«Η χώρα των νομάδων». Σκηνοθεσία: Κλοέ Ζάο
Η Φερν, μία εξηντάχρονη και κάτι γυναίκα, χωρίς παιδιά, παλιότερα φιλόλογος, η οποία, το 2011, έχασε με τον άντρα της τη δουλειά τους σε ένα εργοστάσιο γυψοσανίδων που έκλεισε και, πρόσφατα, έχασε και τον ίδιο τον άντρα της που υπεραγαπούσε, μαζεύει τα πράγματά της σε μία αποθήκη,
κλειδώνει το άδειο σπίτι της, αγοράζει ένα μεταχειρισμένο, σαραβαλιασμένο βανάκι που το μετατρέπει σε τροχόσπιτο, παίρνει μαζί της μόνο τα απαραίτητα, εγκαταλείπει τη μικρή,
κλειδώνει το άδειο σπίτι της, αγοράζει ένα μεταχειρισμένο, σαραβαλιασμένο βανάκι που το μετατρέπει σε τροχόσπιτο, παίρνει μαζί της μόνο τα απαραίτητα, εγκαταλείπει τη μικρή,
θλιβερή κωμόπολή της με το -δυσανάλογο προς το αντίκρισμά της- αυτοκρατορικό όνομα Εμπάιαρ της Νεβάντα και παίρνει τους -μεγάλους και μικρούς- δρόμους της αμερικάνικης Δύσης, αναζητώντας ευκαιριακές δουλειές για να επιζήσει και πάρκινγκ για να παρκάρει το βανάκι. Θα περάσει από διάφορες
δουλειές, θα παρκάρει σε διάφορα πάρκινγκ, θα συναντήσει και άλλους νομάδες που αποτελούν πια, στις ΗΠΑ, μία ευρεία κατηγορία πληθυσμού -άνεργοι ηλικιωμένοι, χωρίς στέγη, χωρίς σπίτι, κάποιοι χωρίς συγγενείς, με πολλά προβλήματα, χωρίς στον ήλιο μοίρα-, ένα κίνημα που δημιουργήθηκε μετά την περίοδο της οικονομικής ύφεσης 2007-2009. Θα συναντήσει μία γυναίκα με καρκίνο στο
τελευταίο στάδιο, που προτιμάει να πεθάνει ταξιδεύοντας μέχρι την Αλάσκα παρά σε νοσοκομείο, μία πολύ ηλικιωμένη που δούλευε από τα δώδεκα χρόνια της αλλά δεν δικαιούται σύνταξη αρκετή για να μπορεί να ζήσει και είχε φτάσει
στα πρόθυρα της αυτοκτονίας, έναν άντρα της ηλικίας της, τον Ντέιβ, που προτίμησε να μη ζήσει με την οικογένεια του γιου του και έγινε νομάδας και με τον οποίο θα τους συνδέσει μία συντροφικότητα...-, θα μετάσχει σε μία κοινοβιακή «συνάντηση» στην έρημο της Αριζόνα, την οποία οργανώνει ο Μπομπ Γουέλς -που αργότερα μαθαίνουμε ότι ο γιος του έχει
αυτοκτονήσει- για υποστήριξη των νομάδων δίνοντάς τους συμβουλές για αυτάρκεια και επιβίωση, θα επισκεφτεί την οικογένεια της αδελφής της και θα της ζητήσει δανεικά για να επισκευάσει το βαν της που έχει πάθει ζημιά αλλά θα αρνηθεί να μείνει μαζί τους, θα επισκεφτεί τον Ντέιβ που, τελικά, αποφάσισε να συγκατοικήσει με την οικογένεια του γιου του
όταν απέκτησε εγγόνι αλλά επίσης θα αρνηθεί την πρότασή του να μείνει μαζί τους. Στο τέλος θα επισκεφτεί και το ερημωμένο Εμπάιαρ, θα επισκεφτεί το εγκαταλειμμένο σπίτι της, το εγκαταλειμμένο εργοστάσιο όπου δούλευε, θα μοιράσει τα υπάρχοντά της που είχε κρατήσει στην αποθήκη και, ελεύθερη, ανεξάρτητη, μόνη αλλά αξιοπρεπής θα ξαναπάρει το δρόμο των νομάδων αντιμετωπίζοντας κατάματα την επιλογή της. Η Κινέζα σκηνοθέτρια Κλοέ Ζάο, που ζει και εργάζεται
στις ΗΠΑ εδώ και χρόνια, για την ταινία της «Η χώρα των νομάδων («Nomadland», ΗΠΑ, 2020) βασίστηκε στο κοινωνιολογικού ενδιαφέροντος βιβλίο με μαρτυρίες «Χώρα νομάδων: η επιζώσα Αμερική στον Εικοστό Πρώτο αιώνα» (2017) της αμερικανίδας δημοσιογράφου Τζέσικα Μπρούντερ (σύντομα στα ελληνικά με τον τίτλο «Nomadland», μετάφραση Γιώργος Παπαδημητρίου, Εκδόσεις «Κυψέλη») για να γράψει η ίδια το σενάριο, όπου συνδύασε μυθοπλασία και ντοκιμαντερίστικα στοιχεία χρησιμοποιώντας, μάλιστα, για ορισμένους ρόλους, νομάδες
που οι μαρτυρίες τους περιλαμβάνονται στο βιβλίο της Μπρούντερ. Το σενάριο είναι χαλαρό και αποσπασματικό, χωρίς ισχυρό αφηγηματικό ιστό αλλά πιστεύω πως, τελικά, εξυπηρετεί το στόχο: ψηφίδες που συνθέτουν αυτό το μωσαϊκό της χαμηλότονης, της σιωπηλής απόγνωσης, μία ελεγεία για τους παρίες της ζωής, χωρίς κορόνες και μελοδραματισμούς,
μία ταινία δρόμου άκρως λιτή, διακριτική, υπαινικτική, λυρική. Από την οποία αναδύεται μία βαθύτατη μελαγχολία για ένα παρελθόν που συνέτριψε το «αμερικάνικο όνειρο», για ένα παρόν μίζερο, για ένα μέλλον άδηλο. Για μία ζωή που ξεπερνάει αυτούς τους νομάδες χωρίς να κοιτάζει τη δική τους μελαγχολία. Μία ταινία που δεν κραυγάζει, δεν καταγγέλλει,
δεν φτύνει το αμείλικτο καπιταλιστικό σύστημα, δεν ξεσηκώνει αλλά υπομένει με στωικότητα καταλήγοντας, κατά κάποιο τρόπο, στο τσεχοφικό «Τι να κάνουμε όμως, πρέπει να ζήσουμε. Θείε Βάνια, θα ζήσουμε. Θα περάσουμε μέρες και μέρες αμέτρητες, τη μια μετά την άλλη, μεγάλα ατέλειωτα βράδια· θα υποφέρουμε καρτερικά τις δοκιμασίες που θα μας στείλει η μοίρα· θα δουλεύουμε για τους άλλους και τώρα και στα γεράματά μας χωρίς ανάσα·και όταν έρθει η ώρα μας, θα πεθάνουμε αγόγγυστα...» (μετάφραση Χρύσα Προκοπάκη). Βέβαια η δυνατότητα για μία μορφή ζωής εναλλακτική, αυτάρκη ισορροπεί τη διάχυτη μιζέρια. Η μελαγχολία, πάντως
-μία ατμόσφαιρα που συνειρμικά με παρέπεμψε στον «Καουμπόι του μεσονυκτίου» του Τζον Σλέσιντζερ-, κυριαρχεί καθώς υπογραμμίζεται τόσο από τη σκοτεινή, θαμπή φωτογραφία του Τζόσουα Τζέιμς Ρίτσαρντς, με τους απέραντους ορίζοντες, τις απέραντες πεδιάδες και τους φορτωμένους σύννεφα, ασήκωτους ουρανούς, αλλά και από τις μουσικές του Λουντοβίκο Εϊνάουντι. Αλλά, κυρίως, μέσα από το εύγλωττο, το πικρό βλέμμα της αφοπλιστικής, αυθεντικής Φερν που ερμηνεύει η εξαιρετική Φράνσις ΜακΝτόρμαντ παίρνοντας πάνω της όλο το βάρος της ταινίας. Οι ερασιτέχνες, γύρω της, ισορροπούν πειστικά μαζί της. Ένας κινηματογράφος που με άγγιξε.
Κινηματογράφος «Τριανόν», 25 Μαΐου 2021.
No comments:
Post a Comment