αρχή και καλή συνέχεια.


Συνάντησα τυχαία την Βίκυ Μαραγκοπούλου. Που φέρει τυπικά τον τίτλο της καλλιτεχνικής διευθύντριας του Διεθνούς Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας του οποίου είναι η εμπνεύστρια και ιδρύτρια. Αλλά που, ουσιαστικά, ο τίτλος της πρέπει να ναι «ψυχή και αίμα» του Φεστιβάλ. Ρώτησα, μετά το 20ο Φεστιβάλ που με κόπους και βάσανα πολλά πραγματοποιήθηκε το περασμένο καλοκαίρι και πάλι με επιτυχία, ποια είναι τα σχέδια για το 21ο -διότι για ένα φεστιβάλ που θέλει να ’χει πρόγραμμα αξιοπρεπές ο σχεδιασμός του πρέπει να ξεκινάει απ’ τον Σεπτέμβριο, όπως η ίδια έχει πει. «Στον αέρα είμαστε ακόμα» μου απάντησε. Ταξιδεύει βέβαια σε ξένα φεστιβάλ για να ενημερωθεί και να ’ναι έτοιμη. Αλλά πώς να κλείσει συγκροτήματα και να φτιάξει πρόγραμμα όταν όλα εκκρεμούν; Όταν η προσπάθεια για ένταξη σε πρόγραμμα ΕΣΠΑ -για το οποίο το Φεστιβάλ Καλαμάτας διαθέτει τις ιδανικές προϋποθέσεις- υποβάλλεται στις διαδικασίες σκοτσέζικου ντους -ο ένας τους λέει «αδύνατον, δεν εντάσσεται», ο άλλος πως «ναι, θα ενταχθεί»;  
Αν μετά από 20 ολόκληρα χρόνια που το Φεστιβάλ αυτό, σαν από θαύμα, διατηρείται σε μια Ελλάδα όπου τίποτα δε στεριώνει και μάλιστα διατηρείται, παρά τα εμπόδια, στο ίδιο υψηλό επίπεδο -δεν είναι λόγια του αέρα αυτά, το διαπίστωσα ιδίοις όμμασι και πάλι, το καλοκαίρι, συγκλονιστικές παραστάσεις είδα εκεί (η φωτογραφία του Joris Jan Bos απ τη χορογραφία «Θεοί και σκυλιά» του Γίρζι Κίλιαν/«Νέντερλαντς Ντανς Τεάτερ») κι ας μη βρήκα το χρόνο να σας τα γράψω αναλυτικά όπως σας είχα υποσχεθεί- αν, λέω, είναι «στον αέρα» κι υπάρχει περίπτωση να μη γίνει (!) το 2015, ε, τότε, αυτοί οι κύριοι του «Πολιτισμού» οδηγούνται στον απόλυτο εξευτελισμό. Και να πάνε να βρούνε κρυψώνα να κρυφτούν. Και κρίμα τα λόγια τα πολιτικάντικα, τα λόγια τα μεγάλα, τα ψεύτικα και τα παχιά που αμολούν όταν χρειαστεί να μιλήσουν δημόσια.

Για ένα μόνον απορώ: πώς η Καλαμάτα θα τολμήσει να καταθέσει φάκελο υποψηφιότητας για Ευρωπαϊκή Πρωτεύουσα του Πολιτισμού -Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης έχει καθιερωθεί να τη λέμε εδώ- για το 2021, φάκελο που προετοιμάζει; Το πρώτο και βασικό ατού της δε θα ’ναι το Διεθνές Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας; Και μπορεί το ατού αυτό να ’ναι «στον αέρα»; 
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή... (Η φωτογραφία του Lj Angelov). 


Ε, ναι, όσο να ’ναι, λίγο κουφό το βρίσκω. Που η Γενική Συνέλευση της Ένωσης των Θεάτρων της Ευρώπης, στην οποία, διαβάζω, θα παραστεί κι ο καλλιτεχνικός διευθυντής του ΚΘΒΕ -είναι μέλος της Ένωσης το ΚΘΒΕ- και στην οποία συμμετέχει (όπως και στην Eurovision ή και σε ευρωπαϊκές ποδοσφαιρικές και γενικότερα αθλητικές διοργανώσεις, μόνο στην... Ευρωπαϊκή Ένωση που δεν έχει μπει ακόμα) και το Ισραήλ(!), γίνεται στο... Τελ Αβίβ. Παθαίνεις μια κάποια γεωγραφική -και όχι μόνον...- σύγχυση: Πού η Ευρώπη; Πού η Ασία; Ποιος ειμ’ εγώ; Ας μην επεκταθώ, μπας και κατηγορηθώ για αντισημιτισμό -διότι συμβαίνουν κι αυτά... 


Τώρα που γιορτάζουμε πια και το Halloween, πώς σας φαίνεται αυτό; Άντε, και την Ημέρα των Ευχαριστιών προσεχώς... 
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή...

November 6, 2014

ΚουΘουΒουΕ: Το βάθος του ουρανού είναι κόκκινο…


Το Τέταρτο Κουδούνι / 6 Νοεμβρίου (ουφ, τελείωσε ο Οκτώ(μ;)βριος…) 2014


«Ένας οργανισμός που δε φοβάται να μπει στο μάτι της κριτικής, δε φοβάται να κριτικάρει τα κακώς κείμενα μιας πολιτείας, μιας κοινωνίας, ενός συστήματος, δε φοβάται να βάλει κάτω από το μικροσκόπιο της κριτικής πολιτικά συστήματα και τον τρόπο με τον οποίο κάποιος επιχειρεί να ανελιχθεί πατώντας επί πτωμάτων μπορεί και ανεβάζει έργα σαν την ‘Φάρμα των Ζώων’», δήλωσε ο καλλιτεχνικός διευθυντής του ΚουΘουΒουΕ Γιάννης Βούρος στη συνέντευξη Τύπου για το ανέβασμα στο Θέατρο που διευθύνει μιας διασκευής για παιδιά του έργου. Λίγο μετά τις άλλες δηλώσεις του (βλέπε «Το Τέταρτο Κουδούνι», 23 Σεπτεμβρίου 2014) «το ΚΘΒΕ έχει ένα πολύ βασικό στόχο: να υπηρετήσει το κλασικό αλλά είναι και χρέος του να γίνει πυρήνας καλλιτεχνικής αναρχίας, έρευνας και πρωτοπορίας» -και λίγο πριν ανεβάσει το «Alexander the Great. Rock Μusical».
Δε νοιώθετε κι εσείς όπως εγώ; Πως βρισκόμαστε σαν σε μέρες Ιουλίου 1789; Για να μην πω σαν σε μέρες Οχτώβρη 1917; Λίγο πριν από την Επανάσταση; Λίγο πριν ξεσπάσει μια άλλη Μεγάλη Επανάσταση; Εμένα μου φαίνεται σα ν’ ακούω ήδη πυροβολισμούς. Και θούρια (εκτός κι αν είναι απ’ το «Alexander the Great»…). Το βάθος του ουρανού είναι κόκκινο…


Όσο η παράσταση προχωρούσε στο «Bios», τόσο η συγκίνηση με καταλάμβανε -για να με πνίξει στο τέλος. Όσο η παράσταση προχωρούσε, τόσο σκεφτόμουνα τι αίσθηση, τι συγκίνηση θα πρέπει να προκάλεσε στους Αγρινιώτες όταν πρωτοπαίχτηκε πέρσι στο Αγρίνιο -ντόπια, δικιά τους παραγωγή. «Από πρώτο χέρι» ο τίτλος της. Η σκηνοθεσία μιας Αγρινιώτισσας μ’ ανοιχτό μυαλό, που ψάχνεται, της Γεωργίας Μαυραγάνη.
Όχι δεν ήταν παράσταση του ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου -δεν είναι πολλά, εξάλλου, τα ΔΗΠΕΘΕ που συνδέθηκαν καλλιτεχνικά με την πόλη και την περιοχή τους, ουσιαστικά εννοώ, γιατί προσπάθειες με ντόπιους συγγραφείς κι άλλες ντόπιες δυνάμεις έχουν γίνει. Ήταν παράσταση του «Μικρού Θεάτρου Αγρινίου» που δημιούργησε το 2009 η επίσης Αγρινιώτισσα ηθοποιός Κατερίνα Καραδήμα. Και ήταν -είναι- μια παράσταση βγαλμένη απ’ τα σπλάχνα του Αγρινίου, απ’ το αίμα του. Μια παράσταση απολύτως λιτή, «φτωχή» αλλά με φλέβες πλούσιες. Πολύ πλούσιες.

Οι τρεις ηθοποιοί -Κατερίνα Καραδήμα, Μαντώ Κεραμιδά, Δανάη Σπηλιώτη, εξαίρετες και οι τρεις, με την Μαντώ Κεραμιδά να πιστεύω πως θα κάνει πράγματα σημαντικά στο θέατρο-, με υλικά μνήμες και αφηγήσεις -κάποιες ακούγονται ηχογραφημένες-ανθρώπων που εργάστηκαν ως καπνεργάτες ή ως αγρότες-καλλιεργητές στα καπνά του Αγρινίου -γιαγιάδες, προγιαγιάδες, παππούδες, αλλοτινά παιδιά που μεγάλωσαν και ωρίμασαν στα καπνοχώραφα και στις καπναποθήκες…,- ερμηνεύουν, μας κατεβάζουν είναι το σωστότερο, γεμάτες ενέργεια, χιούμορ και συγκίνηση, ένα κείμενο που μυρίζει καπνό. Χώμα, γη, δάκρυα, γέλια, καπναποθήκες, όνειρα, μουσικές, χωράφια, έρωτες, κόποι, τσακωμοί, αγώνες για δικαιώματα στοιχειώδη μέχρι κι οι επιδοτήσεις του ΠΑΣΟΚ, όλα εκεί είναι, μέσα στη μια ώρα που η παράσταση κρατάει. Μια δουλειά αποτέλεσμα προσεκτικής έρευνας των συντελεστών της που εκτός απ’ τις αφηγήσεις άντλησαν στοιχεία από σχετικά βιβλία.
Η παράσταση μαθαίνω πως θα επαναληφθεί στο «Bios» 15 Νοεμβρίου με 7 Δεκεμβρίου -μόνο τα Σαββατοκύριακα, στις οκτώμισι. Μ’ όλη μου την καρδιά σάς τη συνιστώ -το χειροκρότημα, τη βραδιά που πήγα, σήμαινε πως το κοινό συμφωνούσε μαζί μου. Όταν τη δείτε ελπίζω να καταλάβετε το γιατί.


Αρνούμαι να επαναλάβω τα λάθη που έγιναν στο θέατρό μας της δεκαετίας του ’70. Με τους νέους είμαι. Με το καινούργιο πνεύμα στο θέατρο είμαι. Με τη γραμμή να τους δοθούν οι ευκαιρίες ν’ αποδείξουν ότι κομίζουν νέο πνεύμα που μπορεί να ανανεώσει το θέατρο μας είμαι. Με τις κινήσεις να τους ανοιχτούν τα κρατικά Θέατρα, να τους ανοιχτεί η -ορθάνοιχτη, έτσι κι αλλιώς- Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, να τους ανοιχτεί το Φεστιβάλ Αθηνών και το περιβόητο «ιερόν» και «άβατον» και δεν ξέρω τι άλλο της Επιδαύρου είμαι -ως συμπέρασμα της καλοκαιρινής σεζόν που παρήλθε τα σκέφτηκα και τα γράφω. Αλλά εμμονικά θα διατηρώ και την ελευθερία μου να εκφράζω τη γνώμη μου για το αποτέλεσμα -εγώ επιμένω πως δεν είναι κριτική, γνώμη είναι.
Αν μου αρέσει η δουλειά τους θα ενθουσιαστώ -δε ντρέπομαι να ενθουσιάζομαι και να συγκινούμαι και να το δείχνω, προσπαθώντας να κρατήσω το μέτρο και τον έλεγχο γιατί θέλω να περιμένω και τη συνέχεια. Αν δε μου αρέσει, δε θα το κρύψω, δε θα το αποσιωπήσω, δε θα το ωραιοποιήσω, δε θα πείσω τον εαυτό μου για το αντίθετο. Και δε θα επαναλάβω τα λάθη των ανθρώπων που άρχισαν να γράφουν για το θέατρό μας τη δεκαετία του ’70 και εξελίχθηκαν σε Πάπες. Που ό,τι καλό έκαναν στο θέατρο, τολμώντας -και σε εποχές πιο δύσκολες απ’ τις σημερινές… - να προβάλουν το νεοελληνικό έργο, τους νέους συγγραφείς, τις νέες ομάδες οι οποίες τότε έκαναν στα τυφλά τα πρώτα τους βήματα, να αποκαταστήσουν την περιφρονημένη επιθεώρηση και τους λαϊκούς κωμικούς, τολμώντας -εκεί κι αν χρειαζόταν τόλμη...- να χτυπήσουν το τότε κατεστημένο στα κρατικά Θέατρα ή στην πιάτσα με τα θιασαρχικά ζεύγη και με τους γιαλαντζί σταρ, το πήραν πίσω, το αναίρεσαν πριν αλέκτορα φωνήσαι. Με το φανατισμό που δημιούργησαν, με την εμπάθεια που έσπειραν, με τις συνήθως άτοπες, άνευ αντικειμένου θεοποιήσεις, με τις βυζαντινού τύπου δολοπλοκίες τους, με τον άπελπι αγώνα να σβήσουν, να ταπεινώσουν, να εξευτελίσουν, συχνά χυδαία, κάθε φωνή διαφορετική απ’ τη δική τους, με τις διαπλοκές -κυρίως- στις οποίες βουτήχτηκαν μέχρι το λαιμό...
Και που, επιπλέον, δημιούργησαν ένα κατεστημένο χειρότερο ίσως απ’ το προηγούμενο υπό τον μανδύα του «προοδευτισμού» και της «ποιότητας», κατεστημένο το οποίο κυβέρνησε το θέατρό μας, συχνά και υπό πολιτική κάλυψη, καμιά τριανταριά και βάλε χρόνια αρμέγοντας κρατικούς πόρους. Κατεστημένο του οποίου η κατάρρευση έχει αρχίσει εδώ και μερικά χρόνια. Γιατί ανάμεσα σε όλους αυτούς τους τότε «σωτήρες» του ελληνικού θεάτρου και τους «ανατροπείς», τους συγγραφείς που θεωρήθηκαν «νέοι Τσέχοφ» και τους σκηνοθέτες που θεωρήθηκαν «νέοι Ροντήρηδες» και «νέοι Κουν» και τους ηθοποιούς που θεωρήθηκαν «νέες Παξινού» και «νέοι Βεάκηδες» ελάχιστοι ήταν -απόλυτα φυσικό σε μια τόσο μικρή χώρα…- αυτοί που ανταποκρίνονταν στους χαρακτηρισμούς. Και αυτοί ακριβώς ήταν που συνέχισαν -και συνεχίζουν- να υπάρχουν χωρίς να τους καταπιεί η δίνη που φώναξε «ο αυτοκράτορας είναι γυμνός». Οι υπόλοιποι έχουν μείνει εκτός νυμφώνος πια, χύνοντας όξος και χολή προς οτιδήποτε νέο και προς πάσαν κατεύθυνσιν.
Καμιά κοσμογονία επιμένω πως δε συνέβη τη δεκαετία του ’70 στο θέατρό μας -απλώς επέστη, τότε, ο χρόνος τα πράγματα ν’ αλλάξουν και να περάσουν σε καινούργια, πιο φρέσκα χέρια. Πως απλώς ήταν η φυσική εξέλιξη των πραγμάτων. Μόνο που έγινε με μεγαλύτερη σφοδρότητα λόγω των συνθηκών -Δικτατορία, Μεταπολίτευση.
Αρνούμαι, λοιπόν, τώρα να φανατιστώ. Να ξεχάσω τα επιτεύγματα κάποιων ανθρώπων που με σημάδεψαν αλλά κι οι οποίοι πλέον γέρασαν και ξέφτισαν κι αυτό δεν μπορώ να το μακιγιάρω. Όπως αρνούμαι να θεωρήσω κάθε καινούργια φωνή «νέο Κουν», και «νέο Βογιατζή», και «νέα Παξινού», και «νέο Κολτές», και «νέο Όστερμάγερ». Δέχομαι κι αγκαλιάζω κι αγαπάω κάθε καινούργια φωνή και την υποδέχομαι με μεγάλη χαρά και στοργή. Αλλά αν παραπατήσει, αν κάνει φάλτσο, εγώ τη γνώμη μου -που δεν είναι και του Πάπα, ποιος είμαι άλλωστε;- θα την πω. Και θα τη γράψω. 
Όποιος το καταλάβει, καλώς. Ειδεμή, μεγάλη μέχρι τώρα η λίστα με τους εχθρούς και τους ιδιωτικούς κονδυλοφόρους τους, καθόλου δε με νοιάζει αν θα μεγαλώσει.

November 5, 2014

Ένα Σαββατοκύριακο καθόλου χαμένο: 55ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης -ακόμα Διεθνές


Το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης στέκει ακόμα γερά στα πόδια του. Ελαφρώς συρρικνωμένο ως προς τον αριθμό των ταινιών του σε σχέση με τα προ κρίσης χρόνια -γύρω στις 150 προβάλλονται φέτος-, χωρίς το πλήθος των καλεσμένων του, χωρίς την παρουσία εκτυφλωτικών σταρ όπως στον «παλιό καλό καιρό», χωρίς εκείνες τις ωραίες, συλλεκτικές εκδόσεις του -και φέτος μόνον οι δύο κατάλογοι, ο μεγάλος και ο μικρός, έχουν εκδοθεί συν το ενημερωτικό φυλλάδιο για τις προβολές, δει δη χρημάτων βλέπετε, ο προϋπολογισμός του έχει ελαχιστοποιηθεί… Αλλά η τεράστια, υψωμένη στο λιμάνι επιγραφή που τη βλέπεις κατηφορίζοντας την παραλία άναψε και πάλι το βράδυ της περασμένης Παρασκευής. Και θα γράφει, έως και την Κυριακή, 55ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου. Το οποίο συνεχίζει -ακόμα, άγνωσται, ως προς το θέμα, αι βουλαί των Υψίστων του υπουργείου Πολιτισμού (και Αθλητισμού)- να είναι διεθνές. Με έντονο, πάντως -φέτος τουλάχιστον, μια και γιορτάζει τα 100 χρόνια του ελληνικού κινηματογράφου-, το ελληνικό στίγμα του. Και οι επιλογές του, οι ευρύτερα διεθνείς αλλά και ειδικότερα οι βαλκανικές, συνεχίζουν να έχουν πάντα ενδιαφέρον.
Στένεμα στα οικονομικά του Φεστιβάλ, στένεμα και στα προσωπικά οικονομικά... Πού οι παλιές καλές μέρες που ανέβαινα Θεσσαλονίκη για ολόκληρο το φεστιβαλικό δεκαήμερο -με θεατρικά… προκαταρκτικά και επιδόρπια… Ένα Σαββατοκύριακο -το πρώτο του Φεστιβάλ- κατάφερα όλο κι όλο να πάω. Αλλά η συγκομιδή οκτώ συνολικά ταινιών -χάρη στη διαπίστευση που μου εξασφάλισαν η πάντα ευγενέστατη Υπεύθυνη Ελληνικού Τύπου του Φεστιβάλ Δήμητρα Νικολοπούλου και οι άλλες προθυμότατες κυρίες του Γραφείου Τύπου- ήταν ικανοποιητική. Αριθμητικά τουλάχιστον. 
Δύσκολη, όπως πάντα, ακόμα και στους έμπειρους, η επιλογή: δεν βλέπεις πάντα ό,τι θέλεις, προσπαθείς να δεις ό,τι αντιπροσωπευτικό προλαβαίνεις ειδικά όταν ο χρόνος σου είναι περιορισμένος. Ιδού, λοιπόν, τι πρόλαβα να δω:

Στις «Ειδικές Προβολές» οι Βέλγοι αδελφοί Ζαν-Πιερ και Λικ Νταρντέν δεν ανταποκρίθηκαν στις προσδοκίες μου. Η νέα ταινία τους «Δύο μέρες, μία νύχτα» («Ολύμπιον») -συμπαραγωγή βελγική, γαλική, ιταλική και των Κάτω Χωρών- εντάσσεται πάντα σ’ έναν κινηματογράφο κοινωνικό -άρα και πολιτικό-, κοντά στο σινεμά του Κεν Λόουτς. Και μέσα από το ρεαλισμό συνεχίζουν την πορεία τους. Η Σαντρά, νέα γυναίκα ακόμα, παντρεμένη, με δύο μικρά παιδιά, που μόλις έχει συνέλθει από σοβαρή κατάθλιψη, φαίνεται να χάνει τη δουλειά της σε κάποιο μικρό εργοστάσιο μιας μικρής επαρχιακής βελγικής πόλης, όταν ο εργοστασιάρχης αποφασίζει περικοπές: ή θα κόψει το καθιερωμένο μπόνους από τους δεκαεπτά εργαζόμενους σ’ αυτό ή θα τους κάνει δεκάξι απολύοντας την Σαντρά. Μετακυλίει, όμως, το βάρος της απόφασης σ’ αυτούς. Θα την πάρουν οι ίδιοι δια ψηφοφορίας. Στη φανερή πρώτη που γίνεται Παρασκευή ψηφίζουν, βέβαια, υπέρ του μπόνους. Ο εργοδότης δέχεται η ψηφοφορία να επαναληφθεί μυστικά την Δευτέρα γιατί είχε κυκλοφορήσει η πληροφορία πως ο εργοδηγός του επηρέασε ορισμένους με απειλές και υποσχέσεις. Μεσολαβεί ένα Σαββατοκύριακο. Η καταρρακωμένη Σαντρά, καταφεύγοντας στα ψυχοφάρμακα για να σταθεί στα πόδια της, με την υποστήριξη του άντρα της και μιας φίλης της με την οποία εργάζονται μαζί, επιχειρεί να συναντήσει όλους τους συναδέλφους της και να τους πείσει να την υποστηρίξουν να μη χάσει τη δουλειά της την οποία έχει τόσο μεγάλη ανάγκη. Χάνοντας το μπόνους των 1000 ευρώ που θα έπαιρναν. Με άλλους τα καταφέρνει, με άλλους όχι. Στις συναντήσεις της αυτές ζει στιγμές συγκινητικές αλλά δέχεται και επιθέσεις που την κλονίζουν μέχρι και τη φτάνουν στο σημείο να αποπειραθεί να αυτοκτονήσει. Το αποτέλεσμα δεν θα είναι, τελικά, υπέρ της. Το παιχνίδι άλλωστε ήταν εξαρχής στημένο. Η εργοδοσία είχε καταλήξει πως η δουλειά, έτσι κι αλλιώς, βγαίνει και με δεκαέξι άτομα… Αλλά η Σαντρά θα βγει κερδισμένη: ο απεγνωσμένος αυτός μαραθώνιος του Σαββατοκύριακου τη δυνάμωσε ώστε να μπορεί να δει αισιόδοξα μια συνέχεια στη ζωή της. Η ταινία διαθέτει τη γνώριμη λιτότητα των Νταρντέν, τις λεπτές αποχρώσεις τους, μία εξαίρετη πρωταγωνίστρια -την Μαριόν Κοτιγιάρ η οποία κάνει μία ερμηνεία ημιτονίων με συναρπαστικές μεταπτώσεις, από το καυτό στο παγωμένο, που καταγράφονται από το φακό, αμείλικτα καρφωμένο σε διαρκή γκρο πλάνα στο πρόσωπό της- αλλά από το σενάριο λείπει, κατά τη γνώμη μου, η εσωτερική δυναμική. Συν κάποιες αφέλειες συν οι επαναλήψεις που δεν καταφέρνουν να λειτουργήσουν σωρευτικά αλλά παραμένουν παρατακτικές. Θέλω να πιστεύω πως δεν είναι δείγμα ότι οι Νταρντέν εξαντλήθηκαν.
Στους «Ανοιχτούς Ορίζοντες» που δεν κατάλαβα τη διαφορά τους από το νέο -πέρσι ξεκίνησε- πρόγραμμα «Ρεύματα»… είδα πρώτα (Αίθουσα «Τζον Κασσαβέτης») το «Με βήμα γοργό» του Νιλς Άρντεν Όπλεου, παραγωγή Δανίας. Ο δεκατετράχρονος Μάρτιν, που έχει μπει πια στην εφηβεία με όλες τις σεξουαλικές -και όχι μόνον…- ανησυχίες και αναζητήσεις τις οποίες αυτή συνεπάγεται και που προπονείται στο βάδην, λίγο πριν από τη σημαδιακή για τους Δυτικούς τελετή της Πρώτης Μετάληψής του, χάνει ξαφνικά τη μητέρα του αλλά και την παρθενιά του δοκιμάζοντας το σεξ τόσο μ ένα συνομήλικο κορίτσι που του αρέσει όσο και με αγόρι -ένα φίλο του. Ο πόνος και η απουσία και πώς βιώνονται -και από τον ίδιο τον Μάρτιν και από τον πατέρα του και από τον μεγαλύτερο αδελφό του (σπαρταριστό και σπαρακτικό ταυτόχρονα το κωμικοτραγικό εύρημα με τα γυαλιά ηλίου της μάνας του που φοράει διαρκώς μετά το θάνατό της)-, η ζωή που έτσι κι αλλιώς συνεχίζεται δίνονται έξυπνα, με λεπτότητα και χιούμορ από τον δανό σκηνοθέτη αλλά η ταινία, ειδικά με το εύκολο χάπι εντ της, δεν βαθαίνει πολύ κάτω από την επιφάνεια. Ο Βίλαντς Μπόιε, πάντως, ο έφηβος πρωταγωνιστής της, με την εκφραστική, χαρούμενη, πονηρούτσική φάτσα δεν είναι απλώς καλή επιλογή. Είναι και ταλαντούχος και σωστά οδηγημένος από το σκηνοθέτη σε μια πολύ καλή απόδοση.
Στο ίδιο πρόγραμμα ο Τσέχος Ζντενέκ Γιράσκι καταγράφει «Στη σιωπή» (Αίθουσα «Φρίντα Λιάππα»), παραγωγή Σλοβακίας και Τσεχίας, μία ακόμη όψη του Ολοκαυτώματος: την τύχη που είχαν υπαρκτοί εβραίοι καλλιτέχνες -ένας μαέστρος/πιανίστας/συνθέτης και η ζωγράφος γυναίκα του, μία κλασική πιανίστα, ένας  πιανίστας της τζαζ/μαέστρος, μία χορεύτρια- που ζούσαν στην προπολεμική Τσεχοσλοβακία όταν εκτοπίστηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης -ενώ στην Γερμανία του τρίτου Ράιχ είχε ήδη εκδοθεί το «Λεξικό των Εβραίων στη Μουσική» που κατέγραφε τους «προς αποφυγήν» οι οποίοι έπρεπε να εξαφανιστούν με κάθε τρόπο...  Άλλοι κατάφεραν να επιζήσουν, άλλοι -ή οι δικοί τους άνθρωποι- χάθηκαν στη νατσιστική φρίκη. Φαινομενικά εξαντλημένα, τα θέματα του Ολοκαυτώματος αποδεικνύονται ανεξάντλητα. Ο Γιράσκι στήνει μία ευπρεπή παραγωγή, συγκινησιακά εύκολη, στιλιστικά, ως αναβίωση εποχής, τηλεοπτικών προδιαγραφών, χωρίς μεγάλες ερμηνείες αλλά στο δεύτερο μέρος -στα στρατόπεδα-, όταν γίνεται αφαιρετικός και λυρικός -έξοχες οι σκηνές με τη χορεύτρια που προσπαθεί να χορέψει στην αυλή του στρατοπέδου ή στο κελί της- αποδεικνύεται πιο ουσιαστικός. Η επιτυχία του, πάντως, έγκειται κυρίως στην ιδέα του να φτιάξει την ταινία του χωρίς να ακούγονται οι διάλογοι «ζωντανά» αλλά σαν voice over (φωνή εκτός) -όχι ως πλέι μπακ αλλά ως «αναμνήσεις» διαλόγων- και με επίσης voice over αφήγηση. Μαζί με τα πολλά μουσικά κομμάτια που ακούγονται δίνουν στην ταινία μία μουσική δομή απόλυτα ταιριαστή με το θέμα της.

Στους «Ανοιχτούς Ορίζοντες» και η «Γη της θύελλας» (Αίθουσα «Φρίντα Λιάππα») του Ούγγρου Άνταμ Τσάσι -ουγγρογερμανική παραγωγή. Ο Σάμπολτς (Σάμπι), ένας νεαρός ούγγρος ποδοσφαιριστής με πολλά υποσχόμενη καριέρα, που παίζει σε γερμανική ομάδα, μετά από μία μεγάλη ήττα της ομάδας του για την οποία του ρίχνουν τις ευθύνες, τα παρατάει και γυρίζει στο χωριό του, στην Ουγγαρία. Όπου μέσα στη μοναξιά, απομονωμένος στο ερημικό, μισοερειπωμένο σπίτι του παππού του, που μπαίνει στη διαδικασία να το συνεφέρει με την προοπτική να γίνει μελισσοκόμος, ανακαλύπτει την ομοφυλοφιλία του με ένα συνομήλικό του, τον Άρον. Ο οποίος μένει μαζί του βοηθώντας τον στις επιδιορθώσεις του σπιτιού. Το θέμα παίρνει διαστάσεις σκανδάλου, κουτσομπολιά, οι γονείς τους αντιδρούν, οι ντόπιες -που περισσεύουν στην Ουγγαρία…- φιλονατσιστικές, ρατσιστικές ομάδες κρούσης, ενημερωμένες από τη μάνα του Άρον, σπάνε στο ξύλο και τους δύο, ο Άρον δεν ξέρει τι ακριβώς θέλει αλλά ο Σάμπολτς επιμένει. Το ζευγάρι μεταβάλλεται σε τρίο όταν φτάνει ένας συμπαίκτης του Σάμπι, ο Μπέρναρντ, ο οποίος του είχε εκφράσει ήδη τις  επιθυμίες του αλλά τώρα βρίσκει την ευκαιρία να τις υλοποιήσει… Ζήλιες, ο Μπέρναρντ θα αποχωρήσει τελικά αλλά ο Άνταμ, στριμωγμένος από τον περίγυρο και τον ενοχικό εαυτό του, θα δώσει στη σχέση ένα τραγικό φινάλε. Τολμηρός, αισθησιακός, αποτελεσματικά «στεγνός», με σωστά οδηγημένους ηθοποιούς, ο Τσάσι από το μέσον της ταινίας, δυστυχώς, μοιάζει να χάνει τον έλεγχο. Πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του και σαν να θέλει να χωρέσει τα πάντα -σύνηθες ελάττωμα των πρωτάρηδων. Το σενάριο -που το συνυπογράφει με τον Ίβαν Σάμπο- πελαγοδρομεί, με το σχηματισμό του τρίο η ταινία εκτρέπεται στις παρυφές της ευθυμίας για να τελειώσει μελοδραματικά, παρά την προσπάθεια του σκηνοθέτη να το αποφύγει με την αφαίρεση. Η σύγκριση με το συγγενικού θέματος «Το μυστικό του Brokeback Mountain» του Ανγκ Λι αποβαίνει συντριπτική εις βάρος του Ούγγρου ο οποίος, πάντως, καθόλου ατάλαντος δεν είναι.
Δύο ήταν οι ταινίες και του Προγράμματος «Ματιές στα Βαλκάνια» -το οποίο πάντα με ενδιαφέρει ιδιαίτερα- που είδα:

«Τρία παράθυρα και ένας απαγχονισμός» (Αίθουσα «Σταύρος Τορνές») είναι ο τίτλος της ταινίας του Αλβανού Ισά Τσόσια, παραγωγής Κόσοβου και Γερμανίας. Καυτό το θέμα της -αν και έχει ήδη θιγεί. Σε ένα χωριό του Κόσοβου, το 2000, λίγο μετά το πόλεμο με την Σερβία για την απόσπαση και ανεξαρτησία της συντριπτικά αλβανόφωνης αυτόνομης σερβικής επαρχίας, η Λούσε, μία δασκάλα με ένα παιδί που ο άντρας της είναι αγνοούμενος του πολέμου, εξομολογείται ανώνυμα σε μία ξένη δημοσιογράφο πως, στη διάρκειά του, έχει πέσει θύμα βιασμού από σέρβους στρατιώτες μαζί με άλλες τρεις συγχωριανές της. Το δημοσίευμα γίνεται αντιληπτό στο χωριό και ο Ούκα, ο πρόεδρός του, που η μία από τις βιασμένες είναι η γυναίκα του, μυστικό που το κρατούν επτασφράγιστο, και ο οποίος αντιλαμβάνεται ποια μίλησε δημοσιοποιεί το όνομά της στο χωριό με τον ισχυρισμό ότι είναι ψέμα πως υπήρξαν και άλλες που βιάστηκαν. Η Λούσε -το θύμα!- γίνεται αποδιοπομπαίο μέλος της συντηρητικής κοινότητας η οποία τη θεωρεί πόρνη: της κλείνουν τις πόρτες, παύουν να στέλνουν στο σχολείο τα παιδιά τους, φέρνουν άλλη στη θέση της, δεν της μιλούν- κάνουν τα πάντα για να τη διώξουν, είναι στίγμα… Και οι άντρες του χωριού την πιέζουν να αποκαλύψει τα ονόματα των άλλων τριών τρέμοντας στην ιδέα ότι θα μπορούσαν να είναι οι δικές τους γυναίκες, πράγμα που η δασκάλα δεν θα το κάνει. Η θέση της όμως επιβαρύνεται όταν μία από τις κοπέλες αυτές αυτοκτονεί. Θα θεωρήσουν την Λούσε υπεύθυνη. Και όταν ο Ιλίρ, ο άντρας της, επιστρέψει, τελικά, από την αιχμαλωσία στην οποία βρισκόταν, θα προσπαθήσουν να τον πείσουν να τη χωρίσει. Το φινάλε μένει ανοιχτό με την Λούσε να αρχίζει να αφηγείται στον Ιλίρ τι ακριβώς συνέβη. Θέμα συγκλονιστικό, ο σκηνοθέτης και ο σεναριογράφος Ζιμπέρ Κελμέντι το χειρίζονται με λεπτότητα, έξυπνα επικεντρώνοντάς το όχι στο βιασμό καθαυτό και σε αντισερβικές κορόνες αλλά στις τραγικά οπισθοδρομικές αντιδράσεις του ίδιου του χώρου στο άγριο γεγονός και οι ηθοποιοί έχουν μία γνησιότητα αλλά το αποτέλεσμα έχει πολλές πρωτογενείς αδυναμίες. Η -Σέρβα…- Μιριάνα Καράνοβιτς, σε μία σκηνή-έκτακτη συμμετοχή που δεν κρατάει πάνω από τρία λεπτά, στον ασήμαντο ρόλο της ξένης δημοσιογράφου που κάνει μόνο μερικές ερωτήσεις στα αγγλικά -το guest το ερμήνευσα ως ένα κλείσιμο του ματιού στην με το ίδιο θέμα συγκλονιστική βοσνιακή ταινία «Σεράγεβο, σ’ αγαπώ» της Γιάσμιλα Ζμπάνιτς στην οποία η Μιριάνα Καράνοβιτς πρωταγωνιστούσε- κλέβει, και πάλι με το -εντελώς- τίποτα, την παράσταση: Μεγάλη (το εννοώ) ηθοποιός, κλάσης μιας Μανιάνι. 
Ο Τούρκος Καάν Μουστετζί στο «Σιβάς» (Αίθουσα «Σταύρος Τορνές») -συμπαραγωγή Τουρκίας και Γερμανίας- δένει, σε ένα μίζερο χωριό της Ανατολίας, όπου τα συναισθήματα πρέπει να κρύβονται, τον Ασλάν, ένα εντεκάχρονο αγόρι που το όνειρό του είναι να παίξει τον Πρίγκιπα στη σχολική παράσταση για να βρεθεί πλάι στην Αϊσέ-Χιονάτη η οποία πολύ του αρέσει, με ένα τεράστιο λευκό τσοπανόσκυλο, τον Σιβάς, ειδικευμένο σε κυνομαχίες -«σπορ» στο οποίο ευρύτατα επιδίδονται στην περιοχή- που το περιμάζεψε μισοπεθαμένο μετά από έναν αγώνα και το ανάστησε. Οι κυνομαχίες με τον Σιβάς θα συνεχιστούν, ο μεγάλος αδελφός του Ασλάν θα προσπαθήσει να πουλήσει το σκύλο ξεσηκώνοντας την οργή του παιδιού αλλά το τέλος θα μείνει ανοιχτό: ο προορισμός του Σιβάς αυτός δεν είναι -να συνεχίσει μέχρι τέλους ως μονομάχος; Η ταινία αποπνέει μια αυθεντικότητα -εξαιρετικά σκληρές, άγριες, σχεδόν ανυπόφορες οι σκηνές των κυνομαχιών-, ο Μουστετζί είναι ικανός να γίνεται λυρικός χωρίς να ολισθαίνει στο μελόδραμα της συνταγής «παιδί και σκύλος», ο μικρός Ντοάν Ιζντζί με δυνατή φάτσα είναι καλά καθοδηγημένος -η σκηνή της έκρηξης εναντίον του αδελφού του, εξαιρετική- αλλά υπάρχουν και αρκετές αδυναμίες. Ο νεαρός σκηνοθέτης -πρωτάρης στις μεγάλου μήκους ταινίες γαρ- δεν ελέγχει απόλυτα το σενάριο που έχει ο ίδιος γράψει. Η ιστορία της σχολικής παράστασης ξεχνιέται στο μέσον της ταινίας και στο τέλος κοπιάζει να την επανασυνδέσει πράγμα που κλονίζει τις ισορροπίες. 
Δύο ήταν τα φιλμ και του «Διεθνούς Διαγωνιστικού» Προγράμματος, που πρόλαβα να δω.
Η -πρώτη- ταινία του Ουκρανού Μίροσλαβ Σλαμποσπίτσκιι «Φυλή» (Αίθουσα «Φρίντα Λιάππα»), ουκρανική παραγωγή, στερείται εντελώς διαλόγων. Ακούμε μόνον ήχους. Ο λόγος απουσιάζει. Γιατί όλοι οι ήρωές του είναι κωφοί. Συνεννοούνται με τη νοηματική. Και ο σκηνοθέτης επέλεξε να μην υπάρχουν ούτε υπότιτλοι ούτε ενδιάμεσοι τίτλοι. Σωστή επιλογή: η σιωπή της συγκεκριμένης ταινίας, παρά τα 130 λεπτά της διάρκειάς της, είναι εκκωφαντική.  Ο Σεργκέι φτάνει σε μία σχολή/οικοτροφείο που φιλοξενεί και εκπαιδεύει κωφούς εφήβους. Η βασική τους, όμως, εκπαίδευση, άριστα... σχεδιασμένη -προσωπικό και παλαιότεροι τρόφιμοι-, αφορά την απρόσκοπτη είσοδό τους στον κόσμο του οργανωμένου εγκλήματος, έναν θαυμαστό καινούργιο μετασοβιετικό κόσμο... Το αγόρι, μετά τα πρώτα μυητικά καψόνια, κρίνεται ικανό να γίνει μέλος της συμμορίας: βία, ληστείες, εκπόρνευση των δύο από τα κορίτσια του σχολείου… Πολύ σύντομα του αναθέτουν τα καθήκοντα του νταβατζή για τις δύο κοπέλες. Πιάτσα τους, εκεί που παρκάρουν οι νταλίκες, πελάτες τους, οι νταλικιέρηδες. Το αγόρι θα πληρώσει μία από τις κοπέλες για να κάνει σεξ μαζί της. Αλλά την ερωτεύεται. Και όταν εξασφαλίζουν, σ’ αυτή και τη φίλη της, διαβατήρια, για να τις «εξαγάγουν» στην Ιταλία, ο Σεργκέι, εκτός εαυτού, σε κατάσταση παραφοράς, θα τα σκίσει με τα δόντια. Θα τον σαπίσουν στο ξύλο. Αλλά η δική του εκδίκηση θα είναι ακόμα σκληρότερη -τρομακτική. Ο Σλαμποσπίτσκιι κάνει ένα εντυπωσιακό ντεμπούτο. Ο νατουραλισμός που υιοθετεί είναι πολύ σκληρός, αβάσταχτος -η σκηνή της έκτρωσης που με παρέπεμψε στο ρουμάνικο «4 μήνες, 3 εβδομάδες και 2 μέρες» του Κριστιάν Μουντζίου δεν αντέχεται- και το ψυχρό, αποστασιοποιημένο στιλ του -καθόλου γκρο πλάνα-, παράλληλα με τη φρικτή σιωπή, βαραίνει ακόμα περισσότερο την ατμόσφαιρα. Όλα είναι ακατέργαστα, πρωτόγονα. Δεν υπάρχουν καλοί ή κακοί, δεν υπάρχουν συναισθήματα, απλώς τα πράγματα δείχνονται όπως είναι -η εικόνα σαν να βρωμάει. Δυστυχώς ο σκηνοθέτης -επίσης πρωτάρης στις μεγάλου μήκους- δεν έχει αναπτύξει ακόμα το αίσθημα της φιλμικής οικονομίας. Μερικές σκηνές του είναι περιττές ή διαρκούν, χωρίς λόγο, περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται -η συμπλήρωση των αιτήσεων για τα διαβατήρια, ο καυγάς των κοριτσιών πριν από την έκτρωση, οι σκηνές στις νταλίκες, για παράδειγμα- ώστε να ανακόπτουν τους άψογους εσωτερικούς ρυθμούς της ταινίας. Και μερικές στιγμές μοιάζει να επιζητεί επίμονα να σοκάρει και να εντυπωσιάσει. Πάντως, και με αυτά τα ελαττώματα, η «Φυλή» καθηλώνει.

Στο «Μόντρις» (Αίθουσα «Φρίντα Λιάππα») του Λετονού Γιούρις Κουρσιέτις, συμπαραγωγή Λετονίας, Γερμανίας και Ελλάδας -το μοντάζ και η ηχοληψία είναι, αντίστοιχα, των δικών μας Γιώργου Μαυροψαρίδη και Λέανδρου Ντούνη-, ο έφηβος Μόντρις, που ετοιμάζεται να κλείσει τα δεκαοκτώ -οι έφηβοι, τα παιδιά και οι πολύ νέοι, ίσως κατά σύμπτωση, όπως και στις ταινίες που είδα στο Φεστιβάλ της Μπίτολα, κυριαρχούσαν, ως κεντρικοί ήρωες, και σε όσες είδα στην Θεσσαλονίκη- ζει -χαμοζωή…- χαμένος στη μετάφραση. Πηγαίνει σχολείο για το οποίο δεν δείχνει ίχνος ενδιαφέροντος, έχει δεσμό με μία κοπέλα που τον ανέχεται μέχρι που την εκθέτει στην οικογένειά της, η σχέση με τη μητέρα του δεν μπορεί να είναι χειρότερη, δεν έχει γνωρίσει τον πατέρα του, η μάνα του κοπανάει διαρκώς πως θα καταντήσει στη φυλακή όπως εκείνος, με το τσιγκέλι τού παίρνεις κουβέντα, αδιάφορος, άδειος, κυνικός, φυτό… Μόνο του ενδιαφέρον να κάνει γκράφιτι στους τοίχους. Και πάθος του, οι κουλοχέρηδες. Ψάχνει δεξιά και αριστερά κέρματα- κλέβει συστηματικά από το πορτοφόλι της μάνας του- για να τους τροφοδοτήσει χωρίς ποτέ κανένα αποτέλεσμα. Στο τέλος, όταν της κλέβει μία ηλεκτρική σόμπα και την πουλάει για να βγάλει κανένα φράγκο -για τους κουλοχέρηδες πάντα…-, εκείνη, προς φρονηματισμό(;), τον καταγγέλλει στην αστυνομία. Παραπέμπεται, στη δίκη του δεν τα πάει καλά εξαιτίας της αδιαφορίας του και η δικαστίνα τού ρίχνει δύο χρόνια με αναστολή. Αν υποπέσει σε τρεις διοικητικές παραβάσεις, την έχει βάψει: πρέπει να εκτίσει την ποινή του. Στο σωφρονιστικό σχολείο που τον στέλνουν μπλέκει με μία κοπέλα με κατάληξη να τον σακατέψουν στο ξύλο και να τον κλέψουν οι φίλοι της. Παράλληλα, όμως, αρχίζει να ενδιαφέρεται να συναντήσει τον πατέρα του. Μαθαίνει πως δεν βρίσκεται στη φυλακή όπως τού έλεγε η μητέρα του, μαθαίνει πού δουλεύει, βρίσκει τον αριθμό του κινητού του, του τηλεφωνεί με μία πρόφαση για να ακούσει τη φωνή του χωρίς να του πει ποιος είναι αλλά δεν αποφασίζει, δεν τολμάει να τον συναντήσει. Δεν θα αργήσει να ξεπεράσει το όριο των παραβάσεων. Η φυλακή τού ανοίγει τις πόρτες της. Είναι ένα παιδί που θα χαθεί; Μπορεί και όχι. Το τελευταίο, συγκλονιστικό πλάνο αφήνει ελπίδες. Ο Κουρσιέτις με την πρώτη του αυτή ταινία μεγάλου μήκους δημιουργεί ένα ολοκληρωμένο  έργο. Αποτελεσματικά «ψυχρό», με άψογους ρυθμούς, σφιχτό, απέριττο, δυναμικό, με έναν εξαιρετικό ηθοποιό, τον Κρίστερς Πίκσα -ιδανική επιλογή φάτσας-, οδηγημένο σε μία άριστη ερμηνεία, ήταν η πιο ολοκληρωμένη και αποτελεσματική από τις οκτώ ταινίες που είδα στο διήμερο. Θα δούμε τι θα αποφασίσουν Επιτροπή και κοινό.
Εκείνο που έχω να παρατηρήσω είναι πως από τις επτά δημόσιες προβολές που παρακολούθησα -μία ήταν δημοσιογραφική- στις έξι οι αίθουσες ήταν τιγκαρισμένες. Επρόκειτο, βέβαια, για Σαββατοκύριακο -ένα Σαββατοκύριακο καθόλου χαμένο σε αντίθεση μ’ εκείνο της ταινίας του Μπίλι Γουάιλντερ-, δεν ξέρω με τι προσέλευση συνεχίζεται η φετινή διοργάνωση, θα μάθουμε στο τέλος όταν δοθούν τα πλήρη στοιχεία αλλά εκείνο που διαπίστωσα είναι πως το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης, μετά από 55 χρόνια, παρά τις αντιξοότητες, δεν διατηρεί απλώς τη δυναμική του. Διατηρεί και το κοινό του.

55ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, 1, 2 Νοεμβρίου 2014.