November 6, 2014

ΚουΘουΒουΕ: Το βάθος του ουρανού είναι κόκκινο…


Το Τέταρτο Κουδούνι / 6 Νοεμβρίου (ουφ, τελείωσε ο Οκτώ(μ;)βριος…) 2014


«Ένας οργανισμός που δε φοβάται να μπει στο μάτι της κριτικής, δε φοβάται να κριτικάρει τα κακώς κείμενα μιας πολιτείας, μιας κοινωνίας, ενός συστήματος, δε φοβάται να βάλει κάτω από το μικροσκόπιο της κριτικής πολιτικά συστήματα και τον τρόπο με τον οποίο κάποιος επιχειρεί να ανελιχθεί πατώντας επί πτωμάτων μπορεί και ανεβάζει έργα σαν την ‘Φάρμα των Ζώων’», δήλωσε ο καλλιτεχνικός διευθυντής του ΚουΘουΒουΕ Γιάννης Βούρος στη συνέντευξη Τύπου για το ανέβασμα στο Θέατρο που διευθύνει μιας διασκευής για παιδιά του έργου. Λίγο μετά τις άλλες δηλώσεις του (βλέπε «Το Τέταρτο Κουδούνι», 23 Σεπτεμβρίου 2014) «το ΚΘΒΕ έχει ένα πολύ βασικό στόχο: να υπηρετήσει το κλασικό αλλά είναι και χρέος του να γίνει πυρήνας καλλιτεχνικής αναρχίας, έρευνας και πρωτοπορίας» -και λίγο πριν ανεβάσει το «Alexander the Great. Rock Μusical».
Δε νοιώθετε κι εσείς όπως εγώ; Πως βρισκόμαστε σαν σε μέρες Ιουλίου 1789; Για να μην πω σαν σε μέρες Οχτώβρη 1917; Λίγο πριν από την Επανάσταση; Λίγο πριν ξεσπάσει μια άλλη Μεγάλη Επανάσταση; Εμένα μου φαίνεται σα ν’ ακούω ήδη πυροβολισμούς. Και θούρια (εκτός κι αν είναι απ’ το «Alexander the Great»…). Το βάθος του ουρανού είναι κόκκινο…


Όσο η παράσταση προχωρούσε στο «Bios», τόσο η συγκίνηση με καταλάμβανε -για να με πνίξει στο τέλος. Όσο η παράσταση προχωρούσε, τόσο σκεφτόμουνα τι αίσθηση, τι συγκίνηση θα πρέπει να προκάλεσε στους Αγρινιώτες όταν πρωτοπαίχτηκε πέρσι στο Αγρίνιο -ντόπια, δικιά τους παραγωγή. «Από πρώτο χέρι» ο τίτλος της. Η σκηνοθεσία μιας Αγρινιώτισσας μ’ ανοιχτό μυαλό, που ψάχνεται, της Γεωργίας Μαυραγάνη.
Όχι δεν ήταν παράσταση του ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου -δεν είναι πολλά, εξάλλου, τα ΔΗΠΕΘΕ που συνδέθηκαν καλλιτεχνικά με την πόλη και την περιοχή τους, ουσιαστικά εννοώ, γιατί προσπάθειες με ντόπιους συγγραφείς κι άλλες ντόπιες δυνάμεις έχουν γίνει. Ήταν παράσταση του «Μικρού Θεάτρου Αγρινίου» που δημιούργησε το 2009 η επίσης Αγρινιώτισσα ηθοποιός Κατερίνα Καραδήμα. Και ήταν -είναι- μια παράσταση βγαλμένη απ’ τα σπλάχνα του Αγρινίου, απ’ το αίμα του. Μια παράσταση απολύτως λιτή, «φτωχή» αλλά με φλέβες πλούσιες. Πολύ πλούσιες.

Οι τρεις ηθοποιοί -Κατερίνα Καραδήμα, Μαντώ Κεραμιδά, Δανάη Σπηλιώτη, εξαίρετες και οι τρεις, με την Μαντώ Κεραμιδά να πιστεύω πως θα κάνει πράγματα σημαντικά στο θέατρο-, με υλικά μνήμες και αφηγήσεις -κάποιες ακούγονται ηχογραφημένες-ανθρώπων που εργάστηκαν ως καπνεργάτες ή ως αγρότες-καλλιεργητές στα καπνά του Αγρινίου -γιαγιάδες, προγιαγιάδες, παππούδες, αλλοτινά παιδιά που μεγάλωσαν και ωρίμασαν στα καπνοχώραφα και στις καπναποθήκες…,- ερμηνεύουν, μας κατεβάζουν είναι το σωστότερο, γεμάτες ενέργεια, χιούμορ και συγκίνηση, ένα κείμενο που μυρίζει καπνό. Χώμα, γη, δάκρυα, γέλια, καπναποθήκες, όνειρα, μουσικές, χωράφια, έρωτες, κόποι, τσακωμοί, αγώνες για δικαιώματα στοιχειώδη μέχρι κι οι επιδοτήσεις του ΠΑΣΟΚ, όλα εκεί είναι, μέσα στη μια ώρα που η παράσταση κρατάει. Μια δουλειά αποτέλεσμα προσεκτικής έρευνας των συντελεστών της που εκτός απ’ τις αφηγήσεις άντλησαν στοιχεία από σχετικά βιβλία.
Η παράσταση μαθαίνω πως θα επαναληφθεί στο «Bios» 15 Νοεμβρίου με 7 Δεκεμβρίου -μόνο τα Σαββατοκύριακα, στις οκτώμισι. Μ’ όλη μου την καρδιά σάς τη συνιστώ -το χειροκρότημα, τη βραδιά που πήγα, σήμαινε πως το κοινό συμφωνούσε μαζί μου. Όταν τη δείτε ελπίζω να καταλάβετε το γιατί.


Αρνούμαι να επαναλάβω τα λάθη που έγιναν στο θέατρό μας της δεκαετίας του ’70. Με τους νέους είμαι. Με το καινούργιο πνεύμα στο θέατρο είμαι. Με τη γραμμή να τους δοθούν οι ευκαιρίες ν’ αποδείξουν ότι κομίζουν νέο πνεύμα που μπορεί να ανανεώσει το θέατρο μας είμαι. Με τις κινήσεις να τους ανοιχτούν τα κρατικά Θέατρα, να τους ανοιχτεί η -ορθάνοιχτη, έτσι κι αλλιώς- Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών, να τους ανοιχτεί το Φεστιβάλ Αθηνών και το περιβόητο «ιερόν» και «άβατον» και δεν ξέρω τι άλλο της Επιδαύρου είμαι -ως συμπέρασμα της καλοκαιρινής σεζόν που παρήλθε τα σκέφτηκα και τα γράφω. Αλλά εμμονικά θα διατηρώ και την ελευθερία μου να εκφράζω τη γνώμη μου για το αποτέλεσμα -εγώ επιμένω πως δεν είναι κριτική, γνώμη είναι.
Αν μου αρέσει η δουλειά τους θα ενθουσιαστώ -δε ντρέπομαι να ενθουσιάζομαι και να συγκινούμαι και να το δείχνω, προσπαθώντας να κρατήσω το μέτρο και τον έλεγχο γιατί θέλω να περιμένω και τη συνέχεια. Αν δε μου αρέσει, δε θα το κρύψω, δε θα το αποσιωπήσω, δε θα το ωραιοποιήσω, δε θα πείσω τον εαυτό μου για το αντίθετο. Και δε θα επαναλάβω τα λάθη των ανθρώπων που άρχισαν να γράφουν για το θέατρό μας τη δεκαετία του ’70 και εξελίχθηκαν σε Πάπες. Που ό,τι καλό έκαναν στο θέατρο, τολμώντας -και σε εποχές πιο δύσκολες απ’ τις σημερινές… - να προβάλουν το νεοελληνικό έργο, τους νέους συγγραφείς, τις νέες ομάδες οι οποίες τότε έκαναν στα τυφλά τα πρώτα τους βήματα, να αποκαταστήσουν την περιφρονημένη επιθεώρηση και τους λαϊκούς κωμικούς, τολμώντας -εκεί κι αν χρειαζόταν τόλμη...- να χτυπήσουν το τότε κατεστημένο στα κρατικά Θέατρα ή στην πιάτσα με τα θιασαρχικά ζεύγη και με τους γιαλαντζί σταρ, το πήραν πίσω, το αναίρεσαν πριν αλέκτορα φωνήσαι. Με το φανατισμό που δημιούργησαν, με την εμπάθεια που έσπειραν, με τις συνήθως άτοπες, άνευ αντικειμένου θεοποιήσεις, με τις βυζαντινού τύπου δολοπλοκίες τους, με τον άπελπι αγώνα να σβήσουν, να ταπεινώσουν, να εξευτελίσουν, συχνά χυδαία, κάθε φωνή διαφορετική απ’ τη δική τους, με τις διαπλοκές -κυρίως- στις οποίες βουτήχτηκαν μέχρι το λαιμό...
Και που, επιπλέον, δημιούργησαν ένα κατεστημένο χειρότερο ίσως απ’ το προηγούμενο υπό τον μανδύα του «προοδευτισμού» και της «ποιότητας», κατεστημένο το οποίο κυβέρνησε το θέατρό μας, συχνά και υπό πολιτική κάλυψη, καμιά τριανταριά και βάλε χρόνια αρμέγοντας κρατικούς πόρους. Κατεστημένο του οποίου η κατάρρευση έχει αρχίσει εδώ και μερικά χρόνια. Γιατί ανάμεσα σε όλους αυτούς τους τότε «σωτήρες» του ελληνικού θεάτρου και τους «ανατροπείς», τους συγγραφείς που θεωρήθηκαν «νέοι Τσέχοφ» και τους σκηνοθέτες που θεωρήθηκαν «νέοι Ροντήρηδες» και «νέοι Κουν» και τους ηθοποιούς που θεωρήθηκαν «νέες Παξινού» και «νέοι Βεάκηδες» ελάχιστοι ήταν -απόλυτα φυσικό σε μια τόσο μικρή χώρα…- αυτοί που ανταποκρίνονταν στους χαρακτηρισμούς. Και αυτοί ακριβώς ήταν που συνέχισαν -και συνεχίζουν- να υπάρχουν χωρίς να τους καταπιεί η δίνη που φώναξε «ο αυτοκράτορας είναι γυμνός». Οι υπόλοιποι έχουν μείνει εκτός νυμφώνος πια, χύνοντας όξος και χολή προς οτιδήποτε νέο και προς πάσαν κατεύθυνσιν.
Καμιά κοσμογονία επιμένω πως δε συνέβη τη δεκαετία του ’70 στο θέατρό μας -απλώς επέστη, τότε, ο χρόνος τα πράγματα ν’ αλλάξουν και να περάσουν σε καινούργια, πιο φρέσκα χέρια. Πως απλώς ήταν η φυσική εξέλιξη των πραγμάτων. Μόνο που έγινε με μεγαλύτερη σφοδρότητα λόγω των συνθηκών -Δικτατορία, Μεταπολίτευση.
Αρνούμαι, λοιπόν, τώρα να φανατιστώ. Να ξεχάσω τα επιτεύγματα κάποιων ανθρώπων που με σημάδεψαν αλλά κι οι οποίοι πλέον γέρασαν και ξέφτισαν κι αυτό δεν μπορώ να το μακιγιάρω. Όπως αρνούμαι να θεωρήσω κάθε καινούργια φωνή «νέο Κουν», και «νέο Βογιατζή», και «νέα Παξινού», και «νέο Κολτές», και «νέο Όστερμάγερ». Δέχομαι κι αγκαλιάζω κι αγαπάω κάθε καινούργια φωνή και την υποδέχομαι με μεγάλη χαρά και στοργή. Αλλά αν παραπατήσει, αν κάνει φάλτσο, εγώ τη γνώμη μου -που δεν είναι και του Πάπα, ποιος είμαι άλλωστε;- θα την πω. Και θα τη γράψω. 
Όποιος το καταλάβει, καλώς. Ειδεμή, μεγάλη μέχρι τώρα η λίστα με τους εχθρούς και τους ιδιωτικούς κονδυλοφόρους τους, καθόλου δε με νοιάζει αν θα μεγαλώσει.

No comments:

Post a Comment